28/2/17

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής έζησε  και έδρασε επί  του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος Γ’ του Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.). Από νεαρή  ηλικία  ο Όσιος  αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο και εκάρη μοναχός. Έγινε  μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου ( 27 Φεβρουαρίου). Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο και αφού προηγουμένως καλλιέργησε με επιμέλεια την ασκητική ζωή, αργότερα, όταν ανέκυψε η αίρεση κατά των ιερών εικόνων, αντιστάθηκε με πνευματική ανδρεία στους εικονομάχους. Για τον  λόγο  αυτό  συνελήφθη, τιμωρήθηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια. Όταν δε, πέθανε ο αυτοκράτορας, απελευθερώθηκε και αφού βγήκε από τη φυλακή, φρόντιζε για την καλλιέργεια της αρχαίας υγείας της ευσέβειας, παρακινώντας πολλούς  προς την αρετή  και  επαναφέροντάς  τους  προς την ορθόδοξη πίστη.  
Έτσι  αφού  αγωνίσθηκε ο  Όσιος  Βασίλειος, κοιμήθηκε  με  ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοῖς θείοις σου σκάμμασι· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι’ ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος· ἐντεῦθεν τῆς ἀσαλεύτου βασιλείας ἠξίωσαι.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν. 
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καὶ μονάσας Ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ τὰς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε Πάτερ ἱερώτατε.


Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, θεράπων καὶ μύστης, διὰ βίου εἰλικρινοῦς· οὗ τὸν χαρακτῆρα, σεβόμενος αἰσχύνεις, Βασίλειε παμμάκαρ, ἄνακτα τύραννον.


Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα


Τον  βίο των Οσίων  αυτών γυναικών, συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη  Φιλόθεο  Ιστορία  του.
Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέροια της Συρίας και έζησαν  στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η  καταγωγή τους  ήταν επίσημη  και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν  τον  κόσμο  και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν  με πηλό, για να μην εισέρχεται  κανένας  σε αυτόν και άφησαν μόνο μία μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω  και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα  και να νικήσουν τους πειρασμούς.

Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ’ όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη  και αγαθοεργίες τη ζωή τους.      
Έτσι, αφού  έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις  ψυχές  τους  στο  Νυμφίο  Χριστό.

Ο Όσιος Γερμανός εκ Ρουμανίας

Ο  Όσιος  Γερμανός  της  Ντομπρουζία  γεννήθηκε  περί  το  έτος  358 μ.Χ. Έγινε μοναχός  και  ασκήτεψε  θεοφιλώς  στη  Ρουμανία. Κοιμήθηκε  με  ειρήνη  μεταξύ  των  ετών  405 – 415  μ.Χ.

Ο Άγιος Νικόλαος ο δια Χριστόν Σαλός του Πσκώφ

Ο  Άγιος  Νικόλαος  καταγόταν  από  τη  Ρωσία  και   ήταν  δια  Χριστόν  σαλός. Έζησε  στην  πόλη  Πσκώφ  κατά  τους  χρόνους  της  βασιλείας  του  τσάρου Ιβάν  του  Τρομερού  και  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1576.

27/2/17

Ο Όσιος Προκόπιος ο Ομολογητής ο Δεκαπολίτης

Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα  Λέοντος  του  Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και  διακρίθηκε  για την  πνευματική  γενναιότητά  του  ως  υπέρμαχος  της  Ορθοδοξίας. Άν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι’ αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της  Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.     
Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ  κατ’ άλλους  υπέμεινε  μαρτυρικό  θάνατο.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Φερωνύμως προκόπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν· Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός· μεθ’ ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.   
Ἐωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τὴν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα, Προκόπιε ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Θείας ὑπαλείπτην σε προκοπῆς, καὶ ὁμολογίας, θεηγόρου ὑφηγητήν, Πάτερ εὖ εἰδότες, τοὺς πόνους σου τιμῶμεν, δι’ ὧν καταπυρσεύεις, ἡμᾶς Προκόπιε.


Οι Όσιοι Ασκληπιός και Ιάκωβος

Το βίο των Οσίων Ασκληπιού και Ιακώβου συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου  στη  Φιλόθεο  Ιστορία του.
Ο Όσιος Ασκληπιός ήταν μαθητής του Αγίου Πολυχρονίου ( 23 Φεβρουαρίου), που  διακόνησε τον  Όσιο  Ζεβινά  και  μιμήθηκε  κατά πάντα  τον  Γέροντα  αυτού  στην  άσκηση.

Ο Όσιος Ιάκωβος, μετά  από  πολλά  χρόνια  ασκήσεως και ερημιτικού βίου, σε πολύ μεγάλη ηλικία κλείσθηκε σε κελί κοντά στην πόλη Νιμουζάν, χωρίς να βλέπει κανέναν και τίποτα.
Έτσι  αφού  έζησαν, κοιμήθηκαν  οσίως  με  ειρήνη.

Ο Όσιος Θαλλέλαιος

Ο Όσιος Θαλλέλαιος καταγόταν από την Κιλικία της Μικράς Ασίας. Επειδή  αγάπησε τον μοναχικό βίο, μετέβη στην πόλη των  Γαβάλων της Συρίας, σε  όρος ψηλό επί του οποίου υπήρχε ναός των ειδώλων και έστησε την μικρή καλύβα του ασκητεύοντας με προσευχή και νηστεία. Όταν είδαν οι  δαίμονες την αρετή του, δοκίμασαν να τον εκφοβήσουν. Δεν μπόρεσαν όμως. Με προσευχή τους έκανε άφαντους. Εκείνοι τότε εξεμάνησαν και άρχισαν να σπάνε τα δένδρα και επειδή ούτε με αυτό παρακίνησαν τον Όσιο, τη νύχτα με φωνές  και  θορύβους, επιτίθονταν σε αυτόν. Χωρίς  όμως  να  κατορθώσουν  τίποτα, υπεχώρησαν.
Ο Όσιος ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτέ δεν υπερηφανεύθηκε για την εγκράτεια και τα πνευματικά κατορθώματά του και οδηγούσε προς τον Χριστό πλανεμένες ψυχές. Οπότε μάλιστα του έκαναν λόγο επαινετικό, ο Όσιος δεν ήθελε  να  τον  δεχθεί,  διότι θεωρούσε πνευματικά  ωφέλιμο να προσέχει που  υστερούσε  και  όχι  να  ακούει  για την προκοπή του.      
Επειδή  όμως  ο  Όσιος  επιθυμούσε  να  ζήσει  πιο  αυστηρό  ασκητικό  βίο, εγκατέλειψε την  καλύβα  και  έκτισε  κελί  τόσο  στενό, ώστε  εισερχόταν σε  αυτό με δυσκολία. Έτσι, αφού έζησε θεοφιλώς επί δέκα χρόνια, κοιμήθηκε με ειρήνη. Τον βίο του συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο  Ιστορία του.


Ο Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης

Ο  Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα  και  ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν  από  βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την  πρωτεύουσα  του βασιλείου των Βησιγότθων. Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε  για την μόρφωση και  τις αρετές του. Γι’ αυτούς τοὺς  λόγους η  Εκκλησία  τον  κατέστησε  Επίσκοπο  το  έτος  579 μ.Χ. Ίδρυσε  θεολογική  σχολή με σκοπό τη διάδοση  της  Ορθοδοξίας, αλλά  και  την  καλλιέργεια  των  επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι  δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  και  Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκὶλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία  δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην  ευσεβή  σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου. Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε  διωγμός  κατά  των  Ορθοδόξων. Ο  αιρετικός  Λέβεγκιλντ  ήλθε σε σύγκρουση  με τον  Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν  τέτοια  η ένταση του διωγμού  και της μανίας των αιρετικών, που όπως  γράφεται δεν  έβλεπε  κανείς  πουθενά  ελεύθερο άνθρωπο  και  η  ίδια η  γη  έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε  την  ημέρα  του  Πάσχα  του  586 μ.Χ.
Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη  βοήθεια του  αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον  Άγιο  Γρηγόριο  τον  Μέγα, τον  Διάλογο, και  συνδέθηκε μαζί του με δυνατή  φιλία. Όταν ο  διωγμός  κατά  των Ορθοδόξων έφθασε στα  άκρα, ο βασιλιάς  Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ  προς την  αληθινή  Ορθόδοξη  πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτης της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον  την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ αρχήν, αλλά και  με τα  εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο, να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν του Αγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της κκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβική».
Ο Άγιος Επίσκοπος  της Σεβίλλης, αφού  υπέμεινε πολλές  αντιξοότητες και  δοκιμασίες, παρέδωσε  την  αγία ψυχή του στον Κύριο στις 13 Μαρτίου  του  έτους  600  ή  601 μ.Χ.


Ο Όσιος Τίτος εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η  ιερατική του  βιοτή  ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής  και ανυπόκριτη.
Τότε  ζούσε στη  Λαύρα  και  ένας  διάκονος, που  ονομαζόταν  Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα  στον  Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο  βαθιά  αμοιβαία  αγάπη, έφθασαν  τώρα  να μην  θέλουν  ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ   μάλιστα  τους  σκότισε  η  οργή και  η μνησικακία, ώστε, όταν  θυμίαζε  ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και  άν  δεν  έφευγε, ο πρώτος τον  προσπερνούσε  χωρίς  να  τον θυμιάσει.
Έχοντας  βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και  να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν,  ξεχνώντας  την εντολή του Κυρίου που λέγει:  «Εάν προσφέρεις  το  δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει  κάτι  εναντίον σου, άφησε εκεί  το  δώρο  σου  μπροστά στο θυσιαστήριο και  πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς  με τον  αδελφό σου, και  τότε αφού  έλθεις πρόσφερε το  δώρο  σου».
Κάποτε  ο  Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχε μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα  του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά  να  κλαίει  και  να θρηνεί  για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν  τον  Ευάγριο, για  να  συγχωρεθούν. Εκείνος  όμως, όχι  μόνο δεν  δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο  αδελφό, αλλά  άρχισε  να τον  καταριέται. Τότε  τον άρπαξαν και τον έφεραν δισ της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις  τον  είδε  ο  Όσιος  Τίτος  ανασηκώθηκε με  δυσκολία  και  τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα  τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί  μαζί του  ούτε στην  παρούσα  ζωή  ούτε  στην  άλλη. Δεν πρόλαβε  όμως  να  τελειώσει τον  λόγο του και έπεσε κάτω ξερός! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή  ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον ἀδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου  και  την θαυματουργική  ίαση του Αγίου.           
Ο  Όσιος  Τίτος, μετά  την  συγκλονιστική  αυτή  εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα  από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική  οργή, αλλά  και  κάθε κακό  λογισμό  για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι  την ημέρα που  κοιμήθηκε ειρηνικά  και  παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν  το έτος 1190.


Ο Ἀγιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν

Ο  Άγιος  Ραφαήλ γεννήθηκε στη  Συρία  το  έτος 1860 από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ και τη Μάριαμ, θυγατέρα του ιερέως της Δαμασκού. Την  ημέρα  της  εορτής  των  Θεοφανείων του 1861 βαπτίσθηκε  και  ονομάσθηκε  Ραφαήλ.
Σπούδασε  στη  θεολογική  σχολή  της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος στις 8 Δεκεμβρίου του 1885. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη θεολογικὴ ακαδημία του Κιέβου. Με την ευλογία του Πατριάρχη  Αντιοχείας  Σίλβεστρο, διευθυντή  της ακαδημίας και  ένα μήνα  αργότερα  έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτου από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε καθήκοντα   εξάρχου  του  Πατριαρχείου  Αντιοχείας  στη  Ρωσία.
Ο  ιεραποστολικός  ζήλος  οδήγησε  τα  βήματά του στην Αμερική. Έφθασε στη Νέα  Υόρκη  στις 2  Νοεμβρίου  1895  και  ανέλαβε  ως  βοηθός  του  Επισκόπου  Νικολάου. Ανέλαβε  σημαντικό  ιεραποστολικό έργο  και  ασχολήθηκε  με τη  συγγραφή  θεολογικών  βιβλίων  καθώς  και με  την  ανέγερση  νέων  ναών.
Το έτος 1903 η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον εξέλεξε  Επίσκοπο  Μπρούκλυν  και  του  ανέθεσε το ιεραποστολικό έργο στη Βόρειο Αμερική.        
Ο  Άγιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1915.


26/2/17

ομιλία στην Κυριακή της Τυροφάγου, που έγινε στις 26-2-2017 στο Αμμοχώρι...

Ο Άγιος Πορφύριος Επίσκοπος Γάζης

Ο Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Αφού  εγκατέλειψε  και γονείς  και  πλούτη, στα  χρόνια της βασιλείας του Αρκαδίου  και  Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που  ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε  μοναχός  σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα και κήρυσσε στους Ιουδαίους και  τους  Έλληνες  το  Ευαγγέλιο  του  Χριστού. Εκεί  ασθένησε σοβαρά  από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως  και  τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών  ήταν  και  ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος  του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα  από  την  Ασία  στα  Ιεροσόλυμα  και  από  τότε  συνδέθηκαν δια βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μία σοβαρή  εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος λῃστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος  αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα  οποία  ήταν  πολύ  πτωχά.
Εκεί  χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος  από  τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων  Ἶωάννη Β’ (386 – 417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου  Γάζης  Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη  Επίσκοπος  της  Γάζης  και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς ειδωλολάτρες και αιρετικούς  στην  αληθινή  θεογνωσία.
Για να προστατεύσει  ο  Άγιος  το ποίμνιό του από τις αδικίες των  Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει την συνδρομὴ των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) και Ευδοξίας. Εκεί  συνάντησε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο  και  στους  βασιλείς  και  στήριξε  με θέρμη  το αίτημά του να καταστήσει γνωστή  στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας επείσθη και χορήγησε στον  Άγιο  Πορφύριο  βασιλικό  διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική  χορηγία  ανήγειρε εκκλησίες εκεί  όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Κατάφερε δε ο  Άγιος να κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε ιδρυθεί  από τον αυτοκράτορα  Αδριανό  το  έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε για τον σκοπό αυτό στην Γάζα  τον  Αντιοχέα  αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε  Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από καρυστινό μάρμαρο  και  τα  εγκαίνιά  του  έγιναν  το  Πάσχα  του  407 μ.Χ.
 Κατά τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος  του  Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Το  έτος  415 μ.Χ. έλαβε  μέρος στη  Σύνοδο  της  Διοσπόλεως, υπό την προεδρία  του  Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β’. Η Σύνοδος  αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που είχε στην Αφρική  με τον ιερό  Αυγουστίνο, Επίσκοπο  Ιππώνος ( 15 Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού  αμαρτήματος και  της θείας χάριτος. Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τον καλόν αγώνα τετελεκώς προς τους  ειδωλομανείς  έως της  ημέρας της κοιμήσεως αυτού».


Απολυτίκιον.  Ήχος  δ’.  Ο  υψωθείς  εν  τω  Σταυρώ.      
Πορφυραυγέσιν  αρετών λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας  σεαυτόν  Ιεράρχα, καθάπερ φως εξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γαρ και  θαύμασιν, αληθώς διαπρέψας πάσιν εβεβαίωσας, ευσέβειας την χάριν· και νυν Χριστώ  αΰλως  λειτουργών,  υπέρ  του  κόσμου,  μη  παύση  δεόμενος.


Κοντάκιον.  Ήχος  β’.  Τοις  των  αιμάτων  σου.    
Ιερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ιερωσύνης στολή  κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, και ιαμάτων εμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων  απαύστως  υπέρ  πάντων  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Της  Θεσσαλονίκης  σεπτός βλαστός, και  Γαζαίων  θείος,  Ποιμενάρχης  και οδηγός, και της Εκκλησίας,  νυμφαγωγός  εδείχθης,  Πορφύριε  τρισμάκαρ, σώζων  τους  δούλους  σου.


Η Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή  καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ. Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ’ κεφάλαιο  του  κατά  Ιωάννη  Ευαγγελίου.
Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από  την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και γέμιζε την στάμνα της. Εκεί, μία ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος φανέρωσε σε αυτήν όλη τη ζωή της. Ο  Κύριος  είπε  στην Αγία, ότι Αυτός είναι «το ύδωρ το ζων», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το «πνευμνατικό ύδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία βαπτίσθηκε Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της  Σαμάρειας  και  ονομάσθηκε  Φωτεινή.
Από  τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στην διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα  Νέρωνα (54 – 68 μ.Χ.), όταν  αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή  έκανε  Χριστιανές  την θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της.         
Μαζί  με την Αγία  Φωτεινή  μαρτύρησαν οι  υιοί  της  και οι πέντε αδελφές  της.


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’.  Ταχύ  προκατάλαβε.
Χριστώ  συνομίλησας  επί  τω  φρέαρ σεμνή, και πίστιν  εισδέδεξαι,  την  προς αυτόν  ακλινώς, Φωτεινή  Ισαπόστολε·  όθεν  της  ευσεβείας,  εφαπλούσα  το φέγγος, ήθλησας υπέρ φύσιν, συν υιοίς και συγγόνοις· μεθ’  ών  απαύστως πρέσβευε,  υπέρ  των  τιμώντων  σε.

Έτερον  Απολυτίκιον. Ήχος  α’.  Της  ερήμου  πολίτης.  
Την πηγήν δεξαμενή της σοφίας και χάριτος,  εκ  χειλέων  Κυρίου  Φωτεινή Ισαπόστολε, νομίμως ηγωνίσω πανοικεί, και νέμεις φωτισμόν παρά  Θεού, τοις προστρέχουσι τη σκέπη σου τη σεπτή, και  ευλαβώς  βοώσί  σου.  Δόξα τω  δεδωκότι  σοι  ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω  χορηγούντι  δια σου,  χάριν  ημίν  και  έλεος.


Κοντάκιον.  Ήχος  δ’.  Επεφάνης  σήμερον.
Του Χριστού της πίστεως, το φως εδέξω, και αυτού εκήρυξας, την παρουσίαν εν σαρκί, ω Φωτεινή Ισαπόστολε, και μαρτυρίου, αγώσι διέλαμψας.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις  Ισαπόστολε Φωτεινή,  η  ζωής  το  ύδωρ,  δεξαμένη  παρά  Χριστού· χαίροις η εν  Ρώμη, αθλήσασα  ανδρείως,  συν  πάσι  τοις  οικείοις,  Χριστός δοξάσασα.


Οι Αγίες Φωτώ, Φώτις, Παρασκευή, Κυριακή και Ανατολή οι Μάρτυρες αδελφές της Αγίας Φωτεινής

Οι Αγίες Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακή  και Ανατολή  τελειώθησαν δια ξίφους  και  η  Αγία  Φώτις  ετέθηκε  σε  δύο  δένδρα, τα οποία απολυθέντα  την  διέσχισαν  στα  δύο.


Απολυτίκιον. Ήχος  α’. Της  ερήμου  πολίτης.       
Φωτεινήν  και  Φωτίδα  και  Φωτώ  ανυμνήσωμεν,  συν  Ανατολή  Φωτεινόν τε Ιωσήν θείοις άσμασιν, ομού  Κυριακήν Παρασκευήν, τους Μάρτυρας Χριστού  περιφανείς·  θείαν  χάριν γαρ αιτούνται και φωτισμόν, τοις  πίστει  ανακράζουσι·  δόξα  τω  ενισχύσαντι  υμάς,  δόξα τω  στεφανώσαντι,  δόξα  τω  ενεργούντι  δι’  υμών  πάσιν  ιάματα.


ΚΥΡΙΑΚΗ «ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ»

Ματθ. στ’ 14-21

Ἐὰν  γὰρ  ἀφῆτε  τοῖς  ἀνθρώποις  τὰ  παραπτώματα  αὐτῶν, ἀφήσει  καὶ  ὑμῖν  ὁ  πατὴρ  ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ  ἀφῆτε  τοῖς  ἀνθρώποις  τὰ παραπτώματα αὐτῶν,  οὐδὲ  ὁ  πατὴρ  ὑμῶν  ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Όταν δὲ  νηστεύητε, μὴ  γίνεσθε  ὥσπερ  οἱ  ὑποκριταὶ  σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως  φανῶσι τοῖς  ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω  ὑμῖν  ὅτι  ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων  ἄλειψαί  σου  τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαιὅπως μὴ  φανῇς τοῖς  ἀνθρώποις νηστεύωνἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ  πατήρ σου   βλέπων  ἐν τῷ  κρυπτῷ  ἀποδώσει  σοι  ἐν  τῷ  φανερῷ. Μὴ  θησαυρίζετε  ὑμῖν θησαυροὺς  ἐπὶ  τῆς γῆςὅπου σὴς καὶ βρῶσις  ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ  ὑμῖν θησαυροὺς  ἐν οὐρανῷὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις  ἀφανίζει, καὶ  ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ  κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν    θησαυρὸς  ὑμῶνἐκεῖ  ἔσται  καὶ    καρδία  ὑμῶν.

Φτάσαμε στις τελευταίες μέρες πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή. Ήδη κατά  την  εβδομάδα της  Απόκρεω, δυο  μέρες – η  Τετάρτη και  η Παρασκευή  ανήκουν  στη  Σαρακοστή. Η  Θεία Λειτουργία δεν τελέσθηκε και  η  όλη τυπικὴ  διάταξη στις  ακολουθίες  έχει πάρει τα λειτουργικά  χαρακτηριστικά  της  Μεγάλης  Σαρακοστής.
Το  Σάββατο της Τυροφάγου  η  Εκκλησία μας  «ποιεί  μνεία πάντων των  εν  ασκήσει λαμψάντων  αγίων  ανδρών  τε  και  γυναικών».  Οι άγιοι είναι  τα  πρότυπα που  θ' ακολουθήσουμε, οι  οδηγοί  στη  δύσκολη  τέχνη της  νηστείας  και  της  μετάνοιας. Στον  αγώνα που πρόκειται ν' αρχίσουμε  δεν  είμαστε  μόνοι, έχουμε  βοηθούς  και παραδείγματα.
Την Κυριακή, τελευταία μέρα πριν τη  Σαρακοστή, που  συνήθως την ονομάζουμε Κυριακή  της συγγνώμης και  «της  από  του  Παραδείσου  της τρυφής  εξορίας  του  Πρωτόπλαστου  Αδάμ».
Ξέρουμε  ότι  ο  άνθρωπος πλάσθηκε για να  ζει  στον  Παράδεισο, για την γνώση του  Θεού  και  την κοινωνία μαζί Του. Η  αμαρτία του όμως τον  απομάκρυνε  από  την ευλογημένη ζωή  και  έτσι  η  ύπαρξή του στη  γη  είναι μια  εξορία. Η Μ. Σαρακοστή  είναι  η  απελευθέρωσή μας  από  τη  σκλαβιά  της  αμαρτίας. (σέλ. 32)
Το  ευαγγελικό  ανάγνωσμα αυτής της  Κυριακής (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τους  όρους για  μια  τέτοια  απελευθέρωση. Πρώτος  όρος είναι  η νηστεία, η  προσπάθεια  να  ελευθερωθούμε  από  τη  δικτατορία  της σάρκας και  της  ύλης πάνω  στο  πνεύμα. Δεν πρέπει  όμως  η νηστεία μας να  είναι  υποκριτική, δηλαδή  «προς  το  θεαθήναι», να  μη φαινόμαστε «στους  ανθρώπους  νηστεύοντες, αλλά  στον  Πατέρα  μας  εν  τω  κρυπτώ» όπως  αναφέρεται  στο  ευαγγελικό  ανάγνωσμα.
Δεύτερος  όρος είναι  η  συγγνώμη: «Εάν  αφήτε στους  ανθρώπους τα παραπτώματά τους, θα  αφήσει και  τα  δικά σας  ο  ουράνιος Πατέρας». Η  συγχωρητικότητα είναι  η  επιστροφή  στην  ενότητα, στη  σύμπνοια, στην  αγάπη. Έτσι στον  Εσπερινό  αυτής της Κυριακής, στο  τέλος της  ακολουθίας, όλοι οι  πιστοί  πλησιάζουν τον ιερέα  και  ο  ένας τον  άλλο, ζητώντας  την  αμοιβαία  συγχώρεση.
Ουσιαστικά  από  τον  Εσπερινό  αυτό  αρχίζει  η  Μεγάλη Σαρακοστή. Αρχίζει  η  ακολουθία με τον  ιερέα ντυμένο στα  λαμπερά  άμφια και τα  τροπάρια  αναγγέλουν  τον  ερχομό  της Μ. Σαρακοστής  και  πέρα απ' αυτή, τον  ερχομό  του  Πάσχα. Κατόπιν  γίνεται  η  είσοδος του Ευαγγελίου  με  τον  εσπερινό  ύμνο «Φως  ιλαρόν  αγίας δόξης» και  ο ιερέας προχωρεί  στην  Ωραία  Πύλη για  να  αναφωνήσει  το  Προκείμενο που  πάντα  αναγγέλει το  τέλος της  μέρας και  την αρχή  της  άλλης. Η  θαυμάσια μελωδία: «Μη  αποστρέψεις το πρόσωπό σου  από  του  παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ  επάκουσόν μου, πρόσχες τη  ψυχή μου και  λύτρωσε αυτήν» λέγεται πέντε φορές, τα  φώτα σβήνουν και  τα  χρωματιστά  άμφια  αλλάζουν.     
Από  αυτό  το  σημείο  ξεκινάει  η  Μεγάλη  Σαρακοστή: συναισθάνομαι ότι είμαι  εξόριστος  από  την  ομορφιά  της Βασιλείας Του και θλίβομαι. Τελικά  παραδέχομαι  ότι μόνο  ο  Θεός μπορεί  να  με βοηθήσει σ' αυτή  τη  θλίψη. Μετάνοια πάνω  απ' όλα είναι το απελπισμένο κάλεσμα για  τη  Θεία  βοήθεια. Στη  συνέχεια διαβάζεται  η  προσευχή  του  Αγίου  Εφραίμ που  συνοδεύεται  από μετάνοιες. Καθώς οι  πιστοί  πλησιάζουν τον  ιερέα, ο  χορός ψάλλει πασχαλινούς  ύμνους. Από  τώρα βλέπουμε να  λάμπει  στο  τέλος το φως της  Ανάστασης, το  φως της Βασιλείας του  Θεού.


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’.
Ο  Θεός  των  Πατέρων  ημών,  ο  ποιών  αεί  μεθ’  ημών,  κατά  την  σην επιείκειαν,  μη  αποστήσῃς  το έλεός  σου  αφ’  ημών,  αλλά  ταις  αυτών ικεσίαις,  εν  ειρήνη  κυβέρνησον  την  ζωήν  ημών.

Έτερον  Απολυτίκιον.  Ήχος  γ’. Την  ωραιότητα.
Το  πολυσύνθετον,  Πατέρων σύστημα,  ανευφημήσωμεν,  ενθέοις άσμασι,  τους εν Εώα και  Βορρά, και Άρκτω και Μεσημβρία,  εν ασκήσει λάμψαντας, και  Θεόν  θεραπεύσαντας, αρετών  ακρότητι,  και  θαυμάτων δυνάμεσι,  γνωστούς  και  ανωνύμους  και  πάντας, ούς ο Χριστός λαμπρώς  εδόξασε.


Κοντάκιον.  Ήχος  πλ. δ’.  Ως  απαρχάς  της  φύσεως.
Ως ευσεβείας κήρυκας,  και  ασεβείας  φίμωτρα,  των  Θεοφόρων  τον  δήμον εφαίδρυνας Κύριε, την υφήλιον λάμποντα. Ταις αυτών  ικεσίαις, εν  ειρήνη τελεία  τους  σε δοξάζοντας,  και  μεγαλύνοντας,  διαφύλαξον  ψάλλειν  και άδειν  σοι·  Αλληλούϊα.

Έτερον  Κοντάκιον.  Ήχος  πλ. β’.  Αυτόμελον.      
Της  σοφίας  οδηγέ,  φρονήσεως  χορηγέ,  των  αφρόνων  παιδευτά,  και  των πτωχών  υπερασπιστά,  στήριξον  συνέτισον  την  καρδίαν  μου  Δέσποτα.  Συ δίδου μοι λόγον, ο του Πατρός Λόγος· ιδού γαρ τα χείλη μου, ου μη κωλύσω  εν  τω  κράζειν  σοι·  Ελεήμον,  ελέησόν  με  τον  παραπέσοντα.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις των Οσίων θεία πληθύς, οι  πάση  τη  κτίσει,  ενασκήσαντες  ιερώς, χρόνοις διαφόροις, ασκητικοίς καμάτοις, Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.