Ο
Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς.
Αφού εγκατέλειψε και γονείς και
πλούτη, στα χρόνια της βασιλείας
του Αρκαδίου και Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε μοναχός σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα
και κήρυσσε στους Ιουδαίους και τους Έλληνες το Ευαγγέλιο
του
Χριστού. Εκεί ασθένησε
σοβαρά από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά
την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως
και
τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων
προσκυνητών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο
Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος του
Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα από την
Ασία στα Ιεροσόλυμα
και
από τότε συνδέθηκαν δια βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε
πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μία
σοβαρή εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη
Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας
του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου
στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά,
κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος λῃστού. Ο Μάρκος
διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της
περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα
οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των
Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα οποία ήταν πολύ πτωχά.
Εκεί χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος από τον
Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ἶωάννη Β’ (386 –
417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου Γάζης Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος της Γάζης
και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο
Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς
ειδωλολάτρες και αιρετικούς στην αληθινή θεογνωσία.
Για
να προστατεύσει ο Άγιος
το ποίμνιό του από τις αδικίες των
Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη
και να ζητήσει την συνδρομὴ των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) και
Ευδοξίας. Εκεί συνάντησε και τον Άγιο
Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο και
στους βασιλείς και στήριξε με θέρμη το αίτημά του να καταστήσει γνωστή στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών
αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας
επείσθη και χορήγησε στον Άγιο Πορφύριο βασιλικό διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των
ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική χορηγία ανήγειρε εκκλησίες εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί
ναοί. Κατάφερε δε ο Άγιος να
κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε
ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Αδριανό
το έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του
ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε
για τον σκοπό αυτό στην Γάζα τον Αντιοχέα αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε
Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από
καρυστινό μάρμαρο και τα εγκαίνιά
του
έγιναν το Πάσχα
του 407 μ.Χ.
Κατά
τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής
του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος του Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του
δράση. Το έτος 415 μ.Χ. έλαβε μέρος στη Σύνοδο της
Διοσπόλεως, υπό την προεδρία του
Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β’. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο
οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που
είχε στην Αφρική με τον ιερό Αυγουστίνο, Επίσκοπο Ιππώνος († 15
Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού
αμαρτήματος και της θείας χάριτος.
Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι
η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τον καλόν αγώνα τετελεκώς προς τους ειδωλομανείς έως της ημέρας της κοιμήσεως αυτού».
Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τον καλόν αγώνα τετελεκώς προς τους ειδωλομανείς έως της ημέρας της κοιμήσεως αυτού».
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας πᾶσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν· καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύσῃ δεόμενος.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας πᾶσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν· καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύσῃ δεόμενος.
Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης σεπτὸς βλαστός, καὶ Γαζαίων θεῖος, Ποιμενάρχης καὶ ὁδηγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφαγωγὸς ἐδείχθης, Πορφύριε τρισμάκαρ, σώζων τοὺς δούλους σου.
Τῆς Θεσσαλονίκης σεπτὸς βλαστός, καὶ Γαζαίων θεῖος, Ποιμενάρχης καὶ ὁδηγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφαγωγὸς ἐδείχθης, Πορφύριε τρισμάκαρ, σώζων τοὺς δούλους σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου