2/2/17

Η Υπαπαντή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού

Το  γεγονός  της  Υπαπαντής,  που  εξιστορεί  ο  Ευαγγελιστής  Λουκάς  στο  β’ κεφάλαιο το Ευαγγελίου του, συνέβη σαράντα  ημέρες  μετά  την  γέννηση του Ιησού. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, άν το πρώτο παιδί της οικογένειας ήταν αγόρι, αφιερωνόταν στον Θεό και συγχρόνως προσφερόταν για θυσία ένας αμνός ή ένα  ζευγάρι  τρυγόνια  ή  δυο  μικρά περιστέρια.  Το  γράμμα  των  εντολών  αυτών  πληρούντες  ο  Ιωσήφ  και  η Παρθένος Μαρία, ανήλθαν την τεσσαρακοστή ημέρα  από  της  γεννήσεως του  Χριστού  στο ναό των Ιεροσολύμων, για να προσφέρουν τον  Ιησού στον Θεό και να δώσουν την θυσία περί καθαρισμού. Το ζευγάρι υποδέχθηκε στο ναό ο  υπερήλικας  Προφήτης  Συμεών, ο  οποίος  δέχθηκε τον  Ιησού  στην  αγκαλιά  του  φωτισμένος  από το  Άγιο Πνεύμα, έχοντας λάβει αποκάλυψη από Αυτό  ότι  δεν  θα  απέθνησκε  πρωτού  δει  Εκείνον, τον οποίο ο Κύριος και  Θεός έχρισε Βασιλέα και Σωτήρα του κόσμου.                    
Η εορτή εισήχθηκε πρώτα στην  Δύση  προς  κατάργηση  των  τελουμένων ειδωλολατρικών εορτών, κατά τις  αρχές του  Φεβρουαρίου, προς  τιμήν  του Πανός, ως καθαρώς θεομητορική εορτή. Αργότερα καθιερώθηκε  και  στην Ανατολή. Κατά μεν τον Γεώργιο Κεδρηνό η εορτή εισήχθηκε επί του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α’ (518 – 527 μ.Χ.), κατά δε το Νικηφόρο Κάλλιστο ο μέγας Ιουστινιανός (525 – 565 μ.Χ.) διέταξε, το 542 μ.Χ., να εορτάζεται η Υπαπαντή  του Σωτήρος σε όλη τη γη. Επειδή όμως διασώζονται σήμερα λόγοι – ομιλίες στην εορτή της Υπαπαντής, που χρονολογούνται πολύ πριν από τον 6ο αιώνα μ.Χ., εικάζεται ότι ο αυτοκράτορας  Ιουστίνος εισήγαγε  την  εορτή  στην  Κωνσταντινούπολη.  Η εορτή  της  Υπαπαντής,  στην  Κωνσταντινούπολη,  ετελείτο  στο  ναό  των Βλαχερνών,  όπου  παρευρίσκονταν  και  οι  βασιλείς.


Απολυτίκιον. Ήχος α’.    
Χαίρε  Κεχαριτωμένη  Θεοτόκε  Παρθένε·  εκ  σου  γαρ  ανέτειλεν ο  Ήλιος  της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει. Ευφραίνου και συ Πρεσβύτα δίκαιε, δεξάμενος εν αγκάλαις τον ελευθερωτήν των ψυχών  ημών,  χαριζόμενον  ημίν  και  την  Ανάστασιν.


Κοντάκιον. Ήχος α’.        
Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας τω τόκω σου, και χείρας του Συμεών ευλογήσας ως έπρεπε, προφθάσας και νυν  έσωσας  ημάς,  Χριστέ  ο  Θεός. Αλλ’ ειρήνευσον εν πολέμοις το πολίτευμα, και  κραταίωσον  βασιλείς  ούς ηγάπησας,  ο  μόνος  φιλάνθρωπος.


Μεγαλυνάριον.
Σήμερον η Πάναγνος Μαριάμ, τω Ναώ προσάγει, ώσπερ βρέφος τον Ποιητήν, όν εν ταις αγκάλαις, ο Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεόν αυτόν κηρύττει,  κάν  σάρκα  είληφε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: