12/3/17

Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής Επίσκοπος Σιγριανής

Ο  Όσιος  Θεοφάνης  ο  Ομολογητής,  γεννήθηκε  περί  το  έτος 760  μ.Χ. από  ευσεβείς  και  φιλόθεους γονείς, τον Ισαάκ  και  την  Θεοδότη.  Σε ηλικία  οκτώ  ετών  έμεινε  ορφανός από πατέρα και  η μητέρα του ανέλαβε το  δύσκολο  έργο  της  ανατροφής, της  διαπαιδαγωγήσεως  και της  μορφώσεως  του  υιού  της  Θεοφάνους.
Ο  Όσιος,  κατά  παράκληση της μητέρας του, νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία την ευσεβή και πλούσια Μεγαλώ. Ο γάμος αυτός, που ήταν αντίθετος για τη  μοναχική  ζωή  που  επιθυμούσε  ο  Όσιος,  διαλύθηκε. Η  μεν σύζυγος αυτού έγινε μοναχή στη μονή της Πριγκίπου και μετονομάσθηκε  Ειρήνη,  ο  δε Όσιος  κατέφυγε,  το  781  μ.Χ., στη  μονή του Μεγάλου Αγρού στη Σιγριανή  και  εκεί εκάρη μοναχός υπό του ηγουμένου αυτής.     
Από  τη  μονή  αυτή,  ως  λόγιος  και  ενάρετος  μοναχός,  προσκλήθηκε μαζί  με άλλους ηγουμένους διαπρεπείς, τον ηγούμενο της μονής Σακουδίωνος Πλάτωνα, τους μοναχούς Νικηφόρο και Νικήτα από τη μονή  Μηδικίου, το μοναχό Χριστόφορο από τη μονή του  Μικρού  Αγρού, στην Εβδόμη  Οικουμενική  Σύνοδο της Νίκαιας, το  έτος 787 μ.Χ. Όταν επανήλθε στη μονή του, εγκατέστησε ηγούμενο τον μοναχό  Στρατήγιο και  εκείνος  αποσύρθηκε  στην  απέναντι  νήσο  Καλώνυμον,  όπου ίδρυσε  μεγάλη μονή και εκεί, αφού εγκαταβίωσε επί εξαετία, ασχολήθηκε με την καλλιγραφία και τις συγγραφές. Αλλά ατυχώς η υγεία του προσβλήθηκε απὸ οξεία λιθίαση. Σε αυτή  την χαλεπή κατάσταση δεν παρέλειψε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όταν προσκλήθηκε υπό του Λέοντος του Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ο οποίος προσπάθησε δια του Πατριάρχη  Ιωσήφ του εικονομάχου να ελκύσει αυτόν  στην αίρεση της εικονομαχίας. Ο  Όσιος  φυσικά  δεν  ήταν  δυνατό να  αποδεχθεί  μία  τέτοια  πρόταση και να προδώσει την Ορθόδοξη  πίστη. Έτσι τον έκλεισαν σε σκοτεινό μέρος και  στην συνέχεια τον εξόρισαν  στη  Σαμοθράκη,  όπου  μετά  από είκοσι τρεις ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 815  ή  κατ’ άλλους  το  818  μ.Χ.  Αργότερα  οι μαθητές του μετεκόμισαν τα ιερά λείψανα αυτού, το έτος 822 μ.Χ., στη μονή του, όπου ετελείτο η Σύναξη αυτού, όπως και στη Μεγάλη  Εκκλησία.


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’. Ταχύ  προκατάλαβε.
Θεώ  τω  εν  σώματι, επιφανέντι ημίν, οσίως ελάτρευσας δι' εναρέτου ζωής,  Θεόφανες Όσιε· πάσαν  γαρ  την  προσούσαν, ύπαρξιν  απορρίψας, άθλους ομολογίας, τη ασκήσει συνάπτεις· εντεύθεν δι' αμφοτέρων, φαίνεις  τοις  πέρασι.

Έτερον  Απολυτίκιον. Ήχος  πλ. δ’.    
Ορθοδοξίας  οδηγέ, ευσεβείας  διδάσκαλε  και  σεμνότητος, της οικουμένης ο φωστήρ, των μοναζώντων θεόπνευστον εγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ· υπέρ εικόνων αγίων ήθλησας, λύρα του Πνεύματος, Πρέσβευε  Χριστώ  τω  Θεώ,  σωθήναι  τας  ψυχάς  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος  πλ. β’. Την  υπέρ  ημών.
Της ζωαρχικής, του Λόγου θεοφανείας, σκεύος εκλεκτόν, Θεόφανες και θεράπων, τω ενθέω σου βίω, θεόφρον γενόμενος, την Εικόνα την ενσώματον, του Χριστού  σεπτώς ετίμησας, ομιλήσας πολλαίς θλίψεσιν· ανθ’ ών  θαυμάτων  πηγήν, είληφας  εκ  Θεού.

Έτερον Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.           
Εξ  ύψους  λαβών,  την  θείαν  αποκάλυψιν,  εξήλθες  σπουδή,  εκ  μέσου  των θορύβων, και μονάσας Όσιε· ενεργείας θαυμάτων είληφας, και προφητείας  χαρίσματα,  συμβίου  και  πλούτου  στερούμενος.


Μεγαλυνάριον.
Της θεοφανείας της μυστικής, βίω υπερτέρω, θησαυρίσας την μετοχήν, θέσει εθεώθης, Θεοφάνες θεόφρον, και  ώφθης Εκκλησίας, στύλος θεόφωτος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: