31/3/17

ομιλία στον Ακάθιστο Ύμνο που έγινε στο χωριό Σκοπός Φλωρίνης την 31-3-2017

Ο Άγιος Υπάτιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γαγγρών

Ο Άγιος  Ιερομάρτυς  Υπάτιος ήταν Επίσκοπος Γαγγρών κατά τους  χρόνους του αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου και έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική  Σύνοδο,  η  οποία  συνήλθε  το  έτος 325 μ.Χ., στη  Νίκαια της Βιθυνίας. Διακρίθηκε για την πιστότητά του  στα  ορθόδοξα  δόγματα  και  την σφοδρή πολεμική του  κατά των  δυσσεβών αιρετικών και μάλιστα  των Αρειανών. Η στάση του αυτή εξήγειρε τους πληγέντες  Νοβατιανούς, οι οποίοι  ζητούσαν  με  κάθε  τόπο  την  εξόντωσή  του.  Για  τον  σκοπό  αυτό  το έτος  326 μ.Χ. πλήρωσαν  κάποιους  ειδωλολάτρες, οι  οποίοι  σε  κρημνώδη περιοχή  επιτέθηκαν  κατά  του  Αγίου  με  ξύλα  και  πέτρες  και  τον  άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών  τον  θανάτωσε  δια  λίθου.  
Έτσι ο Άγιος Υπάτιος μαρτύρησε και κληρονόμησε την Βασιλεία  της Τριαδικής  Θεότητος.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ιέρευσας, τω επί πάντων  Θεώ,  και  πρόεδρος  ένθεος,  της  Εκκλησίας Γαγγρών, εδείχθης  Υπάτιε·  ὅόθεν  θαυματουργίαις,  διαλάμπων  ποικίλαις, σύνθρονον  τω  Τεκόντι,  τον  Υιόν  ωμολόγεις,  δι' όν  και  χαίρων  ήθλησας, Ιερομάρτυς  ένδοξε.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. β’. Την υπέρ ημών.     
Την ζωοποιόν, τελέσας ιερουργίαν, και των δωρεών, το τάλαντον επαύξησας, ως θυσία προσήχθης, και κάρπωμα ένθεον, δι’ αθλήσεως Υπάτιε, τω  δοξάσαντι  τον βίον σου,  τοις  αρρήτοις  Πάτερ  θαύμασιν.  Αυτόν δυσώπει  αεί,  υπέρ  πάντων  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Ομοουσιότητος του Πατρός, και Υιού παμμάκαρ, χρηματίζων κήρυξ λαμπρός, αθλήσει σφραγίζεις,  τον  θαυμαστόν  σου  βίον,  Υπάτιε  θεόφρον, Γαγγρών  ο  πρόεδρος.


Ακάθιστος Ύμνος

Ο  Ακάθιστος Ύμνος είναι «Κοντάκιον». «Κοντάκια» παλαιότερα ελέγοντο ολόκληροι ύμνοι, ανάλογοι προς τους «Κανόνες». Η ονομασία οφείλεται μάλλον στο  κοντό  ξύλο  επί  του  οποίου  ετυλίσσετο  η  μεμβράνη που  περιείχε τον ύμνο. Το πρώτο τροπάριο ελέγετο «προοίμιο» ή «κουκούλιο» και  τα ακολουθούντα ελέγοντο «οίκοι», ίσως διότι ολόκληρος ο ύμνος θεωρείτο  ως  σύνολο  οικοδομημάτων  αφιερωμένων στη μνήμη κάποιου  αγίου. Κοντάκιο λέγεται συνήθως σήμερα τὸο  πρώτο  τροπάριο  ενός τέτοιου  ύμνου.
Ο  Ακάθιστος Ύμνος  περιέχει προοίμιο και  24 «οίκους». Το προοίμιό του σήμερα  είναι  το: «Τη  Υπερμάχω  Στρατηγώ».
Η  «ακροστιχίδα»  του ύμνου είναι αλφαβητική, δηλαδή  ακολουθεί  τη  σειρά  των  γραμμάτων  Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄  έως  Ω΄.
 «Εφύμνιο» λέγεται η τελευταία φράσις του ύμνου που επαναλαμβάνει  ο  λαός.  «Εφύμνια»  ο  Ακάθιστος  Ύμνος  έχει  δυο:  Το  «Χαίρε, Νύφη  ανύμφευτε»  στους  περιττούς  «οίκους» (1,3,5,7,κτλ)  και  το  «Αλληλούϊα»  στους  αρτίους (2,4,6,8 κτλ).
Ο  Ακάθιστος Ύμνος αρχίζει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και έπειτα  αναφέρεται  σε  άλλα  γεγονότα,  όπως  της  σαρκώσεως  του  Κυρίου, της  θεώσεως  των  ανθρώπων  και  της  θεομητορικής  αξίας  της  Θεοτόκου.
Ποιητής που να μην επιδέχεται αντιρρήσεις δεν δόθηκε μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι θεωρούν  τον  Ύμνο  ως    έργο  του  Ρωμανού  του  Μελῳδού.
Κατά  το   έτος  626  η  Κωνσταντινούπολη  πολιορκήθηκε  από  τους  Πέρσες και Αβάρους.  Ο βασιλέας Ηράκλειος απουσίαζε στη Μικρά Ασία σε  πόλεμο κατά των Περσών. Τότε ο φρούραρχος Βώνος μαζί με τον  Πατριάρχη Σέργιο ανέλαβαν την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας. Ο Πατριάρχης περιέτρεχε τη πόλη με την εικόνα της Παναγίας  και  ενεθάρρυνε  τα  πλήθη και τους μαχητές. Ξαφνικά έγινε φοβερός ανεμοστρόβιλος  που  κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο και τη νύκτα της 7ης προς την 8η Αυγούστου, αναγκάσθηκαν να φύγουν άπρακτοι. Ο   λαός  πανηγυρίζοντας τη  σωτηρία  του,  συγκεντρώθηκε  στο  Ναό  της  Παναγίας  των  Βλαχερνών και  όλοι  όρθιοι  έψαλλαν  τον  από  τότε  λεγόμενο  «Ακάθιστο»  Ύμνο  στην Παναγία,  αποδίδοντας  τα  «νικητήρια»  και  την  ευγνωμοσύνη  τους  στην «Υπερμάχω  Στρατηγώ».
Ο  Ακάθιστος  Ύμνος  ψάλλεται  από  τότε  τμηματικά  στις  πώτες  τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής και ολόκληρος την Πέμπτη  εβδομάδα  των  Νηστειών.           
Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι  ένα αριστούργημα της παγκοσμίου θρησκευτικής  ποιήσεως  και  δημοφιλέστατος.

Άγγελος  πρωτοστάτης,
ουρανόθεν  επέμφθη,
ειπείν  τη  Θεοτόκω  το  Χαίρε·
και  συν  τη  ασωμάτω  φωνή,
σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε,
εξίστατο  και  ίστατο,
κραυγάζων  προς  Αυτήν  τοιαύτα·
Χαίρε, δ' ής  η  χαρά  εκλάμψει,
χαίρε, δι' ής η  αρά  εκλείψει.
Χαίρε,  του  πεσόντος  Αδάμ  η  ανάκλησις,
χαίρε,  των  δακρύων  της  Εύας  η  λύτρωσις.
Χαίρε,  ύψος  δυσανάβατον αθρωπίνοις λογισμοίς,
χαίρε, βάθος  δυσθεώρητον  και  αγγέλων  οφθαλμοίς.
Χαίρε, ότι  υπάρχεις  Βασιλέως καθέδρα,
χαίρε,  ότι  βαστάζεις τον  βαστάζοντα  πάντα.
Χαίρε, αστήρ  εμφαίνων  τον  ήλιον,
χαίρε,  γαστήρ  ενθέου  σαρκώσεως.
Χαίρε,  δι' ής  νεουργείται  η  κτίσις,
χαίρε,  δι' ής  βρεφουργείται  ο  Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε.

Βλέπουσα  η  Αγία,
εαυτήν  εν   αγνεία,
φησί  τω  Γαβριήλ  θαρσαλέως·
το  παράδοξόν  σου  της  φωνής,
δυσπαράδεκτόν  μου  τη  ψυχή  φαίνεται·
ασπόρου  γαρ  συλλήψεως,
την  κύησιν  πως  λέγεις  κράζων·
Αλληλούια.

Γνώσιν  άγνωστον  γνώναι,
η  Παρθένος  ζητούσα,
εβόησε  προς  τον  λειτουργούντα·
εκ  λαγόνων  αγνών,
υιόν  πως  έσται  τεχθήναι  δυνατόν;
λέξον  μοι.
Προς  ήν  εκείνος  έφησεν  εν  φόβῳ,
πλην  κραυγάζων  ούτω·
Χαίρε,  βουλής  απορρήτου  μύστις,
χαίρε,  σιγής  δεομένων  πίστις.
Χαίρε, των  θαυμάτων  Χριστού  το  προοίμιον,
χαίρε,  των  δογμάτων  αυτού  το  κεφάλαιον.
Χαίρε,  κλίμαξ  επουράνιε, δι' ής κατέβη  ο  Θεός,
χαίρε,  γέφυρα  μετάγουσα  από  γης  προς  ουρανόν.
Χαίρε, το  των  Αγγέλων  πολυθρύλητον  θαύμα,
χαίρε,  το  των  δαιμόνων  πολυθρήνητον  τραύμα.
Χαίρε,  το  φως  αρρήτως  γεννήσασα,
χαίρε,  το  πως  μηδένα  διδάξασα.
Χαίρε,  σοφών  υπερβαίνουσα  γνώσιν,
Χαίρε,  πιστών  καταυγάζουσα  φρένας.
Χαίρε, Νύμφη  Ανύμφευτε.

Δύναμις  του  Υψίστου,
επεσκίασε  τότε,
προς  σύλληψιν  τη  Απειρογάμω·
και  την  εύκαρπον  ταύτης  νηδύν,
ως   αγρόν  υπέδειξεν  ηδύν  άπασι,
τοις  θέλουσι  θερίζειν  σωτηρίαν,
εν  τω  ψάλλειν  ούτως·
Αλληλούια.

Έχουσα  θεοδόχον,
η  Παρθένος  την  μήτραν,
ανέδραμε  προς  την  Ελισάβετ.
Το  δε  βρέφος  εκείνης  ευθύς  επιγνόν,
τον  ταύτης  ασπασμόν  έχαιρε,
και  άλμασιν  ως  άσμασιν,
εβόα  προς   την  Θεοτόκον·
Χαίρε,  βλαστού  αμάραντου κλήμα,
χαίρε, καρπού  ακήρατου  κτήμα.
Χαίρε,  γεωργόν  γεωργούσα  φιλάνθρωπον,
χαίρε,  φυτουργόν  της  ζωής  ημών  φύουσα,
Χαίρε,  άρουρα  βλαστάνουσα  ευφορίαν  οικτιρμών,
χαίρε, τράπεζα  βαστάζουσα  ευθηνίαν  ιλασμών.
Χαίρε,  ότι  λειμώνα  της  τρυφής  αναθάλλεις,
χαίρε,  ότι  λιμένα  των  ψυχών  ετοιμάζεις.
Χαίρε,  δεκτόν  πρεσβείας  θυμίαμα,
χαίρε, παντός του  κόσμου  εξίλασμα.
Χαίρε,  Θεού  προς  θνητούς  ευδοκία,
χαίρε,  θνητών  προς  Θεόν  παρρησία.
Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε.

Ζάλην  ένδοθεν  έχων,
λογισμών  αμφιβόλων,
ο  σώφρων  Ιωσήφ  εταράχθη·
προς  την  άγαμόν  σε  θεωρών,
και  κλεψίγαμον  υπονοών  Άμεμπτε·
μαθών  δε  σου  την  σύλληψιν,
εκ  Πνεύματος  Αγίου,
έφη·
Αλληλούια.

Ήκουσαν oι  ποιμένες,
των  Αγγέλων  υμνούντων,
την  ένσαρκον  Χριστού  παρουσίαν·
και  δραμόντες  ως προς  ποιμένα,
θεωρούσι  τούτον  ως  αμνόν  άμωμον,
εν  γαστρί  της  Μαρίας  βοσκηθέντα,
ήν  υμνούντες  είπον·
Χαίρε, Αμνού  και  Ποιμένος  Μήτερ,
χαίρε, αυλή  λογικών  προβάτων.
Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον,
χαίρε,  Παραδείσου  θυρών  ανοικτήριον.
Χαίρε, ότι  τα  ουράνια  συναγάλλεται  τη  γη,
χαίρε,  ότι  τα  επίγεια  συγχορεύει  ουρανοίς.
Χαίρε, των Αποστόλων το  ασίγητον  στόμα,
χαίρε, των Αθλοφόρων το  ανίκητον  θάρσος.
Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα,
χαίρε, λαμπρόν της Χάριτος  γνώρισμα.
Χαίρε, δι' ής εγυμνώθη  ο  Άδης,
χαίρε, δι' ής  ενεδύθημεν  δόξαν.
Χαίρε,  Νύμφη  ανύμφευτε.

Θεοδρόμον  αστέρα,
θεωρήσαντες  Μάγοι,
τη  τούτου  ηκολούθησαν  αίγλη·
και  ως  λύχνον  κρατούντες  αυτόν,
δι'  αυτού  ηρεύνων  κραταιόν  Άνακτα,
και  φθάσαντες   τον  άφθαστον,
εχάρησαν  αυτώ  βοώντες·
Αλληλούια.

Ίδον  παίδες  Χαλδαίων,
εν  χερσί  της  Παρθένου,
τον  πλάσαντα  χειρί  τους  ανθρώπους·
και  Δεσπότην  νοούντες  αυτόν,
ει  και  δούλου  μορφήν  έλαβεν,
έσπευσαν  τοις  δώροις  θεραπεύσαι,
και  βοήσαι  τη  Ευλογημένῃ·
Χαίρε,  αστέρος  αδύτου  Μήτηρ,
χαίρε,  αυγή  μυστικής  ημέρας.
Χαίρε, της  απάτης  την  κάμινον  σβέσασα,
χαίρε,  της  Τριάδος  τους  μύστας  φωτίζουσα.
Χαίρε, τύραννον  απάνθρωπον  εκβαλούσα  της  αρχής,
χαίρε,  Κύριον  φιλάνθρωπον  επιδείξασα  Χριστόν.
Χαίρε,  η  της  βαρβάρου   λυτρουμένη  θρησκείας,
χαίρε, η  του  βορβόρου ρυομένη  των  έργων.
Χαίρε πυρός  προσκύνησιν  παύσασα,
χαίρε, φλογός παθών  απαλλάττουσα.
Χαίρε, πιστών  οδηγέ  σωφροσύνης,
χαίρε, πασών  γενεών  ευφροσύνη.
Χαίρε,  Νύμφη  ανύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες  οι  Μάγοι,
ὑυπέστρεψαν  εις  την  Βαβυλώνα,
εκτελέσαντές  σου τον  χρησμόν,
και  κηρύξαντές  σε  τον  Χριστόν  άπασιν,
αφέντες  τον  Ηρώδην  ως  ληρώδη,
μη  ειδότα  ψάλλειν·
Αλληλούια.

Λάμψας  εν  τη  Αιγύπτω,
φωτισμόν  αληθείας  εδίωξας,
του  ψεύδους  το  σκότος·
τα  γαρ  είδωλα  ταύτης  Σωτήρ,
μη  ενέγκαντά  σου  την  ισχύν  πέπτωκεν,
οι  τούτων  δε  ρυσθέντες,
εβόων  προς  την  Θεοτόκον·
Χαίρε,  ανόρθωσις  των  ανθρώπων,
χαίρε,  κατάπτωσις  των  δαιμόνων.
Χαίρε, την  απάτης την  πλάνην  πατήσασα,
χαίρε,  των  ειδώλων  την  δόξαν  ελεγξασα.
Χαίρε,  θάλασσα  ποντίσασα  Φαραώ  τον  νοητόν,
χαίρε, πέτρα  η  ποτίσασα  τους  διψώντας  την  ζωήν.
Χαίρε, πύρινε  στύλε  οδηγών  τους  εν  σκότει,
χαίρε, σκέπη  του  κόσμου  πλατυτέρα  νεφέλης.
Χαίρε, τροφή  του  μάνα  διάδοχε,
χαίρε, τρυφής  αγίας  διάκονε.
Χαίρε, η  γη  της  επαγγελίας,
χαίρε,  εξ  ής  ρέει  μέλι  και  γάλα.
Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε.

Μέλλοντος  Συμεώνος,
του  παρόντος  αιώνος,
μεθίστασθαι του  απατεώνος,
επεδόθης  ως  βρέφος  αυτώ,
αλλ'  εγνώσθης  τούτω  και  Θεός  τέλειος·
διόπερ  εξεπλάγη  σου  την  άρρητον  σοφίαν,
κράζων·
Αλληλούια.

Νέαν  έδειξε  κτίσιν,
εμφανίσας  ο  Κτίστης,
ημίν  τοις  υπ'  αυτού  γενομένοις·
εξ  ασπόρου  βλαστήσας  γαστρός,
και  φυλάξας  ταύτην,
ώσπερ  ήν  άφθορον,
ίνα  το  θαύμα  βλέποντες,
υμνήσωμεν  αυτήν  βοώντες·
Χαίρε,  το  άνθος  της  αφθαρσίας,
χαίρε, το  στέφος  της  εγκρατείας.
Χαίρε, αναστάσεως τύπον  εκλάμπουσα,
χαίρε, των  Αγγέλων  τον  βίον  εμφαίνουσα.
Χαίρε, δένδρον  αγλαόκαρπον, εξ  ού  τρέφονται πιστοί,
χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ' ού  σκέπονται πολλοί.
Χαίρε,  κυοφορούσα  οδηγόν  πλανωμένοις,
χαίρε, απογεννώσα  λυτρωτήν  αιχμαλώτοις.
Χαίρε, Κριτού  δικαίου  δυσώπησις,
χαίρε, πολλών  πταιόντων  συγχώρησις.
Χαίρε, στολή  των  γυμνών  παρρησίας,
χαίρε,  στοργή  πάντα  πόθον  νικώσα.
Χαίρε,  Νύμφη  ανύμφευτε.

Ξένον  τόκον  ιδόντες,
ξενωθώμεν  του  κόσμου,  τον  νουν  εις  ουρανόν  μεταθέντες·
δια  τούτο  γαρ  ο  υψηλός  Θεός,
επί  γης  εφάνη  ταπεινός  άνθρωπος·
βουλόμενος  ελκύσαι  προς  το  ύψος,
τους  αυτώ  βοώντας·
Αλληλούια.

Όλως  ήν  εν  τοις  κάτω,
και  των  άνω  ουδόλως  απήν,
ο  απερίγραπτος  Λόγος·
συγκατάβασις  γαρ  θεϊκή,
ου  μετάβασις  τοπική  γέγονε,
και  τόκος  εκ  Παρθένου  θεολήπτου,
ακουούσης ταύτα·
Χαίρε,  Θεού  αχωρήτου  χώρα,
χαίρε, σεπτού  μυστηρίου  θύρα.
Χαίρε, των  απίστων  αμφίβολον  άκουσμα,
χαίρε,  των  πιστών  αναμφίβολον  καύχημα.
Χαίρε,  όχημα  πανάγιον  του  επί  των  Χερουβείμ,
χαίρε,  οίκημα  πανάριστον  του  επί  των  Σεραφείμ.
Χαίρε,  η  ταναντία  εις  ταυτό  αγαγούσα,
χαίρε,  η  παρθενίαν  και  λοχείαν  ζευγνύσα.
Χαίρε, δι' ής  ελύθη  παράβασις,
χαίρε, δι' ής  ηνοίχθη  παράδεισος.
Χαίρε,  η  κλεις  της  Χριστού  βασιλείας,
χαίρε,  ελπίς  αγαθών  αιωνίων.
Χαίρε,  Νύμφη  ανύμφευτε.

Πάσα  φύσις  Αγγέλων,
κατεπλάγη  το  μέγα,
της  σης  ενανθρωπήσεως  έργον·
τον  απρόσιτον  γαρ  ως  Θεόν,
εθεώρει  πάσι  προσιτόν  άνθρωπον,
ημίν  μεν  συνδιάγοντα,
ακούοντα  δε  παρά  πάντων  ούτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας  πολυφθόγγους,
ως  ιχθύας  αφώνους,
ορώμεν  επί  σοι  Θεοτόκε·
απορούσι  γαρ  λέγειν,
το  πως  και  Παρθένος  μένεις,
και  τεκείν  ίσχυσας·
ημείς  δε το  μυστήριο ν  θαυμάζοντες,
πιστώς  βοώμεν·
Χαίρε,  σοφίας  Θεού  δοχείον,
χαίρε, προνοίας  αυτού  ταμείον.
Χαίρε, φιλοσόφους  ασόφους  δεικνύουσα,
χαίρε, τεχνολόγους  αλόγους  ελέγχουσα.
Χαίρε, ότι  εμωράνθησαν  οι  δεινοί  συζητηταί,
χαίρε,  ότι  εμαράνθησαν  οι  των  μύθων  ποιηταί.
Χαίρε,  των  Αθηναίων τας πλοκάς  διασπώσα,
χαίρε,  των  αλιέων  τας  σαγήνας  πληρούσα.
Χαίρε,  βυθού  αγνοίας  εξέλκουσα,
χαίρε,  πολλούς  εν  γνώσει  φωτίζουσα.
Χαίρε,  ολκάς  των  θελόντων  σωθήναι,
χαίρε,  λιμήν  των  του  βίου  πλωτήρων.
Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε.

Σώσαι  θέλων  τον  κόσμον,
ο  των  όλων  κοσμήτωρ,
προς  τούτον  αυτεπάγγελτος  ήλθε·
και  ποιμήν  υπάρχων  ως  Θεός,
δι'  ημάς  εφάνη  καθ'  ημάς  άνθρωπος·
ομοίω  γαρ  το  όμοιον  καλέσας,
ως   Θεός  ακούει·
Αλληλούια.

Τείχος  εί  των  παρθένων,
Θεοτόκε  Παρθένε,
και  πάντων  των  εις  σε  προστρεχόντων.
Ο  γαρ  του  ουρανού  και  της  γης,
κατεσκεύασέ  σε  ποιητής, Άχραντε,
οικήσας  εν  τη  μήτρα  σου,
και  πάντας  σοι  προσφωνείν  διδάξας·
Χαίρε,  η  στήλη  της  παρθενίας,
χαίρε,  η  πύλη  της  σωτήριας.
Χαίρε,  αρχηγέ  νοητής  αναπλάσεως,
χαίρε, χορηγέ  θεϊκής  αγαθότητος.
Χαίρε,  συ  γαρ  ανεγέννησας  τους  συλληφθέντας  αισχρώς,
χαίρε,  συ  γαρ  ενουθέτησας  τους  συληθέντας  τον  νουν.
Χαίρε,  η  τον  φθορέα  των  φρενών  καταργούσα,
χαίρε, η  τον  σπορέα  της  αγνείας  τεκούσα.
Χαίρε,  παστάς  ασπόρου  νυμφεύσεως,
χαίρε,  πιστούς  Κυρίω  αρμόζουσα.
Χαίρε,  καλή  κουροτρόφε  παρθένων,
χαίρε,  ψυχών  νυμφοστόλε  αγίων.
Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε.

Ύμνος  άπας  ηττάται,
συνεκτείνεσθαι  σπεύδων,
τω  πλήθει  των  πολλών  οικτιρμών  σου·
ισαρίθμους  γαρ  τη  ψάμμω  ωδάς,
άν  προσφέρωμέν  σοι,  Βασιλεύ  άγιε,
ουδέν  τελούμεν  άξιον,
ών  δέδωκας  ημίν  τοις  σοι  βοώσιν·
Αλληλούια.

Φωτοδόχον  λαμπάδα,
τοις  εν  σκότει  φανείσαν,
ορώμεν  την  αγίαν  Παρθένον·
το  γαρ  άυλον  άπτουσα  φως,
οδηγεί  προς  γνώσιν  θεϊκήν  άπαντας,
αυγή  τον  νουν  φωτίζουσα,
κραυγή  δε  τιμωμένη  ταύτα·
Χαίρε,  ακτίς  νοητού  ηλίου,
χαίρε,  βολίς  του  αδύτου  φέγγους.
Χαίρε,  αστραπή  τας  ψυχάς  καταλάμπουσα,
χαίρε,  ως  βροντή  τους   εχθρούς  καταπλήττουσα.
Χαίρε, ότι  τον  πολύφωτον  ανατέλλεις  φωτισμόν,
Χαίρε,  ότι  τον  πολύρρυτον  αναβλύζεις  ποταμόν.
Χαίρε,  της  κολυμβήθρας ζωγραφούσα  τον  τύπον,
χαίρε,  της  αμαρτίας  αναιρούσα  τον  ρύπον.
Χαίρε, λουτήρ  έκπλυνων  συνείδησιν,
χαίρε,  κρατήρ  κιρνών  αγαλλίασιν.
Χαίρε,  οσμή  της  Χριστού  ευωδίας,
χαίρε,  ζωή  μυστικής  ευωχίας.
Χαίρε,  Νύμφη  ανύμφευτε.

Χάριν  δούναι  θελήσας,
οφλημάτων  αρχαίων,
ο πάντων  χρεωλύτης  ανθρώπων,
επεδήμησε  δι’ εαυτού,
προς  τους  αποδήμους  της  αυτού  Χάριτος·
και  σχίσας  το  χειρόγραφον,
ακούει παρά πάντων  ούτως·
Αλληλούια.

Ψάλλοντές  σου  τον  τόκον,
ανυμνούμέν  σε  πάντες,
ως  έμψυχον  ναόν, Θεοτόκε.
Εν  τη  ση γαρ  οικήσας  γαστρί,
ο  συνέχων  πάντα  τη  χειρί  Κύριος,
ηγίασεν,  εδόξασεν,  εδίδαξε  βοάν  σοι  πάντας·
Χαίρε,  σκηνή  του  Θεού  και  Λόγου,
χαίρε,  Αγία  αγίων  μείζων.
Χαίρε, κιβωτέ  χρυσωθείσα  τω  Πνεύματι,
χαίρε,  θησαυρέ  της  ζωής  αδαπάνητε.
Χαίρε,  τίμιον  διάδημα  βασιλέων  ευσεβών,
χαίρε,  καύχημα  σεβάσμιον  ιερέων  ευλαβών.
Χαίρε,  της  Εκκλησίας  ο  ασάλευτος  πύργος,
χαίρε,  της  Βασιλείας  το  απόρθητον  τείχος.
Χαίρε, δι' ής  εγείρονται  τρόπαια,
χαίρε,  δι' ής  εχθροί  καταπίπτουσι.
Χαίρε,  χρωτός  του  εμού  θεραπεία,
χαίρε,  ψυχής  της  εμής  σωτηρία.
Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε.

Ω  πανύμνητε  Μήτερ,
η  τεκούσα  τον  πάντων  αγίων,
αγιώτατον  Λόγον·
δεξαμένη  γαρ  την  νυν  προσφοράν,
από  πάσης ρύσαι  συμφοράς  άπαντας,
και  της  μελλούσης  λύτρωσαι  κολάσεως,
τους  σοι  βοώντας·
Αλληλούια.


                                     Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’. Αυτόμελον.     
                      Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει,
                       εν τη σκηνή  του  Ιωσήφ     σπουδή επέστη,
                       ο  Ασώματος  λέγων  τη  Απειρογάμῳ·  Ο 
                        κλίνας  τη  καταβάσει  τους ουρανούς,
                       χωρείται  αναλλοιώτως  όλος  εν  σοι·  όν
                       και  βλέπων  εν  μήτρα σου, λαβόντα
                      δούλου μορφήν, εξίσταμαι κραυγάζειν  σοι·
                               Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.


                           Κοντάκιον. Ήχος  πλ. δ’. Αυτόμελον.
                              Τη  υπερμάχω  στρατηγώ  τα  νικητήρια
                             Ως  λυτρωθείσα  των  δεινών  ευχαριστήρια
                            Αναγράφω  σοι  η  πόλις  σου  Θεοτόκε.
                            Αλλ’  ως  έχουσα  το  κράτος  απροσμάχητον
                            Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,        
                           Ίνα  κράζω  σοι·  Χαίρε  Νύμφη  Ανύμφευτε.

      


                                Μεγαλυνάριον
         
                              Ύμνοις εν  αύπνοις  οι  ευσεβείς,
                             Ακαθίστω  στάσει, ανυμνούμεν  πανευλαβώς,
                            την  προς  τον  λαόν  σου,  θερμήν  σου  

                            προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε,  ημών  βοήθεια.

Ο Άγιος Ιωνάς Μητροπολίτης Μόσχας και πασών των Ρωσιών

Ο Άγιος  Ιωνάς γεννήθηκε στο χωριό  Σολιγκαλίτς  της  επαρχίας  Κοστρόμα της Ρωσίας. Ο πατέρας του Θεόδωρος Οπουάσεβ φρόντισε για την Χριστιανική ανατροφή  και  διαπαιδαγώγηση του   υιού  του  και  τον  έστειλε στη  μονή  του  Γκαλίτς.  Εκεί  ήταν  υπό  την  πνευματική  καθοδήγηση  των στάρετς  Βαρθολομαίου,  Ιωάννου  και  Ιγνατίου  του  εικονογράφου.
Το έτος 1433 εξελέγη Επίσκοπος Μούρωμα και Ριαζάν και άρχισε να εργάζεται  για  την  πνευματική  οικοδόμηση  του  ποιμνίου  του.  Μετά  τον θάνατο του  Μητροπολίτου  Ρωσίας  Γερασίμου (1433 – 1435),  ο  Άγιος  Ιωνάς προεβλήθηκε υπό  του  ηγεμόνος της Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς  ως διάδοχός  του.  Εξελέγη  Μητροπολίτης  Ρωσίας  υπό  τοπικής  Συνόδου, που συγκλήθηκε  εσπευσμένα,  δεν  μετέβη  όμως  στην  Κωνσταντινούπολη, για να  λάβει  την  Πατριαρχική  ευλογία  κατά το  κανονικό  έθος.  Μετά  το  πέρας της  διαμάχης  των  ηγεμόνων  Βασιλείου  και  Γεωργίου  Δημητρίεβιτς,  κατά τις αρχές του 1436, ο Άγιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η προγενέστερη καθυστέρηση υπήρξε η αφορμή για την αποστολή του Πελοποννήσιου  Ισιδώρου,  ως  Μητροπολίτου  Ρωσίας.
Ο   Ισίδωρος  μετέβη  στη  Ρωσία  μετά  του  Αγίου  Ιωνά.  Ο  Ρώσος  ηγεμόνας είχε κάθε λόγο να είναι  δυσαρεστημένος  με  τις  ενέργειες  του  Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά μετά από λίγο εκτίμησε τον Μητροπολίτη Ισίδωρο  για  την  ευφυΐα  και  την  πολυμάθειά  του.  Οι  λόγοι  της  ενέργειας αυτής  του  Πατριαρχείου  Κωνσταντινουπόλεως  πρέπει  να  ήταν  σχετικοί είτε  προς  την  γενικότερη  προσπάθεια  για  την  διατήρηση  της  πειθαρχίας των  υπαγομένων  σε  αυτό  Μητροπόλεων,  είτε  γιατί  αποσκοπούσαν  στην τοποθέτηση Έλληνα Ιεράρχη σε τέτοια επίκαιρη θέση, όπως ήταν η Μητρόπολη  Ρωσίας.
Λίγο  μετά  την  άφιξή  του  στην  Μόσχα, ο Μητροπολίτης  Ισίδωρος  έπεισε  τον Ρώσο  ηγεμόνα  για  την  συμμετοχή  της  Ρωσικής  Εκκλησίας  στην  Σύνοδο  της Φερράρας.  Ο  ηγεμόνας  πείσθηκε  με  το  επιχείρημα  του  Ισιδώρου  ότι  και  η ένωση των Εκκλησιών θα επιτυγχανόταν και η αυτοκρατορία θα διασωζόταν, διατηρούμενης της  Ορθοδοξίας.  Ο  Ρώσος  ηγεμόνας  δέχθηκε, χορήγησε  δε  αξιόλογο  χρηματικό   ποσό  και  πολυπρόσωπη  ακολουθία.
Ο Ισίδωρος αναχώρησε από την Μόσχα στις 8 Σεπτεμβρίου 1437 και έφθασε στη Φερράρα στις 18 Αυγούστου 1438. Η Σύνοδος, άν και οι Βυζαντινοί  είχαν  φθάσει  από  τον  μήνα  Μάρτιο,  δεν  είχε  αρχίσει  ακόμη  τις εργασίες της. Η συμμετοχή του  Ισιδώρου στις συζητήσεις δεν ήταν  μεγάλη, άν και ο ρόλος αυτού στην καθόλου εξέλιξη της υποθέσεως υπήρξε σημαντικός. Γενικώς ακολουθούσε τις  απόψεις  του  Βησσαρίωνος  Νικαίας.
Μετά από πολλές ζυμώσεις και υπό απειλή πάντοτε του τουρκικού κινδύνου, ο όρος της ενώσεως  έγινε δεκτός στις 5  Ιουλίου 1439, ο δε  Ισίδωρος ήταν από τους πρώτους, οι οποίοι δέχθηκαν την ένωση. Τα πράγματα όμως  δεν  εξελίχθηκαν  όπως  ανέμενε  ο  Ισίδωρος.  Η  κατάληξη ήταν  η  καταδίκη  του  Ισιδώρου  από  Σύνοδο  και  ο  εγκλεισμός  του  στη  μονή Τσουντώφ. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Ισίδωρος διέφυγε και  έφθασε  στο Νόβγκοροντ.  Από  εκεί  κατέφυγε  στον  ηγεμόνα  της  Λιθουανίας  Καζιμίρ, μετά  δε  από  λίγο  στην  Ρώμη.
Ο  Άγιος  Ιωνάς  απεστάλη  πάλι  στην  Κωνσταντινούπολη,  αλλά  όταν  ο ηγεμόνας  έμαθε  ότι  και   ο  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως  είχε  δεχθεί την ένωση, διέταξε την αποστολή να επιστρέψει. Ο Άγιος Ιωνάς καταστάθηκε  Μητροπολίτης  υπό Συνόδου το   έτος 1448  και  απέστειλε  στον Πατριάρχη  επιστολή,  για  να  λάβει  την  ευλογία  του.
Ο Άγιος Ιωνάς αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ήταν πνευματικός πατέρας, θαυματουργός και προορατικός. Όταν οι Αγαρηνοί περικύκλωσαν την  Μόσχα,  ο  Άγιος  τους  απώθησε  με  την  προσευχή  του.
Στα  τελευταία  χρόνια  του  βίου  του  ευχόταν  να  βασανισθεί  από  κάποια ασθένεια,  για  να  λιώσει  σαν  το  χρυσό  στο  χωνευτήρι.  Ο  Θεός  άκουσε  την προσευχή του και επέτρεψε τη δοκιμασία. Τα πόδια του Αγίου γέμισαν πληγές. Έτσι, δοξολογώντας το Όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού, κοιμήθηκε  το  έτος  1461.


Ο Άγιος Ιννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

Ο  Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε  της Σιβηρίας της επαρχίας  Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και  τη Θέκλα Ποπλώφ. Το  κατά  κόσμον όνομά του ήταν  Ιωάννης, προς τιμήν του  Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως  του  Νηστευτού   ( 2 Σεπτεμβρίου).
Στην  συνέχεια  σπουδάζει  στο  εκκλησιαστικό  σεμινάριο  του  Ιρκούτσκ.
Ο  Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου  Μόσχας  Φιλαρέτου,  κείρεται  μοναχός  στις  27  Νοεμβρίου 1840  και  λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου  Ιννοκεντίου  του  Ιρκούτσκ
Το  έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε  ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και  κινδυνεύοντας  συνεχώς.  Η  ίδρυση  σχολείων  αποτελεί  κύριο  μέλημά του. Γράφει γι’ αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Άν οι Αλλεουτιανοί  με  αγαπούν,  το  κάνουν  μόνο  γιατί  τους  έχω  διδάξει».
Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας,  η Επισκοπή του Αγίου  Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και  η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν  νέοι  ιεραποστολικοί  αγώνες.

Ο  Άγιος  Ιννοκέντιος  είναι  πλέον  70  ετών  και  έχει  χάσει  τις  σωματικές του  δυνάμεις,  υποφέροντας  πολύ  από  τα  μάτια του. Η  επιθυμία του είναι  να   παραιτηθεί  και  να   εγκαταβιώσει  σε   κάποιο  μοναστήρι.  Όμως ο  Θεός,  που  κηδεμονεύει  την  ιστορία  του  κόσμου,  οικονόμησε  αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Και  από  τη  νέα αυτή  έπαλξη  εργάσθηκε  σκληρά.  Παρέδωσε  την  αγία ψυχή  του  στον  Κύριο,  το  Μέγα  Σάββατο,  στις  31  Μαρτίου  του  έτους 1879  και  ενταφιάσθηκε  στη  Λαύρα  της  Αγίας  Τριάδος  του  Σεργίου.

30/3/17

Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος

Ο  Όσιος  Ιωάννης  της  Κλίμακος  γεννήθηκε περί  το  έτος  525  μ.Χ.  και ήταν  υιός  ευσεβούς  και  εύπορης  οικογένειας. Έλαβε  πλούσια μόρφωση, γι’ αυτό  και τον  αποκαλούσαν «σχολαστικό»,  αλλά  σε  ηλικία δεκαέξι ετών, αφού εγκατέλειψε τον κόσμο, παραδόθηκε στην  πνευματική  καθοδήγηση του  Γέροντος Μαρτυρίου, στο όρος Σινά, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό  του.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε μοναχικές κοινότητες στη Σκήτη και Ταβέννιση της Αιγύπτου, αργότερα δε εγκαταστάθηκε σε κελί  της  ερήμου του  Σινά,  που  απείχε  δύο  ώρες  από  τή  μονή  της  Αγίας  Αικατερίνης.
Ο  βιογράφος  του  Οσίου  Ιωάννου, Δανιήλ ο Ραϊθηνός, μας δίνει μερικές πληροφορίες για τον βίο του, κυρίως όμως μας παρουσιάζει το πως αναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσής καθοδηγώντας τους νέους  Ισραηλίτες  από την  γη  της  δουλείας στην γη  της  επαγγελίας.  Με  την  λίγη  τροφή  νίκησε το  κέρας του  τύφου  της  οιήσεως  και  της  κενοδοξίας,  πάθη  πολύ  λεπτά  και δυσδιάκριτα για τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις κοσμικές ενασχολήσεις. Με την ησυχία,  νοερά  και  σωματική,  έσβησε  την φλόγα  της καμίνου  της  σαρκικής  επιθυμίας. Με  την  Χάρη  του Θεού  και  τον  δικό  του αγώνα  ελευθερώθηκε  από  την  δουλεία  στα  είδωλα.  Ανέστησε  την ψυχή του από τον θάνατο που την απειλούσε. Με την απονέκρωση της προσπάθειας και με την αίσθηση των αΰλων και ουρανίων έκοψε τα δεσμά  της λύπης.  Ο  Όσιος  Ιωάννης  έγινε  ο  κατεξοχήν  άνθρωπος,   υπό του  Θεού  πλασμένος  και  υπό  του  Αγίου  Πνεύματος  εν  Χριστώ  Ιησού ανακαινισμένος. Και με όσα έγραψε δεν μετέφερε σε εμάς μόνο  τις ανθρώπινες  γνώσεις  αλλά  την  ίδια  του  την  ύπαρξη, γι’  αυτό  ο  λόγος  του είναι  αφοπλιστικός  και  θεραπευτικός.
Μετά  από  σαράντα  χρόνια  άσκηση  στην  έρημο,  σε προχωρημένη  πλέον ηλικία,  εξελέγη  ηγούμενος  της  μονής  Σινά,  ενώ  προς  το  τέλος του  βίου του  αποσύρθηκε  πάλι  στην  έρημο,  όπου  κοιμήθηκε  οσίως  με  ειρήνη  σε ηλικία  εβδομήντα  ετών,  κατά  το  έτος  600 μ.Χ.
Η  μνήμη  του  εορτάζεται,  επίσης,  την  Δ’  Κυριακή  των  Νηστειών.
Ο  Όσιος  Ιωάννης  έγραψε  δύο  περίφημα  συγγράμματα:  την  «Κλίμακα»  και το «Λόγο προς τον Ποιμένα». Η  «Κλίμακα»  είναι συνέχεια  των  ησυχαστικών  κειμένων  της  Εκκλησίας.  Ο  Όσιος  Ιωάννης παρουσιάζει τα στάδια της τελειώσεως σε τριάντα κεφάλαια. Την ιδέα  της κλίμακος  εμπνεύστηκε  από  το  όραμα  του  Ιακώβ,  τον  δε  αριθμό  τριάντα από  την  ηλικία  της  ωριμότητας  κατά  την  οποία  ο  Ιησούς  Χριστός  άρχισε την  δημόσια  δράση  Του.  
Κατ’ αρχάς περιγράφει το πρώτο στάδιο της μοναχικής ζωής, που συνίσταται στη αναχώρηση από τον κόσμο και από καθετί που υπενθυμίζει  τον  κόσμο,  την  ξενιτεία.  Έπειτα  έρχεται  η  περιγραφή  του αγώνος του ασκητού, μεταξύ των αρετών και κακιών, οι οποίες περιγράφονται ανάμεικτες: λύπη, υπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατά Θεόν πένθος, αοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τα τελευταία  κεφάλαια  ομιλούν  για  την εν  αγάπη  τελείωση,  την  ησυχία  και την  εσωτερική  προσευχή.


Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.          
Θείαν κλίμακα, υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής  Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,  δωρήσασθαι  ημίν  το  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος  α’. Χορός  Αγγελικός.      
Καρπούς αειθαλείς, εκ σης βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· κλίμαξ γαρ εστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν, προς ουράνιον, και διαμένουσαν  δόξαν,  των  πίστει  τιμώντων  σε.


Μεγαλυνάριον.
Την ουρανοδρόμον ήν  Ιακώβ, κλίμακα  προείδεν,  ετεχνήσω  πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκῃ των σων λόγων, δι’ ής προς αφθαρσίας,  βαίνομεν μεθέξιν.


Ο Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ και πάσης Σιβηρίας

Ο  Άγιος  Σωφρόνιος,  κατά  κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκϊυ, γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1703 στην Ουκρανία, κοντά στην περιοχή του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς.  Από  την  παιδική  του  ηλικία  αγάπησε την  Εκκλησία  και  το  μοναχικό  βίο.  Ανέπτυξε  σπουδαία  ιεραποστολική δράση  και  εξελέγη  Επίσκοπος  της  πόλεως  Ιρκούτσκ

Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος  1771,  κατά  την  Δευτέρα ημέρα  του Πάσχα.  Ενώ  αναμενόταν  η  απόφαση  της  Ιεράς Συνόδου περί του  ενταφιασμού  του  ιερού  λειψάνου,  η  σορός  του  παρέμεινε  άταφη  επί έξι  μήνες,  χωρίς  να  υποστεί την  παραμικρή  αλλοίωση.  Το  γεγονός  αυτό, καθώς και η φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι  οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του  Αγίου  διασώθηκαν  θαυματουργικά από την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ      
Η  ανακήρυξη  της  αγιοποιήσεώς  του  έγινε  από  τη  Ρωσική  Εκκλησία  στις 23  Απριλίου  1918.

29/3/17

Ο Άγιος Μάρκος Επίσκοπος Αρεθουσίων

Ο  Άγιος  Μάρκος  ήκμασε  κατά  τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού  του  Παραβάτου  (361 – 363 μ.Χ.). Ήταν Επίσκοπος Αρεθουσίων. Το έτος 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά  μάλιστα αυτής, διασώζεται  «Έκθεσις Πίστεως Μάρκου Αρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η  οποία μετέβη  στα  Τρέβηρα  για  να συναντήσει  τον  αυτοκράτορα  Κώνσταντα.  Το  έτος  343  μ.Χ. έλαβε μέρος  στην  Σύνοδο της  Φιλιππουπόλεως  και  το  έτος  351 μ.Χ.  στην Σύνοδο  του  Σιρμίου,  η  οποία  καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου,  ως οπαδό  του  αιρετικού  Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της  Σελευκείας   της  Ισαυρίας,  το  έτος  358  μ.Χ.
Ο  Άγιος  Μάρκος  αναδείχθηκε  μεγάλος διώκτης  της ειδωλολατρίας  και οδήγησε  με  τον  φιλόθεο  βίο  και  το  ευαγγελικό  κήρυγμά  του  πολλούς Εθνικούς  στην  αληθινή  πίστη.  Με  την  προτροπή  του  δε  οι  Χριστιανοί,  οι οποίοι προέρχονταν από τον κόσμο των Εθνικών, γκρέμισαν έναν ειδωλολατρικό ναό.  Ο αυτοκράτορας  Ιουλιανός  ο  Παραβάτης  απαιτούσε από  τον  Άγιο  ή  να  δώσει  αποζημίωση  για  τον  κατεστραμμένο  ναό  ή  να τον ξαναοικοδομήσει. Γι’ αυτό, όταν πληροφορήθηκε την σύλληψη πολλών Χριστιανών για το συγκεκριμένο γεγονός,  παρουσιάσθηκε  μόνος του  στις  αρχές  που  τον  καταδίωκαν,  το  363  μ.Χ.
Το μαρτύριο και τα βασανιστήρια, τα οποῖα υπέστη ο  Άγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται  από  τον  Θεοδώρητο  Κύρου  ως  πραγματική  τραγωδία. Να πως περιγράφει ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος το μαρτύριο του  Αγίου:  «Οδηγούσαν τον γέροντα Επίσκοπο, τον εθελοντή  αθλητή,  δια  μέσου της πόλεως και σε όλους ήταν σεβαστός για την πολιτεία του, πλην των διωκτών  και  τυράννων,  που  αγωνίζονταν  πως  να  υπερβάλλουν  ο  ένας τον άλλον στην θρασύτητα κατά του πρεσβύτου. Τον έσυραν δια μέσου πλατειών, τον  ωθούσαν  προς  υπονόμους,  τον  έσυραν  από  τα  μαλλιά  και  τα γένια. Δεν υπήρχε μέλος  του  σώματός του  που  να  μην  υπέστη  μαζί  με  τις κακώσεις και ταπείνωση. Τον ύψωναν μετέωρο από τα πόδια  και με  τις μυτερὲές  γραφίδες  έκαναν  παιχνίδι  τους  την  τραγωδία. Του  τρυπούσαν  τα αυτιά… Τον  κρέμασαν  ψηλά  μέσα  σε  δίχτυ  και  τον άλειψαν με μέλι  και αλάτι. Οι σφίγγες  και οι  μέλισσες  τον  κεντούσαν,  ενώ  το  καταμεσήμερο   ο ήλιος  με  τις  καυστικές  του  ακτίνες  αύξανε  την  φλόγωση».
Ο Άγιος Μάρκος τα υπέμεινε όλα με καρτερία και ανεξικακία. Ευχαριστούσε  και  δοξολογούσε  το  Όνομα  του  Τριαδικού  Θεού.
Ο  ύπαρχος  της πόλεως  Αρεθούσης  θαύμασε  την γενναιότητα  και την πνευματική ανδρεία του Αγίου Μάρκου και εξέφρασε  την  έντονη δυσαρέσκειά  του  προς  τον  αυτοκράτορα  Ιουλιανό  για  τον  διωγμό  του Αγίου.  Ζήτησε  δε  μάλιστα την  απελευθέρωσή  του.  Ο  Άγιος  όχι  μόνο ελευθερώθηκε,  αλλά   με  την  Χάρη  του  Θεού  βάπτισε  Χριστιανούς  και  τους διώκτες του.      
Ο  Άγιος  Μάρκος  κοιμήθηκε  με   ειρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. 
Αρεθουσίων ο σοφός Ποιμενάρχης, υπέρ Χριστού Μάρκε στερρώς ηνωνίσω,  εν  τη  Φοινίκη  δε  ω  Κύριλλε  Διάκονε, Μάρτυς  ώφθης  ένθεος,  και εν Γάζη τη πόλει, άμα και Ασκάλωνι, Ιερείς θεοφόροι, μετά  Γυναίων ήθλησον  σεμνών·  ούς  ως  οπλίτας,  Χριστού  μακαρίσωμεν.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Τον  Χριστόν  δοξάσαντες,  αθλητικαίς  αριστείαις,  Μάρκε  Πάτερ  Όσιε,  συν τω Λευΐτη Κυρίλλω, άμα δε, ταις εν Ασκάλωνι και τη Γάζη, χάριτι, ανδρισαμέναις  κατά  της  πλάνης,  εδοξάσθητε  αξίως,  και  των  Αγγέλων χοροίς  συνήφθητε.


Μεγαλυνάριον.
Των Αρεθουσίων χαίρε ποιμήν, Μάρκε θεηγόρε· χαίρε Κύριλλε  ιερέ·  χαίρε των  Αγίων,  Γυναίων  η  χορεία,  Μαρτύρων  χαίρε   στέφος,  το  ιερώτατον.


Ο Άγιος Κύριλλος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ άνδρες και γυναίκες Μάρτυρες εν Ασκαλώνι και Γάζη

Ο διάκονος Κύριλλος, επί αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου, γκρέμισε ειδωλολατρικούς ναούς και έκαψε τα ξόανα των ψεύτικων  θεών, στην  Φοινίκη.  Για  τον  λόγο  αυτό  συνελήφθη  από  τους  ειδωλολάτρες  και θανατώθηκε με απάνθρωπο τρόπο: άνοιξαν την κοιλιά του και του έβγαλαν  τα  σπλάχνα.
Με  τον  ίδιο  απάνθρωπο  τρόπο  μαρτύρησαν  στην  Ασκάλωνα  και  στην Γάζα, το έτος 363 μ.Χ., άνδρες και γυναίκες, ιερείς και μοναχές, των οποίων αφαίρεσαν τα σπλάχνα και έριξαν εντός της κοιλίας αυτών κριθάρι, για να το φάνε οι χοίροι.     
Έτσι οι Άγιοι αυτοί Μάρτυρες και  Ομολογητές  της  πίστεως,  μαρτύρησαν και  έλαβαν  το  αμαράντινο  στέφανο  της  δόξας  του  Κυρίου.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’. Το προσταχθέν.
Δι’  εγκρατείας  των  παθών  τας  πυριφλέκτους,  απονεκρώσαντες  ορμάς και τας κινήσεις, του Χριστού οι Μάρτυρες έλαβον την χάριν, τας νόσους αποδιώκειν των ασθενών, και ζώντες και μετά τέλος θαυματουργείν, όντως θαύμα παράδοξον! ότι οστέα γυμνά, εκβλύζoυσιν ιάματα.  Δόξα  τω μόνω  Θεώ  ημών.


28/3/17

ομιλία στην Δ΄Κυριακή των Νηστειών που έγινε στο χωριό Βέγορα Αμυν. στις...

ομιλία στην Εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που έγινε στον Ι.Ν. Αγ....

ομιλία στην Δ΄Στάση των Χαιρετισμών που πραγμαποιήθηκε στο χωριό Ιτιά Φλ...

Ο Όσιος Ιλαρίων ο Νέος

Ο  Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το  φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο  Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα.  Ο  Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754 μ.Χ.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιλαρότητι τρόπων καλλωπιζόμενος, ως καθαρώτατον σκεύος της επιπνοίας Χριστού, της ενθέου βιοτής εδείχθης έσοπτρον· όθεν αστράπτεις νοητώς, αρετών μαρμαρυγάς, Πατήρ ημών Ιλαρίων, προς απλανή οδηγίαν,  και  σωτηρίαν  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Ως ελαία εύκαρπος, αναβλαστήσας, Ιλαρίων Όσιε, καθιλαρύνεις μυστικώς, τω σω ελαίω τους ψάλλοντας· χαίροις  Οσίων,  κανών  απαρέγκλιτε.



Μεγαλυνάριον.
Έλεος και  χάριν παρά Θεού, Πάτερ Ιλαρίων, ως τω θρόνω αυτού εστώς, αίτει θεοφόρε, ημίν καταπεμφθήναι, τοις επιγραφομένοις, θερμόν προστάτην  σε.

Ο Άγιος Ευστράτιος ο Οσιομάρτυρας ο Νηστευτής

Ο  Όσιος Ευστράτιος, απόγονος μιας πλούσιας οικογένειας του Κιέβου, διέθεσε στους πτωχούς  όλα  τα πλούτη του και εγκαταβίωσε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση και  τη  νηστεία. Στις εικόνες περιγράφεται με  ανοιχτού  χρώματος μαλλιά, αραιή  γενειάδα, ντυμένος με το μοναχικό  ράσο  και  ανυπόδητος.
Μόλις  ο  Όσιος  έγινε μοναχός, άρχισε να  αγωνίζεται κατά των σαρκικών παθών και του διαβόλου με τα όπλα του φωτός, την αγρυπνία, την προσευχή και προπαντός την  χριστομίμητη νηστεία. Με τον αγώνα και  την σκληρή  εγκράτεια, ταπείνωσε τους  δαίμονες και  εξουδετέρωνε τις προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ότι ο  Κύριός του, ο Ιησούς Χριστός, με την σαρανταήμερη νηστεία και την προσευχή Του κατέβαλε τον πονηρό, ενώ αντίθετα ο πρωτόπλαστος Αδάμ,  λόγω της  αποτυχίας του στο να φανεί εγκρατής, έπεσε και εξορίσθηκε από  τον Παράδεισο. Έτσι ο γενναίος Ευστράτιος έλιωσε πραγματικά το σώμα  του με την αυστηρή  νηστεία,  αλλά  μαζί  με αυτό  έλιωσε και  τα πάθη και  διέλυσε τις δαιμονικές πλεκτάνες.  Γι’ αυτό  επονομάσθηκε  Νηστευτής.
Ο  Βίος του Οσίου  Ευστρατίου  περιγράφει, με ιδιαίτερη επιμέλεια, τις περιστάσεις του μαρτυρίου του. Στις 20 Ιουλίου του έτους 1096, η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, έγινε ξαφνικά στόχος επιθέσεως των Πολόφσκυ, οι οποῖοι καθοδηγούμενοι από τον Μπονγιάκ τον Φιλάργυρο, λεηλάτησαν τη  μονή και αιχμαλώτισαν μοναχούς και  εργάτες αυτής και τους πούλησαν ως σκλάβους στην Βυζαντινή πόλη Χερσόνησο,  στην  Ταυρίδα.
Ο  Όσιος Ευστράτιος και  άλλοι πενήντα αιχμάλωτοι αγοράστηκαν από ένα Εβραίο της Χερσονήσου, ο οποίος, για να τους εξαναγκάσει να ασπασθούν την ιουδαϊκή πίστη τους άφησε να υποφέρουν από την πείνα και  τη δίψα. Καθώς  η  αποδοχή  του  Ιουδαϊσμού σήμαινε απελευθέρωση από  την σκλαβιά, μετά από έξι χρόνια σκληρής δουλείας, οι αιχμάλωτοι ήταν έτοιμοι να αρνηθούν τον Χριστό. Ο  Όσιος  Ευστράτιος, όμως, τους έπεισε  να  μην αρνηθούν την υπόσχεση που έδωσαν με  το  βάπτισμα. Μετά  από  δέκα  τέσσερις ημέρες όλοι πέθαναν από πείνα και  δίψα, εκτός  από  τον Όσιο Ευστράτιο, που είχε συνηθίσει στις πολυήμερες νηστείες. Ο  ιδιοκτήτης λοιπόν, οργισμένος, τον κατηγόρησε για τον θάνατο των συντρόφων του και  διέταξε να σταυρωθεί  ανήμερα του  Χριστιανικού  Πάσχα.  Σύμφωνα  με το  Βίο, ο Όσιος Ευστράτιος έζησε για δεκαπέντε ακόμα ημέρες επάνω στον σταυρό και βρήκε την δύναμη να συζητήσει με τον Εβραίο ιδιοκτήτη εάν ο σταυρικός θάνατος ήταν ατιμία ή προνόμιο και  να προφητέψει για τους δουλοκτήτες του μία επικείμενη θεομηνία. Μόλις το  είπε αυτό, μαχαιρώθηκε. 
Οι  ανόσιοι  σταυρωτές  κατέβασαν  το  ιερό  λείψανο από  τον σταυρό  και  το  έριξαν στην θάλασσα. Η  ανεξερεύνητη οικονομία του Θεού μετέφερε το  τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση, στα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου.   Εκεί  το  βρήκαν με κατάπληξη και  δέος οι μοναχοί, εκείνοι που  είχαν σωθεί και  είχαν επιστρέψει στη μονή μετά από το πέρασμα των Πολόφσκυ και το ενταφίασαν με τιμές και  δοξολογίες. Στον τόπο αυτό παραμένει μέχρι σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, επιτελώντας  αναρίθμητα  θαύματα στους  πιστούς.


Ο Όσιος Ιωάννης εκ Γεωργίας

Ο  Όσιος  Ιωάννης  ήταν  Επίσκοπος  της  πόλεως  Μανγκλίσι  της  ανατολικῆής Γεωργίας    και  κοιμήθηκε με  ειρήνη  το  έτος  1751.

27/3/17

Η Οσία Ματρώνα η Ομολογήτρια η εν Θεσσαλονίκη

Η  Οσία  Ματρώνα  έζησε  στη  Θεσσαλονίκη  και  συγκαταλέγεται μεταξύ  των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας  μας, κατά   την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα  ή  Παυτίλλα,  η  οποία  ήταν σύζυγος του  στρατοπεδάρχη της  Θεσσαλονίκης.  Καθημερινά  συνόδευε την  κυρία της  στη  συναγωγή  της  πόλεως,  όπου  ωστόσο  δεν  πήγαινε  η  ίδια,  διότι  κρυφά  κατέφευγε  σε  χριστιανικό  ναό,  για να προσευχηθεί.
Μοιραία,  όμως, επειδή  για  πολύ  καιρό  η  Ματρώνα  ξεγελούσε  την κυρία της, μία λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή  για να  αποκαλυφθεί  η ταυτότητά  της. Σε μία  εορτή  των Ιουδαίων, κατά την οποία  συνήθιζαν να  τρώνε  πικρά  χόρτα  και  άζυμα,  η  Ματρώνα  άργησε  να  επιστρέψει από  το  ναό και  όταν έφθασε στην συναγωγή  γινόταν  η  τελετή  των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα  ήταν  Χριστιανή  και  ότι  εξαπατά  την κυρία της, φροντίζοντας  κάθε  φορά  που  αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας,  που  δεν  δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει  ότι  είναι  εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή  της  και,  αφού  την  συνέλαβαν  και  την έδεσαν,  άρχισαν  να την μαστιγώνουν. Η  Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή  και  ότι,  άν  και  η κυρία  της  εξουσίαζε  το  σώμα  της  και  την ίδια  της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε  να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.
Η  Παντίλλα,  αφού  την  αλυσόδεσε,  διέταξε  να  την  φυλακίσουν  και  να  σφραγίσουν  την πόρτα του  κελιού  της. Έπειτα  από  τρεις  ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει  άν η Ματρώνα ζει.  Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και  στεκόταν  φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και  βασανισμού. Εξοργισμένη  η  Παντίλλα  διέταξε  να  δέσουν  πάλι  την  Ματρώνα  και  να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την  βασάνιζε,  ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό.  Καταπονημένη  από  τα  βασανιστήρια και  μην  μπορώντας  να  σταθεί  στα πόδια  της,  η  Ματρώνα  κλείσθηκε  και πάλι  στην  φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη  από τα  δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά  τα βασανιστήρια  και  την  πείνα  που  υπέστη  επί  δεκατέσσερις  ημέρες. Τότε  η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την  Ματρώνα  σε  δρύϊνα  ξύλα και  να  την  βασανίσουν.  Εξαντλημένη  η  Αγία  από  τις  μαστιγώσεις  και  με το  σώμα  της  γεμάτο  σημάδια,  ψέλλισε  με  αδύναμη  φωνή  λίγες  λέξεις προσευχής  και  παρέδωσε  το  πνεύμα  της.
Η Παντίλλα  διέταξε  τότε  κάποιον  με  το  όνομα  Στρατόνικος, να  τυλίξει  το λείψανο  της  Αγίας  σε  δέρμα  και  στην  συνέχεια  να  το  ρίξει  έξω  από  τα τείχη  της πόλεως.  Το  ιερό  λείψανό  της  το παρέλαβαν  οι  Χριστιανοί  και  το ενταφίασαν  με  ευλάβεια  κοντά  στην Λεωφόρο,  δηλαδή  την  Εγνατία  οδό. Μετά  το  τέλος  των  διωγμών,  ο  Επίσκοπος  Θεσσαλονίκης  Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα  της  Μάρτυρος  και  το  μετέφερε  μέσα  στην  πόλη  και, αφού  έκτισε  ναό,  το  απέθεσε  εντός  αυτού.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπῆρχε καὶ μονὴ αφιερωμένη  στην Αγία  Ματρώνα.


Απολυτίκιον. Ήχος  γ’. Την  ωραιότητα.     
Γνώμην  αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την  ένθεον,  άσυλον  έσωσας, μη  δουλωθείσα  την ψυχήν,  Εβραίων  τη  απηνεία·  όθεν  αριστεύσασα, και  τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω  Δεσπότη  της  κτίσεως. Αυτόν  ούν  εκτενώς  εκδυσώπει,  πάσης  ημάς  ρυσθήναι  βλάβης.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.  
Φωτί  νοητώ,  Ματρώνα  ατενίζουσα,  ειρκτής  την  φρουράν, ως  θάλαμον λελόγισαι,  εξ  ής  Μάρτυς έδραμες, προς παστάδα πάμφωτον  κράζουσα· Τη ση  Λόγε  θεία  στοργή,  μαστίγων  την  πείραν,  καθυπέστην  φαιδρώς.


Μεγαλυνάριον.
Ουδόλως  δεδούλωσαι  την  ψυχήν, αλλ’ ελευθερία,  ενδιέπρεψας  ευσεβεί, και  αρρενωθείσα,  την  φρένα  ω  Ματρώνα,  ηγώνισαι  ανδρείως,  κατά  του όφεως.