12/10/14

Ο Άγιος Επίκτητος ο Θαυματουργός



Η  αγία μας Εκκλησία  αποτελεί,  όπως  ξέρουμε την Βασιλεία του Χριστού. Κι  είναι  η βασιλεία αυτή ακατάλυτος από τον χρόνο και  αιώνιος.
Τούτη  την  αλήθεια  διακηρύττει  και  ο  εμπνευσμένος  υμνογράφος  σ’ έναν  ύμνο  του: «Η Βασιλεία σου, Χριστέ ο Θεός, βασιλεία πάντων των αιώνων, και  η Δεσποτεία σου, εν πάση  γενεά  και  γενεά».

Πολλοί μέχρι σήμερον πολέμησαν την Βασιλεία του Χριστού, την Εκκλησία. Από τότε που πρωτοεμφανίσθηκε πάνω  στη γη, πολλοί  την καταδίωξαν  και  την  πολέμησαν. Τι  πέτυχαν; Μας  το  λέει  η  ιστορία  με το στόμα του χρυσορρήμονος της Αντιοχείας. «Οι πολεμήσαντες απώλοντο». Αυτοί  δηλαδή  που  την  πολέμησαν χάθηκαν! Κι  η Εκκλησία; «Αυτή  υπέρ  τον  Ουρανόν  αναβέβηκε». Και  δεν  μπορούσε  να  γίνει  διαφορετικά. Γιατί  η  Εκκλησία  είναι  φυτεμένη  στη  γη  από τον  Ουρανό.
Η  Εκκλησία είναι  Αυτός  ο  ίδιος  ο Χριστός.
Και  Αυτός  βεβαιώνει:
«Και  πύλαι  Άδου  ου  κατισχύσουσιν  Αυτής».

Το  Άγιο  Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της  Αγίας Τριάδος, συγκροτεί  και στερεώνει  τον  θεσμό  της Εκκλησίας. Αυτό ανέδειξε δια μέσου των αιώνων  τους  εμπνευσμένους  εργάτες της. Τους  ζηλωτές  και ατρόμητους  εργάτες, που  για  την  αγάπη  του  Χριστού, δεν  δίστασαν και  στα  μαρτύρια  να  βαδίσουν  και  την  ζωή τους  να θυσιάσουν για χάρη Του.
Το  Άγιο  Πνεύμα  ανέδειξε  τους  ταπεινούς  και  αγράμματους  ψαράδες της  Γαλιλαίας, Αποστόλους  και  κήρυκας  του  Ευαγγελίου. Αυτό  και τους  φωτισμένους Ιεράρχες, τους φλογερούς μάρτυρες, και ακατάβλητους  ασκητές.

Το  Άγιο  Πνεύμα  συντηρεί  και  στις  ημέρες  μας  και  ενισχύει τις χιλιάδες των ιεραποστόλων και συγχρόνων μαρτύρων και οσίων, που βρίσκονται  στα  διάφορα  μέρη του  αιματόβρεκτου πλανήτη μας. Μπορεί εμείς να μην τους ξέρουμε. Να μην τους βλέπουμε. Να μην τους προσέχουμε, γιατί άλλα πράγματα μας συγκινούν και μας ελκύουν. Πράγματα συνήθως ευτελή  και  αμαρτωλά.

Όμως  αυτοί  υπάρχουν. Και είναι πολλοί. Στρατιές ολόκληρες απαρτίζουν  την στρατευόμενη  και  θριαμβεύουσα  Εκκλησία του Χριστού. Ένας  από  αυτούς  τους  οσίους  τους  μεγάλους  και θαυμαστούς, που σαν άστρο  φωτεινό στολίζει περίλαμπρα το νοητό στερέωμα της Κυπριακής Εκκλησίας, είναι και ο Άγιος Επίκτητος ο Θαυματουργός. Αλαμανός  ήταν  και  αυτός. Ένας  από  τους  τριακόσιους Αλαμανούς  αγίους, που  ήρθαν   και  έζησαν  στο  νησί  μας (τὴ Κύπρο)  τον 12ο αιώνα. Μας ήρθαν από την Γερμανία. Ήσαν Έλληνες εργάτες που εργάζονταν  εκεί. Έλαβαν  όλοι  μέρος στην  Β’ Σταυροφορία 1147 – 1149 που  δημιουργήθηκε  με  σκοπό  να  ελευθερώσει  τους  Αγίους  Τόπους από  τα  χέρια των  μωαμεθανών. Μετά  την  διάλυση  της  στρατιάς αυτής, προτού  ακόμη φθάσει στην Παλαιστίνη, οι  Έλληνες στρατιώτες συνήλθαν όλοι και αποφάσισαν να προχωρήσουν και να πάνε στα Ιεροσόλυμα  να προσκυνήσουν. Τα Ιεροσόλυμα τα  κρατούσαν  ακόμη τότε  οι  Ευρωπαίοι. Αφού  πραγματοποίησαν  τον  ιερό  εκείνο  πόθο τους, συνήλθαν και πάλι και αποφάσισαν να διασκορπισθούν και να ασκητεύσουν εκεί  στα έρημα του Ιορδάνου. Οι Σαρακηνοί όμως και οι Λατίνοι  τους καταδίωκαν. Γι’ αὐτό  μια μέρα μαζεύτηκαν και πήραν την απόφαση  να φύγουν. Κατέβηκαν στην παραλία, μπήκαν σ’ ένα καράβι και  ήλθαν στην Κύπρο. Το καράβι που τους έφερνε, προτού φτάσει σε λιμάνι, τσακίστηκε πάνω στους βράχους εξ αιτίας μιάς δυνατής τρικυμίας. Ευτυχώς όμως το πλήρωμα του καραβιού σώθηκε όλο και βγήκε στην ακρογιαλιά της Πάφου. Από εκεί διασκορπίσθηκαν σε ολόκληρο το νησί και ασκήτεψαν άλλοι «εν όρεσι» και άλλοι «εν σπηλαίοις  και ταις  οπαίς της γης».

Ο  Λεόντιος  Μαχαιράς, ο  χρονογράφος  της  Κύπρου, στο  χρονικό  του, να πως περιγράφει το   σχετικό γεγονός. «Όνταν οι Σαρακηνοί επήραν την γην  της  επαγγελίας, τότε εβγήκαν οι πτωχοί οι  χριστιανοί όπου εγλυτώσαν και επήγαν όπου ηύραν καταφύγιν, ήσαν αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, ιερείς και  λαϊκοί  και  επήγαν  όπου φτάσαν και  ήρταν  και  εις την περίφημον Κύπρον μία συντροφιά, όπου ήσαν (300) ονομάτοι, και γροικώντα, ότι  Έλληνες εφεντεύγαν τον τόπον, δια  τον φόβον  επήγαν εις το  έναν μέρος και εις το  άλλον και  εσγάψαν την  γην και εμπήκαν μέσα και επροσεύχουνταν τω θεώ και ήσαν δυο τρεις αντάμα, και είχαν τινα δουλευτήν  απού  τους  εδούλευγεν το εχρειάζουνταν δια την ζωήν τους. Και εποθάναν εις τον αυτό  νησίν, και  πολλοί  εξ αυτών τους εφανερώθησαν δι’ αγγέλου, άλλοι δια τα θαυμαστά θαύματα».

Ο  Μαχαιράς  αναφέρει  μάλιστα  και  τα ονόματα 67 από τους τριακόσιους  αυτούς  οσίους. Για  τον  Άγιο  Επίκτητο  μας  λέγει, πως αφού προχώρησε από τόπο σε τόπο, ήρθε στα βόρεια της Κύπρου και εγκαταστάθηκε  στην  περιοχή του  Κάζα  Πιφάνη, το  σημερινό Καζάφανι, που απέχει  κάπου  τέσσερα μίλια από την πόλη της Κερύνειας. «Εις την Περιστερώναν της Μεσαορίας ευρίσκεται ο άγιος Αναστάσιος ο  θαυματουργός, εις την Ορμετίαν (Ορμήδια) ο Άγιος Κωνσταντίνος  στρατιώτης... και  προς του Κάζα Πιφάνη ο άγιος Επίκτητος».

Στην  αρχή  ο  Άγιος  διέμενε  σ’ ένα  έρημο  μέρος. Αργότερα προχώρησε, βρήκε μία σπηλιά  και  εκεί  έστησε το ασκητήριό του. Ο αγώνας του πολύπλευρος, εντατικός, αδιάλειπτος. Όπλα η προσευχή, η νηστεία, η μελέτη, η  άσκηση. Πόθος ένας: Να νικήσει τις  αδυναμίες  και τα πάθη του. Να  νικήσει  τον  κατώτερο  εαυτό του  και  να γίνει  εκείνος  που θέλει  ο  Κύριος. Να γίνει  ο  ενάρετος, ο  τέλειος, ο  άγιος. «Έσεσθε ούν υμείς τέλειοι ώσπερ και ο  Πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς τέλειος εστι». Αυτό  δεν  συνιστά  και  ο  Αρχηγός  της  πίστεώς μας, ο  Ιησούς Χριστός; Να γίνει ο τέλειος στην αρετή. Και το επιτυγχάνει. Με την αυστηρή νηστεία επιτυγχάνει να καταστέλλει τις σαρκικές ορμές και με την κατανυκτική  και  συνεχή  προσευχή να υψώνει το πνεύμα του σε άλλους κόσμους. Με την τακτική μελέτη του ιερού Ευαγγελίου και την προσεκτική  άσκηση  κατορθώνει μέρα  με  την  ημέρα να ταπεινώνει και να εξουδετερώνει «τον παλαιόν άνθρωπον συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις αυτού» (Γαλ. ε’ 24) και στην θέση του να βάνει τον νέο άνθρωπο. Να ντύνεται, όπως λέγει ο απόστολος, «τον νέον, τον ανακαινούμενον εις  επίγνωσιν κατ' εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολασ. γ’ 10). Δηλαδή  να ντύνεται  το  νέο, ο  οποίος  συνεχώς  ξανακαινουργώνεται  ώστε να  προχωρεί  σε βαθύτερη γνώση του Θεού και  να  γίνεται  ολοένα  και  τελειότερη  εικόνα  του  Χριστού, ο  οποίος τον  έκτισε.

Με  τούτο  τον τρόπο  ζωής  το  αποτέλεσμα υπήρξε  άμεσο. Η θεία χάρις «η  τα ασθενή  θεραπεύουσα και  τα ελλείποντα αναπληρούσα» πλούσια επεσκίασε  τον όσιο. Οι ιερές του προσπάθειες καθαγιάζονται καθημερινά  και  η  ζωή του γίνεται όλο και πιο  ενάρετη και  αγία. Ο  νους  και  η καρδιά  φωτίζονται  και  ο  ζηλωτής  ασκητής  επιτυγχάνει αυτό  που  ποθεί  και  αγωνίζεται. Επιτυγχάνει  να  αναδειχθεί  κάποια μέρα «παρά  τω  Θεώ  εκλεκτός, έντιμος, άγιος».

Οποία στ’ αλήθεια  τιμή  και  χαρά  για τον τακτικό  εργάτη της  αρετής! Αυτό  το  αποτέλεσμα  όμως  επιτυγχάνει  και  ο  καθένας  πιστός  αρκεί με  ζήλο  και  αυταπάρνηση  να  θέτει  τον εαυτό του κάτω από  τον χρηστό  ζυγό  του  Κυρίου. Και  ν’ αγωνίζεται  σκληρα με υπομονή και επιμονή να ζει κάθε μέρα ζωντανά και συνειδητά την χριστιανική αλήθεια  και  ζωή. Ο  χριστιανισμός   δεν είναι μόνο μια ωραία διδασκαλία. Ο  χριστιανισμός είναι προ πάντων βίωμα. Όπου και άν βρίσκεται ο άνθρωπος, μπορεί  σαν θελήσει και σαν αγωνισθεί  να ευαρεστήσει  στον  Κύριο. Η  Ιστορία  της  Εκκλησίας  μας  το  βεβαιώνει και  η  καθημερινή  πείρα  το  μαρτυρεί.

Αυτό  έκαμε  και  ο  Όσιός μας. Κάθε  μέρα  αγωνιζόταν  στη  σπηλιά του να  ζει  την  χριστιανική  ζωή. Κι όχι μονάχα ο  ίδιος φρόντιζε να είναι τύπος  και  υπογραμμός  αληθινού  πιστού, αλλά  και  τούτο  συνεβούλευε σε  όσους  τον  επισκέπτονταν, για να τον   συμβουλευθούν. Γιατί  και τούτο  εγένετο.

Όπως  η  ευωδία  των  λουλουδιών  τραβάει σ’ αυτά τις ευγενικές μέλισσες, έτσι  και  του  Αγίου μας, της αρετής του η ευωδία, που ανεδίδετο  απ’ την ταπεινή σπηλιά, άρχισε να ελκύει γύρω του διψασμένες ψυχές, που ποθούσαν μία καλύτερη ζωή. Σε λίγο ένας ολόκληρος συνοικισμός σχηματίστηκε γύρω απ’ την σπηλιά. Στις ευγενικές αυτές ψυχές που το βράδυ, ύστερα από την κούραση της ημέρας, τον επισκέπτοντο, ο Άγιος προσέφερε τον λόγο του Θεού  με στοργή  και  απλότητα. Και  τις  παρηγορούσε  και  τις  καθοδηγούσε και τις  ενίσχυε. Μα  και  τους  άλλους  που  ερχόντουσαν  από  μακριά  ο  Άγιος τους δεχόταν και  τους χάριζε μαζί με την διδασκαλία και  τις θαυματουργικές  θεραπείες  του. Κοντά του βρίσκανε οι  δυστυχισμένοι την προστασία. Οι  άρρωστοι την  υγεία. Οι  θλιμμένοι  και  βασανισμένοι την  παρηγοριά. Και  όταν γέροντας πια παρέδωκε την  Αγία του ψυχή στον Κύριο, πλήθη λαού και από μακρινά μέρη μαζεύτηκαν και με δάκρυα  στα  μάτια  κήδευσαν το  άγιο σκήνωμα εκεί στη σπηλιά. Τιμώντας  δε τον  Άγιο  βάπτισαν τον  συνοικισμό  με  τ’ όνομά του, την  δε σπηλιά την χρησιμοποίησαν για  εκκλησία τους.

Η σπηλιά σώζεται  ως σήμερα. Έχει  την  μορφή κατακόμβης ή ασκητηρίου  λαξευμένου πάνω στο βράχο. Στην σπηλιά κατεβαίνει κανείς, από μία μικρὴ  κυκλική  κλίμακα. Στο τέλος αυτής της κλίμακας υπήρχε μία πηγή που  έβγαζε γάργαρο νερό. Από  αυτό  έπινε ο  Άγιος. Και  αυτό  χρησιμοποιούσε για να ποτίζει και τα λίγα λαχανικά, που καλλιεργούσε για να τρέφεται. Μετά τον θάνατο του Οσίου το νερό χρησιμοποιόταν σαν αγίασμα μέχρι που  η πηγή στέρεψε εξαιτίας της ανομβρίας.

Μέσα στην σπηλιά βλέπει κανείς και σήμερα το πέτρινο κρεβάτι του Αγίου  και  μία πέτρα που  ομοιάζει  με ανθρώπινο κεφάλι και την οποία χρησιμοποιούσε ο  ασκητής για προσκέφαλο. Σε μία γωνιά  βρίσκεται και ο τάφος  του  Αγίου. Επάνω  από  τη  σπηλιά  αυτή  κτίστηκε αργότερα, περί τα τέλη του ιβ’ αιώνα, η εκκλησία της κοινότητος επ’ ονόματι του Αγίου, την οποία οι κάτοικοι πολύ την σεβόντουσαν. Σ’ αυτή μεταφέρθηκε  από  την  σπηλιά  και  τοποθετήθηκε  κατά  το  έτος 1856 και  η  εικόνα του  Αγίου.

Τα  θαύματα  που  έκανε ο  Όσιος, όσο καιρό  ζούσε, συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατό του.
Αναφέρουμε  για ψυχική  ωφέλεια μερικά:

α) Θεραπεία ενός  τυφλού
Κάποτε σ’ ένα  χωριό  της  Πάφου  ζούσε  ένας  τυφλός  νέος, που  μέρα και  νύκτα παρακαλούσε τον Θεό  να του  χαρίσει  το  φως του. Κάποια βραδιά  εκεί  που  προσευχόταν είδε σε όραμα τον Άγιο Επίκτητο, που  ήλθε και  του είπε:

Παιδί μου, οι  προσευχές σου εισακούσθηκαν. Ο  Κύριός μας  με  έστειλε να σε κάμω καλά. Έλα  λοιπόν στο  σπίτι μου, να πλύνεις το  πρόσωπό σου με το  νερό μου και  αυτό που ποθείς θα το  αποκτήσεις.

- Να έλθω στο  σπίτι σου; Ρώτησε ο  νέος. Και  που  είναι, γέροντά μου, το σπίτι σου; Πες μου, που βρίσκεται μονάχα.
-Το  σπίτι μου, ο  ναός μου βρίσκεται κοντά στην Κερύνεια. Όταν έρθεις ως  εκεί, απ’ έξω  απ’ την πόλη θα συναντήσεις έναν  ιερέα συνεπαρχιώτη σου. Ρώτησέ τον που είναι το σπίτι μου και αυτός θα στο δείξει με προθυμία. Τότε ο ιερέας του χωριού ήταν κάποιος Παπά-Κωνσταντίνος από την επαρχία της Πάφου.

Την άλλη  ημέρα  ο  τυφλός νέος οδηγημένος από τους γονείς ξεκίνησε για τα μέρη της Κερύνειας. Όταν έφτασαν απ’ έξω απ’ την πόλη βρήκαν πραγματικά  τον ιερέα, ο  οποίος  τους  οδήγησε προς τον Άγιο Επίκτητο. Όταν έφτασαν, ο  ιερέας τους  κατέβασε στην σπηλιά  και  ο  νέος  ένιψε το  πρόσωπο  με το  αγίασμα του Αγίου. Κατόπιν ανέβηκαν στην εκκλησία, όπου  μόλις  ο  νέος στάθηκε μπροστά στην εικόνα του  αγίου, το θαύμα έγινε. Τα τυφλά μάτια άνοιξαν! Και ο νέος τελείως θεραπευμένος  άρχισε να κάμνει τον σταυρό του και να δοξολογεί τον Θεό λέγοντας.

-Αυτός, ο γέροντας  της εικόνας  μου φανερώθηκε  και με κάλεσε στο σπίτι του. Αυτός τώρα μ’ έκανε καλά. Δόξα σοι ο Θεός!

β) Θεραπεία ενός  δαιμονιζομένου
Εκεί  στην  Κακοπετριά  ζούσε  μία οικογένεια μ’ ένα παιδί  δαιμονιζόμενο.  Πολλά  ξόδεψαν οι  δυστυχισμένοι γονείς για το άρρωστο παιδί  τους  μα  τίποτα. Το  κακό  γινόταν από  μέρα σε μέρα και χειρότερο. Όπως ο  δαιμονιζόμενος του Ευαγγελίου, έτσι και το  δεκαπεντάχρονο  εκείνο  παιδί  δεν  ήθελε  ν’ αφήνει στο κορμί του κανένα ένδυμα. Η  κατάστασή του μέρα  με την ημέρα είχε εξελιχθεί σ’ ένα δράμα τρομερό. Τάματα οι καημένοι οι γονείς και προσευχές και δάκρυα. Μια μέρα  η πονεμένη μητέρα, ενώ  γονατιστή  προσευχόταν σε μία γωνιά του σπιτιού της, την ώρα που  στο  διπλανό δωμάτιο το άρρωστο παιδί ούρλιαζε τρομερά, κάποια στιγμή που είχε τα μάτια κλειστά και ο πόνος της σούβλιζε κυριολεκτικά την καρδιά, είδε ένα όραμα:

Μια  οπτασία στάθηκε  μπροστά της  και  μία φωνή  της  είπε: «Κόρη μου, το  παιδί σου, μπορεί  να γίνει καλά. Φτάνει  μονάχα να το  φέρεις στο σπίτι μου, που βρίσκεται σ’ ένα χωριό ανατολικά της Κερύνειας».

Η πονεμένη μητέρα σηκώθηκε με μιάς κι έτρεξε και το  είπε στον σύζυγό της, που την στιγμή εκείνη είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά. Την επομένη, αφού  σηκώθηκαν πρωί και  έκαμαν την προσευχή τους ξεκίνησαν με συντροφιά το  άρρωστο παιδί  για το  χωριό του Αγίου. Όταν έφτασαν στην πόρτα της  Εκκλησίας, βρήκαν μπροστά τους  τον  ιερέα, που  λες  και  τους περίμενε. Με την καθοδήγησή του κατέβηκαν πρώτα στην σπηλιά. Εκεί  ο  ιερέας  έκαμε  μία  παράκληση  και  ύστερα αφού πήρε από  κάτω την πέτρα που χρησιμοποιούσε ο  Άγιος  για προσκέφαλο, σταύρωσε μ’ αυτήν το άρρωστο παιδί τρείς φορές. Μόλις τέλειωσε, το δυστυχισμένο παιδί έβγαλε μία σπαρακτική κραυγή και έπεσε κάτω. Κυλίστηκε μερικές φορές και ύστερα σταμάτησε. Τέντωσε τα μέλη και έμεινε σαν πεθαμένο. Στη  στάση  αυτή  κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Μετά τινάχτηκε ολόκληρο σαν να ξυπνούσε από βαρύ ύπνο  και  σηκώθηκε  θεραπευμένο. Ανέβηκε την  κυκλική κλίμακα, μπήκε  στο  ναό  και  στάθηκε  μπροστά  στην  εικόνα  του  Αγίου. Από εκεί αφού έκαμε μερικές μετάνοιες προχώρησε και με σεβασμό ασπάστηκε  πολλές φορές  την  εικόνα  λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ, Άγιέ μου. Σ' ευχαριστώ. Άς  είναι  δοξασμένο το  όνομα του Θεού!»

γ) Το  παράλυτο παιδί!
Στην  Περιστερώνα  της  επαρχίας Λευκωσίας μια ευκατάστατη οικογένεια  είχε  παιδί  παράλυτο. Πολλά  χρήματα ξόδεψε σε γιατρούς, μα  τίποτα. Το  παιδί  το  πήραν  και  έξω απ’ την Κύπρο. Αλλά ούτε και απ’ εκεί  είδαν  κανένα  καλό αποτέλεσμα. Το παιδί μεγάλωνε ακίνητο στο κρεβάτι του πόνου. Και οι πονεμένοι οι γονείς με δάκρυα έβρεχαν κάθε μέρα  το ψωμί τους. Στις  στιγμές  αυτές  ο  άνθρωπος μονάχα στην πίστη  βρίσκει παρηγοριά. «Η παιδεία  Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα», λέγει και  ο  λόγος  του  Θεού. Ο πόνος  βοηθάει  τον  άνθρωπο  να  στραφεί λίγο περισσότερο στον εαυτό του. Να κάμει μίαν αυτοεξέταση. Να μετανοήσει. Να  συντριβεί. Αυτό  έκαμαν  και  οι  δυστυχισμένοι  οι  γονείς. Η  αρρώστια  του  μονάκριβου παιδιού  τους, ξύπνησε μέσα τους την πίστη. Μετανόησαν και  οι  δύο  και  εξομολογήθηκαν. Και  από την ημέρα  εκείνη  άρχισαν  να  βλέπουν  την  δοκιμασία τους σαν  τον  σταυρό τους με  καρτερία και  υπομονή.

Κάποιο βράδυ που  η  μητέρα του  παιδιού προσευχόταν γονατιστή  και  έκλαιε είδε μπροστά της  έναν γέροντα που  της είπε:
— Καημένη  μητέρα, παύσε  να  κλαίγεις. Ο Άγιος  Θεός  είδε τα δάκρυά σου και  μ’ έστειλε να σε βοηθήσω. Πάρε το  παιδί σου την ερχόμενη Κυριακή  και  φέρε το στο  σπίτι μου, που  βρίσκεται  στον  Άγιο  Επίκτητο. Φέρε το και  θα πάρεις αυτό που ποθείς.

Συγκινημένη η  πονεμένη  μάνα σηκώθηκε και  έτρεξε  στον σύζυγό της. Του είπε ό,τι  της συνέβη.  Εκείνος  την  άκουσε  με προσοχή. Σαν τελείωσε, έκαμαν και οι  δυο τον σταυρό τους και  αποφάσισαν να πάνε.

Την  άλλη μέρα  η πιστή γυναίκα, σηκώθηκε πρωί, πήρε  αλεύρι και  έκαμε μία «λειτουργία». Την επομένη πήραν το άρρωστο παιδί στην αγκαλιά –  ήταν πέντε χρόνων – και εξεκίνησαν. Το βράδυ φιλοξενήθηκαν στο  χωριό. Την Κυριακή πολύ πρωί πήγαν στην εκκλησία. Με κατάνυξη παρακολούθησαν την Θεία Λειτουργία και κοινώνησαν όλοι, των Αχράντων Μυστηρίων. Σαν τέλειωσε η Θεία Λειτουργία με το παιδί στην αγκαλιά  κατέβηκε  στην  σπηλιά του Αγίου με τη νεωκόρο οδηγό και τον ιερέα. Εκεί η μητέρα άλλαξε  τα ενδύματα του παιδιού της  και  του φόρεσε άλλα. Έκαμαν παράκληση και ο ιερέας αφού πήρε την πέτρα που ο   Άγιος χρησιμοποιούσε για προσκέφαλο, σταύρωσε το παράλυτο παιδί τρεις φορές στο στήθος και στη ράχη. Τα ακίνητα πόδια ἀπ’ την αρρώστια κινήθηκαν. Το παιδί κάθισε, σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει. Στ’ αλήθεια! «Θαυμαστός  ο  Θεός εν τοις αγίοις αὐτού».

Πολλά άλλα θαύματα  αναφέρονται να έγιναν από  τον  Άγιό μας. Πολλοί ἀκόμη  και  Τοῦρκοι  ἐξ  αιτίας  των θαυμάτων πίστεψαν και  βαπτίστηκαν στον Χριστό  με  αναδόχους απ’ το χωριό.

Ο  Άγιος  Επίκτητος, το  χωριό  όπου έζησε ο Άγιος μας, είναι σήμερα ένα από τα χωριά που πατά με τις αρβύλες του ο βάρβαρος κατακτητής. Χρόνια τώρα η εκκλησία του χωρίου είναι κλειστή και τα καντήλια σβηστά. Γιατί άραγε; Πως γίνεται τούτο;

Ανεξιχνίαστοι, αδελφοί μου, αι βουλαί του Θεού. Όμως άς μη παραπονούμεθα. Άς έχουμε την ειλικρίνεια να ομολογήσουμε, πως τα τελευταία χρόνια κάναμε και  εμείς κάτι το  ανεπίτρεπτο. Εγκαταλείψαμε τον Θεό  και ο Θεός μας  εγκατέλειψε.

Να η αιτία των δεινών μας. Εγκαταλείψαμε ως ορθόδοξος και προνομιούχος  λαός την πίστη μας, τις παραδόσεις μας, τα χριστιανικά ήθη και έθιμά μας. Το νησί μας, η Νήσος των  Αγίων, έγινε σήμερα η νήσος του  ευδαιμονισμού, της  αποστασίας, των  αιρέσεων, της  αμαρτίας. Και η μεν πίστη μας  δεν  έχει να πάθει τίποτε  απ’ την διαγωγή μας. Εμείς έχουμε να πάθουμε. Εμείς έχουμε να  υποφέρουμε...

Τώρα όμως που κτυπήσαμε στο   ανώφλι,  άς  δούμε επιτέλους το κατώφλι. Κι άς κλάψουμε για τις αμαρτίες μας κι άς  ζητήσουμε  το  έλεος του  Θεού. Τότε, η ευλογία θα  ξαναγυρίσει και πάλι στον τόπο μας. Οι  Άγιοί μας και πάλιν θ’ αρχίσουν να θαυματουργούν. Και οι ἐχθροί  θα φύγουν. Και  εμείς πανευτυχείς  θα στραφούμε  με  χαρά στα σπίτια μας. Θα ξανοίξουμε τις αραχνιασμένες εκκλησιές μας. Και θα γιορτάσουμε το Πάσχα της ελευθερίας μας. Ως τότε, άς πηγαίνουμε νοερά στις σκλαβωμένες εκκλησιές μας. Νοερά, άς μεταφερόμαστε και στου  Αγίου μας  την σπηλιά και την  εκκλησία και   απ’ την καρδιά άς του ψάλλουμε κάθε φορά τούτο τον ύμνο: «Πάτερ παμμάκαρ  Επίκτητε, την σε τιμώσαν φαιδρώς, νήσον Κύπρον διάσωζε, πάσης περιστάσεως, τη θερμή προστασία σου, και εξαιρέτως ταύτην την χώραν σου σεμνυνομένην τω σω ονόματι, σκέπε εκάστοτε και χορηγεί πάντοτε ταύτη, σοφέ, τα της ευλογίας σου θεία δωρήματα».
 
Άγιε Επίκτητε, πρέσβευε υπέρ ημών.

Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν  άσκησιν, στερρώς  ανύσας, ευηρέστησας, Χριστώ  οσίως, Θεοφόρε παμμάκαρ  Επίκτητε. Και  δοξασθείς τη του Πνεύματος χάριτι, ημάς λύτρωσε κινδύνων και θλίψεων. Πάτερ όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι  ημίν το μέγα έλεος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: