14/2/16

Ο Όσιος Αυξέντιος ο εν τω Όρει

Ο Όσιος Αυξέντιος καταγόταν από την Συρία. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη  επί  αυτοκράτορος  Θεοδοσίου Β’ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.) και  κατείχε  το  αξίωμα  του σχολαρίου  του  στρατηλάτου.
Η φιλήσυχη και φιλομόναχη διάθεσή του και η αγάπη του για τον ασκητικό βίο, τον οδήγησε στο να γίνει μοναχός. Εγκατέλειψε  λοιπόν  τις τιμές και τα αξιώματά του και αποσύρθηκε σε όρος πετρώδες της Χαλκηδόνος, την Οξεῖα Πέτρα, όπου και ασκήτευε, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη  και  σπουδή  της  Αγίας  Γραφής. Τόση  δε ήταν η φήμη του για τις σπάνιες αρετές και την βαθιά θεολογική μόρφωσή του, ώστε προσκλήθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνεκλήθη το έτος 451 στην Χαλκηδόνα για να καταδικάσει τις κακοδοξίες  του  Ευτυχούς.
Στο  ασκητήριό του καθημερινά  προσέρχονταν πολλοί, για να λάβουν την ευλογία του, μεταξύ των οποίων και πολλοί πλούσιοι που του έφερναν  τροφές  και  δώρα.
Αλλά  εκείνος χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του λίγο ψωμί για τη συντήρησή του και κερί για το παρεκκλήσι του. Τα υπόλοιπα τα διαμοίραζε στους πτωχούς. Ο σεβασμός προς τον Όσιο έγινε αιτία να ιδρυθεί στους πρόποδες του βουνοὐ γυναικεία μονή.
Ο Άγιος Θεός αξίωσε τον Άγιο Αυξέντιο του χαρίσματος της θαυματουργίας  και  έτσι  επιτέλεσε  πολλά  θαύματα. Ο  Όσιος κοιμήθηκε  με  ειρήνη  μεταξύ  των ετών 470 – 472 μ.Χ. Στο  Συναξάριον της  Κωνσταντινουπόλεως  αναφέρεται  ότι  το  τίμιο λείψανο  του  Αγίου κατατέθηκε  στον  ευκτήριο  οίκο  της  γυναικείας  μονής  που  ίδρυσε  και η οποία ονομαζόταν Τριχιναρία. Η Σύναξη αυτόύ  ετελείτο  στη  μονή  του Καλλιστράτου  εντός της  Κωνσταντινουπόλεως.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.       
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὁσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δι’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμῶντας, Πάτερ Αὐξέντιε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.   
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.


Μεγαλυνάριον.
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῶ βίῳ, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλῃ εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ῥυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: