Έχει
η γη τον ουρανό της. Έχει και η Εκκλησία το νοητό της στερέωμα.
Μυριάδες
άστρα λάμπουν στον ουρανό και διηγούνται την δόξα του Θεού.
Μυριάδες
άστρα σελαγίζουν και στης Εκκλησίας το νοητό στερέωμα. Σελαγίζουν και αυτά
και προβάλλουν μαζί με το πνευματικό
τους φως τον θρίαμβο της αρετής και της αγιότητας.
Ένα
τέτοιο λαμπρό αστέρι της αρχαίας Εκκλησίας του νησιού μας, αστέρι πρώτου
μεγέθους, είναι και ο Άγιος Διομήδης.
Ο
πανδαμάτορας χρόνος φυσικά μαζί με τις δραματικές περιπέτειες που πέρασε το
μαρτυρικό νησί (η Κύπρος) έσβησε από τη μνήμη των σημερινών κατοίκων το όνομά
του. Το μεγαλείο του όμως δεν έσβησε.
Ο
Άγιος Νεόφυτος με τον γλαφυρό του κάλαμο
τον ψάλλει και τον προβάλλει σαν μία από τις πιο φωτεινές μορφές της Νήσου των
Αγίων.
Μερικά
ψήγματα από τη ζωή του, όπως την περιγράφει ο μεγάλος Άγιός μας, θα σημειώσουμε
στις παρακάτω γραμμές για πνευματική ωφέλεια όλων μας.
Που
γεννήθηκε και ποιοί ήσαν οι γονείς του δεν ξέρουμε. Εκείνο που μας λέει ο
Άγιος, που τον εγκωμιάζει, είναι πως ο θεσπέσιος αθλητής Διομήδης «εξ απαλών
ονύχων» δόθηκε στον Χριστό. Τούτο προϋποθέτει γονείς όχι μονάχα χριστιανούς, αλλά και βαθιά πιστούς. Αυτοί φρόντισαν στην
ψυχή του παιδιού τους να ενσταλάξουν από τη βρεφική ακόμη ηλικία την αγάπη τους
για τον Χριστό. Και όπως η διψασμένη γη, σαν πιεί νερό και χορτάσει και ύστέρα
δεχτεί τον σπόρο, μας τον δίνει φυτό χαριτωμένο, πολύφυλλο και πολύκαρπο, έτσι
και η αγνή ψυχή του μικρού Διομήδη, ποτισμένη άφθονα από τον λόγο του Θεού, που
οι καλοί γονείς πρόσφεραν καθημερινά στην καρδιά του παιδιού τους, προαγόταν
μέρα με την ημέρα στην ζωή της αρετής. Όλοι καμαρώνουν το ευγενικό κι υπάκουο
παιδί και μακαρίζουν τους ευτυχισμένους γονείς για τον θησαυρό τους.
Σε
κάποια ευκαιρία η Θεία Πρόνοια, που όλα τα παρακολουθεί και όλα τα φροντίζει,
έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ο μεγάλος της Λευκουπόλεως (= Λευκωσίας) επίσκοπος
Τριφύλλιος, να συναντήσει και να γνωρίσει το παιδί.
Η
εκτίμηση του Αγίου από την πρώτη στιγμή υπήρξε τόση, ώστε χωρίς κανένα
ενδοιασμό τον κάλεσε κοντά του και ανέλαβε αυτός μαζί με τον δάσκαλό του, τον
επίσκοπο της Τριμυθούντος, τον Άγιο και Θαυματουργό Σπυρίδωνα, την συνέχιση του
έργου των ευσεβών γονιών. Κοντά στους δύο αυτούς κολοσσούς της αρετής και
ξεχωριστούς της Εκκλησίας εργάτες, ο φλογερός νέος μεγαλώνει και συνεχίζει με
αδιάπτωτο ενδιαφέρον τον αγώνα του και με την χάρη του Θεού κατορθώνει να γίνει
πιστό αντίγραφό τους.
Αντίγραφο
στην βαθιά πίστη και ταπεινοφροσύνη, στον ζήλο και την αγάπη του Χριστού. Μαζί
με τους σεβαστούς πατέρες και καθοδηγητές του συχνά – πυκνά επαναλαμβάνει και
αυτός του θείου Παύλου τα λόγια: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του
Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή
μάχαιρα;» Και μαζί τους
προσθέτει και την απάντηση:«Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε
άγγελοι ούτε αρχαί, ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε
βάθος, ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της
εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’, 35 και 38 – 39). Δηλαδή ποιός
λοιπόν μπορεί να μας χωρίσει από αυτή την αγάπη, που μας έχει ο Χριστός; Μήπως
η θλίψη από εξωτερικές περιστάσεις ή η στενοχώρια και εσωτερική πίεση της
καρδίας μας ή διωγμός ή πείνα ή γύμνια και έλλειψη φορεμάτων ή μαχαίρι που να
μας φοβερίζει με σφαγή; Όχι! Τίποτα.
Είμαι
βέβαιος, απόλυτα βέβαιος, πως ούτε ο θάνατος με τον οποίο είναι πιθανό να μας
φοβερίσουν, ούτε και μία ζωή τρισευτυχισμένη που μπορεί να μας υποσχεθούν, ούτε
τα τάγματα των ουρανίων πνευμάτων, ούτε δηλαδή αυτοί οι άγγελοι, ούτε οι αρχές,
ούτε οι περιστάσεις και τα γεγονότα της κάθε ημέρας, ούτε και τα μέλλοντα
γεγονότα, ούτε οι δοξασμένες επιτυχίες που υψώνουν τον άνθρωπο πολύ, ούτε και
οι ταπεινώσεις που τον γκρεμίζουν σε μεγάλα βάθη, ούτε οποιαδήποτε άλλη κτίση
διαφορετική από αυτή που βλέπουμε, θα μπορέσει να μας χωρίσει και να μας
απομακρύνει από την αγάπη, που μας έδειξε ο Θεός διά μέσου του Κυρίου μας του
Ιησού Χριστού και η οποία μας κρατά
δεμένους στενά μαζί του κι ιδιαίτερα προστατευόμενούς του. Καμιά δύναμη δεν
μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού.
Τα
λόγια αυτά του μεγάλου Αποστόλου δεν τα μελετούν απλώς οι άγιοί μας, αλλά και
τα εφαρμόζουν στην ζωή τους σε κάθε στιγμή και ώρα που τους ζητούν οι εχθροί
της πίστεως να τα ομολογήσουν.
Χρόνια
δύσκολα για το μαρτυρικό νησί μας ήσαν τα χρόνια εκείνα. Χρόνια διωγμών τόσο
από μέρους των ειδωλολατρών, όσο και από μέρους των αιρετικών. Αλλά και χρόνια
τρομερών επιδρομών. Σε μία τέτοια μάλιστα επιδρομή των απογόνων της Άγαρ, το
νησί μας δοκίμασε φοβερές καταστροφές. Άνθρωποι σφαγιάσθηκαν, παρθένες
ατιμάσθηκαν, χωριά και πόλεις πυρπολήθηκαν, ιερά και όσια συλήθηκαν. Ανάμεσα
στους αιχμαλώτους συνελήφθηκε και ο ποιμένας Τριφύλλιος, τον οποίο οι επιδρομείς
άρχισαν σκληρά να βασανίζουν με την πρόθεση να τον αναγκάσουν να αρνηθεί τον
Χριστό και ακόμη ίσως και μπορέσουν να αποσπάσουν από αυτόν και χρήματα. Με
θαυμαστή υπομονή αντιμετωπίζει ο άνθρωπος του
Θεού τα αλλεπάλληλα βασανιστήρια. Με καρτερία αληθινά ηρωική δέχεται τα κτυπήματα, περιφρονεί τις απειλές
και προσεύχεται για τους βασανιστές του. Χαίρει και αυτός για την τιμή που του
έλαχε όχι μόνο να πιστεύει στον Χριστό, αλλά και να πάσχει για χάρη Του.
Κατά
την ώρα της σκληρής εκείνης δοκιμασίας του πνευματικού του πατέρα ο νεαρός
Διομήδης τα έχασε. Τι μπορούσε ένας αδύνατος νέος να κάμει με τόσους
γεροδεμένους και άγριους εχθρούς; Με την καρδιά σπαράσσουσα από πόνο έσπευσε να
εγκαταλείψει την σκηνή του μαρτυρίου και να τρέξει να κρυφτεί στην αγαπημένη
του σπηλιά, που βρισκόταν στα ανατολικά της Λευκωσίας. Είπαμε αγαπημένη του
σπηλιά, γιατί σ’ αυτήν πολύ συχνά κατέφευγε για προσευχή και περισυλλογή. Σ’
αυτήν τρέχει και τώρα.
Τρέχει
γιαα να προσευχηθεί και να κλάψει και να ζητήσει το έλεος του Παντοδύναμου Θεού
για τον στοργικό πνευματικό του πατέρα. Τρέχει να προσευχηθεί, γιατί πιστεύει ο
στοργικός νέος, πως με την προσευχή και αυτά τα κάστρα μπορούν να γκρεμισθούν.
Το είπε Αυτός ο Κύριος. «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω
όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν».
(Ματθ. ιζ’ 20). Τίποτα δεν είναι ααδύνατο σ’ εκείνον που πιστεύει με όλη του
την ψυχή. Και ο νεαρός Διομήδης πιστεύει.
Πιστεύει
στην παρέμβαση του θεού και την σωτηρία του προστάτη του.
Γονατιστός
με δάκρυα περνάει την ημέρα του προσευχόμενος. Όταν η νύχτα σκέπασε με το
σκοτεινό της πέπλο την γύρω πλάση, σηκώθηκε και ο πιστός Διομήδης και με
προσοχή βγήκε από την σπηλιά. Περπατά γρήγορα και με αρκετή προφύλαξη. Που
πάει; Στο μέρος όπου το πρωί είχε αφήσει τον επίσκοπο στα χέρια των Σαρακηνών
και είχε φύγει. Γνώριζε πολύ καλά τους τόπους ή ἐπισκοπή. Ήταν εκεί κοντά στη
Μονή της Οδηγήτριας ή Χρυσοδηγήτριας με τη μεγάλη εκκλησία. Εκεί είχε συλληφθεί
και βασανιζόταν το πρωί ο ιερός Τριφύλλιος. Εκεί στη μονή κοντά, βρισκόταν και
το ευρύ κοιμητήριο.
Γύρω
στα μεσάνυκτα, πότε περπατώντας, πότε τρέχοντας και πηδώντας, ο νέος έφτασε έξω
από τη μονή. Με ιδιαίτερη προσοχή κινείται στο δρομάκι που οδηγεί στην
επισκοπή. Από μία στενή πόρτα που βρισκόταν στην πίσω μεριά μπαίνει στην αυλή
και προχωρεί στο κοντινό κελί. Εκεί σε μια γωνιά ακούει βογγητά. Ήταν ο
επίσκοπος. Πλησιάζει στις μύτες των ποδιών και γονατίζει μπροστά του. Με βαθιά
ευλάβεια του ασπάζεται τα χέρια και με στοργή του προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια. Οι περιποιήσεις του νεαρού έκαμαν
ώστε να μαλακώσουν οι δριμείς πόνοι και ο μωλωπισμένος επίσκοπος αρκετα να
συνέλθει από τη δοκιμασία του.
Θαύμα
α’. Κόντευε να ξημερώσει. Ο νεαρός
έπρεπε να φύγει. Ήταν μεγάλος ο κίνδυνος, άν οι Σαρακηνοί τον βρίσκανε εκεί.
Αφού έκαμαν μαζί με τον άγιο επίσκοπο μία θερμή προσευχή, γονάτισε ο νέος, πήρε
την ευχή του και με την ίδια προσοχή κινήθηκε να βγεί από την πόλη. Σε κάποια
απόσταση ακουσε κουβέντες σε ξένη γλώσσα.
Χωρὶς
να χάσει καιρό το έβαλε στα πόδια. Τρέχει με όλη την δύναμη της νεανικής του
ηλικίας. Πίσω του ακούει βαριά και πολλά βήματα ανθρώπων να τον ακολουθούν.
Εκεί που πηγαίνει αλαφιασμένος, προφέροντας συνέχεια το όνομα του Κυρίου Ιησού,
ακούει κάποιον να του ψιθυρίζει στο αυτί: «Διόμηδες, επιστραφείς,
χάραξον προς τους διώκτας το του σταυρού σημείον».
Χωρίς
να χάσει καιρό ο υπάκουος νέος σταματά. Στρέφεται προς τα πίσω, φυσά με το στόμα και κάμνει απέναντί τους το
σημείο του σταυρού.
Την
ίδια ώρα θεόσταλτη πέφτει επάνω στους λῃστές η τιμωρία. Φούσκωσε η κοιλιά τους
και τρομεροί πόνοι από τη μέση και κάτω τους αναγκάζουν να πέσουν χαμαί και να
σπαράζουν. Ο νέος προχωρεί και μπαίνει στην σπηλιά του. Γονατίζει μπροστά σε
μια εικόνα του Κυρίου Ιησού που είχε εκεί και από τα βάθη της ψυχής του
εκφράζει με όλη την θέρμη της καρδιάς του τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη
του στον Σωτήρα και Λυτρωτή του. Για ώρα πολλή προσεύχεται. Από την στάση
εκείνη τον συνεφέρνει κάποια στιγμή ένα συνεχές βογγητό που ακούει απέξω από
την σπηλιά του. Τι να είναι άραγε; Προχώρησε προσεκτικά προς την έξοδο και
κοιτάζει γύρω. Τι ήταν;
Ένας
άνθρωπος, ράκος από τον πόνο, απευθύνεται προς αυτόν και του λέγει:
-
Συγχώρησέ με, άνθρωπέ μου. Συγχώρησέ με και σπλαγχνίσου με. Σεις οι χριστιανοί,
γνωρίζουμε, πως ξέρετε πάντα να συγχωρείτε.
Ο
νέος τον κοίταξε με συμπάθεια και του είπε. Άν μετανιώνεις αληθινά, και άν
αποφασίζεις ν’ απαρνηθείς την προηγούμενή σου διαγωγή και ζωή, θα σε ελεήσει ο Θεός.
-
Μετανιώνω και ζητώ το έλεος του Θεού σου. Λυπήσου με, νέε μου, και βοήθησέ με.
Οι πόνοι που δοκιμάζω είναι αβάσταχτοι. Σύρθηκα ως εδώ, για να ζητήσω από σένα
έλεος και βοήθεια.
Τα
σπαρακτικά λόγια του λῃστού — γιατί
ο άνθρωπος εκείνος ήταν ένας από
τους πεντακόσιους τόσους λῃστές που κυνήγησαν τον νέο — συγκίνησαν βαθιά την
ευγενική ψυχή του Διομήδη, που χωρίς να
χάσει καιρό γονάτισε και ύψωσε τα χέρια σε προσευχή.
-
Χριστέ μου, είπε, Σύ, που και από αυτόν τον Σταυρό Σου ζήτησες από τον άγιο
Πατέρα Σου τη συγχώρηση των σταυρωτών Σου, δέξου και από μένα την παράκλησή μου
και κάνε καλά τούτο το πλάσμα, που απαρνείται τον κακό εαυτό του και ζητάει το
έλεός Σου.
Ύστερα
από τα λόγια αυτά ο νέος σηκώθηκε, πλησίασε τον λῃστή κι έκαμε επάνω του το
σημείο του Σταυρού.
Στη
στιγμή το θαύμα έγινε. Ο λῃστής σηκώθηκε και γεμάτος ευγνωμοσύνη πήρε τα χέρια
του νέου να τα ασπασθεί. Ο νέος τα απέσυρε και
με καλοσύνη του είπε: «Τον Κύριο Ιησού να ευχαριστήσουμε. Αὐτός σε έκαμε
καλά».
-
Πιστεύω, νέε μου. Πιστεύω στον Κύριο Ιησού. Μία χάρη ακόμη σου ζητώ. Να
λυπηθείς και τους συντρόφους μου. Είναι όλοι τους συντετριμμένοι και έτοιμοι να
απαρνηθούν τα πάντα και να πιστεύσουν
στον Ιησού. Να εκεί είναι όλοι πεσμένοι χαμαί. Δεν ακούς τα βογγητά τους;
Ο
σπλαγχνικός νέος, αφού κοίταξε προς τα ανθρώπινα ράκη που βογκούσαν πέρα στην
πλαγιά, στράφηκε προς τον μετανοημένο και θεραπευμένο λῃστή και του είπε:
-
Πήγαινε και ρώτησέ τους. Άν απαρνούνται την κακία και άν αποδέχονται την
αληθινὴ θρησκεία του Σωτήρος Χριστού, τότε θα γίνουν, οπωσδήποτε, όλοι τους
καλά.
Χωρίς
να προσθέσει τίποτε άλλο ο καινούργιος προσήλυτος έτρεξε προς τους συντρόφους
του, για να επιστρέψει σε λίγο και με παράκληση θερμή να ζητά από τον Όσιο να
τους λυπηθεί. Ο σπλαγχνικός Διομήδης χωρίς άλλες διατυπώσεις προχώρησε προς τους
λῃστές.
Πριν
ακόμη πλησιάσει, αυτοί με δάκρυα άρχισαν να του φωνάζουν και να του λένε:
-
Συγχώρησέ μας, καλέ μας άνθρωπε. Πιστεύουμε στον Κύριο Ιησού. Πιστεύουμε με ὅλη
την καρδιά.
Ο
Όσιος, αφού τους μίλησε με καλοσύνη, γονάτισε και ανέπεμψε θερμή προς τον
Πανάγαθο Θεό προσευχή, σηκώθηκε κι έκαμε μπροστά τους το σημείο του σταυρού.
Την ίδια ώρα το θαύμα επαναλήφθηκε. Όλοι οι λῃστές έγιναν καλά και άρχισαν να δοξολογούν τον Κύριο. Στο
τέλος ζήτησαν όλοι τους να γίνουν χριστιανοί. Κι ο Όσιος τους βάπτισε στο όνομα
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στ’ αλήθεια. «Μέγας ο
Θεός των χριστιανών και μεγάλη η ισχύς αυτού».
Τούτο
το θαύμα και μόνο είναι αρκετό να πείσει κάθε έναν απροκατάληπτο μελετητή της
ζωής του αγίου, πόσο ο Θεός χαριτώνει εκείνους που ελεύθερα και ειλικρινά
ακολουθούν το θέλημά Του και κάμνουν τον νόμο Του βίωμα και ζωή τους.
Πόσα
χρόνια έζησε ο Όσιος που μελετούμε δεν γνωρίζουμε. Ο Άγιος Νεόφυτος μας λέγει
μονάχα πως όλη η ζωή του φλογερού ασκητή υπήρξε μία ζωή αρετής και
καλοσύνης και προσφοράς για την δόξα του Χριστού. Όταν απέθανε, οι πιστοί που
τον ακολουθούσαν μαζί με τους μαθητές του – και ήσαν αυτοί πολλοί – κήδεψαν με
δάκρυα το σώμα του πνευματικού τους πατέρα εκεί στην σπηλιά και απάνω από αυτήν
έκτισαν αργότερα μία εκκλησία και γύρω πολλά δωμάτια. Σ’ αυτά ένας μεγάλος
αριθμός από εκλεκτές ψυχές είχε μαζευτεί και ζούσε μ’ ευλάβεια και φόβο Θεού
την αγγελική ζωή. Ο πόθος των ασκητών να έχουν μία εικόνα, που να τους θυμίζει
τον δάσκαλό τους, τους οδήγησε ύστερα από μερικά χρόνια να στείλουν στην
Κωνσταντινούπολη έναν αδελφό της Μονής, για να βρει κάποιο ζωγράφο, που να τους
φτιάξει μία τέτοια εικόνα. Ο μοναχός πήγε στην Πόλη. Βρήκε πράγματι έναν εξαίρετο
ζωγράφο και του ανακοίνωσε τον σκοπό της επίσκεψεώς του. Ο ζωγράφος σαν άκουσε
τον μοναχό είπε με απορία:
-
Μάρτυρα Διομήδη, επίσταμαι. Όσιον Διομήδη όμως ούτε γινώσκω, ούτε ιστορήσαι
ικανώ. (Μάρτυρα Διομήδη γνωρίζω. Όσιο Διομήδη όμως ούτε ξέρω ούτε μπορώ να
ζωγραφίσω).
Με
πόνο ο μοναχός άκουσε την άρνηση του ζωγράφου σε όλα τα παρακάλια του.
Λυπημένος έφυγε για το δωμάτιό του. Στην προσευχή η θεοφιλής εκείνη ψυχή, την
θερμή και επίμονη, ζητάει την παρηγοριά της. Τα λόγια του Κυρίου «αιτείτε,
και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμὶν πας γαρ
ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται». (Ματθ.
ζ’ 7 – 8) προβάλλουν συνέχεια στην σκέψη του. Με όλην του την καρδιά ποθεί να
μη γυρίσει στην Κύπρο με αδειανά τα χέρια. Θέλει να βρει μία εικόνα του
προστάτη της Μονής του Αγίου. Γι’ αυτό προσεύχεται. Όλη νύχτα προσεύχεται και
ζητάει την βοήθεια του Θεού. Και η βοήθεια προσφέρεται.
Θαύμα
β’. Την ίδια νύχτα στον ύπνο του
ζωγράφου παρουσιάζεται ο Άγιος Διομήδης και του λέγει:
—
Για ιδές, ζωγράφε, αυτόν, που λέγεις πως δεν ξέρεις. Άκουσε τον μοναχό και
ζωγράφισέ του αυτόν που σου ζητεί».
Μόλις
τα είπε αυτά χάθηκε από μπροστά του εκείνος που του μιλούσε. Ο ζωγράφος, με το
που ξύπνησε, σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι, και αφού έκανε την προσευχή του
και ζήτησε από τον Άγιο Διομήδη συγχώρηση για την προηγούμενη άρνησή του,
κάθισε και άρχισε να ζωγραφίζει. Σαν τέλειωσε την εικόνα, την πήρε και την τοποθέτησε
στο δωμάτιο, που είχε και τις άλλες τελειωμένες εικόνες.
Ύστερα
από λίγες ημέρες ξαναήρθε και πάλι ο γνωστός μοναχός και άρχισε να τον
παρακαλεί να του κάμει την χάρη να του φτιάξει την εικόνα που του ζητούσε. Στην
παράκλησή του ο ζωγράφος τον έστειλε στο δωμάτιο και του είπε να μαζέψει τις
εικόνες. Εκείνος μόλις μπήκε και είδε την εικόνα του Οσίου, την αναγνώρισε και
γεμάτος χαρά την πήρε και την έφερε στον ζωγράφο, βεβαιώνοντάς τον πως η εικόνα
που έφτιαξε απέδιδε θαυμάσια την μορφή του Οσίου. Ο ζωγράφος τότε απεκάλυψε
στον μοναχό το όνειρό του και με δάκρυα και οι δυό τους δοξολόγησαν τον Θεό για
την χάρη που δίνει στους εκλεκτούς του.
Πολλά
θαύματα έκαμε ο Άγιος μας. Και σε παλαιότερες εποχές, μα και στην εποχή του
Αγίου Νεοφύτου που τον εγκωμιάζει. Αυτής της εποχής είναι και τα παρακάτω δύο
θαύματα, που τα δανειζόμεθα και πάλι από τον εγκωμιάζοντα τον Όσιο Διομήδη, Άγιο
Νεόφυτο.
1.
Ένας άνθρωπος υπέφερε πολύ από πόνους στην κοιλιά του. Παρόλο που έτρωγε
μπόλικα και η κοιλιά του φούσκωνε κάθε μέρα, εν τούτοις το δυστυχισμένο
τούτο πλάσμα ένιωθε πάντα νηστικό και
διψασμένο και βασανιζόταν από τρομερούς πόνους στην κοιλιακή χώρα. Κάποια μέρα,
απελπισμένος από τα βάσανά του, πήγε στον τάφο του Αγίου και έπεσε πάνω σ’
αυτόν και με σπαραγμό ψυχής παρακαλούσε τον Όσιο να τον λυπηθεί και να τον
κάμει καλά. Μερικοί διαβάτες, που περνούσαν απ’ εκεί, σπλαχνίσθηκαν τον
πάσχοντα και αφού πλησίασαν, τον πήραν και τον ξάπλωσαν πάνω στον τάφο και
άλειψαν καλά την κοιλιά του με το λάδι της κανδήλας του Αγίου. Ο άρρωστος
ησύχασε λίγο και αποκοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε, ένιωσε την ανάγκη να ενεργηθεί.
Πήγε στο μέρος και από πίσω του αντί περιττώματα βγήκαν δυὸ κομμάτια φιδιού
μιάμιση σπιθαμή το καθένα. Ο άνθρωπος ησύχασε. Βρήκε το χρώμα του και γεμάτος
κέφι αρχισε να δοξάζει τον θεό και τον Άγιο Διομήδη που τον έκαμαν καλά.
2.
Μια γυναίκα, που έπασχε και αυτή από τρομερούς πόνους στην κοιλιά, σαν έμαθε
την θαυματουργική θεραπεία του πιο πάνω αρρώστου, έτρεξε και αυτή με βαθιά
πίστη στον τάφο του Αγίου και με δάκρυα άρχισε να τον παρακαλεί να τὴ
σπλαχνιστεί και να τη γιατρέψει. Συγχρόνως πήρε κι αυτή λάδι από την κανδήλα
του Οσίου και άλειψε καλά την κοιλιά της. Εκεί που γονατιστή έκλαιε και
παρακαλούσε, ένιωσε τρομερή αναγούλα. Παραμέρισε για να κάμει εμετό και τότε από
το στόμα έβγαλε κάτι που έμοιαζε με κάβουρα. Αυτό ήταν όλο. Η γυναίκα μετά από
αυτό έγινε τελείως καλά και τα δάκρυα του πόνου της μεταβλήθηκαν στη στιγμή σε δάκρυα
χαράς και βαθιάς ευγνωμοσύνης και δοξολογίας του Πανάγαθου Θεού και του Αγίου Του για τη θαυμαστή θεραπεία.
Στ’
αλήθεια, αδελφοί μου. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».Ναι!
Θαυμαστός ο Θεός! Ένα μόνο χρειάζεται. Πίστη ζωντανή και φλογερή. Και τότε, άν
αυτό που ζητούμε είναι για το καλό μας, θα μας το δώσει η αγάπη Του. Μας το
βεβαιώνει ο ίδιος. «Επικάλεσαι με εν ημέρα θλίψεως, και εξελούμαι σε,
και δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’ 15). Παιδί μου, φώναξέ με στην θλίψη σου
και θα σε απαλλάξω από τα βάσανά σου και θα με δοξάσεις. Να Τόν φωνάξουμε στη
θλίψη μας. Να Τον φωνάξουμε με πίστη και εμπιστοσύνη στα λόγια Του. Να Τον
επικαλεσθούμε χωρίς κρατούμενα. Και τότε το θαύμα θα γίνεται. Γιατί ο «Χριστός
χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους
αιώνας».
Η
περιγραφή αυτή της ζωής του Αγίου
Διομήδη, όπως μας δίνεται από τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο, παρουσιάζει
μερικά ερωτηματικά σχετικά με το πότε έζησε ο Όσιος. Σαν λάβουμε υπόψη ότι οι
αραβικές επιδρομές στο νησί μας άρχισαν περί τα μέσα του έβδόμου αιώνα και
κράτησαν μέχρι τα μέσα του δεκάτου, τότε γίνεται φανερό, πως ο Όσιός μας δεν
είναι δυνατό να υπήρξε μαθητής του Αγίου Τριφυλλίου, ο οποίος έζησε πολύ
ενωρίτερα, τον πέμπτο περίπου αιώνα. Εκείνο που συνδέει τους δυό Αγίους,
Τριφύλλιο και Διομήδη, είναι αυτό που αναφέρει κάποιος άλλος χρονογράφος, που
μας λέγει πως σε μια από τις αραβικές επιδρομές, οι Σαρακηνοί ανέσκαψαν και τον
τάφο του Αγίου Τριφυλλίου, που βρισκόταν στο κοιμητήριο που ήταν κοντά στο ναό
της Οδηγήτριας με την ελπίδα να βρουν κάποιο θησαυρό και έβγαλαν από μέσα
ακέραιο και ευωδιάζον το ιερό λείψανο. Γεμάτοι αγριότητα απέκοψαν το κεφάλι
και, ω του θαύματος!
Από
τον λαιμό έτρεξε άφθονο αίμα, που κατατρόμαξε τα ανθρωπόμορφα εκείνα τέρατα.
Την
σκηνή αυτή παρακολουθούσε κάποιος ασκητής που ασκήτευε σε μία σπηλιά κοντά στο
προάστιο της Λευκωσίας, τον Λευκομιάτη, ο Άγιος Διομήδης. Εκμεταλλευόμενος ο
ασκητής τη σύγχυση των τυμβωρύχων, άρπαξε την ιερά κεφαλή του Αγίου Τριφυλλίου
και έτρεξε να τη μεταφέρει στο ασκητήριό του. Κάποιος όμως τον αντελήφθη και
τον πρόδωσε και 500 Σαρακηνοί περίπου τον
καταδίωξαν.
Αυτό
το περιστατικό είναι ότι συνδέει τους δυο Αγίους, Τριφύλλιο και Διομήδη.
Ταις των αγίων της Κύπρου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.