Ματθ.
στ’ 14-21
Ἐὰν
γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα
αὐτῶν, ἀφήσει καὶ
ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ
ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Όταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Φτάσαμε
στις τελευταίες μέρες πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή. Ήδη κατά την εβδομάδα
της Απόκρεω, δυο μέρες
– η Τετάρτη
και η Παρασκευή – ανήκουν στη Σαρακοστή. Η
Θεία Λειτουργία δεν τελέσθηκε και η όλη τυπικὴ διάταξη στις ακολουθίες
έχει πάρει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της Μεγάλης
Σαρακοστής.
Το Σάββατο
της Τυροφάγου η Εκκλησία μας «ποιεί μνεία πάντων
των εν ασκήσει λαμψάντων αγίων ανδρών τε και γυναικών». Οι άγιοι είναι τα πρότυπα που θ' ακολουθήσουμε,
οι οδηγοί στη δύσκολη τέχνη της νηστείας και της
μετάνοιας. Στον αγώνα που πρόκειται ν' αρχίσουμε δεν είμαστε
μόνοι, έχουμε βοηθούς και παραδείγματα.
Την
Κυριακή, τελευταία μέρα πριν τη Σαρακοστή, που συνήθως την
ονομάζουμε Κυριακή της συγγνώμης και «της από του Παραδείσου
της τρυφής εξορίας του Πρωτόπλαστου
Αδάμ».
Ξέρουμε
ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε για να ζει στον Παράδεισο, για την γνώση του Θεού
και την κοινωνία μαζί Του. Η αμαρτία του όμως τον
απομάκρυνε από την ευλογημένη ζωή και έτσι η
ύπαρξή του στη γη είναι μια εξορία. Η Μ. Σαρακοστή
είναι η απελευθέρωσή μας από τη σκλαβιά
της αμαρτίας. (σέλ. 32)
Το
ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τους
όρους για μια τέτοια απελευθέρωση. Πρώτος όρος είναι
η νηστεία, η προσπάθεια να
ελευθερωθούμε από τη δικτατορία της σάρκας και της ύλης πάνω στο πνεύμα. Δεν πρέπει όμως
η νηστεία μας να είναι υποκριτική, δηλαδή «προς το θεαθήναι», να μη φαινόμαστε
«στους ανθρώπους νηστεύοντες, αλλά στον Πατέρα μας
εν τω κρυπτώ» όπως αναφέρεται
στο ευαγγελικό ανάγνωσμα.
Δεύτερος
όρος είναι η συγγνώμη: «Εάν αφήτε στους ανθρώπους τα
παραπτώματά τους, θα αφήσει και τα δικά σας ο
ουράνιος Πατέρας». Η συγχωρητικότητα είναι η
επιστροφή στην ενότητα, στη σύμπνοια, στην
αγάπη. Έτσι στον Εσπερινό αυτής της Κυριακής, στο τέλος
της ακολουθίας, όλοι οι πιστοί πλησιάζουν τον ιερέα και ο ένας τον άλλο,
ζητώντας την αμοιβαία συγχώρεση.
Ουσιαστικά
από τον Εσπερινό αυτό αρχίζει η Μεγάλη
Σαρακοστή. Αρχίζει η ακολουθία με τον ιερέα ντυμένο στα
λαμπερά άμφια και τα τροπάρια αναγγέλουν τον ερχομό της Μ. Σαρακοστής και πέρα απ' αυτή, τον ερχομό
του Πάσχα. Κατόπιν γίνεται
η είσοδος του Ευαγγελίου με
τον εσπερινό ύμνο «Φως ιλαρόν αγίας δόξης» και
ο ιερέας προχωρεί στην Ωραία Πύλη για να αναφωνήσει το
Προκείμενο που πάντα αναγγέλει το τέλος της μέρας και την αρχή της
άλλης. Η θαυμάσια μελωδία: «Μη αποστρέψεις το πρόσωπό
σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ
επάκουσόν μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσε αυτήν» λέγεται πέντε
φορές, τα φώτα σβήνουν και τα χρωματιστά άμφια
αλλάζουν.
Από αυτό το σημείο ξεκινάει
η Μεγάλη Σαρακοστή:
συναισθάνομαι ότι είμαι εξόριστος από την ομορφιά
της Βασιλείας Του και θλίβομαι. Τελικά παραδέχομαι ότι
μόνο ο Θεός μπορεί να με βοηθήσει σ' αυτή τη θλίψη.
Μετάνοια πάνω απ' όλα είναι το απελπισμένο κάλεσμα για τη Θεία
βοήθεια. Στη συνέχεια διαβάζεται
η προσευχή του Αγίου Εφραίμ που συνοδεύεται
από μετάνοιες. Καθώς οι πιστοί πλησιάζουν τον ιερέα, ο
χορός ψάλλει πασχαλινούς ύμνους. Από τώρα βλέπουμε να λάμπει
στο τέλος το φως της
Ανάστασης, το φως της Βασιλείας του Θεού.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’.
Ο
Θεός των Πατέρων ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών,
κατά την σην επιείκειαν, μη
αποστήσῃς το έλεός σου αφ’ ημών,
αλλά ταις αυτών ικεσίαις, εν
ειρήνη κυβέρνησον την ζωήν ημών.
Έτερον Απολυτίκιον.
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Το πολυσύνθετον, Πατέρων σύστημα, ανευφημήσωμεν, ενθέοις άσμασι, τους εν Εώα και Βορρά, και Άρκτω και Μεσημβρία, εν ασκήσει λάμψαντας, και Θεόν θεραπεύσαντας, αρετών ακρότητι,
και θαυμάτων δυνάμεσι, γνωστούς και ανωνύμους και
πάντας, ούς ο Χριστός λαμπρώς εδόξασε.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ’. Ως απαρχάς
της φύσεως.
Ως
ευσεβείας κήρυκας, και ασεβείας φίμωτρα, των Θεοφόρων τον δήμον
εφαίδρυνας Κύριε, την υφήλιον λάμποντα. Ταις αυτών ικεσίαις, εν ειρήνη τελεία τους σε
δοξάζοντας, και μεγαλύνοντας, διαφύλαξον ψάλλειν και άδειν σοι· Αλληλούϊα.
Έτερον
Κοντάκιον. Ήχος πλ.
β’. Αυτόμελον.
Της σοφίας οδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, των αφρόνων
παιδευτά, και των
πτωχών υπερασπιστά, στήριξον συνέτισον την καρδίαν
μου Δέσποτα. Συ δίδου μοι λόγον, ο του Πατρός Λόγος· ιδού
γαρ τα χείλη μου, ου μη κωλύσω εν τω κράζειν
σοι· Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπέσοντα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις των Οσίων θεία πληθύς, οι πάση τη
κτίσει, ενασκήσαντες ιερώς, χρόνοις διαφόροις, ασκητικοίς καμάτοις,
Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.