21/10/17

Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας

Λίγα  χιλιόμετρα  πιο  πάνω  από  τη  δαντελωτή  ακρογιαλιά   της Κερύνειας  και  σε  ύψος  δυο  χιλιάδες  περίπου  πόδια  από  την  επιφάνεια της  θάλασσας  ορθώνεται  ένα  γιγαντιαίο  ύψωμα  αποκομμένο  από  την υπόλοιπη  οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Στην κορυφή  του  υψώματος αυτού  με  την  πανοραμική  θέα  είναι  κτισμένο  από  χρόνια  ένα  φρούριο, το  γνωστό  φρούριο  του  Αγίου  Ιλαρίωνα.
Για  την προσφορά  του  φρουρίου  στους  αγώνες  του  νησιού  για  ελευθερία  και  τις  παραδόσεις  και  τους  θρύλους  που  έχουν  δημιουργηθεί  γύρω απ’ αυτό, πολλά  ειπώθηκαν και γράφηκαν μέχρι σήμερα.   Για  τον  Άγιο  Ιλαρίωνα  όμως  τον  μεγάλο  ερημίτη  και  ασκητή, που  με  το  όνομά του, το ύψωμα τούτο μπήκε στην ιστορία, πολύ λίγα έχουν  γραφεί  και  σε  πολύ  πιο  λίγους  είναι  γνωστά.
Την παράλειψη αυτὴ, απαράδεκτη για χριστιανούς ορθοδόξους που κατοικούν μία νήσο μ’ ένα τόσο τιμητικό  προσωνύμιο — «Νήσος των Αγίων» – επιθυμούν  να  θεραπεύσουν  οι  γραμμές  που  ακολουθούν.
Θεωρούμε  την  πράξη  τούτη  σαν  ένα  χρέος.  Χρέος  όχι μονάχα σ’ εκείνους που έφυγαν. Αλλά  προ παντός χρέος σ’ αυτούς που ζουν και θέλουν  και  αναζητούν  για  την  ζωή  τους  πρότυπα.  Ναι!  Πρότυπα  ηθικά που  να  τα  πλησιάσουν  και,  κατά  το  μέτρο  του  δυνατού,  να  τα μιμηθούν.
Και  ο  Άγιος  Ιλαρίων  που  μας  ήρθε  απ’ έξω  και  έζησε  και  κοιμήθηκε στον  τόπο μας,  είναι  ένα  τέτοιο  πρότυπο  για  όλους.  Πρότυπο  πίστεως και  υπακοής  στον  Θεό.  Αλλά  και  πρότυπο  αγωνιστικότητας  και  γνήσιας  αρετής. Μια γρήγορη ματιά στις  κύριες  πτυχές  της  ζωής  του  θα μας  το  αποδείξει.
Ο ισάγγελος αυτός άγιος, σύγχρονος των Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων  Κωνσταντίνου  και  Ελένης, γεννήθηκε  στην  κωμόπολη  της Παλαιστίνης  την  Θαβαθά, ΄που  βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριά από  την αρχαία πόλη των Φιλισταίων, την  Γάζα. Οι γονείς  του, πλούσιοι ειδωλολάτρες φρόντισαν από νωρίς να δώσουν στο παιδί τους μια ξεχωριστή  μόρφωση. Γι’ αυτό και  από μικρό έσπευσαν να τον αποχωρισθούν  και  να  τον στείλουν  στην  Αλεξάνδρεια,  που  ήταν  τότε ένα  μεγάλο  κέντρο  Ελληνικών σπουδών. Σε μία από τις ονομαστές Σχολές  της  πόλεως  αυτής  φρόντισε  ο  μικρός  Ιλαρίων  να  εγγραφεί  και μ’  ενδιαφέρον να  παρακολουθήσει τα μαθήματά της. Ο  πόθος του  όμως να γνωρίσει την αλήθεια οδήγησε κάποτε τα βήματά του και σε χριστιανικές  συγκεντρώσεις.
Η   ζωή  των  χριστιανών,  η  ευγένεια  και  η  καλοσύνη  τους,  το  ενδιαφέρον τους  να  εξυπηρετήσουν  τους  άλλους  με  κάθε  ανιδιοτέλεια  και  προθυμία  του  έκαμαν  απ’ την πρώτη  στιγμή  ξεχωριστή  εντύπωση.  Αλλά και  τα  αγνά  ήθη  κι  έθιμά  τους  και  η όλη  τους  αρετή  του  σκλάβωσαν την  ψυχή  και  άναψαν  μέσα  του  θερμό  τον  ζήλο  να  γνωρίσει  καλύτερα την  πηγή  της  τροφοδοσίας  τους.  Έτσι ο φιλομαθής  νέος  επεδίωξε  να έρθει  σ’ επαφή  με  σημαίνοντας  χριστιανούς  και  από  υπεύθυνα πρόσωπα  να  μάθει τις επιταγές της νέας πίστεως. Ο  ενθουσιασμός  του για  όσα  άκουε  και  ο  ζήλος  του  να  γνωρίσει  περισσότερα,  προχωρούσε μέρα με τη μέρα για να καταλήξει κάποτε στην αποδοχή της νέας θρησκείας  και  να  βαπτισθεί.
Η χαρά  και  η  ευτυχία  του  αγνού  νέου  την  ημέρα  εκείνη,  που  φόρεσε τον λευκό χιτώνα του  βαπτίσματος, υπήρξε αφάνταστα μεγάλη. Μια απόδειξη  τούτης  της  χαράς  είναι  και  η  πλούσια  χρηματική  προσφορά του  για  χάρη  των  πτωχών  αδελφών  του  Χριστού.
Με  την  είσοδό  του  στην  Εκκλησία  του  Θεού  ο  νεοπροσήλυτος χριστιανός  ρίχτηκε  με  πιο  πολύ  κέφι  στον  αγώνα.  Η  Αγία  Γραφή γίνηκε  ο  αγαπημένος  του  σύντροφος  και  η  ζωή  των  ενάρετων  ανδρών, που   μελετούσε  στα  ιερά  κείμενα, ήταν  εκείνη  που  προσπαθούσε  και  ο ίδιος να μιμηθεί και ακολουθήσει. Η πνευματική ζωή τον συνείχε κυριολεκτικά.  Πόθος  του  ένας:
Ν’ αποχωρισθεί  από  καθετί  που  θα  τον  κρατούσε  δεμένο  με  τα  υλικά, τα  γήινα  και  ελεύθερος  να  τραβήξει  τον  δύσκολο,  μα ευλογημένο δρόμο,  που  φέρει  τον  άνθρωπο  στον  ουρανό.
Αυτή  την  εποχή  στην  Αλεξάνδρεια  και  σ’ όλη  την  Αίγυπτο  κυριαρχούσε η  φήμη  του  Μεγάλου  Αντωνίου.  Μορφωμένοι  και  αγράμματοι  μιλούσαν με  σεβασμό  για  τη  θεοσέβεια  του  ξακουστού   ασκητή.  Κοντά  σ’ αυτόν ο  ζηλωτής  νέος  επιθύμησε  να  μαθητεύσει  έστω  και  για  λίγο.
Χωρίς  να  χάσει  καιρό  ένα  πρωί   άφησε την πολυθόρυβη πόλη και τράβηξε  στην  έρημο.  Βρήκε  τον  Άγιο  ερημίτη και  έμεινε κοντά του αρκετό  καιρό. Στο διάστημα αυτό  σαν τη μέλισσα ρούφηξε από  τον καθηγητή  της ασκήσεως ό,τι  καλὸ μπόρεσε να δει και  ν’ ακούσει με αποτέλεσμα η καρδιά του να σκλαβωθεί  ακόμη περισσότερο από την αγάπη  της  άλλης,  της  μακαρίας  ζωής.
Πλησίον  στον  πολύπειρο  αγωνιστή  του  καλού  και  της  αρετής   έμαθε ο  αγνός νέος να ζει σε   μία θεϊκή  ανάταση. Η  ζωντανή  προσευχή, η προσεκτική  μελέτη,  η  ανάλογη  περισυλλογή  και  ο αυστηρός αυτοέλεγχος  ήταν  η  καθημερινή  απασχόλησή  του.  Με  τα  μέσα  τούτα τα  πνευματικά  ο  ζηλωτής  νέος  αγωνίστηκε  ν’ αυξήσει  τις  διανοητικές του  δυνάμεις  και  να  αποκτήσει  σιγά – σιγά τα εφόδια που  χρειαζόταν για  τους κατοπινούς του αγώνες. Εδώ  συνήθισε ακόμη ν’ αξιοποιεί  τον χρόνο  του  και  να  ιεραρχεί  τις  ανάγκες  του.   Έτσι έγινε ένας θεοκεντρικός  άνθρωπος.  Κύριο  σκοπό  της  υπάρξεώς  του  έβαλε  ν’ αρέσει στον  Θεό.  Και  όλες  του  οι  δυνάμεις,  όλες  του  οι  προσπάθειες,  όλοι  του  οι  αγώνες  σε τούτο  και  μόνο  στράφηκαν:  Στο  πως  να  καλλιεργήσει μέσα  του  το  «κατ’ εικόνα»,  για  να  επιτύχει  «το  καθ’ ομοίωσιν».  Στο πως  ν’ αναπτύξει  τα  χαρίσματα  με  τα  οποία  τον  επροίκισε  ο Πανάγαθος  Θεός,  για   να  επιτύχει να  γίνει κάποια μέρα γνήσια εικόνα του  Θεού.  Ένας  αληθινός  άνθρωπος  αρετής.  Ένας  Άγιος.
Με  τούτη την απόφαση και  τούτο τον πόθο και  σκοπό  ως θησαυρό πολύτιμο  στην  ψυχή του αποχαιρέτησε κάποιο πρωινό  τον πνευματικό του πατέρα και  καθοδηγητή  της  ερήμου  Αντώνιο  και  πήρε  τον  δρόμο της  επιστροφής  στην πατρίδα του.  Ποθούσε  να  δει  τους  γονείς  του, γιατί έμαθε πως δεν ήσαν καλά στην υγεία. Και  ακόμη ήθελε να τακτοποιήσει  και  μερικά  περιουσιακά  στοιχεία,  που  ήσαν  εκκρεμή.
Σαν έφθασε, πήγε και  κτύπησε την πόρτα του σπιτιού του. Κάποιος γείτονας  που  άκουσε  το  κτύπημα,  βγήκε  και  του  είπε πως τόσο ο πατέρας  όσο  και  η  μητέρα  του  είχαν  εδώ  και  αρκετό  καιρό  φύγει  από τούτο  τον  κόσμο. Λυπημένος  ο   φιλόστοργος  νέος  και  ακολουθούμενος από  τον γείτονα τράβηξε προς το κοιμητήριο. Πάνω από  το χώμα του τάφου  που  σκέπαζε  τ’ αγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Για  ώρες  έμεινε εκεί  προσευχόμενος  με  ιερή κατάνυξη.
Στην  πατρίδα του ο  εραστής  της  αγγελικής  ζωής  δεν  στάθηκε  για  πολύ. Αφού  μοίρασε  την  πατρική  περιουσία  στους  πτωχούς  και  αποχαιρέτησε τους  γνωστούς,  ανεχώρησε. Γεμάτος  αποφασιστικότητα προχώρησε  για την  εκπλήρωση  του  ιερού  σκοπού  του.  Τα  λόγια  του  θείου  Παύλου  «εμοί  κόσμος εσταύρωται και εγώ  τω  κόσμω»  (Γαλατ. στ’ 14) αντηχούσαν δυνατά  μέσα του και  του  γέμιζαν την ψυχή  από  αληθινή ευτυχία.  Όλος  ο  κόσμος  με  τις  δόξες  και  τις  τιμές  μα  και  τα  Πλούτη και  τις  ηδονές  και  όλα  τα  θέλγητρά  του  σταυρώθηκαν  και  νεκρώθηκαν για  τον  ευγενικό  νέο. Τίποτα  απ’ αυτά  δεν  μπορούσε  να  τον  τραβήξει ή   να  τον  συγκινήσει. Μα  και  κανένα   άλλο  από  εκείνα  που  λέγονται αγαθά  του  κόσμου τούτου, δεν  ήταν  δυνατό   να   τον  δελεάσει  και  να του  μεταλλάξει  την αγάπη και  την αφοσίωσή του στον Σωτήρα  Χριστό. Καύχηση  και  χαρά  του  ἦταν  μόνο  Αυτός,  που  πέθανε  πάνω στον σταυρό  για  τις  αμαρτίες  του,  μα  και  για  τις  αμαρτίες  όλων εκείνων που  θα  πίστευαν σ’ Αυτόν. Το  όνομά Του ανέλαβε να  κηρύξει. Και  το κηρύττει  παντού.
«Ουκ  εστίν  εν άλλω  ουδενί  η  σωτηρία,  ουδέ  γαρ  όνομα  εστίν  έτερον  υπό τον  ουρανόν  το  δεδομένον  εν  ανθρώποις  εν ώ  δει  σωθήναι  ημάς»  (Πράξ. δ’ 12).  Κανένα  άλλο  πρόσωπο δεν μπορεί  να μας εξασφαλίσει την σωτηρία.  Κανένα  άλλο  όνομα  δεν  έχει  δοθεί  από  μέρους  του  Θεού, που  να  μπορεί  να  μας  σώσει.  Μόνο  ο  Χριστός  είναι  ο  αληθινός  Σωτήρ. Σ’ Αυτόν  άς  πιστέψουμε  όλοι.  Αυτά  με παρρησία  και  ζωντάνια  κηρύττει παντού  ο νέος Ιεραπόστολος. Και το κήρυγμά του συγκινεί και ενθουσιάζει.  Μα  και  πείθει  και  οικοδομεί.  Ένα μεγάλο ποσοστό  από τους  ειδωλολάτρες  που  κατοικούσαν  στις  περιοχές  εκείνες  της  Γάζας και  της  Νότιας Παλαιστίνης  δέχτηκαν το  κήρυγμα της σωτηρίας  χάρη στον  Άγιο  και  έγιναν  χριστιανοί.  Αλλά  και  οι  αιρετικοί  που  ζούσαν στα μέρη εκείνα, στο πρόσωπο του  Οσίου βρήκαν τον σθεναρό και ακαταμάχητο  πρόμαχο  της  Ορθοδοξίας.
Αφού  για ένα χρονικό διάστημα ο ζηλωτής εργάτης του Ευαγγελίου ασχολήθηκε με το ιεραποστολικό έργο, κατόπιν αποσύρθηκε στην αγαπημένη  του  έρημο.  Εκεί  κοντά  στο  λιμάνι  του  Μαϊουμά  προχώρησε και  έστησε  το  ησυχαστήριό  του.  Τριάντα  επτά  χρόνια  πέρασε  στο  μέρος αυτό.  Τριάντα  επτά  ολόκληρα  χρόνια  αυστηρής  ασκήσεως.
Ένας  τρίχινος  σάκος,  που ταλαιπωρούσε  το  κορμί  του,  ήταν  το  φόρεμά του  χειμώνα – καλοκαίρι.  Στον  λαιμό  έφερε  μία  δερμάτινη  λωρίδα,  δώρο του  πνευματικού  του πατέρα,  του  Μεγάλου  Αντωνίου.  Κατοικία  του είχε  μία  σπηλιά  μ’ ένα  στενότατο  κελί. Και  τροφή  του  λίγα  ξερά  σύκα και  μερικά  άγρια  χόρτα.  Με  την  αυστηρή  του τούτη  εγκράτεια,  αλλά και  την  θερμή  και  αδιάλειπτη  προσευχή  και  την συνεχή  μελέτη της Αγίας  Γραφής  αγωνιζόταν  κάθε  μέρα  για  ένα  πράγμα  μόνο:
Στο  πως  να  αρέσει  στον  Θεό.
Σαν  το  χρυσάφι  που  δοκιμάζεται  στη  φωτιά,  έτσι  και  αυτός δοκιμάστηκε  τούτο  τον  καιρό  από τους ποικίλους πειρασμούς που  η αγάπη  του  Θεού  επέτρεψε  να  του   έρθουν για  προσωπική  του  ωφέλεια και  δοκιμή.  Όμως  με  το να  έχει  την  σκέψη  του  στραμμένη  στο  θέλημα του  Θεού και  την καρδιά του καθαρή από κάθε ακάθαρτο λογισμό κατόρθωσε  και  τους  πειρασμούς  να  ξεπεράσει  και  αυτός  απρόσβλητος να μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε να γίνει η ψυχή του κατοικητήριο Αυτού  του  Αγίου  Πνεύματος,  ώστε  τίποτα  στον  κόσμο  να  μην  τον φοβίζει  και  να  μη  τον  ταράσσει.
Το  παρακάτω  περιστατικό  είναι   ενδεικτικό  του  θάρρους  και  της  τόλμης που  διέκρινε  τον  Όσιο.
Κάποτε  εκεί  στην  ερημιά,  στην  αρχή  που  πήγε,  μια  συμμορία από ληστές  τον  είχε  επισημάνει  και  τον  πλησίασε  με  κακές   διαθέσεις.
- Τι  θα έκαμνες, καλόγηρε, άν εδώ στην ερημιά που  είσαι μόνος, σου επετίθεντο  ληστές;  τον  ρώτησε  με  προσποιητή  αφέλεια  ο  αρχηγός  τους.
- Τι  έχει  να  φοβηθεί  ένας  γυμνός  σαν  και  εμενα;  απήντησε  με  πραότητα  κι  αταραξία  ο  ερημίτης.
- Και  άν  σε  σκοτώσουν;  Πρόσθεσε  ο  ληστής.
- Ο  θάνατος  δεν  φοβίζει  εκείνον,  που  είναι  έτοιμος  να  πεθάνει,  ξανάπε ο  ερημίτης.  Ο  θάνατος  κλείει  τούτη  την  ζωή  την  προσωρινή.  Μα  ανοίγει  την  άλλη,  την  αιώνια,  την  πραγματική.  Σ’ αυτήν  βαδίζουμε όλοι.
Τα  λόγια  του  αυτά  και  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  τα είπε έκαμαν τους ληστές  σκεφτικούς.  Απομακρύνθηκαν  σιωπηλοί,  για  να  ξαναγυρίσουν σε  λίγο. Κάθισαν  μπροστά  στο  κελί  του  και  άρχισαν να  ζητούν  από αυτόν  πιο  πολλές  εξηγήσεις. Στο  τέλος  ομολόγησαν  τον  σκοπό  τους και  με δάκρυα γονάτισαν  μπροστά  του  και  ζήτησαν  συγχώρηση.  Ο Άγιος  τους  συγχώρησε  και  εξακολούθησε την διδασκαλία του. Από  την ημέρα εκείνη συνεχίστηκαν οι  επισκέψεις με αποτέλεσμα στο τέλος να πιστέψουν  και  να  βαπτιστούν όχι μονάχα αυτοί, αλλά  και  άλλοι ομοεθνείς  τους  που  κατοικούσαν  στην  πόλη  της  Ιδουμαίας,  Ελούζη. Έτσι  ο  Άγιος  πήρε  τον  τίτλο:  Απόστολος  των  Σαρακηνών.
Η  φήμη  της  αγιότητας  του  οσίου  διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε  νωρίς πλήθη  από  μοναχούς  συγκεντρώθηκαν  γύρω  του,  για  ν’ ακούνε τα λόγια  του και  να έχουν την  πνευματική  καθοδήγησή  του.  Με  τον  τρόπο αυτό  πολλά  μοναστήρια  φύτρωσαν  σε  όλη  εκείνη  την  περιοχή. Για τούτο  δίκαια  θεωρείται  ο  ιερός  ασκητής  ως  ο  εισηγητής  του  μοναχισμού στην  Παλαιστίνη,  καθώς  και ο Μέγας Αντώνιος εισηγητής του μοναχισμού  στην  Αίγυπτο.
Στη  μεγάλη  φήμη του Ιλαρίωνα, πολύ  συνέβαλε και  το  θαυματουργικό του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλά  θαύματα αναφέρονται σ’ αυτόν. Θεραπείες  διαφόρων  ασθενειών  και  δαιμονισμένων.
Η  αγάπη  του  σε  όσους  έπασχαν  από  κάτι  ήταν συγκινητική. Ένα πράγμα δεν ανεχόταν ο καλοκάγαθος ερημίτης: Την πλεονεξία και  τη φιλαργυρία  στους  μοναχούς.
Σαν  παρατηρούσε  μία  τέτοια  αδυναμία  σε κάποιον, τότε ο Άγιος φρόντιζε να καλέσει εκείνον τον μοναχό κοντά του και να τον συμβουλέψει. Όταν όμως εκείνος περιφρονούσε τις συμβουλές του και συνέχιζε  να  διατηρεί  το  πάθος του, τότε κι αυτός  έσπευδε  να  διακόψει κάθε  σχέση  και  επαφή  μαζί  του.  Κάτι  περισσότερο.  Αρνιόταν και  να τον  δεχθεί  να  πάρει  κάτι, που προερχόταν από τον κήπο του. Ένα  λάχανο,  για  παράδειγμα  ή  ένα  καρπό.
Μια  φορά  ένας  τέτοιος  φιλάργυρος  μοναχός, που  παρά  τις υποδείξεις του  Αγίου, συνέχιζε να μένει αδιόρθωτος, έστειλε λάχανα σ’ αυτόν από τον  κήπο  του,  για  να  τον  εξευμενίσει.
Στον  μαθητή  του  Ησύχιο  που  έφερε  το  δώρο  για  να  το  δείξει  σ’ αυτόν και  να  το  καμαρώσει,  ο  συνεπής  στις  αρχές  του  ασκητής  είπε:  Βρωμούν αυτά  τα  λάχανα,  Ησύχιε,  βρωμούν...
– Τα  έχω  πλύνει  καλά,  Αββά,  εξήγησε  ο  μαθητής.
– Και  όμως  σε  βεβαιώνω  πως  βρωμούν,  επανέλαβε ο  Άγιος. Βρωμούν από  φιλαργυρία!
Και   δεν  τα  άγγισε.  Ναι! δεν  δέχτηκε  να  τ’ αγγίσει.
Υπερβολική  αυστηρότης θα πουν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε εμείς. Συνέπεια!  Το  στοιχείο  που λείπει από την ζωή των συγχρόνων χριστιανών. Η  αρετή  που  πρέπει να προσεχθεί  ιδιαίτερα  σήμερα  και  να γίνει  αχώριστος  σύντροφος  της  όλης ζωής μας, άν θέλουμε να μη νοθευτεί περισσότερο και  να  καταντήσει  αγνώριστη η Ορθόδοξη  Πίστη μας  με  τις  συνεχείς  υποχωρήσεις  μας  και  τις  σκοπιμότητές  μας.
Οι  καθημερινές  επισκέψεις  στο κελί του Αγίου για θεραπεία και συνομιλία μ’ αυτόν  είχαν  γίνει  τόσες  πολλές  με τον καιρό, που  ο μακάριος  ασκητής πήρε την  απόφαση  να  φύγει  από  τον  τόπο  εκείνο. Και  το  έκαμε.
Παρά  τις παρακλήσεις  των  γνωστων ΄του, που με δάκρυα τον προέπεμψαν στο τέλος, ο Ιλαρίων στην ηλικία των 63 περίπου χρόνων έφυγε από την Παλαιστίνη. Στην αρχή κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο. Με συνοδεία  μερικούς  μαθητές  του  προχώρησε και έφτασε στο αναχωρητήριο του Αγίου Αντωνίου. Ο μεγάλος ερημίτης είχεν ήδη πεθάνει. Δύο μαθητές του ανέλαβαν την ξενάγησή τους. Με βαθιά συγκίνηση  ο  Ιλαρίων  και  οι  συνοδοί του επισκέφθηκαν και  στάθηκαν στα  μέρη  που  ο  θεμελιωτής της αγγελικής ζωής συνήθιζε να προσεύχεται,  να  εργάζεται,  να  απασχολείται...
Ύστερα από λίγες μέρες παραμονή τους στον τόπο εκείνο, ο Άγιος προχώρησε  με  την  συνοδεία  του και από τη μία έρημο στην άλλη κατέβηκε  σε  μία  παραλιακή  πόλη  της  Λιβύης,  την  Άβασσο.
Την εποχή αυτή στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανέβηκε ο  Ιουλιανός  ο  Παραβάτης  (361 – 363).  Οι  Αρειανοί  που  αναθάρρησαν  από τη στάση του  αυτοκράτορα  άρχισαν ν’ αναζητούν τον Άγιο για  να  τον κακοποιήσουν. Ο  Ιλαρίων  σαν  το  έμαθε,  έφυγε  και  από  εκεί  και  με πλοίο  πέρασε  στην  Σικελία  και  μετά  στην  Δαλματία.
Τα πολλά θαύματα, που με την χάρη του Θεού έκανε στα μέρη που περνούσαν, προσείλκυαν καθημερινά στον τόπο που διέμενε πλήθη ανθρώπων, που  έπασχαν από  διάφορες  αρρώστιες.  Τούτο  όμως  εμπόδιζε τον  Όσιο  να  χαρεί  τη  θεόγνωστη  ησυχία  που  διψούσε.  Γι’ αυτό,  κάποια μέρα  που  βρήκε  ένα  πλοίο  που  ταξίδευε  στην  Κύπρο,  μπήκε  μέσα  για το  νησί.
Στο  ταξίδι  ένα  πλοίο  ληστρικό  τους  κυνήγησε. Οι  ταξιδιώτες, που το είδαν, τρόμαξαν  κυριολεκτικά  και  άρχισαν  να  κλαίνε.  Ο  Άγιος  όμως τους  ενίσχυσε  και  στο τέλος τους έσωσε. Την  ώρα που  το  εχθρικό  πλοίο τους πλησίαζε και  ετοιμαζόταν να τους κτυπήσει, ο Ιλαρίων έριξε μία πέτρα ανάμεσα στα δυο πλοία. Ένα τείχος ορθώθηκε μπροστά στους ληστές που δεν τους άφησε να προχωρήσουν. Έτσι ασφαλισμένο πια το πλοίο με  τον Άγιο  συνέχισε  το  ταξίδι του  και  έφτασαν  στην  Πάφο.
Η  πόλη,  όπως  μας  αναφέρει  ο Άγιος Νεόφυτος, ήταν τότε καταστρεμμένη  από  σεισμούς  εξ αιτίας  της  ασέβειας  των  κατοίκων  της. Έξω  από  αυτή  και  ανάμεσα στα ερείπια συνέχισε ο Άγιος τους ασκητικούς του αγώνες. Επειδή  όμως  και  στο  μέρος  αυτό  άρχισαν  να τον  επισκέπτονται  πολλοί  για  θεραπεία, δυο  χρόνια μόνο  έμεινε  στον τόπο εκείνο. Από  εκεί  προχώρησε και έφτασε στο μεγάλο και  δύσβατο βουνό, με τα πανύψηλα δένδρα και τα πολλά νερά. Μα και τον ειδωλολατρικό  ναό  που  ήταν  αφιερωμένος  κατά  την  παράδοση  στην «θεά  του  έρωτα». Στον τόπο αυτό  έστησε ο  Άγιος το  ησυχαστήριό  του. Πέντε  χρόνια  έζησε  εκεί.  Χρόνια  δημιουργικά,  ευλογημένα.
Με την  διδασκαλία του την ζωντανή  και  τα  πολλά  του  θαύματα  σιγά – σιγά  η  λατρεία  των ειδώλων εκτοπίσθηκε και την θέση της πήρε η αληθινή  θρησκεία  του  γλυκύτατου  Ιησού.
Στην ηλικία των ογδόντα χρόνων ο θαυματουργός ασκητής αρρώστησε. Αφού  κάλεσε  κοντά  του τα  πνευματικά του παιδιά  και  τα  συνεβούλεψε να  μένουν  πιστά  μέχρι θανάτου  στην διδασκαλία του Κυρίου, τα ευλόγησε  και  αφήκε την αγνή ψυχή του να μεταπηδήσει στους πάμφωτους  κόσμους  του  ουρανού  (371 μ.Χ.).
Οι  Κύπριοι  θρήνησαν  με την καρδιά τους  τον αγαπημένο  τους  ερημίτη και  έθαψαν  με  μεγάλες  τιμές  το  σκήνωμά  του  στον  χώρο  εκείνο.
Δυστυχώς  το  λείψανο  του  μεγάλου θαυματουργού  δεν  έμεινε  για  καιρό στο  νησί  μας.  Οι  χριστιανοί  της  Παλαιστίνης,  σαν  έμαθαν  τον  θάνατο του  Οσίου, έστειλαν εδώ τον μαθητή του Ησύχιο, ο οποίος με τρόπο ανέσκαψε τον τάφο. Χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας πήρε τα ιερά λείψανα και  τα μετέφερε στην Παλαιστίνη. Εκεί  οι  χριστιανοί  τα εναπέθεσαν  με  ξεχωριστές  τιμές  στη  Μονή  του  Μαϊουμά.
Όμως άν τα ιερά  λείψανα του  μεγάλου ασκητή αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν μακριά  από το φιλόξενο νησί της Κύπρου, που  ο ίδιος διάλεξε για επίγεια κατοικία του, η πνευματική παρουσία του Αγίου παραμένει στη  μαρτυρική μας πατρίδα. Παραμένει με τα θαύματα που γίνονται  ακόμη  και  σήμερα  στον  τόπο  όπου  θάφτηκε  αρχικά. Παραμένει  ακόμη  με  τους  ναούς  που  έχουν  αφιερωθεί  στην  χάρη  του και  τις  πάμπολλες  εικόνες  του  που  είναι  εγκατεσπαρμένες  στο  νησί μας.
Όλα  αυτά  αποτελούν  μία  ζωντανή  πνευματική  παρουσία του  Αγίου στον  τόπο μας. Γιατί όλα αυτά μας μιλούν για τον φλογερό και ακατάβλητο αγωνιστή  του  καλού  και  της  αρετής.  Τον  αγωνιστή  με  την Αγία  ζωή, την  ζωή  της συνέπειας  και  του  ηρωισμού. Τον  αγωνιστή  που πάλεψε  και  νίκησε  την  σάρκα  και  τον  κόσμο της  αμαρτίας.  Αλλά  και τον  αγωνιστή  που  ζητάει  και  θέλει  μιμητές.  «Μιμηταί  μου γίνεσθε καθώς  καγώ Χριστού»  μας  φωνάζει.  Θα  θελήσουμε  οι  σημερινοί   κάτοικοι του πονεμένου αυτού νησιού ν’ αφουγκρασθούμε και ν’ ακούσουμε την σωστική  τούτη πρόσκληση;  Θα  θελήσουν προ  παντός  οι νέοι  του  καιρού  μας  να  τραβήξουν  κόντρα  στο  ρέμα  της  σαρκολατρείας για  να  ζήσουν μία ζωή  ανώτερη,  μια  ζωή  αγνή,  και  αληθινά χριστιανική; Το ευχόμαστε μετά κραυγής ισχυράς. Τοις του Αγίου  Ιλαρίωνος  πρεσβείαις  ο  Θεός,  ελέησον  και  σώσον  ημάς.  Αμήν.


Απολυτίκιον.  Ήχος  α’. Της  ερήμου  πολίτης.      
Εγκρατείας  τη  αίγλη  λαμπρυνθείς  την  διάνοιαν,  ήστραψας  θαυμάτων ακτίνας  Ιλαρίων  Πατήρ  ημών,  και  γέγονας  φωστήρ  περιφανής,  και στύλος  ευσεβείας  θεαυγής,  καταυγάζων  τη  ενθέω  σου  βιοτή,  τους πίστει  προσιόντας  σοι.  Δόξα  τω  δεδωκότι  σοι  ισχύν,  δόξα  τω  σε στεφανώσαντι,  δόξα  τω  ενεργούντι  δια  σου, πάσιν  ιάματα.


Κοντάκιον.  Ήχος  γ’. Η  Παρθένος.   
Ως  φωστήρα  άδυτον,  του  νοητού  σε Ηλίου,  συνελθόντες  σήμερον, ανευφημούμεν  εν  ύμνοις·  έλαμψας,  τοις  εν  τω  σκότει  της  αγνωσίας, άπαντας,  αναβιβάζων  προς  θείοv  ύψος,  Ιλαρίων  τους  βοώντας· χαίροις  ω  Πάτερ,  των  Ασκητών  η  κρηπίς.


Μεγαλυνάριον.
῎Ώφθης  ως  ελαία  καρποτελής,  εν  οίκω  Κυρίου,  Ιλαρίων  Πατήρ  ημών, έργων  σου  ελαίω,  φαιδρώς  καθιλαρύνων,  Χριστού  την  Εκκλησίαν,  σε μεγαλύνουσαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: