21/3/16

Ο Όσιος Σεραφείμ εκ Βυρίτσας Ρωσίας

Ο Όσιος Σεραφείμ, κατά κόσμον Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1866 στο χωριό Βαχρομέεβο της επαρχίας Αρεφίνσκαγια, της περιφέρειας της πόλεως Γιαροσλάβλ. Την 1η Απριιλίου 866 βαπτίσθηκε και έλαβε το όνομα Βασίλειος προς τιμήν του Οσίου Βασιλείου του Νέου. Οι γονείς του Βασιλείου, Νικολάϊ Ιβάνοβιτς και Χιονὶα Ολύμπιεβνα Μουραβιέφ, ήταν θεοσεβούμενοι και φιλόθεοι άνθρωποι. Από μικρό παιδί  ο  Βασίλειος διδασκόταν μαθήματα αρετής και παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά μιας Χριστιανικής  ψυχής, τα οποία και  αποκαλύφθηκαν πλήρως, στα χρόνια  της  ωριμότητάς του.
Ο φιλάνθρωπος Θεός του πρόσφερε την εξυπνάδα, τον ασυνήθιστο  ζήλο και την προθυμία, την υπομονή και την επιμονή στην επίτευξη των στόχων του, καθώς και στην εξαιρετική μνήμη. Σε πολύ μικρή ηλικία, σχεδόν μόνος του έμαθε την  γραμματική  και  στην συνέχεια τις  αρχές της  μαθηματικής  επιστήμης. Τα  πρώτα του  βιβλία ήταν το  Ευαγγέλιο και  το  Ψαλτήρι.
Στον έφηβο Βασίλειο άρεσε πολύ η μελέτη εκκλησιαστικών και θεολογικών βιβλίων και συγκεκριμένα αυτών που είχαν σχέση με τον βίο των Αγίων. Οι Άγιοι, όπως ο Παύλος ο Θηβαίος, οι μεγάλοι Ασκητές Αντώνιος, Μακάριος και Παχώμιος, Μαρία η Αιγυπτία, καλλιεργούσαν εντός του ρίγος σεβασμού  και πνευματικής χαράς. Ήδη  τότε μπροστά του  απλώθηκε ένας  κόσμος, που  θάμπωσε όλα τα γήινα πράγματα. Στα βάθη της αγνής εφηβικής ψυχής του γεννήθηκε η σκέψη της μοναχικής αγγελικής μορφής. Για τους γύρω του αυτός ο  σκοπός  αποτελούσε ακόμα  μυστικό.
Όταν υπήρχε ελεύθερος χρόνος η οικογένεια Μουράβιεφ πήγαινε για προσκύνημα σε  ναούς  και  μοναστήρια. Με μεγάλη  χαρά  επισκεπτόταν τη Λαύρα  της  Αγίας  Τριάδος  και  την Σκήτη  της Γεθσημανή, όπου ζούσε ο γνωστός γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωφ). Ο γέροντας υπήρξε σοφός  δάσκαλος  και χαρισματούχος.  «Χωρίς τον Θεό, ούτε στο κατώφλι!», ήταν η αγαπημένη παραίνεση του γέροντος Βαρνάβα, με την οποία δεχόταν τους επισκέπτες. Αυτά  τα λόγια χαράχθηκαν στην ψυχή του  νεαρού   Βασιλείου και τα έκανε  νόμο  για την  ζωή του.
Έτσι, με τρόπο σχεδόν απαρατήρητο, έβαλε ο Πανάγαθος Κύριος στην καρδιά του Βασιλείου, από μικρή ηλικία, τους σπόρους του ήθους και της αγιότητας. Και  οι  σπόροι  αυτοί  έπεσαν σε γόνιμο έδαφος.
Ξαφνικά  ήλθε θλίψη. Ο Κύριος κάλεσε κοντά του τον Νικολάϊ Ιβάνοβιτς Μουραβιέφ. Ήταν μόνο τριάντα εννέα ετών. Η οικογένεια περνούσε μεγάλη δοκιμασία. Η μητέρα του  Βασιλείου ήταν  φιλάσθενη  και  μετά το συμβάν η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Ο Βασίλειος έπρεπε να αναλάβει  το  χρέος  να  συντηρήσει την  οικογένειά του.
Όμως η Θεία Πρόνοια προσέφερε την βοήθειά Της στην πτωχή οικογένεια. Ένας συγχωριανός τους, δίκαιος και ευσεβής  άνθρωπος, που εργαζόταν στην Αγία Πετρούπολη, κάλεσε τον Βασίλειο στην πόλη με σκοπό  να τον βοηθήσει να βρει δουλειά. Η μητέρα του τον ευλόγησε με την  εικόνα  της  Θεοτόκου και  ο δεκάχρονος Βασίλειος έφυγε για την Αγία  Πετρούπολη.
Εκεί ο Βασίλειος δυσκολεύθηκε πολύ στο να προσαρμοστεί στην έντονη ζωή της πρωτεύουσας. Με την βοήθεια του προστάτη του πήρε την θέση του διανομέα σε ένα από τα καταστήματα του Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδή του εμπορικού  κέντρου  της Αγίας Πετρουπόλεως. Από τις πρώτες ημέρες, λόγω ζήλου για την καλή εκτέλεση της εργασίας και της προθυμίας του, ο  Βασίλειος κέρδισε την εμπιστοσύνη του εργοδότη του. Στην συνέχεια αναλαμβάνει τις πιο  δύσκολες δουλειές, τις  οποίες  με την βοήθεια του Θεού εκτελεί  κατά  τον  καλύτερο  τρόπο. Σχεδόν  όλο  του τον μισθό τον αποστέλλει στην μητέρα του, κρατώντας μόνο ένα  μικρό μέρος  για  τις  βασικές  του  ανάγκες.
Ήλθε όμως η στιγμή που  η τάση του Βασιλείου προς τον μοναχισμό γίνεται πιο έντονη. Ήταν περίπου δεκατεσσάρων ετών, όταν κάποια ημέρα  επισκέφθηκε τη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυϊ και ζήτησε  συνάντηση με τον ηγούμενο. Όμως  ο ηγούμενος εκείνη την ημέρα  έλειπε. Εκείνη  την  περίοδο  στη  Λαύρα  βρίσκονταν γέροντες, που  ήταν γνωστοί σε όλη την Ρωσία. Του πρότειναν, λοιπόν, να συναντήσει  έναν  από  αυτούς τους  γέροντες.  Γονατιστός, με  δάκρυα στα μάτια, διηγήθηκε  τότε ο  Βασίλειος σε κάποιον γέροντα την  μεγάλη του επιθυμία. Σε απάντηση άκουσε από τον γέροντα μία συμβουλή, η οποία αποδείχθηκε προφητική: να παραμείνει  στον  κόσμο, να ασχοληθεί με  καλές  και  δεκτές  από  τον  Θεό  πράξεις, να δημιουργήσει  καλή  και ευσεβή  οικογένεια, να  δώσει  σωστή  ανατροφή  στα παιδιά του  και  μαζί με  την  σύζυγό  του, όλη  την  υπόλοιπη  ζωή τους να  την  αφιερώσουν στον  μοναχισμό. Και στο τέλος ο γέροντας είπε: «Βασίλειε! Σε περιμένει ένας δύσκολος δρόμος με πολύ θλίψη. Ακολούθησέ τον μπροστά στον Θεό και στη συνείδησή σου. Θα φθάσει η στιγμή και  ο  Θεός θα σε ανταμείψει…». Έτσι παρουσιάστηκε στον Βασίλειο η βούληση του Θεού. Όλο το υπόλοιπο του βίου του αποτελούσε μία προετοιμασία για την μοναστική  ζωή. Ήταν ένα κατόρθωμα υπακοής που κράτησε περισσότερο  από  σαράντα  χρόνια.
Τις ελεύθερες ώρες του τις περνούσε στο ναό, όπου προσευχόταν ή μελετούσε. Προσπαθούσε συνέχεια να διδάσκει τον εαυτό του, ενώ σε κάθε  ευκαιρία πήγαινε στο χωριό του  και  βοηθούσε  την  μητέρα του. Την  αγαπούσε  πολύ  και  συνέχεια  προσευχόταν γι’ αυτήν.
Ο εργοδότης του  Βασιλείου με όλα  τα  μέσα ενθάρρυνε τον θεοσεβούμενο τρόπο της ζωής του. Εκτιμούσε πολύ το ήθος, την πρακτικότητα, την εξαίρετη εργατικότητα και το αναμφισβήτητο εμπορικό ταλέντο του υπαλλήλου του. Όταν δε ο Βασίλειος έκλεισε τα δέκα επτά του χρόνια, τον έκανε προϊστάμενο του γραφείου της επιχείρησης. Στο  μέλλον  ήλπιζε  να  τον  έχει  συνέταιρο.
Λόγω των υποχρεώσεών του, ο νεαρός προϊστάμενος έπρεπε να επισκέπτεται την Μόσχα, το Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ  και  άλλες πόλεις της Ρωσίας. Τότε με την συγκατάθεση του εργοδότη του επισκέπτεται τους ευλογημένους τόπους που βρίσκονται κοντά. Πηγαίνει πάντα στη μονή του Οσίου Σεργίου του Ροντονέζ, για να προσευχηθεί. Οι προσκυνητές που  επισκέπτονταν τη Λαύρα, προσπαθούσαν πάντα να επισκεφθούν  τη Σκήτη της Γεθσημανή, για να προσκυνήσουν την ιερά εικόνα της Θεοτόκου του Τσέρνιγκωφ και  να πάρουν την ευλογία  και  τη  συμβουλή του γέροντος Βαρνάβα. Ο ίδιος ο Θεός έφερε ξανά  το νεαρό Βασίλειο κοντά στον γέροντα και, μετά την μεγάλη συζήτηση που είχαν, ο Βασίλειος έεγινε  πνευματικός  υιός  του  γέροντος  Βαρνάβα.
Με την ευλογία του γέροντος Βαρνάβα, ο Βασίλειος προσπαθούσε συνέχεια να ασκείται στην προσευχή, να έχει καθαρή  την σκέψη του και να  αντιστέκεται  στους  πειρασμούς.
Έφθασε η στιγμή, ο Βασίλειος να διαλέξει την σύντροφο της ζωής του. Έτσι το έτος 1890, με την ευχή του πνευματικού του, νυμφεύεται την Όλγα  Ιβάνοβνα  Ναϊντένοβα.
Το έτος 1892 ο Βασίλειος ανοίγει δική του επιχείρηση. Έχοντας την απαραίτητη πείρα και τις σταθερές εμπορικές διασυνδέσεις, ασχολείται με την παραγωγή και εμπορία γουναρικών. Ένα μεγάλο μέρος των εμπορευμάτων, εξαγόταν στο  εξωτερικό: Γερμανία, Αυστρο – Ουγγαρία, Αγγλία, Γαλλία  και  άλλες  χώρες.
Το έτος 1895 γεννήθηκε ο  υιός τους, ο Νικόλαος  και  μετά  η  κόρη τους, η Όλγα. Όμως  το  κορίτσι πέθανε σεε πολύ μικρή  ηλικία  και  μετά τον θάνατό της, ύστερα από  κοινή  συμφωνία, και ευλογία του γέροντα Βαρνάβα, οι σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν την κοινή τους ζωή ως αδέλφια. Οι  προσευχές  του  πνευματικού  τους πατέρα τους  βοήθησαν να  κρατηθούν  στέρεοι  στην  απόφασή  τους.
Η οικογένεια των Μουραβιέφ, μετά  από  κάθε Θεία Λειτουργία σε μεγάλη εορτή  και  πανήγυρη, προσέφερε φαγητό σε πτωχούς ανθρώπους. Μετά το «Πάτερ ημών» ο Βασίλειος τους μιλούσε για την σημασία της εορτής και για τον βίο του Αγίου που εόρταζαν, τους ευχαριστούσε και ευχόταν σε όλους, που επισκέφθηκαν το σπίτι του. Όταν τελείωνε το γεύμα, προσέφερε στους καλεσμένους του δώρα και χρήματα και  τους καλούσε  στην επόμενη  εορτή. Ως  πιστός  μαθητής του γέροντος Βαρνάβα, ο Βασίλειος έλεγε:  «Όλο το κακό πρέπει να σκεπασθεί  μόνο με την αγάπη. Όσο πιο χαμηλή είναι η θέση σου, τόσο πιο πολύτιμος είσαι για μένα». Μόνο ο Θεός  γνωρίζει πόσοι πτωχοί και ασθενείς μνημόνευαν στην προσευχή τους εξ όλης  της  καρδίας τους, τα ονόματα Βασίλειος και Όλγα, ζητώντας υγεία και σωτηρία για τους ευεργέτες τους.
Ο Βασίλειος βοηθούσε ναούς  και  μονές  και  ως  εύσπλαχνος  Σαμαρείτης πρόσφερε δωρεές για την συντήρηση των γηροκομείων, το μεγαλύτερο εκ των οποίων βρισκόταν στη διεθνὴ λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) τοῦ μοναστηριοῦ Νοβοντέβιτσι. Μὲ κάθε εὐκαιρία οἱ ἀγαπημένοι σύζυγοι ἐπισκέπτονταν τὰ γηροκομεῖα, προσφέροντας τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ζεστασιά τους στοὺς ἀδύναμους καὶ μόνους.
Οἱ Μουραβιὲφ πολλὲς φορὲς ἔπαιρναν σπίτι τους, τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὰ κρατικὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἄρρωστοι ἀνάρρωναν καλύτερα σὲ συνθῆκες ἑνὸς φιλόξενου σπιτιοῦ. Ἡ ἐγκάρδια συμπόνια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἀγάπη, ἔκαναν θαύματα.
Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ, στὴ μονὴ τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μὲ τὸν Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθιὰ τὸν Ὅσιο Σεραφείμ. Θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1906 ὁ πατέρας Βαρνάβας ἀρρώστησε βαριά. Γιὰ τελευταία φορὰ ἐπισκέπτεται τὴν γυναικεία μονὴ Ἰβήρων – Βίκσουν, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος καὶ τὴν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐδῶ πέρασε δύο ἡμέρες, συναντήθηκε μὲ τὰ ἀγαπημένα πνευματικά του τέκνα, τοὺς εὐχαρίστησε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν εὐεργεσία τους πρὸς τὴ μονὴ Ἰβήρων, παρακαλώντας νὰ τὴν βοηθήσουν καὶ στὸ μέλλον. Στὶς 17 Φεβρουαρίου ὁ γέροντας Βαρνάβας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πραγματικὸς φίλος γιὰ τὸν Βασίλειο ἔγινε ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης (Μπιστρόε), ὁ πνευματικὸς τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ μελλοντικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν περίοδο διατελοῦσε ἐπιθεωρητὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ὁ μελλοντικὸς Ἐπίσκοπος διέκρινε ἀμέσως στὸν Βασίλειο, τὸν πραγματικὰ εὐσεβὴ καὶ ταπεινὸ ἀσκητή. Τοὺς συνέδεσε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στὶς ἐπιστῆμες. Στὸν Βασίλειο πάντα ἄρεσε ἡ ἱστορία καί, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ὡς καθηγητὴς τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, ἀποτελοῦσε γι’ αὐτὸν ἀσύγκριτο συνομιλητὴ καὶ διδάσκαλο.
Τὸ ἔτος 1905 ὁ Βασίλειος γίνεται τακτικὸ μέλος τοῦ Φιλανθρωπικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τοῦ μεγαλύτερου στὴ Ρωσία. Πολλοὶ γνωστοὶ Ἱεράρχες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὑπῆρξαν μέλη τοῦ Ὀργανισμοῦ. Τὸ ἔτος 1908 γίνεται μέλος τοῦ Ὀργανισμοῦ ὁ Θεοφιλέστατος Τύχων, μελλοντικὸς Πατριάρχης τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε τὴν καθέδρα τοῦ Γιαροσλάβλ.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τῆς δοκιμασίας γιὰ τὴν Ρωσία. Κατὰ τὰ πρῶτα τρία χρόνια μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση, ἡ οἰκογένεια Μουραβιὲφ μένει ἐκτὸς πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία κρατικοποίησε τὴν ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση τῆς οἰκογένειας Μουραβιὲφ καὶ ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπὸ τὶς κοσμικές του ὑποχρεώσεις, βυθίζεται στὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν, καταφεύγει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, καὶ στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στὴ γεροντία τῆς Λαύρας, μὲ παράκληση νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν ἀδελφότητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε ἦταν αὐτὸ τοῦ νεωκόρου. Τὴν ἴδια περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Βασιλείου, ἡ Ὄλγα.
Ἤδη στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμὶν εὐλογεῖ τὴ χειροθεσία τῶν δόκιμων Βασιλείου καὶ Ὄλγας, ποὺ ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καὶ Χριστίνα. Σὲ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτὴ ἡ θέση ἦταν ἡ πιὸ δύσκολη στὴ μονή. Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ κόκκινος στρατὸς πολεμοῦσε τὸν λευκὸ στρατό. Στὰ νεκροταφεῖα τῶν περιοχῶν Νικόλσκι, Τίχβινσκι καὶ Λαζαρέβσκι τὸ κλάμα δὲν σταματοῦσε.
Ὁ πατέρας Βαρνάβας συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὸ πιὸ μαζικὸ ἐκκλησιαστικὸ – κοινωνικὸ κίνημα ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, ποὺ ὀργάνωσε ἡ ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Αὐτὴ ἡ περίοδος ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὴν Λαύρα. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐξουσίας συνέχεια ἐπενέβαιναν στὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, δημιουργώντας κάθε φορὰ διάφορα διοικητικὰ προβλήματα.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ μοναστικὴ ζωὴ στὴ Λαύρα ὄχι μόνο δὲν ἔσβηνε, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση πρωτοφανοῦς ἀνόδου. Ἡ μονὴ ἀποτελοῦσε πραγματικὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἐκεῖ δημιουργήθηκε ὁ σταθμὸς συλλογῆς χρημάτων γιὰ τοὺς πεινασμένους, παραχωρήθηκαν χῶροι τῆς Λαύρας στοὺς ἄστεγους ἀναπήρους πολέμου, εὕρισκαν καταφύγιο τὰ ὀρφανὰ καὶ καθημερινὰ προσφερόταν φαγητὸ στοὺς πτωχούς. Τὸ ἔργο τῆς σιτίσεως ἀνατέθηκε στὸν πατέρα Βαρνάβα.
Στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμὶν χειροτόνησε τὸν πατέρα Βαρνάβα σὲ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος γνώριζε καλὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ διαφορετικὰ στρώματα, ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ ἐργάτη μέχρι τὸν διανοούμενο καὶ κατανοοῦσε τὶς πνευματικές τους ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ ψυχὲς πολλῶν πιστῶν στρέφοντας στὸν ἁπλὸ καὶ πρᾶο πατέρα Βαρνάβα. Ὅλο καὶ περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στὸ κελί του γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ παρηγοριά.
Μεγάλη θλίψη προκάλεσαν στὸν πατέρα Βαρνάβα οἱ συλλήψεις τῶν ἀγαπημένων του φίλων καὶ συναγωνιστῶν: τοῦ ἀρχιμανδρίτου Βενιαμίν, τοῦ Ἐπισκόπου Λάντοζσκι Ἰννοκεντίου, τοῦ Ἐπισκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου (Γιαρουσέβιτς), τῶν ἀρχιμανδριτῶν Γουρίου καὶ Λέοντος, τοῦ ἱερομονάχου Ἐμμανουὴλ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας.
Μαζὶ μὲ τὶς συλλήψεις ἦλθαν καὶ οἱ καινούργιες συμφορές. Στὶς 17 Ἰουλίου ὁ νέος Ἐπίσκοπος Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει ὅτι ἔχει ὅλα τὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς Λαύρας καὶ ἀπαγορεύει τὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος. Ἡ ἐξουσία στήριζε φανερὰ μία μερίδα τοῦ κλήρου ποὺ τὴν ἀκολούθησε. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ ἱερομόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ὁ πνευματικὸς τῆς μονῆς ἀρχιμανδρίτης Σέργιος (Μπιριουκόφ) καὶ ὁ ἱερομόναχος Βαρλαὰμ (Σατσερντότσκι), τὸ πνευματικὸ κύρος τῶν ὁποίων ἦταν πολὺ μεγάλο, συμβούλεψαν τοὺς ἀδελφοὺς νὰ δείχνουν ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στὴ νέα διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν προσωρινὴ καὶ ἐπιφανειακὴ ὑποχώρηση, εἰδάλλως τὸ μοναστήρι ἀναπόφευκτα θὰ ἔκλεινε. Ὁ χρόνος τοὺς δικαίωσε. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸ ἔτος 1923, ἡ Λαύρα βρῆκε τὸν κανονικό της ρυθμό.
Δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο γιὰ τοὺς μοναχοὺς νὰ διατηρήσουν τὴν ἐσωτερικὴ τους γαλήνη σὲ αὐτὴ τὴν πολυτάραχη ἐποχή.
Ἀμέσως μετὰ τὰ γεγονότα, ὁ πατέρας Βαρνάβας ἐκλέγεται ἀπὸ τὴ διοίκηση καὶ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας, μέλος τῆς Γεροντίας καὶ διορίζεται σὲ πιὸ ὑπεύθυνη διοικητικὴ θέση, στὴ θέση τοῦ ταμία τῆς Λαύρας. Παρόλο ποὺ ὁ Βαρνάβας ἐπεδίωκε τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν φροντίδα τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεων, ἀνέλαβε τὸ νέο του διακόνημα μὲ πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Λίγο ἀργότερα ἑτοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ. Λίγο πρὶν τοῦ ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κείρεται, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1926 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1927, μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Σεραφείμ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.
Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ταραχῶν ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἔλεγε πρὸς τοὺς πιστούς: «Ἡ ὑπομονή σας θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Σὲ μᾶς μένει μόνο νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶμε γιὰ συγχώρεση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεός Του».
Ὅμως οἱ πολύωρες ἐξομολογήσεις μέσα στὸ ναό, οἱ συνεχεῖς ψύξεις, οἱ ἀπίστευτα φυσικὲς καὶ πνευματικὲς ὑπερφορτώσεις, ἐπιδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Οἱ ἰατροὶ διέγνωσαν μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμὸ καὶ θρομβοφλεβίτιδα τῶν κάτω ἄκρων ταυτόχρονα. Οἱ πόνοι στὰ κάτω ἄκρα ἔγιναν ἀβάσταχτοι. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἔλεγε σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὶς ἀσθένειές του καὶ συνέχιζε μὲ ἀπίστευτη γενναιότητα νὰ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φώτιζε πάντοτε μία ἠρεμία καὶ χαρὰ καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τὸν πόνο ποὺ ἔνιωθε. Μόνο ἡ φωνή του κάποια στιγμὴ γινόταν πολὺ σιγανή.
Ἔφθασε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι.
Τὴν καινούργια δοκιμασία, τὴν ἀσθένεια, τὴν δέχθηκε ὁ Ὅσιος μὲ ἐξαιρετικὴ ἠρεμία καὶ ὑπομονή, σὰν νὰ ἦταν τὸ ἑπόμενο λειτούργημα ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ Θεός. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε μικροψυχία, οὔτε δυσαρέσκεια. Εὐχαριστώντας συνέχεια τὸν Κύριο, ὁ Ὅσιος ἔλεγε σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν: «Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ χειρότερες ἀσθένειες!».
Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου παρουσίαζε ἐπιδείνωση. Ἦταν ἑξήντα τριῶν ἐτῶν τότε. Ἐμφανίσθηκαν ἡ πνευμονικὴ καὶ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Οἱ ἰατροὶ τὸν συμβούλευσαν νὰ μετακομίσει στὴν ἐξοχὴ καὶ ἐπιλέχθηκε ἡ περιοχὴ τῆς Βυρίτσας.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ (Τσιτσάγκωφ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἰατρικὲς γνώσεις, διάβασε τὸ πόρισμα τῶν ἰατρῶν καὶ ἀμέσως ἔδωσε τὴν εὐλογία του γιὰ τὸ ταξίδι.
Μετὰ τὴν μετακόμιση στὴ Βυρίτσα, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἐπισκέπτεται τοὺς ἰατρούς: «Γιὰ ὅλα ὑπάρχει ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσθένεια εἶναι σχολὴ τῆς πραότητος, ὅταν πραγματικὰ γνωρίζεις τὴν ἀνημποριά σου…».
Τὴν Δευτέρα, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἔτρωγε τίποτε. Κάποιες φορὲς δὲν ἔτρωγε καθόλου γιὰ μερικὲς ἡμέρες. Πολὺ σπάνια ἔπινε τσάϊ μὲ λίγο ψωμί. Κάθε ἑβδομάδα κοινωνοῦσε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς. Ὅμως, ἐκτὸς αὐτοῦ, στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ὑπῆρχαν πάντοτε τὰ Τίμια Δῶρα καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Νιώθοντας τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη κοινωνοῦσε μόνος.
Πρὸς μίμηση τοῦ οὐράνιου διδασκάλου του, ὁ Ὅσιος Γέροντας τῆς Βυρίτσας προσευχόταν στὸν κῆπο ἐπάνω σὲ πέτρα, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.
Από την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Όσιος Σεραφείμ προσευχόταν καθημερινά επάνω στην πέτρα. Και οι προσευχές του έφθαναν στον Κύριο. Η αγάπη  αποκρινόταν στην αγάπη. Μόνο ο  Θεός γνωρίζει πόσες  ανθρώπινες  ψυχές έσωσαν  εκείνες  οι προσευχές. Είναι  το μόνο αναμφίβολο, ότι σαν μία αόρατη κλωστή συνέδεαν τη γη με τον ουρανό, ζητούσαν και πρόσμεναν το έλεος του Θεού, αλλάζοντας  με  έναν τρόπο μυστικό, την πορεία πολλών  σοβαρών γεγονότων.
Όμως ο χρόνος του γήϊνου ταξιδιού του Οσίου, πλησίαζε στο τέλος. Ο Όσιος Σεραφείμ γνώριζε την στιγμή που θα περνούσε στην αιωνιότητα. Μία μέρα πριν το τέλος του, ευλόγησε τους  συγγενείς  και τους φίλους του με την  εικόνα  του  Οσίου  Σεραφείμ  του  Σαρώφ.

Πολύ νωρίς εκείνο το πρωινό του έτους 1949 φανερώθηκε στον Όσιο Σεραφείμ η Παναγία και με το δεξί της χέρι του έδειξε τον ουρανό. Ο Όσιος παρακάλεσε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Η ημέρα πέρασε με πολύ προσευχή, την ανάγνωση  του  Ευαγγελίου  και του Ψαλτηρίου. Γύρω στις 2, μετά το μεσονύκτιο, ο  Όσιος  Σεραφείμ  έκανε  τον σταυρό του  και ψελλίζοντας την ικεσία  «Σώσε, Κύριε και  ελέησε  όλον  τον κόσμο»  έφυγε για την αιωνιότητα.   
Το λαϊκό προσκύνημα συνεχιζόταν για τρεις ημέρες. Όλοι  ένιωθαν  ότι  τα χέρια του Οσίου ήταν μαλακά και ζεστά  σαν  να  ήταν  ζωντανός. Κάποιοι ένιωθαν  ευωδία  δίπλα στο  φέρετρο. Την πρώτη  ημέρα μετά τον θάνατο του Οσίου θεραπεύθηκε ένα τυφλό κοριτσάκι. Η μητέρα του το πήγε κοντά  στο φέρετρο  και είπε στο παιδί της:  «Φίλησε το χέρι του παππού». Και  σε λίγο έγινε  το θαύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: