Στην
ιστορική
διαδρομή των αιώνων πολλοί παρουσιάσθηκαν
ως πηγές γνώσεως και
αναμορφωτές της ανθρωπότητας. Μερικοί
από αυτούς κάτι πρόσφεραν φυσικά. Ψίχουλα βέβαια και αυτά ανακατεμένα μ’ ένα σωρό από πλάνες και
ανακρίβειες. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, πρόσφεραν μόνο το ψέμα και την πλάνη και τις δεισιδαιμονίες, που βύθιζαν
σε
πιο βαθύ σκοτάδι τους ανθρώπους. Ύστερα από τον
Κύριο αληθινοί διδάσκαλοι που αγωνίστηκαν
και μπόρεσαν να διαλύσουν την πλάνη
της ειδωλολατρίας και της ψευδοφιλοσοφίας και να σκορπίσουν το φως της αληθείας γύρω τους,
υπήρξαν οι μαθητές του Χριστού, οι Απόστολοι. Αυτοί
με τους κόπους και την
θυσία τους έγιναν
οι
θεμελιωτές του νέου πολιτισμού, του
χριστιανικού.
Εκτός
από
τους δώδεκα Αποστόλους, οι
οποίοι επί τρία ολόκληρα
χρόνια παρακολούθησαν τον Κύριο στις
πόλεις και τα χωριά της Παλαιστίνης
και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες
του έργου, της διδασκαλίας και των
θαυμάτων Αυτού, στα ιερά
Ευαγγέλια γίνεται λόγος και
για εβδομήκοντα άλλους Αποστόλους. Τους διάλεξε και αυτόὺς ο Κύριος
από τα πλήθη που
παρακολουθούσαν το κήρυγμά του.
Γι’ αυτούς μας ομιλεί
ο Ευαγγελιστής Λουκάς και μας
λέγει: «Μετά δε ταύτα ανέδειξεν
ο Κύριος και ετέρους εβδομήκοντα, και απέστειλεν αυτούς ανά δύο
προ προσώπου αυτού εις πάσαν πόλιν και τόπον, ου ήμελλεν αυτός
έρχεσθαι» (Λουκ. γ’ 1). Και
δεν περιορίζεται ο ευαγγελιστής να μας αναφέρει μονάχα την ανάδειξή τους, αλλά
προσθέτει πως αυτούς ο Κύριος τους έστειλε δύο – δύο μαζί να προπορευθούν από
Αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο, όπου επρόκειτο
να πάει. Τους έστειλε για να προπαρασκευάσουν τρόπον
τινα΄ το έδαφος. Να προετοιμάσουν
τις καρδιές να υποδεχθούν και να ακούσουν
τον Κύριο.
Και οι
Απόστολοι πήγαν και γύρισαν χαρούμενοι. «Υπέστρεψαν δε οι εβδομήκοντα
μετά
χαράς λέγοντες. Κύριε, και τα δαιμόνια
υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λουκ. ι’ 17). Ευλογημένα τα αποτελέσματα
της αποστολής. Κύριε, και αυτά τα δαιμόνια,
σαν αναφέρουμε το
όνομά σου, φεύγουν και αφήνουν ελεύθερα τα θύματά τους. Στα λόγια των
μαθητών ανάλογος είναι και η απάντηση του Κυρίου. Παιδιά μου, τους είπε: «Πλην εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα πνεύματα υμίν υποτάσσεται
χαίρετε δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη
εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. α’ 21). Ωραία αυτά που λέτε, απήντησε
ο Κύριος.
Πλην, μη χαίρετε
για τούτο. Δηλαδή μη χαίρετε ότι τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται
σε σας. Να χαίρετε κυρίως και
να ευφραίνεσθε, γιατί τα ονόματά
σας έχουν γραφεί στον ουρανό, στη βασιλεία του
Θεού.
Ένας
από τους εβδομήκοντα αυτούς Αποστόλους,
για τους οποίους μιλήσαμε πιο πάνω, είναι κι ο Άγιος Αριστόβουλος, αδελφός του
Αποστόλου Βαρνάβα, που είναι ο
ιδρυτής και προστάτης
της Εκκλησίας της Κύπρου. Για τον
Απόστολο αυτό θα
αφιερώσουμε τις ολίγες γραμμές, που ακολουθούν.
Και πρώτα – πρώτα το όνομά του.
Ὀνομα Ελληνικό,
μας δείχνει πόσο ο
Ελληνικός πολιτισμός του
νησιού της Κύπρου είχε επηρεάσει και αυτούς τους Ιουδαίους
που
είχαν εγκατασταθεί από
νωρίς στην Κύπρο. Αριστόβουλος σημαίνει αυτός που συμβουλεύει
τα χρήσιμα. Αυτός που συμβουλεύει τα άριστα.
Για
την παιδική και νεανική ηλικία του Αποστόλου δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τίποτα. Το μόνο
που γνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι,
πως από νωρίς υπήρξε ένας από τους ακολούθους του μεγάλου
Αποστόλου Παύλου. Κοντά στον φλογερό αυτόν εργάτη του Ευαγγελίου, που ως
σύνθημα της ζωής του
είχε
τα λόγια του «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει
δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 20), μαθήτευσε
αρκετό καιρό ο ιερός Αριστόβουλος. Το σύνθημα
ζωής του θείου Παύλου, που
αναφέραμε, έγινε και δικό του
σύνθημα.
Οδηγημένος
από το προσκλητήριο διάγγελμα του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου
ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν
και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω
μοι» έσπευσε με χαρά του να ακολουθήσει τον Απόστολο, για ένα πράγμα μονάχα ενδιαφερόμενος και για
ένα πράγμα και μόνο φροντίζοντας: Πως να αρέσει στον Χριστό. «Παραδοθείς
τη χάριτι του Θεού» (Πραξ. ιε’ 40), όπως λέγει ο Λουκάς, δηλαδή, αφού
εμπιστεύθηκε τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στην πρόνοια και προστασία του Θεού, επέδειξε από την πρώτη στιγμή ζήλο
φλογερό και σύνεση εξαιρετική, ώστε πολύ
δίκαια να μπορεί και αυτός να
επαναλαμβάνει μαζί με τον δάσκαλό
του το σύνθημά του. Δεν ζω πια εγώ. Μέσα μου ζει μόνο ο Χριστός.
Πολλὲς
δυσχέρειες ἀντιμετώπισε ὁ Ἀριστόβουλος στὶς διάφορες περιοδεῖες του μὲ τὸν
ἀκαταπόνητο ἀρχηγό του καὶ πολλοὺς κινδύνους. Ἀπτόητος ὅμως παρέμεινε παντοῦ
καὶ πάντοτε, ὥστε ὁ θεῖος Παῦλος ἐκτιμώντας τὰ χαρίσματά του, διδακτικὰ καὶ
διοικητικά, ἀλλὰ καὶ τὸν γνήσιο ζῆλο του, νὰ τὸν ἀναφέρει στὴν πρὸς Ρωμαίους
ἐπιστολή του μεταξὺ ἐκείνων πρὸς τοὺς οἰκείους του ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμούς.
Ἀργότερα μάλιστα τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἀποστέλλει στὶς Βρετανικὲς
νήσους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Μεγάλο
τὸ φορτίο ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Πολλὲς οἱ εὐθύνες καὶ πιὸ πολλές, ἀπεριόριστες θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κίνδυνοι. Οἱ κάτοικοι τῶν σημερινῶν
βρετανικῶν νήσων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόντουσαν σὲ ἡμιάγρια κατάσταση. Ἡ ὅλη
χώρα ἦταν τόσο βάρβαρη, ὥστε καὶ μετὰ πεντακόσια χρόνια, ὅταν ὁ πρῶτος
ἀρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας Αὐγουστίνος στάλθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς
Ρώμης γιὰ συνέχιση τῆς ἱεραποστολῆς, φοβήθηκε τόσο, ποὺ διέκοψε τὸ ταξίδι του
στὸ μέσο καὶ γύρισε πίσω. Σ’ αὐτά, λοιπόν, τὰ νησιὰ τὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπολίτιστα
στάλθηκε ὁ Κύπριος Ἀπόστολος νὰ κηρύξει καὶ νὰ ἱδρύσει τὴν πρώτη Ἐκκλησία. Κι ὁ
Ἀριστόβουλος πῆγε.
Μὲ
ὄπλα του τὴν φλογερὴ πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτο ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό, σήκωσε τὸν
σταυρὸ τοῦ καθήκοντος καὶ ἔτρεξε νὰ πειθαρχήσει στὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ
ἀνατέθηκε.
Καὶ
μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σύντομα τάχθηκε στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μεγάλων
πρωταγωνιστῶν καὶ ἀναμορφωτῶν τῆς σημερινῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς
οἰκουμένης γενικά.
Μὲ
ὁδηγὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀκολουθώντας τὸν πολυτάλαντο ἀρχηγό του, τὸν
θεῖο Παῦλο, καὶ μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση στὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «μὴ φοβηθῆτε
ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι»(Ματθ.
ι’ 28) ρίχτηκε μὲ ὅλη τὴν φλόγα τῆς ἀτρόμητης καρδιᾶς του στὸ ἔργο τῆς ἁλιείας
καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Τὸ κήρυγμά του ἔχει ὡς θέμα τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσες
φορὲς ἔρχονται στὴν μνήμη του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νυκτερινὸ ἐπισκέπτη
τὸν Νικόδημο, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ
τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾷς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν
αἰώνιον» (Ἰωάν. γ’ 16), τὰ μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει καὶ
κλαίει. Ἐλᾶτε λέει στοὺς πρώτους ἀκροατές του, στὸν Χριστό, γιὰ νὰ βρεῖτε κοντά
του, ὅπως βρῆκα καὶ ἐγώ, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Μὲ καχυποψία καὶ
ὕβρεις τὸν ὑποδέχονται οἱ ἡμιάγριοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Ὁ Ἀριστόβουλος ὅμως δὲν
τὰ χάνει. Μὲ τὴν ψυχὴ δυναμωμένη ἀπὸ τὴν ἐκτενὴ προσευχὴ συνεχίζει μὲ ὑπομονὴ
καὶ καρτερία τὴν προσπάθειά του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἐνθαρρυντικό. «Οὐ δὲ
ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ
πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, ἀφθονώτερη δόθηκε ἡ χάρη.
Τὸ
κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ ἦταν κήρυγμα «οὐκ ἐν πειθοὶς ἀνθρωπίνης
σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως», (Α’ Κορ. β’ 4),
ἦταν κήρυγμα δηλαδὴ ποὺ γινότανε ὄχι μὲ πιθανὰ καὶ συναρπαστικὰ λόγια
ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἦταν κήρυγμα ποὺ γινόταν μὲ ἀποδείξεις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πειστικὲς γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ δύναμη θεία, ὅπως
φαινόταν ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ τὸ συνόδευαν, εἶχε τὸ θετικὸ καὶ εὐχάριστο
ἀποτέλεσμα.
Σιγά
– σιγὰ οἱ ψυχὲς μαλακώνουν καὶ τὰ πυργώματα τῆς ἀθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας
γκρεμίζονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀλήθεια παρὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ δοκιμάζει ὁ
ἱερὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου διαδίδεται σὲ ἀρκετὰ πρόσωπα.
Ὁ
σπόρος τῆς εὐσέβειας, ποτισμένος μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐλαβοῦς καὶ κατανυκτικῆς
προσευχῆς, φυτρώνει στὶς καρδιές. Γιὰ χρόνια ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος ἀνάμεσα σὲ
μύριες δυσκολίες καὶ ἐξευτελισμοὺς συνεχίζει μὲ αὐταπάρνηση καὶ παραδειγματικὸ
ζῆλο τὸ ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἡ μεγαλεπήβολη προσπάθειά
του εἶχε πλούσια τὴν ἀμοιβή της. Ὅταν ἀπέθνῃσκε, ἄφησε πίσω του μία ἐκκλησία
ὀλιγάριθμη μέν, ἀλλὰ ζωντανή.
Ἡ
χριστιανικὴ πίστη εἶχε μὲ τοὺς ὑπεράνθρωπους κόπους του ἐγκαθιδρυθεῖ στὶς
ψυχές. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν ἁγίων του
ἑορτολογίου της ἔχει συμπεριλάβει καὶ τὸ τιμημένο ὄνομά του. Τελεῖ τὴν μνήμη
του γιὰ νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ ἀποδώσει μὲ τούτη τὴν πράξη της τὴν εὐγνωμοσύνη
της σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τῆς πρόσφερε ἕνα τόσο ζηλωτὴ καὶ φλογερὸ ἐργάτη. Ἕνα
πνευματικὸ ἐργάτη, ποὺ μὲ τὴν βοήθειά του σὲ μιὰ ἐποχὴ τόσο δύσκολη ἔθεσε στὴν
χώρα της τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Κύπριος,
λοιπόν, ὁ πρῶτος ἀναμορφωτὴς τῆς σημερινῆς γηραιᾶς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἀναφέρει
καὶ ὁ γνωστὸς Ἄγγλος ἱστορικὸς Σὲρ Τζὼρζ Χὶλλ στὸ ἔργο του «Ἱστορία τῆς
Κύπρου». Κύπριος ἐκήρυξε τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες Μικρασιάτες,
ἱεραπόστολοι καὶ ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Ποθεινὸς καὶ ὁ Εἰρηναῖος, μὲ κέντρο τὴν
σημερινὴ Γαλλία, συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ τὴν
μετάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ στοὺς βάρβαρους λαοὺς τῶν βρετανικῶν αὐτῶν
νήσων. Κύπριος ἔσπειρε τὸν πρῶτο σπόρο καὶ Ἕλληνες συνέχισαν νὰ σπέρνουν καὶ νὰ
καλλιεργοῦν.
Μιὰ
ἀπορία ὅμως γεννᾶται στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν σημερινῶν κατοίκων τῆς μαρτυρικῆς
Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους τῆς μάνας Ἑλλάδας.
Οἱ
σημερινοὶ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τῆς πλούσιας αὐτῆς χώρας ποὺ λέγεται Ἡνωμένο
Βασίλειο γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους ἱστορία τὴν προσφορὰ αὐτὴ τῶν
Ἑλλήνων χριστιανῶν ἱεραποστόλων σ’ αὐτούς; Καὶ ἂν τὴν γνωρίζουν, στ’ ἀλήθεια
δὲν θά ‘πρεπε καὶ ἡ συμπεριφορά τους πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἑλλάδα γενικά, ποὺ
τοὺς χάρισε τέτοιους πνευματικοὺς ἡγέτες καὶ ἀναμορφωτές, νὰ εἶναι διαφορετική;
Εὐχὴ
καὶ προσευχή μας εἶναι, αὐτοὶ νὰ μὴ δοκιμάσουν ποτὲς τὴν πικρία ποὺ δοκίμασε ὁ
μαρτυρικὸς λαός μας στὸν αἰῶνα ποὺ βαδίζουμε ἀπὸ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους
πρὸς τὴ νῆσο μας καὶ τὴν μάνα μας Ἑλλάδα, τὴν μητέρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ
πολιτισμοῦ.
Ὅμως
ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει αἰώνιο κῦρος καὶ ἰσχύ, πρέπει πολὺ νὰ μᾶς
συνέχει: «Ὁ ἀδικῶν κομιεῖται ὁ ἠδίκησε».
Ἅγιε ἀπόστολε Ἀριστόβουλε, κι ἐσὺ εὐλογημένε ἀδελφέ του, ἔνδοξε ἀπόστολε Βαρνάβα, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Δεήθητε τοῦ Κυρίου νὰ χαρίσει στὴν πατρίδα μας Κύπρο τὴν ἐλευθερία καὶ στὸν μαρτυρικὸ λαό μας τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά. Στὴν μάνα Ἑλλάδα δὲ, τὸν φωτισμό, γιὰ νὰ συνεχίσει ἀπερίσπαστη στοὺς αἰῶνες τὸν ἀνάντη δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της καὶ νὰ μένει παντοῦ καὶ πάντοτε γιὰ ὅλους φῶς Χριστοῦ καὶ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον
Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς
φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου