Η σύναξη των δικαίων γονέων της Υπεραγίας Θεοτόκου, σύμφωνα με την
αρχαία εκκλησιαστική παράδοση ορίστηκε την επομένη του γεννεσίου της Θεοτόκου, για τον
λόγο ότι αυτοί έγιναν πρόξενοι
της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της αγίας θυγατέρας της. «Τελείται δε η σύναξις αυτών εν τω
εξαέρω οίκω της Θεοτόκου, πλησίον της μεγάλης εκκλησίας
εν τοις Χαλκοπρατείοις».
Να αναφέρουμε λοιπόν, ότι ο Ιωακείμ ήταν γιος
του Ελιακείμ από την
φυλή
του Ιούδα και απόγονός
του Δαβίδ. Έκπτωτος του
θρόνου, ιδιώτευε στην Ιουδαία και
το περισσότερο χρονικό διάστημα στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε
μέγαρο με βασιλικό
κήπο. Παντρεύτηκε την Άννα,
θυγατέρα του Ματθάν, ιερέως, από την φυλή
του Λευί και της Μαρίας, γυναικός
αυτού, από την φυλή του Ιούδα. Επειδή οι
φυλές, Βασιλική και Ιερατική, συγγένευαν μεταξύ τους, διότι η
Βασιλεία εθεωρείτο ίση με την
Ιεροσύνη, δεν έδιναν ούτε έπαιρναν
θυγατέρες από τις φυλές που
θεωρούνταν κοινές.
Έτσι λοιπόν, αφού θεάρεστα πέρασε τη ζωή του το άγιο αυτό ζευγάρι, όπως πληροφορούν τα βιογραφικά σημειώματα των εορτών της 25ης Ιουλίου, 8ης Σεπτεμβρίου και 9ης Δεκεμβρίου, ο μεν Ιωακείμ πέθανε οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του Θεοτόκου σε ηλικία 92 ετών, η δε Άννα 11 μήνες μετά τον θάνατο του Ιωακείμ, σε ηλικία 83 ετών.
Έτσι λοιπόν, αφού θεάρεστα πέρασε τη ζωή του το άγιο αυτό ζευγάρι, όπως πληροφορούν τα βιογραφικά σημειώματα των εορτών της 25ης Ιουλίου, 8ης Σεπτεμβρίου και 9ης Δεκεμβρίου, ο μεν Ιωακείμ πέθανε οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του Θεοτόκου σε ηλικία 92 ετών, η δε Άννα 11 μήνες μετά τον θάνατο του Ιωακείμ, σε ηλικία 83 ετών.
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον
Λόγον.
Η δυάς η αγία και θεοτίμητος, Ιωακείμ και η Άννα ως του Θεού αγχιστείς, ανυμνείσθωσαν φαιδρώς ασμάτων κάλλεσιν· ούτοι γαρ έτεκον ημίν, την τεκούσαν υπέρ νουν, τον άσαρκον βροτωθέντα, εις σωτηρίαν του κόσμου, μεθ’ ής πρεσβεύουσι σωθήναι ημάς.
Η δυάς η αγία και θεοτίμητος, Ιωακείμ και η Άννα ως του Θεού αγχιστείς, ανυμνείσθωσαν φαιδρώς ασμάτων κάλλεσιν· ούτοι γαρ έτεκον ημίν, την τεκούσαν υπέρ νουν, τον άσαρκον βροτωθέντα, εις σωτηρίαν του κόσμου, μεθ’ ής πρεσβεύουσι σωθήναι ημάς.
Κοντάκιον.
Ήχος
α’. Χορός Αγγελικός.
Το ζεύγος το σεπτόν, Ιωακείμ τε και Άννα, χορεύουσι φαιδρώς, παρ’ ελπίδα τεκόντες, το όρος το άγιον, την νεφέλην την έμψυχον, την περίοπτον, του Βασιλέως καθέδραν· ών της χάριτος, πνευματικώς κοινωνούντες, Χριστόν μεγαλύνωμεν.
Το ζεύγος το σεπτόν, Ιωακείμ τε και Άννα, χορεύουσι φαιδρώς, παρ’ ελπίδα τεκόντες, το όρος το άγιον, την νεφέλην την έμψυχον, την περίοπτον, του Βασιλέως καθέδραν· ών της χάριτος, πνευματικώς κοινωνούντες, Χριστόν μεγαλύνωμεν.
Έτερον Κοντάκιον.
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Ευφραίνεται
νυν, η Άννα της στειρώσεως, λυθείσα δεσμών, και τρέφει την πανάχραντον, συγκαλούσα άπαντας ανυμνήσαι τον δωρησάμενον, εκ νηδύος αυτής τοις βροτοίς,
την μόνην Μητέρα και απείρανδρον.
Μεγαλυνάριον.
Τέρπεται η Άννα θεοπρεπώς, κρατούσα ως βρέφος, την τεκούσαν τον Ποιητήν· συν αυτή δε χαίρει, Ιωακείμ ο θείος· ών τη χαρά ως δώρον, τον ύμνον άσωμεν.
Τέρπεται η Άννα θεοπρεπώς, κρατούσα ως βρέφος, την τεκούσαν τον Ποιητήν· συν αυτή δε χαίρει, Ιωακείμ ο θείος· ών τη χαρά ως δώρον, τον ύμνον άσωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου