Καταγόταν
από
την Αλεξάνδρεια στα χρόνια του
βασιλιά Ζήνωνος (474 – 490)
και ήταν συνεζευγμένη με
ευσεβά άνδρα, τον
Παφνούτιο. Η ζωή της
Θεοδώρας ήταν τίμια, ενάρετη και αφοσιωμένη
στον σύζυγό της. Όμως, ο μισόκαλος διάβολος, σε κάποια στιγμή
αδυναμίας της Θεοδώρας, την
έσπρωξε κρυφά στην μοιχεία. Κανείς δεν την είδε. Κανείς δεν το έμαθε. Μπορούσε, επομένως, να συνεχίσει αρμονικά
την ζωή της με τον σύζυγό της. Όταν,
όμως, άκουσε τα λόγια του Ευαγγελίου, με
τα οποία ο Κύριος διδάσκει ότι «ουκ εστι κρυπτόν,
ό ου φανερόν γενήσεται», δεν υπάρχει,
δηλαδή, κρυφό, το οποίο δεν θα γίνει φανερό στο
μέλλον, σκέφθηκε το βάθος της αμαρτίας
της και
έκλαψε πικρά.
Ντύθηκε
έπειτα ανδρικά, πήγε σε μοναστήρι και
εκάρη μοναχός με το όνομα Θεόδωρος. Εκεί, μέρα – νύκτα μετανοούσε
και έκλαιγε την αμαρτία της. Μετά από
δυο χρόνια, συκοφαντήθηκε ότι πόρνευσε με γυναίκα, όταν έφεραν ένα νεογέννητο
μωράκι έξω από την πόρτα του μοναστηριού. Τότε η Θεοδώρα πήρε το βρέφος και για επτά ολόκληρα χρόνια, έξω
από το
μοναστήρι με διάφορες
κακουχίες, το ανέθρεψε σαν δικό
της.
Όταν επανήλθε στο μοναστήρι, το ταλαιπωρημένο σώμά της μετά από λίγο καιρό ξεψύχησε. Τότε οι μοναχοί, όταν διαπίστωσαν το φύλο της, θαύμασαν και όλοι μαζί δόξασαν το Θεό.
Όταν επανήλθε στο μοναστήρι, το ταλαιπωρημένο σώμά της μετά από λίγο καιρό ξεψύχησε. Τότε οι μοναχοί, όταν διαπίστωσαν το φύλο της, θαύμασαν και όλοι μαζί δόξασαν το Θεό.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἡγιασμένον, Θεῷ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε· τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας· ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Δῶρον ἔνθεον, ἡγιασμένον, Θεῷ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε· τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας· ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς Μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ, Θεοδώρα πάνσεμνε.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς Μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ, Θεοδώρα πάνσεμνε.
Μεγαλυνάριον.
Τίς σου τῆς ἀσκήσεως τὸ στερρόν, καὶ τῆς μετανοίας, ἀνυμνήσει, τὸ καρτερόν; Σὺ γὰρ Θεοδώρα, ὑπερφυέσι πόνοις, τὸν παλαμναῖον ὄφιν, κατετραυμάτισας.
Τίς σου τῆς ἀσκήσεως τὸ στερρόν, καὶ τῆς μετανοίας, ἀνυμνήσει, τὸ καρτερόν; Σὺ γὰρ Θεοδώρα, ὑπερφυέσι πόνοις, τὸν παλαμναῖον ὄφιν, κατετραυμάτισας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου