31/10/17

ομιλία στην εορτή των Αγίων Αναργύρων των ἐξ Ασίας

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, και Νάρκισσος οι Απόστολοι εκ των 70

Και οι πέντε άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου. Και όλοι τους υπήρξαν «Χριστού ευωδία τω Θεώ εν τοις σωζομένοις». Δηλαδή ευωδία Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σῳζόμενων που άκουγαν απ’ αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.
Ο Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.
ο Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στην χριστιανική πίστη.
Ο Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δυό γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ο Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η ἀλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.       
Την  κιθάραν του Πνεύματος την εξάχορδον, την μελῳδήσασαν κόσμω τας  υπέρ νουν δωρεάς, ως εκφάντορας Χριστού ανευφημήσωμεν, Στάχυν Αμπλίαν  Απελλήν  συν Ναρκίσσω  Ουρβανόν, και Αριστόβουλον άμα· ως γαρ Απόστολοι θείοι, χάριν αιτούνται ταις ψυχαίς ημών.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Ως  απαρχάς  της  φύσεως.       
Ως  ιερά  κειμήλια, του Παναγίου Πνεύματος, και του Ηλίου  της δόξης αυγάσματα, χρεωστικώς  υμνήσωμεν, τους σοφούς  Αποστόλους, Απελλήν  Ουρβανόν τε και  Αριστόβουλον, Αμπλίαν  Νάρκισσον  και Στάχυν, ούς η χάρις συνήγαγε του Θεού  ημών.

Μεγαλυνάριον.
Δήμος Αποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Αμπλίας, Αριστόβουλος Ουρβανός, Απελλής και Στάχυς, ανέτειλαν ως άστρα· δεύτε ούν και θαλφθώμεν, τούτων τη χάριτι.


Ο Άγιος Αριστόβουλος ο Απόστολος

Στην  ιστορική  διαδρομή  των αιώνων  πολλοί  παρουσιάσθηκαν  ως  πηγές γνώσεως  και  αναμορφωτές  της  ανθρωπότητας.  Μερικοί  από  αυτούς κάτι  πρόσφεραν φυσικά. Ψίχουλα βέβαια και  αυτά ανακατεμένα μ’ ένα σωρό  από  πλάνες  και  ανακρίβειες. Οι  άλλοι,  οι  περισσότεροι, πρόσφεραν μόνο το ψέμα και  την πλάνη και τις δεισιδαιμονίες, που βύθιζαν  σε  πιο  βαθύ  σκοτάδι  τους  ανθρώπους. Ύστερα  από  τον  Κύριο αληθινοί  διδάσκαλοι  που  αγωνίστηκαν  και  μπόρεσαν  να  διαλύσουν  την  πλάνη  της ειδωλολατρίας και  της ψευδοφιλοσοφίας και  να σκορπίσουν το φως της αληθείας γύρω τους, υπήρξαν οι  μαθητές του Χριστού,  οι  Απόστολοι.  Αυτοί  με  τους  κόπους  και  την  θυσία  τους  έγιναν  οι  θεμελιωτές  του  νέου  πολιτισμού,  του  χριστιανικού.

Εκτός  από  τους δώδεκα  Αποστόλους,  οι  οποίοι  επί  τρία  ολόκληρα  χρόνια παρακολούθησαν τον Κύριο στις πόλεις και τα χωριά της Παλαιστίνης  και  υπήρξαν  αυτόπτες  μάρτυρες  του έργου, της διδασκαλίας  και  των  θαυμάτων  Αυτού,  στα ιερά  Ευαγγέλια  γίνεται λόγος  και  για  εβδομήκοντα  άλλους  Αποστόλους. Τους  διάλεξε και αυτόὺς  ο  Κύριος  από  τα πλήθη  που  παρακολουθούσαν  το  κήρυγμά  του.  Γι’ αυτούς  μας  ομιλεί  ο  Ευαγγελιστής  Λουκάς  και  μας  λέγει:  «Μετά δε ταύτα ανέδειξεν ο Κύριος και ετέρους εβδομήκοντα, και απέστειλεν αυτούς  ανά  δύο  προ  προσώπου  αυτού εις πάσαν πόλιν και τόπον, ου ήμελλεν  αυτός  έρχεσθαι»  (Λουκ. γ’ 1). Και  δεν περιορίζεται ο ευαγγελιστής  να μας αναφέρει μονάχα την ανάδειξή τους, αλλά προσθέτει πως αυτούς ο Κύριος τους έστειλε δύο – δύο μαζί να προπορευθούν  από  Αυτόν  σε κάθε πόλη και  τόπο,  όπου  επρόκειτο  να πάει.  Τους  έστειλε  για  να  προπαρασκευάσουν  τρόπον  τινα΄ το  έδαφος. Να  προετοιμάσουν  τις  καρδιές  να υποδεχθούν και  να  ακούσουν  τον Κύριο.

Και  οι  Απόστολοι πήγαν και  γύρισαν  χαρούμενοι.  «Υπέστρεψαν  δε  οι εβδομήκοντα  μετά  χαράς  λέγοντες. Κύριε, και  τα δαιμόνια  υποτάσσεται ημίν  εν τω ονόματί  σου» (Λουκ. ι’ 17). Ευλογημένα  τα  αποτελέσματα  της αποστολής. Κύριε, και  αυτά  τα  δαιμόνια,  σαν  αναφέρουμε  το  όνομά σου, φεύγουν και αφήνουν ελεύθερα τα θύματά τους. Στα λόγια των μαθητών ανάλογος είναι και  η  απάντηση του  Κυρίου. Παιδιά  μου,  τους είπε:  «Πλην  εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα πνεύματα υμίν υποτάσσεται χαίρετε  δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. α’ 21). Ωραία αυτά που  λέτε,  απήντησε  ο  Κύριος.  Πλην,  μη  χαίρετε  για  τούτο. Δηλαδή  μη  χαίρετε  ότι  τα  πονηρά  πνεύματα  υποτάσσονται  σε  σας.  Να χαίρετε  κυρίως  και  να  ευφραίνεσθε, γιατί  τα  ονόματά  σας  έχουν  γραφεί στον  ουρανό,  στη  βασιλεία  του  Θεού.

Ένας από τους εβδομήκοντα αυτούς  Αποστόλους, για τους οποίους μιλήσαμε πιο πάνω, είναι κι ο Άγιος Αριστόβουλος, αδελφός του Αποστόλου  Βαρνάβα,  που  είναι  ο  ιδρυτής  και  προστάτης  της  Εκκλησίας της  Κύπρου.  Για  τον  Απόστολο  αυτό  θα αφιερώσουμε τις ολίγες γραμμές,  που  ακολουθούν.

Και  πρώτα – πρώτα το  όνομά  του.  Ὀνομα  Ελληνικό,  μας  δείχνει  πόσο ο  Ελληνικός  πολιτισμός  του  νησιού της  Κύπρου  είχε επηρεάσει και αυτούς  τους  Ιουδαίους  που  είχαν  εγκατασταθεί  από  νωρίς  στην  Κύπρο. Αριστόβουλος  σημαίνει αυτός  που  συμβουλεύει  τα  χρήσιμα. Αυτός  που συμβουλεύει  τα  άριστα.

Για την παιδική και νεανική ηλικία του Αποστόλου δεν γνωρίζουμε δυστυχώς  τίποτα.  Το  μόνο  που  γνωρίζουμε  γι’ αυτόν  είναι,  πως  από νωρίς  υπήρξε ένας από τους ακολούθους του μεγάλου Αποστόλου Παύλου. Κοντά στον φλογερό αυτόν εργάτη του Ευαγγελίου, που ως σύνθημα  της  ζωής  του  είχε  τα  λόγια  του  «ζω  δε  ουκέτι  εγώ,  ζει  δε  εν εμοί  Χριστός»  (Γαλ. β’ 20),  μαθήτευσε  αρκετό  καιρό  ο ιερός Αριστόβουλος.  Το  σύνθημα  ζωής του  θείου Παύλου, που αναφέραμε, έγινε  και  δικό  του  σύνθημα.
Οδηγημένος από το προσκλητήριο διάγγελμα του  Κυρίου  «όστις θέλει οπίσω  μου  ακολουθείν  απαρνησάσθω  εαυτόν  και  αράτω  τον σταυρόν αυτού  και  ακολουθείτω μοι» έσπευσε με χαρά του να ακολουθήσει τον Απόστολο, για  ένα πράγμα μονάχα ενδιαφερόμενος  και  για ένα  πράγμα και  μόνο  φροντίζοντας:  Πως να αρέσει στον Χριστό. «Παραδοθείς τη χάριτι του Θεού» (Πραξ. ιε’ 40), όπως λέγει ο Λουκάς, δηλαδή, αφού εμπιστεύθηκε τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στην πρόνοια και προστασία του  Θεού, επέδειξε από την πρώτη στιγμή  ζήλο  φλογερό  και  σύνεση εξαιρετική,  ώστε  πολύ  δίκαια να μπορεί  και  αυτός  να  επαναλαμβάνει μαζί  με  τον  δάσκαλό  του  το  σύνθημά  του. Δεν  ζω πια εγώ.  Μέσα  μου ζει  μόνο  ο  Χριστός.

Πολλὲς δυσχέρειες ἀντιμετώπισε ὁ Ἀριστόβουλος στὶς διάφορες περιοδεῖες του μὲ τὸν ἀκαταπόνητο ἀρχηγό του καὶ πολλοὺς κινδύνους. Ἀπτόητος ὅμως παρέμεινε παντοῦ καὶ πάντοτε, ὥστε ὁ θεῖος Παῦλος ἐκτιμώντας τὰ χαρίσματά του, διδακτικὰ καὶ διοικητικά, ἀλλὰ καὶ τὸν γνήσιο ζῆλο του, νὰ τὸν ἀναφέρει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του μεταξὺ ἐκείνων πρὸς τοὺς οἰκείους του ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμούς. Ἀργότερα μάλιστα τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἀποστέλλει στὶς Βρετανικὲς νήσους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Μεγάλο τὸ φορτίο ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Πολλὲς οἱ εὐθύνες καὶ πιὸ πολλές, ἀπεριόριστες θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κίνδυνοι. Οἱ κάτοικοι τῶν σημερινῶν βρετανικῶν νήσων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόντουσαν σὲ ἡμιάγρια κατάσταση. Ἡ ὅλη χώρα ἦταν τόσο βάρβαρη, ὥστε καὶ μετὰ πεντακόσια χρόνια, ὅταν ὁ πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας Αὐγουστίνος στάλθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ συνέχιση τῆς ἱεραποστολῆς, φοβήθηκε τόσο, ποὺ διέκοψε τὸ ταξίδι του στὸ μέσο καὶ γύρισε πίσω. Σ’ αὐτά, λοιπόν, τὰ νησιὰ τὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπολίτιστα στάλθηκε ὁ Κύπριος Ἀπόστολος νὰ κηρύξει καὶ νὰ ἱδρύσει τὴν πρώτη Ἐκκλησία. Κι ὁ Ἀριστόβουλος πῆγε.

Μὲ ὄπλα του τὴν φλογερὴ πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτο ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό, σήκωσε τὸν σταυρὸ τοῦ καθήκοντος καὶ ἔτρεξε νὰ πειθαρχήσει στὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε.
Καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σύντομα τάχθηκε στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μεγάλων πρωταγωνιστῶν καὶ ἀναμορφωτῶν τῆς σημερινῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς οἰκουμένης γενικά.

Μὲ ὁδηγὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀκολουθώντας τὸν πολυτάλαντο ἀρχηγό του, τὸν θεῖο Παῦλο, καὶ μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση στὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι»(Ματθ. ι’ 28) ρίχτηκε μὲ ὅλη τὴν φλόγα τῆς ἀτρόμητης καρδιᾶς του στὸ ἔργο τῆς ἁλιείας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Τὸ κήρυγμά του ἔχει ὡς θέμα τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσες φορὲς ἔρχονται στὴν μνήμη του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νυκτερινὸ ἐπισκέπτη τὸν Νικόδημο, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾷς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ’ 16), τὰ μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει καὶ κλαίει. Ἐλᾶτε λέει στοὺς πρώτους ἀκροατές του, στὸν Χριστό, γιὰ νὰ βρεῖτε κοντά του, ὅπως βρῆκα καὶ ἐγώ, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Μὲ καχυποψία καὶ ὕβρεις τὸν ὑποδέχονται οἱ ἡμιάγριοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Ὁ Ἀριστόβουλος ὅμως δὲν τὰ χάνει. Μὲ τὴν ψυχὴ δυναμωμένη ἀπὸ τὴν ἐκτενὴ προσευχὴ συνεχίζει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴν προσπάθειά του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἐνθαρρυντικό. «Οὐ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, ἀφθονώτερη δόθηκε ἡ χάρη.

Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ ἦταν κήρυγμα «οὐκ ἐν πειθοὶς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως», (Α’ Κορ. β’ 4), ἦταν κήρυγμα δηλαδὴ ποὺ γινότανε ὄχι μὲ πιθανὰ καὶ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἦταν κήρυγμα ποὺ γινόταν μὲ ἀποδείξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πειστικὲς γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ δύναμη θεία, ὅπως φαινόταν ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ τὸ συνόδευαν, εἶχε τὸ θετικὸ καὶ εὐχάριστο ἀποτέλεσμα.

Σιγά – σιγὰ οἱ ψυχὲς μαλακώνουν καὶ τὰ πυργώματα τῆς ἀθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας γκρεμίζονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀλήθεια παρὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ δοκιμάζει ὁ ἱερὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου διαδίδεται σὲ ἀρκετὰ πρόσωπα.
Ὁ σπόρος τῆς εὐσέβειας, ποτισμένος μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐλαβοῦς καὶ κατανυκτικῆς προσευχῆς, φυτρώνει στὶς καρδιές. Γιὰ χρόνια ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος ἀνάμεσα σὲ μύριες δυσκολίες καὶ ἐξευτελισμοὺς συνεχίζει μὲ αὐταπάρνηση καὶ παραδειγματικὸ ζῆλο τὸ ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἡ μεγαλεπήβολη προσπάθειά του εἶχε πλούσια τὴν ἀμοιβή της. Ὅταν ἀπέθνῃσκε, ἄφησε πίσω του μία ἐκκλησία ὀλιγάριθμη μέν, ἀλλὰ ζωντανή.
Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶχε μὲ τοὺς ὑπεράνθρωπους κόπους του ἐγκαθιδρυθεῖ στὶς ψυχές. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν ἁγίων του ἑορτολογίου της ἔχει συμπεριλάβει καὶ τὸ τιμημένο ὄνομά του. Τελεῖ τὴν μνήμη του γιὰ νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ ἀποδώσει μὲ τούτη τὴν πράξη της τὴν εὐγνωμοσύνη της σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τῆς πρόσφερε ἕνα τόσο ζηλωτὴ καὶ φλογερὸ ἐργάτη. Ἕνα πνευματικὸ ἐργάτη, ποὺ μὲ τὴν βοήθειά του σὲ μιὰ ἐποχὴ τόσο δύσκολη ἔθεσε στὴν χώρα της τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Κύπριος, λοιπόν, ὁ πρῶτος ἀναμορφωτὴς τῆς σημερινῆς γηραιᾶς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἀναφέρει καὶ ὁ γνωστὸς Ἄγγλος ἱστορικὸς Σὲρ Τζὼρζ Χὶλλ στὸ ἔργο του «Ἱστορία τῆς Κύπρου». Κύπριος ἐκήρυξε τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες Μικρασιάτες, ἱεραπόστολοι καὶ ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Ποθεινὸς καὶ ὁ Εἰρηναῖος, μὲ κέντρο τὴν σημερινὴ Γαλλία, συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ τὴν μετάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ στοὺς βάρβαρους λαοὺς τῶν βρετανικῶν αὐτῶν νήσων. Κύπριος ἔσπειρε τὸν πρῶτο σπόρο καὶ Ἕλληνες συνέχισαν νὰ σπέρνουν καὶ νὰ καλλιεργοῦν.
Μιὰ ἀπορία ὅμως γεννᾶται στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν σημερινῶν κατοίκων τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους τῆς μάνας Ἑλλάδας.

Οἱ σημερινοὶ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τῆς πλούσιας αὐτῆς χώρας ποὺ λέγεται Ἡνωμένο Βασίλειο γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους ἱστορία τὴν προσφορὰ αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν ἱεραποστόλων σ’ αὐτούς; Καὶ ἂν τὴν γνωρίζουν, στ’ ἀλήθεια δὲν θά ‘πρεπε καὶ ἡ συμπεριφορά τους πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἑλλάδα γενικά, ποὺ τοὺς χάρισε τέτοιους πνευματικοὺς ἡγέτες καὶ ἀναμορφωτές, νὰ εἶναι διαφορετική;

Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι, αὐτοὶ νὰ μὴ δοκιμάσουν ποτὲς τὴν πικρία ποὺ δοκίμασε ὁ μαρτυρικὸς λαός μας στὸν αἰῶνα ποὺ βαδίζουμε ἀπὸ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους πρὸς τὴ νῆσο μας καὶ τὴν μάνα μας Ἑλλάδα, τὴν μητέρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει αἰώνιο κῦρος καὶ ἰσχύ, πρέπει πολὺ νὰ μᾶς συνέχει: «Ὁ ἀδικῶν κομιεῖται ὁ ἠδίκησε».
 
Ἅγιε ἀπόστολε Ἀριστόβουλε, κι ἐσὺ εὐλογημένε ἀδελφέ του, ἔνδοξε ἀπόστολε Βαρνάβα, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Δεήθητε τοῦ Κυρίου νὰ χαρίσει στὴν πατρίδα μας Κύπρο τὴν ἐλευθερία καὶ στὸν μαρτυρικὸ λαό μας τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά. Στὴν μάνα Ἑλλάδα δὲ, τὸν φωτισμό, γιὰ νὰ συνεχίσει ἀπερίσπαστη στοὺς αἰῶνες τὸν ἀνάντη δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της καὶ νὰ μένει παντοῦ καὶ πάντοτε γιὰ ὅλους φῶς Χριστοῦ καὶ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


30/10/17

Ο Άγιος Κλεόπας ο Απόστολος εκ των 70

Ο  Κλεόπας ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Κυρίου. Γι’ αυτόν διαβάζουμε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον κδ’ 18 – 27: 

18 Αποκριθείς δε ο είς, ώ όνομα Κλεόπας, είπε προς αυτόν· συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις;
19 Και  είπεν αυτοίς· ποία; οι δε είπον αυτώ· τα περί  Ιησοῦ  του Ναζωραίου, ός εγένετο ανήρ προφήτης δυνατός εν έργω και  λόγω εναντίον του  Θεού και παντός του λαού,
20 όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες  ημών εις κρίμα θανάτου  και  εσταύρωσαν αυτόν.
21 Ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ· αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν  άγει σήμερον αφ᾿ ού ταύτα εγένετο.
22 Αλλά  και  γυναίκες τινες εξ ημών εξέστησαν ημάς γενόμεναι όρθριαι  επί  το μνημείον,
23 και  μη ευρούσαι το σώμα αυτού ήλθον λέγουσαι και  οπτασίαν αγγέλων  εωρακέναι, οί  λέγουσιν αυτόν ζήν.
24 Και  απήλθον τινες των συν ημίν επί  το μνημείον, και εύρον ούτω καθώς και  αι  γυναίκες είπον, αυτόν δε ουκ είδον.
25 Και  αυτός είπε προς αυτούς· ω ανόητοι και βραδείς τη  καρδία του πιστεύειν επί  πάσιν οίς ελάλησαν οι προφήται!
26 Ουχί  ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;
27 Και αρξάμενος  από  Μωυσέως και  από πάντων των προφητών διηρμήνευεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς  τα περί  εαυτού.
28 Και  ήγγισαν εις την κώμην ού  επορεύοντο, και  αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι·
29 και  παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες· μείνον μεθ᾿ ημών, ότι προς εσπέραν  εστι  και  κέκλικεν η ημέρα. Και  εισήλθε  του  μείναι συν αυτοίς.

Ο  Κλεόπας, έλαβε κατά την ημέρα της  Πεντηκοστής τα χαρίσματα  του Αγίου  Πνεύματος  και  πέρασε την  ζωή του  κοπιάζοντας για το Ευαγγέλιο.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Γνώσιν ένθεον, εισδεδεγμένος, συναρίθμιος, των του Σωτήρος, Αποστόλων Εβδομήκοντα πέφηνας, και ευσεβείας την χάριν εκήρυξας, τοις εν τη πλάνη Κλεόπα Απόστολε. Αλλά πρέσβευε, Κυρίω  τω σε δοξάσαντι, δωρήσασθαι  ημίν το μέγα έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος α’. Χορός Αγγελικός.        
Ως θείος Μαθητής, και  Χριστού  υπηρέτης, δογμάτων ευσεβών, υποφήτης εδείχθης, Κλεόπα  Απόστολε, Αποστόλων ομόσκηνε· μεθ’ ών πρέσβευε, τω Παντοκράτορι Λόγω, τοις αινούσί σε, λύσιν πταισμάτων δοθήναι, και χάριν και  έλεος.


Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος ἀναδείχθης, διέπρεψας κόσμῳ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής, Κλεόπα τρισμάκαρ, καὶ νῦν Ἀποστόλοις, τὰ ἔπαθλα κομίζῃ, τῶν παλαισμάτων σου.


Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

Κατάγονταν  από  τις  Αιγαίς  της  Κιλικίας  και  ήταν  κληρονόμοι  μεγάλης περιουσίας.  Ο   Ζηνόβιος  είχε  σπουδάσει  ιατρική,  και  όχι  μόνο  πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του στους  πάσχοντες,  αλλά  επιπλέον  πλούσια μοίραζε από τα αγαθά του σ’ αυτούς. Με τη συμπεριφορά  του  αυτή  στήριζε τους χριστιανούς, και πολλούς ειδωλολάτρες έφερε  στη  χριστιανική  πίστη.
Όταν  πληροφορήθηκε  αυτό  ο  έπαρχος  Λυσίας,  έδωσε  διαταγή και  τον συνέλαβαν. Ο Ζηνόβιος με παρρησία ομολόγησε ότι πράγματι  είναι χριστιανός.  Και  ό,τι  κάνει,  το  κάνει  για  τη  σωτηρία  ψυχών και  την  δόξα  του αληθινού  Θεού. Ο Λυσίας με αυστηρότητα του  είπε  ότι  άν  δεν  σταματήσει αυτό που κάνει και δεν αρνηθεί τον Χριστό, θα μαρτυρήσει φρικτά. Ο Ζηνόβιος απάντησε ότι τα μαρτύρια μπορούν να βλάψουν το σώμα του, αλλά την ψυχή του ποτέ. Διότι  λέει  ο  λόγος  του  Θεού:  «Και  τις  ο  κακώσων υμάς, εάν του αγαθού μιμητοί  γένησθε;». Ποιος, δηλαδή,  θα μπορέσει  να  σας κάνει κακό και να σας επιφέρει πραγματική  βλάβη,  άν  γίνετε  μιμητές  και ακόλουθοι  του  αγαθού;  Ο  Λυσίας  αμέσως  διέταξε  και  τον  βασάνισαν.
Τότε  παρενέβη  η  αδελφή  του  Ζηνοβία  και  ήλεγξε  τον  Λυσία,  ότι  αυτό  που κάνει  είναι  άνανδρο.  Αλλά  ο  έπαρχος  συνέλαβε  και  αυτήν,  και  τελικά αποκεφάλισε και τους δυο.           
(Κατ’  άλλη  εκδοχή  ο  Ζηνόβιος  μαρτύρησε  ἐπί  Διοκλητιανού.  Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς τον Ζηνόδοτο και  τη  Θέκλα,  και  πως,  όταν  μεγάλωσε έγινε  επίσκοπος  Αιγών,  επιτελώντας  πολλά  θαύματα).


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως θείοι αυτάδελφοι, ομονοούντες καλώς, Ζηνόβιε ένδοξε, και  Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ηθλήσατε· όθεν και των στεφάνων, των αφθάρτων τυχόντες, δόξης ακατάλυτου,  ηξιώθητε  άμα,  εκλάμποντες  τοις  εν  κόσμω, χάριν  ιάσεων.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Ως απαρχάς της φύσεως.          
Τους αληθείας Μάρτυρας, και ευσεβείας κήρυκας, των αδελφών  την  δυάδα τιμήσωμεν, εν θεοπνεύστοις άσμασι, τον Ζηνόβιοv  άμα,  τη  σοφή  Ζηνοβίᾳ, ομού  βιώσαντας,  και  δια  μαρτυρίου  τευξαμένους  στέφος  άφθαρτον.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ζηνόβιε μάκαρ, Ζηνοβία πανευκλεής, οἱ τὸν Θεὸν Λόγον, δοξάσαντες ἐν ἄθλοις, παρ’ οὗ και δοξασθέντες, ημὠν προΐστασθε.

Οι Όσιοι Στέφανος, Θεόκτιστος και Ελένη



Σήμερα  η  Εκκλησία  μας  τιμά  τους  Οσίους  Στέφανο  Μιλιούτιν,  Θεόκτιστο  τον αδελφό  του  και  Ελένη  την  μητέρα  αυτών.
Δεν  έχουμε  λεπτομέρειες  για  τον  βίο  των   Οσίων.

Οι Άγιοι Τέρτιος, Μάρκος, Ιούστος (ή Ιησούς) και Αρτεμάς οι Απόστολοι εκ των 70


Ο  Τέρτιος έγινε δεύτερος επίσκοπος Ικονίου  μετά  τον  Σωσίπατρο.  Έγραψε δε  και  την  προς  Ρωμαίους  Επιστολή  του  Αποστόλου Παύλου,  καθώς  ο  ίδιος μαρτυρεί  (Ρωμ.  ιστ’ 22).
Ο  Μάρκος,  ανεψιός  του  Βαρνάβα,  έγινε  επίσκοπος  Απολλωνιάδας  και  με το  Ευαγγελικό  του  κήρυγμα  εξολόθρευσε  το  σέβας  των  ειδώλων.  (Κολασ. δ’ 10).

Ο  Ιούστος  έγινε  επίσκοπος  Ελευθερουπόλεως  και  με  τα  λόγια  του  και  τα θαύματά  του,  είλκυσε  στην  αλήθεια  του  Ευαγγελίου  τους  εκεί  απίστους.
Και  ο  Αρτεμάς  έγινε  επίσκοπος  στα  Λύστρα,  και  σαν  δόκιμος  υπηρέτης  του Χριστού  διέλυσε  στον  τόπο  αυτόν  την  πλάνη  των  δαιμόνων.

29/10/17

ομιλία στην Κυριακή Ζ΄του Λουκά

Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

Η   Οσία  Αναστασία  έζησε  στα  χρόνια  του  Διοκλητιανού  και  καταγόταν από την Ρώμη.  Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.
Όταν  την  συνέλαβε  ο  ηγεμόνας  Πρόβος,  υπενθύμισε  στην  Αναστασία  την ανθηρή  νεότητά  της,  για  την  οποία  θα  έπρεπε να αρνηθεί  τον  Χριστό.  Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση  της  Αναστασίας:  «Εγώ,  είπε,  μία  ωραιότητα και  νεότητα  γνωρίζω,  εκείνη  που  δίνει  ο  Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν τον  θάνατο  αντί  άλλων  εγκόσμιων  αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά τον Χριστό μου τον θέλω  και  απ’  Αυτόν  καμία δύναμη  δεν  θα  μπορέσει  να  με  χωρίσει.  Άν  αμφιβάλλεις,  δοκίμασε».
Εξαγριωμένος από την απάντηση ο  Πρόβος,  την  μαστίγωσε  στο  πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα  κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε  και  της έσκισε  το   σώμα.  Μετά΄ εκοψε  τους  μαστούς  της,  ξερίζωσε  τα νύχια  της  και τελικα την αποκεφάλισε.    
Έτσι,  η  Αναστασία  πήρε  τον  αμαράντινο  στέφανο  του  μαρτυρίου.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ασκήσει  εκλάμψασα,  ώσπερ  παρθένος  σεμνή,  ἀθλήσεως  αίμασι, την της αγνείας στολήν, ενθέως εφοίνιξας· όθεν Αναστασία,  ως  Οσία  και  Μάρτυς, χάριτας ιαμάτων, απαστράπτεις τω κόσμω, πρεσβεύουσα  τω  Σωτήρι,  υπέρ των  ψυχών  ημών.


Κοvτάκιοv. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Οσία, μαρτυρίου αίμασι, Αvαστασία πλυθείσα, παρέχεις, τοις εν ανάγκαις των νοσημάτων,  ίασιν,  και  σωτηρίαν τοις προσιούσιν, εκ καρδίας· ισχὺν γαρ νέμει, Χριστός ο βρύων, χάριν αέναοv.


Μεγαλυνάριον.
Έφυς ώσπερ ρόδον πανευθαλές, εν δικαιοσύνης,  τοις  λειμώσιν  ασκητικώς, και οσμήν χαρίτων, αθλητικώς εκπέμπεις, σεμνή Αναστασία, τοις σε γεραίρουσι.


28/10/17

ομιλία εορτής Αγ Σκέπης

Μνήμη Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου

Διαβάζουμε: «Τη αυτή ημέρα την ανάμνησιν ποιούμεθα της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας ήτοι του ιερού αυτής Μαφορίου, του εν τω σορώ του Ιερού Ναού των Βλαχερνών, ότε ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός κατείδεν εφηπλωμένην αυτήν άνωθεν και πάντας τους ευσεβείς περισκέπουσαν».
Λόγω των πολλών θαυμάτων από την Παναγία, που ανέφεραν οι Έλληνες στρατιώτες στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, η Ιερά Συνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της το 1952, καθιέρωσε να εορτάζεται η  Αγία Σκέπη  της Θεοτόκου αντί για την 1η Οκτωβρίου, στις 28 Οκτωβρίου. 
Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου η οποία τελούνταν από παλαιότατων χρόνων την 1η Οκτωβρίου, ήταν ανάμνηση του θαύματος το οποίο είδε ο Όσιος Ανδρέας. Κατά τη διάρκεια μιάς αγρυπνίας στο παρεκκλήσι της «Αγίας Σορού» του ναού των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, ο Όσιος Ανδρέας είδε την Θεοτόκο να προχωράει από τις βασιλικές πύλες προς το  θυσιαστήριο ανάμεσα σε λευκοφορους αγίους, από τους οποίους ξεχώριζαν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Όταν έφθασε στο θυσιαστήριο γονάτισε και προσευχόταν για πολλή ώρα, κλαίγοντας και παρακάλωντας τον Υιό της για την σωτηρία του κόσμου. Όταν ολοκλήρωσε την δέησή της, έβγαλε από το κεφάλι της το αστραφτερό μαφόριο, που φορούσε και με μία κίνηση το άπλωσε σαν σκεπή επάνω από το εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπε για αρκετή ώρα ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον Επιφανιο, που τον συνόδευε. Όσο φαινόταν εκεί  η  Θεοτόκος, φαινόταν και η  ιερή εσθήτα να σκορπίζει τη Χάρη της. Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, άρχισε και η Θεία Σκέπη να συστέλλεται και σιγά – σιγά να χάνεται. Το  ιερό αυτό μαφόριο που φυλασσόταν εκεί συμβόλιζε την Χάρη και την προστασία που παρέχει η Παναγία στους πιστοὺς.


Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.          
Της Σκέπης σου Παρθένε ανυμνούμεν τας χάριτας, ήν ως φωτοφόρον νεφέλην εφαπλοίς υπέρ έννοιαν, και σκέπεις τον λαόν σου νοερώς, εκ πάσης των εχθρών επιβουλής· σε γαρ σκέπην και προστάτιν και βοηθόν, κεκτήμεθα βοώντές σοι· δόξα τοις μεγαλείοις σου Αγνή, δόξα τη θεία σκέπη σου, δόξα τη προς ημάς σου προμηθεία  Άχραντε.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Ώσπερ νεφέλη αγλαώς επισκιάζουσα
Της Εκκλησίας τα πληρώματα Πανάχραντε,
Εν τη πόλει πάλαι ώφθης τη βασιλίδι.
Αλλ’ ως σκέπη του λαού σου και υπέρμαχος
Περισκέπασον ημάς εκ πάσης θλίψεως          
Τους κραυγάζοντας, χαίρε Σκέπη ολόφωτε.


Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγώντες τας δωρεάς, και τας καθ’ εκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, υμνούμεν Παρθένε, την σην μεγαλωσύνην, την προς ημάς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.



Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλλη και τα τέκνα αυτών

Ήταν μία πραγματική «κατ’ οίκον εκκλησία». Οικογένεια αληθινά χριστιανική, με μια ψυχή, με μια καρδια και το ίδιο φρόνημα.
Όταν άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ειδοποίησαν τους δυο συζύγους ότι κινδυνεύουν ναα συλληφθούν. Τότε ο Τερέντιος και η Νεονίλλη αναρωτήθηκαν να φύγουν μακριά, προκειμένου να προστατέψουν τα παιδιά τους ή να μείνουν και να περιμένουν με γενναιότητα οποιοδήποτε μαρτύριο;
Οι πέντε γιοί και οι δύο θυγατέρες τους, έδωσαν αποφασιστική απάντηση. Γιατί να φύγουν; Ο διωγμός είχε εξαπλωθεί παντού. Έπειτα, η αναχώρησή τους θα ενέσπειρε τον πανικό στους εκεί χριστιανούς. Και το σπουδαιότερο, η Εκκλησία δεν ενισχύεται από φυγάδες, αλλά από μάρτυρες και αθλητές.     
Έτσι, όλη η οικογένεια αποφάσισε να μείνει σταθερή στην απόφασή της. Και όλοι μαζί, αφού ομολόγησαν τον Χριστό, πέθαναν με αποκεφαλισμό.


Απολυτίκιον. Ἠχος γ’. Θείας πίστεως.~        
Νόμω  φύσεως, συνδεδεμένοι, κράτος πίστεως, ενδεδυμένοι, μαρτυρίου την οδόν διηνύσατε, συν Νεονίλλη  θεόφρον Τερέντιε, και  η των Παίδων υμών επτάς ένθεος. Και νυν άφεσιν, αιτήσασθε παμμακάριστοι, τοις μέλπουσιν υμών την θείαν άθλησιν.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.     
Ως συζυγία ευσεβής και ομόφρων, συν Τερεντίω Νεονίλλα τρισμάκαρ, λαμπρά χορεία ώφθητε Χριστώ τω Θεώ· πίστει γαρ εκθρέψαντες, τους σεπτούς υμών Παίδας, τούτους προσηγάγετε, λογικάς ως θυσίας, ενηθληκότες άμα συν αυτοίς, τω των αιώνων, Δσπότη μακάριοι.


Μεγαλυνάριον.
Γενεά ευθέων ευλογητή, ως ο Δαβίδ έφη, ανεδείχθητε τω Θεώ, Τερέντιε μάκαρ, συν τοις κλεινοίς υιοίς σου, και τη συνεύνω πίστει, ανδραγαθήσαντες.


Οι Άγιοι Αγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος και Νικόλαος οι Νεομάρτυρες εκ Μελάμπων Κρήτης

Όλοι γεννήθηκαν στο χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, από γονείς ευσεβείς χριστιανούς.
Ο Ἀγγελής και ο Μανουήλ ήταν γνήσια αδέλφια, γιοί του Ιωάννη Ρετζέπη. Ο Γεώργιος ήταν γιός του Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ο Νικόλαος ήταν γιός κάποιου άλλου, Ιωάννη Ρετζέπη.
Όλοι δηλαδή  ήταν από την ίδια οικογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι για την ανδρεία τους, έγγαμοι με παιδιά και απολάμβαναν όλα τα προνόμια των Μωαμεθανών, διότι υποκρίνονταν τους Τούρκους.
Το 1821 όμως, συντάχθηκαν με τους χριστιανούς και πολέμησαν γενναία για την ελευθερία της πατρίδας. Όταν επέστρεψαν στη γενέτειρά τους και πήγαν να πληρώσουν τους καθιερωμένους φόρους στους εντεταλμένους Τούρκους, τους κατάγγειλαν σαν αποστάτες του Μουσουλμανισμού στον Μεχμέτ Πασά του Ρεθύμνου.
Συλλήφθηκαν και οδηγήθηκαν δεμένοι στην πόλη αυτή. Επειδή όμως δεν υπέκυψαν στις κολακείες των τυράννων και έμειναν σταθεροί στην πίστη τους, βασανίστηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο.         
Τελικά στις 28 Οκτωβρίου 1824 τους αποκεφάλισαν μπροστά στην «Μεγάλη Πόρτα» του Ρεθύμνου. Οι τρεις κάρες απ’ αυτούς τους Νεομάρτυρες, φυλάσσονται στον Ναό των τεσσάρων μαρτύρων στο Ρέθυμνο.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’.    
Της  Κρήτης γεννήματα και Λάμπης θρέμματα, τους τετραρίθμους Νεομάρτυρας ανευφημήσωμεν, Γεώργιον, Αγγελήν, Μανουήλ και Νικόλαον, ούτοι γαρ δια πίστιν του Κυρίου σφαγέντες, το αίμα αυτών εθελουσίως εν τη Ρεθύμνη εξέχεαν, διο και παρρησίαν έχοντες προς Χριστόν, πρεσβεύουσιν αεί, υπέρ των ψυχών ημών.


Ο Άγιος Διομήδης

Έχει η γη τον ουρανό της. Έχει και η Εκκλησία το νοητό της στερέωμα.
Μυριάδες άστρα λάμπουν στον ουρανό και διηγούνται την δόξα του Θεού.
Μυριάδες άστρα σελαγίζουν και στης Εκκλησίας το νοητό στερέωμα. Σελαγίζουν και αυτά και  προβάλλουν μαζί με το πνευματικό τους φως τον θρίαμβο της αρετής και της αγιότητας.
Ένα τέτοιο λαμπρό αστέρι της αρχαίας Εκκλησίας του νησιού μας, αστέρι πρώτου μεγέθους, είναι και ο Άγιος Διομήδης.
Ο πανδαμάτορας χρόνος φυσικά μαζί με τις δραματικές περιπέτειες που πέρασε το μαρτυρικό νησί (η Κύπρος) έσβησε από τη μνήμη των σημερινών κατοίκων το όνομά του. Το μεγαλείο του όμως δεν έσβησε.
Ο Άγιος Νεόφυτος με τον  γλαφυρό του κάλαμο τον ψάλλει και τον προβάλλει σαν μία από τις πιο φωτεινές μορφές της Νήσου των Αγίων.
Μερικά ψήγματα από τη ζωή του, όπως την περιγράφει ο μεγάλος Άγιός μας, θα σημειώσουμε στις παρακάτω γραμμές για πνευματική ωφέλεια όλων μας.
Που γεννήθηκε και ποιοί ήσαν οι γονείς του δεν ξέρουμε. Εκείνο που μας λέει ο Άγιος, που τον εγκωμιάζει, είναι πως ο θεσπέσιος αθλητής Διομήδης «εξ απαλών ονύχων» δόθηκε στον Χριστό. Τούτο προϋποθέτει γονείς όχι μονάχα χριστιανούς,  αλλά και βαθιά πιστούς. Αυτοί φρόντισαν στην ψυχή του παιδιού τους να ενσταλάξουν από τη βρεφική ακόμη ηλικία την αγάπη τους για τον Χριστό. Και όπως η διψασμένη γη, σαν πιεί νερό και χορτάσει και ύστέρα δεχτεί τον σπόρο, μας τον δίνει φυτό χαριτωμένο, πολύφυλλο και πολύκαρπο, έτσι και η αγνή ψυχή του μικρού Διομήδη, ποτισμένη άφθονα από τον λόγο του Θεού, που οι καλοί γονείς πρόσφεραν καθημερινά στην καρδιά του παιδιού τους, προαγόταν μέρα με την ημέρα στην ζωή της αρετής. Όλοι καμαρώνουν το ευγενικό κι υπάκουο παιδί και μακαρίζουν τους ευτυχισμένους γονείς για τον θησαυρό τους.
Σε κάποια ευκαιρία η Θεία Πρόνοια, που όλα τα παρακολουθεί και όλα τα φροντίζει, έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ο μεγάλος της Λευκουπόλεως (= Λευκωσίας) επίσκοπος Τριφύλλιος, να συναντήσει και να γνωρίσει το παιδί.
Η εκτίμηση του Αγίου από την πρώτη στιγμή υπήρξε τόση, ώστε χωρίς κανένα ενδοιασμό τον κάλεσε κοντά του και ανέλαβε αυτός μαζί με τον δάσκαλό του, τον επίσκοπο της Τριμυθούντος, τον Άγιο και Θαυματουργό Σπυρίδωνα, την συνέχιση του έργου των ευσεβών γονιών. Κοντά στους δύο αυτούς κολοσσούς της αρετής και ξεχωριστούς της Εκκλησίας εργάτες, ο φλογερός νέος μεγαλώνει και συνεχίζει με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τον αγώνα του και με την χάρη του Θεού κατορθώνει να γίνει πιστό αντίγραφό τους.
Αντίγραφο στην βαθιά πίστη και ταπεινοφροσύνη, στον ζήλο και την αγάπη του Χριστού. Μαζί με τους σεβαστούς πατέρες και καθοδηγητές του συχνά – πυκνά επαναλαμβάνει και αυτός του θείου Παύλου τα λόγια: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» Και  μαζί τους προσθέτει και την απάντηση:«Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί, ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’, 35 και 38 – 39). Δηλαδή ποιός λοιπόν μπορεί να μας χωρίσει από αυτή την αγάπη, που μας έχει ο Χριστός; Μήπως η θλίψη από εξωτερικές περιστάσεις ή η στενοχώρια και εσωτερική πίεση της καρδίας μας ή διωγμός ή πείνα ή γύμνια και έλλειψη φορεμάτων ή μαχαίρι που να μας φοβερίζει με σφαγή; Όχι! Τίποτα.
Είμαι βέβαιος, απόλυτα βέβαιος, πως ούτε ο θάνατος με τον οποίο είναι πιθανό να μας φοβερίσουν, ούτε και μία ζωή τρισευτυχισμένη που μπορεί να μας υποσχεθούν, ούτε τα τάγματα των ουρανίων πνευμάτων, ούτε δηλαδή αυτοί οι άγγελοι, ούτε οι αρχές, ούτε οι περιστάσεις και τα γεγονότα της κάθε ημέρας, ούτε και τα μέλλοντα γεγονότα, ούτε οι δοξασμένες επιτυχίες που υψώνουν τον άνθρωπο πολύ, ούτε και οι ταπεινώσεις που τον γκρεμίζουν σε μεγάλα βάθη, ούτε οποιαδήποτε άλλη κτίση διαφορετική από αυτή που βλέπουμε, θα μπορέσει να μας χωρίσει και να μας απομακρύνει από την αγάπη, που μας έδειξε ο Θεός διά μέσου του Κυρίου μας του Ιησού Χριστού και η  οποία μας κρατά δεμένους στενά μαζί του κι ιδιαίτερα προστατευόμενούς του. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού.
Τα λόγια αυτά του μεγάλου Αποστόλου δεν τα μελετούν απλώς οι άγιοί μας, αλλά και τα εφαρμόζουν στην ζωή τους σε κάθε στιγμή και ώρα που τους ζητούν οι εχθροί της πίστεως να τα ομολογήσουν.
Χρόνια δύσκολα για το μαρτυρικό νησί μας ήσαν τα χρόνια εκείνα. Χρόνια διωγμών τόσο από μέρους των ειδωλολατρών, όσο και από μέρους των αιρετικών. Αλλά και χρόνια τρομερών επιδρομών. Σε μία τέτοια μάλιστα επιδρομή των απογόνων της Άγαρ, το νησί μας δοκίμασε φοβερές καταστροφές. Άνθρωποι σφαγιάσθηκαν, παρθένες ατιμάσθηκαν, χωριά και πόλεις πυρπολήθηκαν, ιερά και όσια συλήθηκαν. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους συνελήφθηκε και ο ποιμένας Τριφύλλιος, τον οποίο οι επιδρομείς άρχισαν σκληρά να βασανίζουν με την πρόθεση να τον αναγκάσουν να αρνηθεί τον Χριστό και ακόμη ίσως και μπορέσουν να αποσπάσουν από αυτόν και χρήματα. Με θαυμαστή υπομονή αντιμετωπίζει ο άνθρωπος του  Θεού τα αλλεπάλληλα βασανιστήρια. Με καρτερία αληθινά ηρωική  δέχεται τα κτυπήματα, περιφρονεί τις απειλές και προσεύχεται για τους βασανιστές του. Χαίρει και αυτός για την τιμή που του έλαχε όχι μόνο να πιστεύει στον Χριστό, αλλά και να πάσχει για χάρη Του.
Κατά την ώρα της σκληρής εκείνης δοκιμασίας του πνευματικού του πατέρα ο νεαρός Διομήδης τα έχασε. Τι μπορούσε ένας αδύνατος νέος να κάμει με τόσους γεροδεμένους και άγριους εχθρούς; Με την καρδιά σπαράσσουσα από πόνο έσπευσε να εγκαταλείψει την σκηνή του μαρτυρίου και να τρέξει να κρυφτεί στην αγαπημένη του σπηλιά, που βρισκόταν στα ανατολικά της Λευκωσίας. Είπαμε αγαπημένη του σπηλιά, γιατί σ’ αυτήν πολύ συχνά κατέφευγε για προσευχή και περισυλλογή. Σ’ αυτήν τρέχει και τώρα.
Τρέχει γιαα να προσευχηθεί και να κλάψει και να ζητήσει το έλεος του Παντοδύναμου Θεού για τον στοργικό πνευματικό του πατέρα. Τρέχει να προσευχηθεί, γιατί πιστεύει ο στοργικός νέος, πως με την προσευχή και αυτά τα κάστρα μπορούν να γκρεμισθούν. Το είπε Αυτός ο Κύριος. «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν». (Ματθ. ιζ’ 20). Τίποτα δεν είναι ααδύνατο σ’ εκείνον που πιστεύει με όλη του την ψυχή. Και ο νεαρός Διομήδης πιστεύει.
Πιστεύει στην παρέμβαση του θεού και την σωτηρία του προστάτη του.
Γονατιστός με δάκρυα περνάει την ημέρα του προσευχόμενος. Όταν η νύχτα σκέπασε με το σκοτεινό της πέπλο την γύρω πλάση, σηκώθηκε και ο πιστός Διομήδης και με προσοχή βγήκε από την σπηλιά. Περπατά γρήγορα και με αρκετή προφύλαξη. Που πάει; Στο μέρος όπου το πρωί είχε αφήσει τον επίσκοπο στα χέρια των Σαρακηνών και είχε φύγει. Γνώριζε πολύ καλά τους τόπους ή ἐπισκοπή. Ήταν εκεί κοντά στη Μονή της Οδηγήτριας ή Χρυσοδηγήτριας με τη μεγάλη εκκλησία. Εκεί είχε συλληφθεί και βασανιζόταν το πρωί ο ιερός Τριφύλλιος. Εκεί στη μονή κοντά, βρισκόταν και το ευρύ  κοιμητήριο.
Γύρω στα μεσάνυκτα, πότε περπατώντας, πότε τρέχοντας και πηδώντας, ο νέος έφτασε έξω από τη μονή. Με ιδιαίτερη προσοχή κινείται στο δρομάκι που οδηγεί στην επισκοπή. Από μία στενή πόρτα που βρισκόταν στην πίσω μεριά μπαίνει στην αυλή και προχωρεί στο κοντινό κελί. Εκεί σε μια γωνιά ακούει βογγητά. Ήταν ο επίσκοπος. Πλησιάζει στις μύτες των ποδιών και γονατίζει μπροστά του. Με βαθιά ευλάβεια του ασπάζεται τα χέρια και με στοργή του προσφέρει κάθε δυνατή  βοήθεια. Οι περιποιήσεις του νεαρού έκαμαν ώστε να μαλακώσουν οι δριμείς πόνοι και ο μωλωπισμένος επίσκοπος αρκετα να συνέλθει από τη δοκιμασία του.
Θαύμα α’. Κόντευε να ξημερώσει. Ο νεαρός έπρεπε να φύγει. Ήταν μεγάλος ο κίνδυνος, άν οι Σαρακηνοί τον βρίσκανε εκεί. Αφού έκαμαν μαζί με τον άγιο επίσκοπο μία θερμή προσευχή, γονάτισε ο νέος, πήρε την ευχή του και με την ίδια προσοχή κινήθηκε να βγεί από την πόλη. Σε κάποια απόσταση ακουσε κουβέντες σε ξένη γλώσσα.
Χωρὶς να χάσει καιρό το έβαλε στα πόδια. Τρέχει με όλη την δύναμη της νεανικής του ηλικίας. Πίσω του ακούει βαριά και πολλά βήματα ανθρώπων να τον ακολουθούν. Εκεί που πηγαίνει αλαφιασμένος, προφέροντας συνέχεια το όνομα του Κυρίου Ιησού, ακούει κάποιον να του ψιθυρίζει στο αυτί: «Διόμηδες, επιστραφείς, χάραξον προς τους διώκτας το του σταυρού σημείον».
Χωρίς να χάσει καιρό ο υπάκουος νέος σταματά. Στρέφεται προς τα πίσω, φυσά  με το στόμα και κάμνει απέναντί τους το σημείο του σταυρού.
Την ίδια ώρα θεόσταλτη πέφτει επάνω στους λῃστές η τιμωρία. Φούσκωσε η κοιλιά τους και τρομεροί πόνοι από τη μέση και κάτω τους αναγκάζουν να πέσουν χαμαί και να σπαράζουν. Ο νέος προχωρεί και μπαίνει στην σπηλιά του. Γονατίζει μπροστά σε μια εικόνα του Κυρίου Ιησού που είχε εκεί και από τα βάθη της ψυχής του εκφράζει με όλη την θέρμη της καρδιάς του τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη του στον Σωτήρα και Λυτρωτή του. Για ώρα πολλή προσεύχεται. Από την στάση εκείνη τον συνεφέρνει κάποια στιγμή ένα συνεχές βογγητό που ακούει απέξω από την σπηλιά του. Τι να είναι άραγε; Προχώρησε προσεκτικά προς την έξοδο και κοιτάζει γύρω. Τι  ήταν;
Ένας άνθρωπος, ράκος από τον πόνο, απευθύνεται προς αυτόν και του λέγει:
- Συγχώρησέ με, άνθρωπέ μου. Συγχώρησέ με και σπλαγχνίσου με. Σεις οι χριστιανοί, γνωρίζουμε, πως ξέρετε πάντα να συγχωρείτε.
Ο νέος τον κοίταξε με συμπάθεια και του είπε. Άν μετανιώνεις αληθινά, και άν αποφασίζεις ν’ απαρνηθείς την προηγούμενή σου διαγωγή και ζωή, θα σε ελεήσει ο  Θεός.
- Μετανιώνω και ζητώ το έλεος του Θεού σου. Λυπήσου με, νέε μου, και βοήθησέ με. Οι πόνοι που δοκιμάζω είναι αβάσταχτοι. Σύρθηκα ως εδώ, για να ζητήσω από σένα έλεος και  βοήθεια.
Τα σπαρακτικά λόγια του λῃστού — γιατί  ο  άνθρωπος εκείνος ήταν ένας από τους πεντακόσιους τόσους λῃστές που κυνήγησαν τον νέο — συγκίνησαν βαθιά την ευγενική ψυχή  του Διομήδη, που χωρίς να χάσει καιρό γονάτισε και ύψωσε τα χέρια σε προσευχή.
- Χριστέ μου, είπε, Σύ, που και από αυτόν τον Σταυρό Σου ζήτησες από τον άγιο Πατέρα Σου τη συγχώρηση των σταυρωτών Σου, δέξου και από μένα την παράκλησή μου και κάνε καλά τούτο το πλάσμα, που απαρνείται τον κακό εαυτό του και ζητάει το έλεός Σου.
Ύστερα από τα λόγια αυτά ο νέος σηκώθηκε, πλησίασε τον λῃστή κι έκαμε επάνω του το σημείο του Σταυρού.
Στη στιγμή το θαύμα έγινε. Ο λῃστής σηκώθηκε και γεμάτος ευγνωμοσύνη πήρε τα χέρια του νέου να τα ασπασθεί. Ο νέος τα απέσυρε και  με καλοσύνη του είπε: «Τον Κύριο Ιησού να ευχαριστήσουμε. Αὐτός σε έκαμε καλά».
- Πιστεύω, νέε μου. Πιστεύω στον Κύριο Ιησού. Μία χάρη ακόμη σου ζητώ. Να λυπηθείς και τους συντρόφους μου. Είναι όλοι τους συντετριμμένοι και έτοιμοι να απαρνηθούν τα πάντα και  να πιστεύσουν στον Ιησού. Να εκεί είναι όλοι πεσμένοι χαμαί. Δεν ακούς τα βογγητά τους;
Ο σπλαγχνικός νέος, αφού κοίταξε προς τα ανθρώπινα ράκη που βογκούσαν πέρα στην πλαγιά, στράφηκε προς τον μετανοημένο και θεραπευμένο λῃστή και του είπε:
- Πήγαινε και ρώτησέ τους. Άν απαρνούνται την κακία και άν αποδέχονται την αληθινὴ θρησκεία του Σωτήρος Χριστού, τότε θα γίνουν, οπωσδήποτε, όλοι τους καλά.
Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο ο καινούργιος προσήλυτος έτρεξε προς τους συντρόφους του, για να επιστρέψει σε λίγο και με παράκληση θερμή να ζητά από τον Όσιο να τους λυπηθεί. Ο σπλαγχνικός Διομήδης χωρίς άλλες διατυπώσεις προχώρησε προς τους λῃστές.
Πριν ακόμη πλησιάσει, αυτοί με δάκρυα άρχισαν να του φωνάζουν και να του λένε:
- Συγχώρησέ μας, καλέ μας άνθρωπε. Πιστεύουμε στον Κύριο Ιησού. Πιστεύουμε με ὅλη την καρδιά.
Ο Όσιος, αφού τους μίλησε με καλοσύνη, γονάτισε και ανέπεμψε θερμή προς τον Πανάγαθο Θεό προσευχή, σηκώθηκε κι έκαμε μπροστά τους το σημείο του σταυρού. Την ίδια ώρα το θαύμα επαναλήφθηκε. Όλοι οι λῃστές έγιναν καλά  και άρχισαν να δοξολογούν τον Κύριο. Στο τέλος ζήτησαν όλοι τους να γίνουν χριστιανοί. Κι ο Όσιος τους βάπτισε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στ’ αλήθεια. «Μέγας ο Θεός των χριστιανών και μεγάλη η ισχύς αυτού».

Τούτο το θαύμα και μόνο είναι αρκετό να πείσει κάθε έναν απροκατάληπτο μελετητή της ζωής του αγίου, πόσο ο Θεός χαριτώνει εκείνους που ελεύθερα και ειλικρινά ακολουθούν το θέλημά Του και κάμνουν τον νόμο Του βίωμα και ζωή τους.
Πόσα χρόνια έζησε ο Όσιος που μελετούμε δεν γνωρίζουμε. Ο Άγιος Νεόφυτος μας λέγει μονάχα πως όλη η ζωή  του  φλογερού ασκητή υπήρξε μία ζωή αρετής και καλοσύνης και προσφοράς για την δόξα του Χριστού. Όταν απέθανε, οι πιστοί που τον ακολουθούσαν μαζί με τους μαθητές του – και ήσαν αυτοί πολλοί – κήδεψαν με δάκρυα το σώμα του πνευματικού τους πατέρα εκεί στην σπηλιά και απάνω από αυτήν έκτισαν αργότερα μία εκκλησία και γύρω πολλά δωμάτια. Σ’ αυτά ένας μεγάλος αριθμός από εκλεκτές ψυχές είχε μαζευτεί και ζούσε μ’ ευλάβεια και φόβο Θεού την αγγελική ζωή. Ο πόθος των ασκητών να έχουν μία εικόνα, που να τους θυμίζει τον δάσκαλό τους, τους οδήγησε ύστερα από μερικά χρόνια να στείλουν στην Κωνσταντινούπολη έναν αδελφό της Μονής, για να βρει κάποιο ζωγράφο, που να τους φτιάξει μία τέτοια εικόνα. Ο μοναχός πήγε στην Πόλη. Βρήκε πράγματι έναν εξαίρετο ζωγράφο και του ανακοίνωσε τον σκοπό της επίσκεψεώς του. Ο ζωγράφος σαν άκουσε τον μοναχό  είπε με απορία:
- Μάρτυρα Διομήδη, επίσταμαι. Όσιον Διομήδη όμως ούτε γινώσκω, ούτε ιστορήσαι ικανώ. (Μάρτυρα Διομήδη γνωρίζω. Όσιο Διομήδη όμως ούτε ξέρω ούτε μπορώ να ζωγραφίσω).
Με πόνο ο μοναχός άκουσε την άρνηση του ζωγράφου σε όλα τα παρακάλια του. Λυπημένος έφυγε για το δωμάτιό του. Στην προσευχή η θεοφιλής εκείνη ψυχή, την θερμή και επίμονη, ζητάει την παρηγοριά της. Τα λόγια του Κυρίου «αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμὶν πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται». (Ματθ. ζ’ 7 – 8) προβάλλουν συνέχεια στην σκέψη του. Με όλην του την καρδιά ποθεί να μη γυρίσει στην Κύπρο με αδειανά τα χέρια. Θέλει να βρει μία εικόνα του προστάτη της Μονής του Αγίου. Γι’ αυτό προσεύχεται. Όλη νύχτα προσεύχεται και ζητάει την βοήθεια του Θεού. Και η βοήθεια προσφέρεται.
 Θαύμα β’. Την ίδια νύχτα στον ύπνο του ζωγράφου παρουσιάζεται ο Άγιος Διομήδης και του λέγει:
— Για ιδές, ζωγράφε, αυτόν, που λέγεις πως δεν ξέρεις. Άκουσε τον μοναχό  και  ζωγράφισέ του αυτόν που σου ζητεί».
Μόλις τα είπε αυτά χάθηκε από μπροστά του εκείνος που του μιλούσε. Ο ζωγράφος, με το που ξύπνησε, σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι, και αφού έκανε την προσευχή του και ζήτησε από τον Άγιο Διομήδη συγχώρηση για την προηγούμενη άρνησή του, κάθισε και άρχισε να ζωγραφίζει. Σαν τέλειωσε την εικόνα, την πήρε και την τοποθέτησε στο δωμάτιο, που είχε και τις άλλες τελειωμένες εικόνες.
Ύστερα από λίγες ημέρες ξαναήρθε και πάλι ο γνωστός μοναχός και άρχισε να τον παρακαλεί να του κάμει την χάρη να του φτιάξει την εικόνα που του ζητούσε. Στην παράκλησή του ο ζωγράφος τον έστειλε στο δωμάτιο και του είπε να μαζέψει τις εικόνες. Εκείνος μόλις μπήκε και είδε την εικόνα του Οσίου, την αναγνώρισε και γεμάτος χαρά την πήρε και την έφερε στον ζωγράφο, βεβαιώνοντάς τον πως η εικόνα που έφτιαξε απέδιδε θαυμάσια την μορφή του Οσίου. Ο ζωγράφος τότε απεκάλυψε στον μοναχό το όνειρό του και με δάκρυα και οι δυό τους δοξολόγησαν τον Θεό για την χάρη που δίνει στους εκλεκτούς του.
Πολλά θαύματα έκαμε ο Άγιος μας. Και σε παλαιότερες εποχές, μα και στην εποχή του Αγίου Νεοφύτου που τον εγκωμιάζει. Αυτής της εποχής είναι και τα παρακάτω δύο θαύματα, που τα δανειζόμεθα και πάλι από τον εγκωμιάζοντα τον Όσιο Διομήδη, Άγιο Νεόφυτο.
1. Ένας άνθρωπος υπέφερε πολύ από πόνους στην κοιλιά του. Παρόλο που έτρωγε μπόλικα και η κοιλιά του φούσκωνε κάθε μέρα, εν τούτοις το δυστυχισμένο τούτο  πλάσμα ένιωθε πάντα νηστικό και διψασμένο και βασανιζόταν από τρομερούς πόνους στην κοιλιακή χώρα. Κάποια μέρα, απελπισμένος από τα βάσανά του, πήγε στον τάφο του Αγίου και έπεσε πάνω σ’ αυτόν και με σπαραγμό ψυχής παρακαλούσε τον Όσιο να τον λυπηθεί και να τον κάμει καλά. Μερικοί διαβάτες, που περνούσαν απ’ εκεί, σπλαχνίσθηκαν τον πάσχοντα και αφού πλησίασαν, τον πήραν και τον ξάπλωσαν πάνω στον τάφο και άλειψαν καλά την κοιλιά του με το λάδι της κανδήλας του Αγίου. Ο άρρωστος ησύχασε λίγο και αποκοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε, ένιωσε την ανάγκη να ενεργηθεί. Πήγε στο μέρος και από πίσω του αντί περιττώματα βγήκαν δυὸ κομμάτια φιδιού μιάμιση σπιθαμή το καθένα. Ο άνθρωπος ησύχασε. Βρήκε το χρώμα του και γεμάτος κέφι αρχισε να δοξάζει τον θεό και τον Άγιο Διομήδη που τον έκαμαν καλά.
2. Μια γυναίκα, που έπασχε και αυτή από τρομερούς πόνους στην κοιλιά, σαν έμαθε την θαυματουργική θεραπεία του πιο πάνω αρρώστου, έτρεξε και αυτή με βαθιά πίστη στον τάφο του Αγίου και με δάκρυα άρχισε να τον παρακαλεί να τὴ σπλαχνιστεί και να τη γιατρέψει. Συγχρόνως πήρε κι αυτή λάδι από την κανδήλα του Οσίου και άλειψε καλά την κοιλιά της. Εκεί που γονατιστή έκλαιε και παρακαλούσε, ένιωσε τρομερή αναγούλα. Παραμέρισε για να κάμει εμετό και τότε από το στόμα έβγαλε κάτι που έμοιαζε με κάβουρα. Αυτό ήταν όλο. Η γυναίκα μετά από αυτό έγινε τελείως καλά και τα δάκρυα του πόνου της μεταβλήθηκαν στη στιγμή σε δάκρυα χαράς και βαθιάς ευγνωμοσύνης και δοξολογίας του Πανάγαθου Θεού  και  του Αγίου Του για τη θαυμαστή θεραπεία.
Στ’ αλήθεια, αδελφοί μου. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».Ναι! Θαυμαστός ο Θεός! Ένα μόνο χρειάζεται. Πίστη ζωντανή και φλογερή. Και τότε, άν αυτό που ζητούμε είναι για το καλό μας, θα μας το δώσει η αγάπη Του. Μας το βεβαιώνει ο ίδιος. «Επικάλεσαι με εν ημέρα θλίψεως, και εξελούμαι σε, και δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’ 15). Παιδί μου, φώναξέ με στην θλίψη σου και θα σε απαλλάξω από τα βάσανά σου και θα με δοξάσεις. Να Τόν φωνάξουμε στη θλίψη μας. Να Τον φωνάξουμε με πίστη και εμπιστοσύνη στα λόγια Του. Να Τον επικαλεσθούμε χωρίς κρατούμενα. Και τότε το θαύμα θα γίνεται. Γιατί ο «Χριστός χθές και σήμερον ο  αυτός και εις τους αιώνας».
Η περιγραφή αυτή  της ζωής του Αγίου Διομήδη, όπως μας δίνεται από τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, παρουσιάζει μερικά ερωτηματικά σχετικά με το πότε έζησε ο Όσιος. Σαν λάβουμε υπόψη ότι οι αραβικές επιδρομές στο νησί μας άρχισαν περί τα μέσα του έβδόμου αιώνα και κράτησαν μέχρι τα μέσα του δεκάτου, τότε γίνεται φανερό, πως ο Όσιός μας δεν είναι δυνατό να υπήρξε μαθητής του Αγίου Τριφυλλίου, ο οποίος έζησε πολύ ενωρίτερα, τον πέμπτο περίπου αιώνα. Εκείνο που συνδέει τους δυό Αγίους, Τριφύλλιο και Διομήδη, είναι αυτό που αναφέρει κάποιος άλλος χρονογράφος, που μας λέγει πως σε μια από τις αραβικές επιδρομές, οι Σαρακηνοί ανέσκαψαν και τον τάφο του Αγίου Τριφυλλίου, που βρισκόταν στο κοιμητήριο που ήταν κοντά στο ναό της Οδηγήτριας με την ελπίδα να βρουν κάποιο θησαυρό και έβγαλαν από μέσα ακέραιο και ευωδιάζον το ιερό λείψανο. Γεμάτοι αγριότητα απέκοψαν το κεφάλι και, ω του θαύματος!
Από τον λαιμό έτρεξε άφθονο αίμα, που κατατρόμαξε τα ανθρωπόμορφα εκείνα τέρατα.
Την σκηνή αυτή παρακολουθούσε κάποιος ασκητής που ασκήτευε σε μία σπηλιά κοντά στο προάστιο της Λευκωσίας, τον Λευκομιάτη, ο Άγιος Διομήδης. Εκμεταλλευόμενος ο ασκητής τη σύγχυση των τυμβωρύχων, άρπαξε την ιερά κεφαλή του Αγίου Τριφυλλίου και έτρεξε να τη μεταφέρει στο ασκητήριό του. Κάποιος όμως τον αντελήφθη και τον πρόδωσε και  500 Σαρακηνοί περίπου τον καταδίωξαν.
Αυτό το περιστατικό είναι ότι συνδέει τους δυο Αγίους, Τριφύλλιο και Διομήδη.

Ταις των αγίων της Κύπρου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.