Ο Μέγας Φώτιος έζησε
κατά τους χρόνους που
βασίλευσαν οι αυτοκράτορες Μιχαήλ (842 – 867 μ.Χ.), υιός του Θεοφίλου, Βασίλειος
Α’ ο Μακεδών (867 – 886 μ.Χ.) και ο Λέων
ΣΤ’ ο Σοφός
(886 – 912 μ.Χ.), υιός του Βασιλείου. Γεννήθηκε περί το
810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη
από
ευσεβή και επιφανή
οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και προσκύνηση των
ιερών εικόνων. Οι γονείς του ονομάζονταν Σέργιος και Ειρήνη και καταδιώχθηκαν επί του
εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829 –
842 μ.Χ.). Ο Άγιος Σέργιος, του
οποίου τη μνήμη τιμά η
Εκκλησία στις 13 Μαΐου, ήταν αδελφός
του Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) και περιπομπεύθηκε δέσμιος από
το λαιμό ανά τις
οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία
του και εξορίσθηκε μετά της συζύγου του και των
παιδιών του σε τόπο
άνυδρο, όπου από τις ταλαιπωρίες πέθανε ως Ομολογητής.
Ο ιερός Φώτιος
διέπρεψε πρώτα στα ανώτατα
πολιτικά
αξιώματα. Όταν με
εντολή του αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο
Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858 μ.Χ., ο
ιερός Φώτιος, ο οποίος
διακρινόταν για την αγιότητα του
βίου του και την τεράστια μόρφωσή
του. Η χειροτονία του εις
Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 858 μ.Χ. υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου
και Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως
βέβαια εκάρη μοναχός και ακολούθως έλαβε
κατά τάξη τους βαθμούς της ιεροσύνης.
Ο ιερός Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε,
καταά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε
την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά πριν
ακόμα προλάβει να την παγιώσει επήλθε ρήξη
μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών».
Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό
της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον ιερό
Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος
Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο
ναό των Αγίων Αποστόλων
για
την αντιμετώπιση του
ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος
καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες
των «Ιγνατιανών» και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από
τον θρόνο, δεν ήταν πλέον Πατριάρχης και
ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο
την
ποινή της καθαιρέσεως και
του αφορισμού.
Ο μεγάλος αυτός πατέρας
της Εκκλησίας ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος Παύλος, το Ευαγγέλιο. Αγωνίσθηκε για την αναζωπύρωση της
ιεραποστολικής συνειδήσεως, που περιφρουρεί την πνευματική ανεξαρτησία και
αυτονομία των ορθοδόξων λαών από
εισαγωγές εθίμων ξένων προς την
ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της ταυτότητος και της
πνευματικής τους ζωής. Διότι
γνώριζε
ότι ο μέγιστος εχθρός ενός
λαού είναι η απώλεια
της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας
και η
αλλοίωση του ήθους του. Ο
ιερός Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του ιερού
Χρυσοστόμου, αφού αναφέρεται πολλές φορές στο έργο
αυτό και μάλιστα επηρεάστηκε από
αυτή στο θέμα της χρήσεως των
επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως
ιεραποστόλων. Επί ημερών του εκχριστιανίσθηκε
το
έθνος των Βουλγάρων, το οποίο μυσταγώγησε προς την αμώμητη πίστη
του Χριστού και το αναγέννησε με το
λουτρό του θείου Βαπτίσματος.
Ο ιερός
Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των Μανιχαίων, των
Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του
Χριστού Εκκλησίας πολλούς από αυτούς.
«Άπαντα
μεν τα ανθρώπινα συγκαταρρεί τω χρόνω και αφανίζεται. Αρετή δε… και χρόνου και
παθών και αυτού του θανάτου
περιγίνεται· ει δε ακριβέστερον ίδοις,
τω χρόνω και τω θανάτω
μάλλον αναζή και θάλλει και το
οικείον κλέος και την ευπρέπειαν, εναποσβεσθέντος αυτοίς του φθόνου,
λαμπρότερόν τε και θαυμασιώτερον αναδείκνυται».
Ο
λόγος αυτός, απόσταγμα της βαθιάς πίστεως και της κατά Θεόν σοφίας του Ισαποστόλου
Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού «μυρίαις αρεταίς
εξανθήσαντος και πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα εφαρμόζεται σε αυτόν
τον ειπόντα, τον οποίο η αδιάφθορη συνείδηση της Εκκλησίας και του Γένους, ομολόγησαν αυτόν Άγιο και Ισαπόστολο «τοις ουρανίοις αδύτοις αγκατοικιζόμενον»,
ως «αοίδιμον μεν τοις διωγμοίς, δεδοξασμένον
δε τοις θανάτοις».
Το θεολογικό του έργο
δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη πίστη και ενέπνεε την
Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή εγρήγορση του όλου εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο
πρόσωπό του τον υπέρμαχο της Ορθοδόξου πίστεως και τον
εκφραστή
του αυθεντικού φρονήματος της
Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και
άν παρακολουθήσουμε τον ιερό Φώτιο, είτε στην βιβλιοθήκη, επιδιδόμενο σε
μελέτες, είτε ως καθηγητή της φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της
Μεσαιωνικής Ευρώπης της Μαγναύρας σε μία
εποχή που η Δύση
ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των σκοτεινών αιώνων, είτε υπουργούντα σε
αξιώματα μεγάλα και περιφανή της Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιότατο
Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη
και
τη φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο
την παραγνώριση των ανθρώπων και
τις σκληρές στερήσεις δυο
εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον
μαχόμενο υπέρ της αληθούς Ορθοδόξου
πίστεως, της «αποστολικής τε και πατρικής παραδόσεως» και «της
προγονικής ευσεβείας», η οποία
αποτελεί και το περιεχόμενο της
πατερικής διδασκαλίας αυτού. Γι’ αυτό και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος
καταθέτοντας τη συνείδηση της Εκκλησίας
περί της πρώιμης αγιοποιήσεως του μεγάλου Ιεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γαρ ήν
ο μακάριος, ο φωτός ακτίσι φερωνύμος του ονόματος πλήθει διδασκαλιών καταλάμψας τα πέρατα,
ο
εξ αυτών σπαργάνων αφιερωθείς τω
Χριστώ, ως υπέρ της
αυτού εικόνος δημεύσει και εξορίᾳ, τούτοις δη τοις
αθλητικοίς εκ προοιμίου αγώσι συγκοινωνήσας τω γεννήτορι, ού και η ζωή θαυμαστή
και το τέλος επέραστον, υπό
Θεού τοις θαύμασι μαρτυρουμένη».
Η ζωντανή
Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή
της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για
το «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν
Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και
τα επί της γης», για την πραγμάτωση της «καινής
κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και
ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει
στο πρόσωπό Του τη θεία με
την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι
η θεότητα και η ανθρωπότητα
έχουν εν Χριστώ ένα
κοινό τρόπο υπάρξεως
και αυτός ο τρόπος είναι
η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση
των προσώπων, η
κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του
Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως
φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η
δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί
η απύθμενη δίψα για ζωή
που βασανίζει την ύπαρξή
μας, να
ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και τον
θάνατο της τεμαχισμένης
υπάρξεως. Αρκεί να
αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και
αποτυχία του και να ζήσει
την κένωση του
Χριστού, τη ζωή
του Θεού.
Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι
η
γέφυρα που συνδέει τον
ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου
εκείνου, το οποίο, όπως λέγει ο ιερός
Φώτιος,
έρχεται από τον ουρανό και «διαπορθμεύει ημίν την
εκείθεν αγαθοειδή και θείαν ευμένειαν»
και Χάρη. Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό
ήθος της Ορθοδοξίας:
η αναγέννηση, ένωση, μετοχή
και κοινωνία με τον Χριστό δια του Αγίου
Πνεύματος.
Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ δια
του Αγίου Πνεύματος και
ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως
αρχίζει
να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση
την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι’ αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε
παρασιώπηση ή παραφθορά
της αλήθειας.
Γράφει
χαρακτηριστικά ο ιερός
Φώτιος προς τον
Πάπα Νικόλαο: «τα οικουμενικαίς και κοιναίς τυπωθέντα ψήφοις πάσι
προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, δια της επιμελούς φυλάξεως της διδασκαλίας
των Οικουμενικών Συνόδων, «πάσα καινοτομία και αίρεσις απελαύνεται·
το δε της Ορθοδοξίας ακήρατον
και αρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταις
ευσεβούντων ψυχαίς εις αδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Έτσι η μία γενεά, μετά φόβου Θεού, παραδίδει στην
επερχόμενη τα της πίστεως πολύτιμα κεφάλαια που
έλαβε, με πλήρη συναίσθηση ότι και
η επερχόμενη θα διατηρήσει αλώβητη την πίστη. Σε μία ομιλία του ο Άγιος
εξαίρει τη σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης
ανελλειπώς διαδοχής:
«Προ
της εβδόμης Συνόδου, έσχε προ ταύτης η Πρώτη πολλών εν μέρει τας πράξεις
μιμήσασθαι. Η Δευτέρα
την Πρώτην υπογραμμόν και τύπον εδέξατο, της δε Τρίτης
αυτή μετά την πρώτην υπήρξε παράδειγμα, ναι δη και Τετάρτην ταύταις επλούτει μιμήσασθαι και ταις
εφεξής υπήρχον
αι προλαβούσαι διδάσκαλοι».
Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι
συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα
γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού δεν αποτελούν
απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι’ αυτό
και δεν επιμένει
μόνο στην ιστορική παράδοση
ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον
κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά
προ παντός για
την πληρότητα της
αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής
εμπειρίας της Εκκλησίας, για τη ζωή
της μέσα στη
χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί
ήδη το μέλλον, για
το μυστήριο της πίστεως.
Η
ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και
καταξιώνονται με την
αποστολικότητά της. Στην αρχιερατική
προσευχή του Ιησού
ο αγιασμός και η καθολική ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την
αποστολικότητα: «Ίνα ὁ κόσμος πιστεύση, ότι Συ με απέστειλας». Έτσι η
αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας,
που εκφράζει και
τα άλλα γνωρίσματά της. Η Εκκλησία
είναι αποστολική, γιατί
συνεχίζει την αποστολή
του Χριστού και
των Αποστόλων Του μέσα
στον κόσμο. Ο
ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους
και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού
με την αναγωγή
των κατά τόπους Εκκλησιών
και των Επισκόπων στους Αγίους
Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της αποστολικής ιδιότητας και
διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της
αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για
πιστότητα στην αποστολική
παράδοσή της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος
Σώματος. «Τούτο γαρ των Αποστόλων το κήρυγμα, τούτο
των Οικουμενικών Συνόδων το φρόνημα».
Αγωνιζόμενος
ο Άγιος Φώτιος υπέρ «της πίστεως ημών των Χριστιανών…, της αχράντου και ειλικρινούς λατρείας, και
των περί
αυτήν μυστηρίων», στην
εγκύκλιο επιστολή του, το 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς
τους κατά Ανατολάς
Επισκόπους και Πατριάρχες,
στρέφεται στην καταπολέμηση
της αιρέσεως, «κατά
πάσης αιρέσεως», που αποτελεί
την ενότητα και την ακεραιότητα της
Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να
είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας.
Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε
εκτροπή από την αληθή πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την
πνευματικότητα, κατακρίνει «το της γνώμης ηρρωστηκός και αστήρικτον» και καταδικάζει, ως «αμαρτίαν προς
θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «των παραδοθέντων
αθέτησιν ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατά των ιδίων
ποιμένων υπερήφανον αναλαμβάνουν φρόνημα, εκείθεν δε κατά του κοινού
Ποιμένος και Δεσπότου παρατείνουν την απόνοιαν». Επί της
βάσεως αυτής
αντέκρουσε όχι μόνο τους
εικονομάχους αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το
γερμανοφραγκικό δόγμα του filioque,
το οποίο διασαλεύει την
κοινωνία των αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και
ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα
στην κοινωνία του
Σώματος της Εκκλησίας
και της κοινότητος
των αδελφών.
Γι’
αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 μ.Χ. στην
Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του
ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκὰ έθιμα.
Μάλιστα η εγκύκλιος επιστολή του ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη
συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο
για την αξιολόγηση των σχέσεων
Ανατολής και Δύσεως.
Η δολοφονία του
αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ’, στις
24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., από τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα, συνοδεύτηκε και με
κρίση στην Εκκλησία. Ο νέος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ
της προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και αναζήτησε
ερείσματα στους «Ιγνατιανούς».
Ο ιερός Φώτιος υπήρξε
το θύμα αυτής
της νέας πολιτικής σκοπιμότητας
του αυτοκράτορα, ο οποίος εκθρόνισε
τον Άγιο Φώτιο
και αποκατέστησε στον θρόνο τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, στις 23 Νοεμβρίου 867
μ.Χ. Η Σύνοδος του έτους 869 μ.Χ., που συνήλθε
στην Κωνσταντινούπολη, στο
ναό της Αγίας Σοφίας,
αναθεμάτισε τον Άγιο
Φώτιο, όσοι δε Επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή
παρέμεναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς
παρέμειναν οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο ιερός Φώτιος καθ’ όλη την διαδικασία
και παρά την προκλητική
στάση των αντιπροσώπων
του Πάπα τήρησε σιγή, τους υπέδειξε
να μετανοήσουν και αρνήθηκε να δεχθεί την αντικανονική ποινή. Στη
συνέχεια εξορίστηκε και υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές
στερήσεις και κακουχίες. Επακολούθησε
βέβαια η συμφιλίωση των δύο Πατριαρχών,
Φωτίου και Ιγνατίου, αλλά ο θάνατος
του Ιγνατίου, στις 23 Οκτωβρίου
του 877 μ.Χ., επέτρεψε την αποκατάσταση του ιερού Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο
μέχρι το έτος 886 μ.Χ. κατά
τον οποίο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το διαδεχθέντα
τον αυτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υιό
του Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό.
Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Της σοφίας εκφάντωρ λαμπρός γενόμενος, Ορθοδοξίας εδείχθης θεοπαγής προμαχών, των Πατέρων καλλονή Φώτιε μέγιστε· ου γαρ αιρέσεων δεινών, στηλιτεύεις την οφρύν, Εώας το θείον σέλας, της Εκκλησίας λαμπρότης, ήν διατήρει Πάτερ άσειστον.
Της σοφίας εκφάντωρ λαμπρός γενόμενος, Ορθοδοξίας εδείχθης θεοπαγής προμαχών, των Πατέρων καλλονή Φώτιε μέγιστε· ου γαρ αιρέσεων δεινών, στηλιτεύεις την οφρύν, Εώας το θείον σέλας, της Εκκλησίας λαμπρότης, ήν διατήρει Πάτερ άσειστον.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Της Εκκλησίας
ο φωστήρ ο τηλαυγέστατος
Και ορθοδόξων
οδηγός ο ενθεώτατος
Στεφανούσθω νυν
τοις άνθεσι των ασμάτων.
Η θεοφθόγγος κιθάρα η του Πνεύματος,
Ο
στερρότατος αιρέσεων αντίπαλος·
Ω και κράζομεν, χαίρε πάντιμε Φώτιε.
Ω και κράζομεν, χαίρε πάντιμε Φώτιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ορθοδόξων φωταγωγέ, και της Εκκλησίας, νυμφοστόλε και οδηγέ· χαίροις κακοδόξων, η δίστομος ρομφαία, ω Φώτιε τρισμάκαρ, ρητόρων έξοχε.
Χαίροις ορθοδόξων φωταγωγέ, και της Εκκλησίας, νυμφοστόλε και οδηγέ· χαίροις κακοδόξων, η δίστομος ρομφαία, ω Φώτιε τρισμάκαρ, ρητόρων έξοχε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου