Ο Άγιος Μάρτυς Ισίδωρος καταγόταν από την
Αλεξάνδρεια. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Υπηρέτησε στο ρωμαϊκό στρατό επί βασιλέως Δεκίου (249 – 250 μ.Χ.) και προήχθη στο αξίωμα του
Οπτίωνος. Ο Άγιος είχε ελκυσθεί
στην Χριστιανική πίστη κατά το
τελευταίο του ταξίδι από
άλλους Χριστιανούς που
υπηρετούσαν μαζί του στη ναυτική
στρατιωτική δύναμη. Όταν ἠλθε στη
Χίο ο Κεντυρίων Ιούλιος τον
διέβαλε αναφέροντας στο ναύαρχο Νουμέριο ότι ήταν Χριστιανός και αρνιόταν να
προσφέρει θυσία στους θεούς. Τότε τον συνέλαβαν και τον απείλησαν, για να
αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό. Υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και σε
σκληρό ξυλοδαρμό που κατανίκησε με την αδάμαστη πίστη του. Ο πατέρας του, όταν έμαθε ότι ήταν Χριστιανός, εξεπλάγην. Έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι για την Χίο, όπου έφθασε με πολύ
κόπο.
Αμέσως ζήτησε να δει
τον φυλακισμένο υιό του και ο ναύαρχος
Νουμέριος, νομίζοντας ότι η πατρική παρέμβαση θα άλλαζε την πίστη του Μάρτυρα, το
επέτρεψε. Ο Άγιος ικέτευε τον πατέρα του να ανοίξει τα μάτια της ψυχής του και
να δει την αλήθεια. Ο πατέρας του Αγίου
ήταν ανένδοτος. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι ο υιός του πίστευε στον
σταυρωθέντα Ναζωραίο και αρνήθηκε την προγονική θρησκεία των ειδώλων. Τον καταράστηκε και δήλωσε
στον ναύαρχο Νουμέριο ότι τον αποκηρύσσει παρακαλώντας τον
ταυτόχρονα να επισπεύσει τη θανατική καταδίκη του υιού του. Ο Νουμέριος τον έδεσε σε άλογο
που τον παρέσυρε καλπάζοντας επάνω σε πέτρες. Ο Μάρτυς ήταν γεμάτος
πληγές και αίματα. Αμέσως ο Νουμέριος διέταξε την δια αποκεφαλισμού θανάτωσή
του.
Το σεπτό λείψανό του το έριξαν σε φαράγγι, για να τον καταφάγουν τα όρνεα, λίγοι δε στρατιώτες φύλαγαν εκεί, μην τυχόν έλθουν οι Χριστιανοί και παραλάβουν το σώμα. Όμως, μία Χριστιανή, ονόματι Μυρόπη, ήλθε τη νύχτα και με την βοήθεια δύο υπηρετριών, την ώρα που οι στρατιώτες είχαν πέσει και ησύχαζαν, παρέλαβε το ιερό λείψανο, το οποίο ενταφίασε. Την επομένη, ο Νουμέριος πληροφορήθηκε ότι το λείψανο του Μάρτυρος είχε αρπαχθεί. Υπέθεσε ότι οι στρατιώτες δελεάστηκαν με χρήματα και δώρα και επέτρεψαν στους Χριστιανούς να παραλάβουν το σώμα του Αγίου. Γι’ αυτό τους φυλάκισε, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε την είδηση ότι θα τους φονεύσει, άν δεν του πουν σε ποιον παρέδωσαν το λείψανο. Η Μυρόπη έκρινε ότι θα ήταν άδικο να εκτελεσθούν οι στρατιώτες. Γι’ αυτό παρουσιάσθηκε στον Νουμέριο και του δήλωσε την αλήθεια. Εκείνος έδωσε εντολή να την φυλακίσουν. Μετά το μαρτύριό της, οι Χριστιανοί έθαψαν με ευλάβεια το λείψανο της Παρθενομάρτυρος κοντά στον τάφο, όπου προηγουμένως αυτή είχε αποθέσει αυτό του Αγίου Ισιδώρου.
Το σεπτό λείψανό του το έριξαν σε φαράγγι, για να τον καταφάγουν τα όρνεα, λίγοι δε στρατιώτες φύλαγαν εκεί, μην τυχόν έλθουν οι Χριστιανοί και παραλάβουν το σώμα. Όμως, μία Χριστιανή, ονόματι Μυρόπη, ήλθε τη νύχτα και με την βοήθεια δύο υπηρετριών, την ώρα που οι στρατιώτες είχαν πέσει και ησύχαζαν, παρέλαβε το ιερό λείψανο, το οποίο ενταφίασε. Την επομένη, ο Νουμέριος πληροφορήθηκε ότι το λείψανο του Μάρτυρος είχε αρπαχθεί. Υπέθεσε ότι οι στρατιώτες δελεάστηκαν με χρήματα και δώρα και επέτρεψαν στους Χριστιανούς να παραλάβουν το σώμα του Αγίου. Γι’ αυτό τους φυλάκισε, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε την είδηση ότι θα τους φονεύσει, άν δεν του πουν σε ποιον παρέδωσαν το λείψανο. Η Μυρόπη έκρινε ότι θα ήταν άδικο να εκτελεσθούν οι στρατιώτες. Γι’ αυτό παρουσιάσθηκε στον Νουμέριο και του δήλωσε την αλήθεια. Εκείνος έδωσε εντολή να την φυλακίσουν. Μετά το μαρτύριό της, οι Χριστιανοί έθαψαν με ευλάβεια το λείψανο της Παρθενομάρτυρος κοντά στον τάφο, όπου προηγουμένως αυτή είχε αποθέσει αυτό του Αγίου Ισιδώρου.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως στρατευθείς τω Βασιλεί των αιώνων, των επιγείων την στρατείαν απώσω, και ευθαρσώς εκήρυξας Χριστόν τον Θεόν· όθεν τον αγώνά σου, τον καλόν εκτελέσας, Μάρτυς θεοδόξαστος, του Σωτήρος εδείχθης· όν εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς, τους σε τιμώντας, παμμάκαρ Ισίδωρε.
Ως στρατευθείς τω Βασιλεί των αιώνων, των επιγείων την στρατείαν απώσω, και ευθαρσώς εκήρυξας Χριστόν τον Θεόν· όθεν τον αγώνά σου, τον καλόν εκτελέσας, Μάρτυς θεοδόξαστος, του Σωτήρος εδείχθης· όν εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς, τους σε τιμώντας, παμμάκαρ Ισίδωρε.
Κοντάκιον. Ήχος
δ’. Επεφάνης σήμερον.
Κυβερνήτης μέγιστος τη οικουμένῃ, συ εφάνης Άγιε, ταις προς Θεόν σου προσευχαίς· διο υμνούμέν σε σήμερον, Μάρτυς θεόφρον, Ισίδωρε ένδοξε.
Κυβερνήτης μέγιστος τη οικουμένῃ, συ εφάνης Άγιε, ταις προς Θεόν σου προσευχαίς· διο υμνούμέν σε σήμερον, Μάρτυς θεόφρον, Ισίδωρε ένδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Ξίφει εκτμηθείς σου την κεφαλήν, έτεμες της πλάνης, Αθλοφόρε τας μηχανάς, και Χριστώ ηνώθεις, τη κεφαλή των όλων, ως κοινωνός του πάθους, τούτου Ισίδωρε.
Ξίφει εκτμηθείς σου την κεφαλήν, έτεμες της πλάνης, Αθλοφόρε τας μηχανάς, και Χριστώ ηνώθεις, τη κεφαλή των όλων, ως κοινωνός του πάθους, τούτου Ισίδωρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου