28/2/15

Μνήμη Θαύματος Κολύβων Αγίου Θεοδώρου του Τύρωνος

Ο  Ιουλιανός  ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.

Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Ετσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.

Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Τύρων, τὴν 17ηΦεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! Ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδὺς τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Θεοτόκιον.
Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ ἐσφραγισμένη, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένη, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν τεκοῦσα ἀληθινόν. Αὐτὸν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.


Μεγαλυνάριον.
Ὥφθης ἐπιπνεύσει τῇ θεϊκῇ, Θεόδωρε Μάρτυς, καὶ ἐρρύσω τὸν σὸν λαόν, ψυχικοῦ κινδύνου, ἡμῖν καθυποδείξας, τροφῇ τῇ τῶν κολλύβων, τραφῆναι Ἅγιε.


27/2/15

Ο Όσιος Τίτος εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η  ιερατική του  βιοτή  ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής  και ανυπόκριτη.
Τότε  ζούσε στη  Λαύρα  και  ένας  διάκονος, που  ονομαζόταν  Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα  στον  Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο  βαθιά  αμοιβαία  αγάπη, έφθασαν  τώρα  να μην  θέλουν  ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ   μάλιστα  τους  σκότισε  η  οργή και  η μνησικακία, ώστε, όταν  θυμίαζε  ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και  άν  δεν  έφευγε, ο πρώτος τον  προσπερνούσε  χωρίς  να  τον θυμιάσει.
Έχοντας  βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και  να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν,  ξεχνώντας  την εντολή του Κυρίου που λέγει:  «Εάν προσφέρεις  το  δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει  κάτι  εναντίον σου, άφησε εκεί  το  δώρο  σου  μπροστά στο θυσιαστήριο και  πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς  με τον  αδελφό σου, και  τότε αφού  έλθεις πρόσφερε το  δώρο  σου».
Κάποτε  ο  Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχε μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα  του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά  να  κλαίει  και  να θρηνεί  για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν  τον  Ευάγριο, για  να  συγχωρεθούν. Εκείνος  όμως, όχι  μόνο δεν  δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο  αδελφό, αλλά  άρχισε  να τον  καταριέται. Τότε  τον άρπαξαν και τον έφεραν δισ της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις  τον  είδε  ο  Όσιος  Τίτος  ανασηκώθηκε με  δυσκολία  και  τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα  τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί  μαζί του  ούτε στην  παρούσα  ζωή  ούτε  στην  άλλη. Δεν πρόλαβε  όμως  να  τελειώσει τον  λόγο του και έπεσε κάτω ξερός! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή  ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον ἀδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου  και  την θαυματουργική  ίαση του Αγίου.           
Ο  Όσιος  Τίτος, μετά  την  συγκλονιστική  αυτή  εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα  από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική  οργή, αλλά  και  κάθε κακό  λογισμό  για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι  την ημέρα που  κοιμήθηκε ειρηνικά  και  παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν  το έτος 1190.


Ο Όσιος Προκόπιος ο Ομολογητής ο Δεκαπολίτης

Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα  Λέοντος  του  Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και  διακρίθηκε  για την  πνευματική  γενναιότητά  του  ως  υπέρμαχος  της  Ορθοδοξίας. Άν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι’ αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της  Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.     
Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ  κατ’ άλλους  υπέμεινε  μαρτυρικό  θάνατο.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Φερωνύμως προκόπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν· Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός· μεθ’ ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.   
Ἐωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τὴν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα, Προκόπιε ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Θείας ὑπαλείπτην σε προκοπῆς, καὶ ὁμολογίας, θεηγόρου ὑφηγητήν, Πάτερ εὖ εἰδότες, τοὺς πόνους σου τιμῶμεν, δι’ ὧν καταπυρσεύεις, ἡμᾶς Προκόπιε.


Ο Όσιος Θαλλέλαιος

Ο Όσιος Θαλλέλαιος καταγόταν από την Κιλικία της Μικράς Ασίας. Επειδή  αγάπησε τον μοναχικό βίο, μετέβη στην πόλη των  Γαβάλων της Συρίας, σε  όρος ψηλό επί του οποίου υπήρχε ναός των ειδώλων και έστησε την μικρή καλύβα του ασκητεύοντας με προσευχή και νηστεία. Όταν είδαν οι  δαίμονες την αρετή του, δοκίμασαν να τον εκφοβήσουν. Δεν μπόρεσαν όμως. Με προσευχή τους έκανε άφαντους. Εκείνοι τότε εξεμάνησαν και άρχισαν να σπάνε τα δένδρα και επειδή ούτε με αυτό παρακίνησαν τον Όσιο, τη νύχτα με φωνές  και  θορύβους, επιτίθονταν σε αυτόν. Χωρίς  όμως  να  κατορθώσουν  τίποτα, υπεχώρησαν.

Ο Όσιος ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτέ δεν υπερηφανεύθηκε για την εγκράτεια και τα πνευματικά κατορθώματά του και οδηγούσε προς τον Χριστό πλανεμένες ψυχές. Οπότε μάλιστα του έκαναν λόγο επαινετικό, ο Όσιος δεν ήθελε  να  τον  δεχθεί,  διότι θεωρούσε πνευματικά  ωφέλιμο να προσέχει που  υστερούσε  και  όχι  να  ακούει  για την προκοπή του.      
Επειδή  όμως  ο  Όσιος  επιθυμούσε  να  ζήσει  πιο  αυστηρό  ασκητικό  βίο, εγκατέλειψε την  καλύβα  και  έκτισε  κελί  τόσο  στενό, ώστε  εισερχόταν σε  αυτό με δυσκολία. Έτσι, αφού έζησε θεοφιλώς επί δέκα χρόνια, κοιμήθηκε με ειρήνη. Τον βίο του συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο  Ιστορία του.

Ο Ἀγιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν

Ο  Άγιος  Ραφαήλ γεννήθηκε στη  Συρία  το  έτος 1860 από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ και τη Μάριαμ, θυγατέρα του ιερέως της Δαμασκού. Την  ημέρα  της  εορτής  των  Θεοφανείων του 1861 βαπτίσθηκε  και  ονομάσθηκε  Ραφαήλ.
Σπούδασε  στη  θεολογική  σχολή  της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος στις 8 Δεκεμβρίου του 1885. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη θεολογικὴ ακαδημία του Κιέβου. Με την ευλογία του Πατριάρχη  Αντιοχείας  Σίλβεστρο, διευθυντή  της ακαδημίας και  ένα μήνα  αργότερα  έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτου από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε καθήκοντα   εξάρχου  του  Πατριαρχείου  Αντιοχείας  στη  Ρωσία.
Ο  ιεραποστολικός  ζήλος  οδήγησε  τα  βήματά του στην Αμερική. Έφθασε στη Νέα  Υόρκη  στις 2  Νοεμβρίου  1895  και  ανέλαβε  ως  βοηθός  του  Επισκόπου  Νικολάου. Ανέλαβε  σημαντικό  ιεραποστολικό έργο  και  ασχολήθηκε  με τη  συγγραφή  θεολογικών  βιβλίων  καθώς  και με  την  ανέγερση  νέων  ναών.

Το έτος 1903 η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον εξέλεξε  Επίσκοπο  Μπρούκλυν  και  του  ανέθεσε το ιεραποστολικό έργο στη Βόρειο Αμερική.        
Ο  Άγιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1915.

Ο Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης

Ο  Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα  και  ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν  από  βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την  πρωτεύουσα  του βασιλείου των Βησιγότθων. Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε  για την μόρφωση και  τις αρετές του. Γι’ αυτούς τοὺς  λόγους η  Εκκλησία  τον  κατέστησε  Επίσκοπο  το  έτος  579 μ.Χ. Ίδρυσε  θεολογική  σχολή με σκοπό τη διάδοση  της  Ορθοδοξίας, αλλά  και  την  καλλιέργεια  των  επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι  δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  και  Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκὶλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία  δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην  ευσεβή  σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου. Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε  διωγμός  κατά  των  Ορθοδόξων. Ο  αιρετικός  Λέβεγκιλντ  ήλθε σε σύγκρουση  με τον  Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν  τέτοια  η ένταση του διωγμού  και της μανίας των αιρετικών, που όπως  γράφεται δεν  έβλεπε  κανείς  πουθενά  ελεύθερο άνθρωπο  και  η  ίδια η  γη  έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε  την  ημέρα  του  Πάσχα  του  586 μ.Χ.
Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη  βοήθεια του  αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον  Άγιο  Γρηγόριο  τον  Μέγα, τον  Διάλογο, και  συνδέθηκε μαζί του με δυνατή  φιλία. Όταν ο  διωγμός  κατά  των Ορθοδόξων έφθασε στα  άκρα, ο βασιλιάς  Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ  προς την  αληθινή  Ορθόδοξη  πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτης της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον  την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ αρχήν, αλλά και  με τα  εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο, να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν του Αγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της κκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβική».
Ο Άγιος Επίσκοπος  της Σεβίλλης, αφού  υπέμεινε πολλές  αντιξοότητες και  δοκιμασίες, παρέδωσε  την  αγία ψυχή του στον Κύριο στις 13 Μαρτίου  του  έτους  600  ή  601 μ.Χ.


Ἀκάθιστος Ὕμνος – Α’ Στάσις

Ἀκάθιστος Ὕμνος – Α’ Στάσις

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.


26/2/15

Ο Άγιος Σεβαστιανός ο δούκας

Ο  Άγιος  Μάρτυς Σεβαστιανός  ήταν  ηγεμόνας  της  πόλεως  της  Καρθαγένης. Ασπάσθηκε  τη  χριστιανική  πίστη  από  τον  ευαγγελικό  λόγο  του  υιού  της Αγίας  Φωτεινής  Βίκτωρος  ή  Φωτεινού  και  μαρτύρησε  επί  αυτοκράτορα Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

Ο Άγιος Πορφύριος Επίσκοπος Γάζης

Ο Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Αφού  εγκατέλειψε  και γονείς  και  πλούτη, στα  χρόνια της βασιλείας του Αρκαδίου  και  Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που  ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε  μοναχός  σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα και κήρυσσε στους Ιουδαίους και  τους  Έλληνες  το  Ευαγγέλιο  του  Χριστού. Εκεί  ασθένησε σοβαρά  από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως  και  τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών  ήταν  και  ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος  του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα  από  την  Ασία  στα  Ιεροσόλυμα  και  από  τότε  συνδέθηκαν δια βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μία σοβαρή  εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος λῃστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος  αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα  οποία  ήταν  πολύ  πτωχά.
Εκεί  χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος  από  τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων  Ἶωάννη Β’ (386 – 417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου  Γάζης  Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη  Επίσκοπος  της  Γάζης  και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς ειδωλολάτρες και αιρετικούς  στην  αληθινή  θεογνωσία.
Για να προστατεύσει  ο  Άγιος  το ποίμνιό του από τις αδικίες των  Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει την συνδρομὴ των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) και Ευδοξίας. Εκεί  συνάντησε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο  και  στους  βασιλείς  και  στήριξε  με θέρμη  το αίτημά του να καταστήσει γνωστή  στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας επείσθη και χορήγησε στον  Άγιο  Πορφύριο  βασιλικό  διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική  χορηγία  ανήγειρε εκκλησίες εκεί  όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Κατάφερε δε ο  Άγιος να κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε ιδρυθεί  από τον αυτοκράτορα  Αδριανό  το  έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε για τον σκοπό αυτό στην Γάζα  τον  Αντιοχέα  αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε  Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από καρυστινό μάρμαρο  και  τα  εγκαίνιά  του  έγιναν  το  Πάσχα  του  407 μ.Χ.
 Κατά τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος  του  Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Το  έτος  415 μ.Χ. έλαβε  μέρος στη  Σύνοδο  της  Διοσπόλεως, υπό την προεδρία  του  Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β’. Η Σύνοδος  αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που είχε στην Αφρική  με τον ιερό  Αυγουστίνο, Επίσκοπο  Ιππώνος ( 15 Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού  αμαρτήματος και  της θείας χάριτος. Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τον καλόν αγώνα τετελεκώς προς τους  ειδωλομανείς  έως της  ημέρας της κοιμήσεως αυτού».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας πᾶσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν· καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύσῃ δεόμενος.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.          
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης σεπτὸς βλαστός, καὶ Γαζαίων θεῖος, Ποιμενάρχης καὶ ὁδηγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφαγωγὸς ἐδείχθης, Πορφύριε τρισμάκαρ, σώζων τοὺς δούλους σου.


Η Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή  καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ. Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ’ κεφάλαιο  του  κατά  Ιωάννη  Ευαγγελίου.
Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από  την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και γέμιζε την στάμνα της. Εκεί, μία ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος φανέρωσε σε αυτήν όλη τη ζωή της. Ο  Κύριος  είπε  στην Αγία, ότι Αυτός είναι «το ύδωρ το ζων», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το «πνευμνατικό ύδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία βαπτίσθηκε Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της  Σαμάρειας  και  ονομάσθηκε  Φωτεινή.
Από  τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στην διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα  Νέρωνα (54 – 68 μ.Χ.), όταν  αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή  έκανε  Χριστιανές  την θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της.         
Μαζί  με την Αγία  Φωτεινή  μαρτύρησαν οι  υιοί  της  και οι πέντε αδελφές της.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ συνομίλησας ἐπὶ τῷ φρέαρ σεμνή, καὶ πίστιν εἰσδέδεξαι, τὴν πρὸς αὐτὸν ἀκλινῶς, Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἐφαπλοῦσα τὸ φέγγος, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, σὺν υἱοῖς καὶ συγγόνοις· μεθ’ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.      
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ, τοῖς προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου τῇ σεπτῇ, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.   
Τοῦ Χριστοῦ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καὶ αὐτοῦ ἐκήρυξας, τὴν παρουσίαν ἐν σαρκί, ὦ Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, καὶ μαρτυρίου, ἀγῶσι διέλαμψας.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ζωῆς τὸ ὕδωρ, δεξαμένη παρὰ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἀθλήσασα ἀνδρείως, σὺν πᾶσι τοῖς οἰκείοις, Χριστὸς δοξάσασα.


25/2/15

Ο Άγιος Ταράσιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη  από  γονείς  ευσεβείς  και  ευγενείς, τον  Γεώργιο, κριτή  και  πατρίκιο  και  την Ευκρατία. Λόγω της μεγάλης του μορφώσεως  ανυψώθηκε  στο  αξίωμα  του   πρωτασηκρίτου.
Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν αρκετά  σοβαρές. Υπήρχε ακόμα  ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση  των  Ορθοδόξων έγινε  ακόμη  πιο  δύσκολη  δια  του  θανάτου  του  Πατριάρχου  Παύλου Δ’ του  Κυπρίου (780 – 781 μ.Χ.). Η  βασίλισσα  Ειρήνη  η  Αθηναία, η  οποία  επιτρόπευε  τον  ανήλικο  υιό της  Κωνσταντίνο  ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και τα προβλήματα. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως  από  τους  λαϊκούς  ο  Άγιος  Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού  έλαβε  υπόσχεση  από τους βασιλείς, ότι θα συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα αντιμετωπίσει τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά θέματα. Η  χειροτονία  του  νέου  Πατριάρχου  έγινε  στις  25  Δεκεμβρίου 784  μ.Χ.
Κατά  την διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άγιος μερίμνησε για την αποκατάσταση  των σχέσεων με την Δυτική Εκκλησία  επί Πάπα Αδριανού Α’ (771 – 795 μ.Χ.) και την σύγκλιση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους  και  ακύρωσε  την  εικονομαχική  Σύνοδο  του  έτους  754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού  τα σχετικά συγγράμματα  του  Αγίου  Ιωάννου  του  Δαμασκηνού  ( 4  Δεκμβρίου). Η όγδοη συνεδρία της Συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όπου  οι  βασιλείς  Ειρήνη  και  Κωνσταντίνος  υπέγραψαν  τους  Όρους  της  Συνόδου.
Στην  ευσέβεια  και το εκκλησιαστικό ήθος του Αγίου  οφείλεται  και  η μέριμνα που έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή  για  την  απόκτηση  εκκλησιαστικών  αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική  και  κοινωνική  δράση  και  διακρίθηκε για την ελεημοσύνη  του  προς  τους  πτωχούς.
Η  αγάπη  του  προς  τον  μοναχισμό εκφράστηκε και με την ίδρυση Μονής  στο  στενό  του  Βοσπόρου, στην  οποία  και  ενταφιάσθηκε  μετά την  οσιακή  κοίμησή  του την  Τετάρτη  της Α’ εβδομάδας  των  Νηστειών, το έτος  806 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας  Μιχαήλ  Α’ ο  Ραγκαβές (811 – 813 μ.Χ.) τον  Μάρτιο του  έτους 813 μ.Χ. ενέδυσε  τον τάφο του  Αγίου  με  άργυρο, επιδεικνύοντας  έτσι  και  αυτός  και  η  βασίλισσα  Προκοπία  τον σεβασμό τους προς την μνήμη του Αγίου.       
Η  Σύναξη  του  Αγίου  Ταρασίου  ετελείτο  στη  Μεγάλη  Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.       
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδῳ ἐν τῇ Ἑβδόμῃ, προσκυνεῖν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος· διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καὶ Χριστοῦ μακάριε, τὴν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καὶ προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Πάτερ σοφὲ Ταράσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.           
Ὤσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαῦμα, τῶν λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.



Μεγαλυνάριον.
Τύπων καλῶν ἔργων δι’ ἀρετῆς, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, παραστήσας Πάτερ σαυτόν, τοῦ Χριστοῦ τὸν τύπον, ἐν ἱεραῖς Εἰκόσιν, ἐδίδαξας τιμᾶσθαι, ὀρθῶς Ταράσιε.

Ο Άγιος Ρηγίνος ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στη Λεβάδεια της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς  και  ενάρετους  γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν  να  λάβει  τη  θύραθεν  παιδεία  αλλά και  την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο  και  η  πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής  και  σε ναό  της  Αγίας  Τριάδος.
Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο  μεν  Κωνστάντιος  στην  Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές  της  χριστιανικής  πίστεως, αλλά ο  μεν  Κωνστάντιος  είχε  συνειδητά  αποδεχθεί  τον  Αρειανισμό, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά  της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ’ ενός μεν την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ’ ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητος της Εκκλησίας.
Η εκκλησιαστική τους πολιτική  είχε  ως  συνέπεια όχι μόνο τη συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ  των  οπαδών  και  των  αντιπάλων  της  Α’ Οικουμενικής  Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα  εκκλησιαστικά πράγματα  υπήρξαν πηγή  εντάσεως  στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος  μ.Χ.
Έτσι  ο Άγιος απεστάλη  στη νήσο  Σκόπελο  από τον θείο  του  Αχίλλειο ( 15 Μαΐου, πολιούχος της πόλεως Λάρισας), για να ενισχύσει τους εξόριστους που  βρίσκονταν  εκεί και  να τους  στερεώσει  στην  ορθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα  με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α’ Οικουμενικής  Συνόδου, το  έτος 325 μ.Χ. μαζί με τον Άγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι  καταδικάσθηκε  ομόφωνα  από  τους  θεοφόρους Πατέρες  η  αίρεση του  Αρειανισμού, οι οπαδοί του  Αρείου  δεν  εξέλιπαν και συνέχισαν να διαδίδουν τις αιρετικές δοξασίες τους. Επικράτησε εκ νέου  μεγάλη  αναταραχή  στους  κόλπους  της  Εκκλησίας, κρίση  και κατά συνέπεια χωρισμός σε δυο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα  τους  δύο  αυτοκράτορες  Κωνστάντιο  και  Κώνστα. Τελικά  οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι, η Σύνοδος συγκλήθηκε στη Σαρδική, το έτος 343 μ.Χ. Στη Σύνοδο έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος εξόντωσε όλες  τις αιρέσεις  με το  λόγο  του  και  την  τόλμη  της  γνώμης  του.
Μετά  τη λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά  και πάλι η Εκκλησία του  Χριστού  κλυδωνίσθηκε  και  ταράχθηκε από  τον αυτοκράτορα  της  Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.     
Στη  διάρκεια  των  διωγμών που  διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στη Σκόπελο  ο  έπαρχος  της Ελλάδας  και  των  Σποράδων. Αμέσως  κάλεσε τον  ποιμενάρχη  της  Σκοπέλου  και  του  υπέδειξε  να  αλλάξει πίστη  και να  ασπασθεί  την ειδωλολατρία. Όμως ο Άγιος περιφρόνησε την υπόδειξή  του  και  ενέμεινε  με πνευματική  ανδρεία και  σταθερότητα στην πατρῴα ευσέβεια. Στις 25  Φεβρουαρίου  του  362 μ.Χ. οδηγήθηκε  για τελευταία  φορά  ενώπιον του  επάρχου. Στις προτροπές του  να  αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία  απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια και ακολούθως  στη  θέση  «Παλαιό  Γεφύρι»,  όπου  αποκόπηκε από τον δήμιο  η τίμια κεφαλή του. Την νύχτα οι  Χριστιανοί  παρέλαβαν  το  τίμιο σκήνωμα  του  Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου  λόφου, όπου  βρίσκεται  μέχρι  σήμερα  ὁ  τάφος  του.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Τῆς Σκοπέλου προστάτης καὶ ποιμὴν ἐνθεώτατος, ὤφθης Ἱεράρχα Ῥηγῖνε, ὡς τοῦ Πνεύματος σκήνωμα, καὶ αἵματι σοφὲ μαρτυρικῷ, φοινίξας τὴν ἁγίαν σου στολήν, διασώζεις ἐκ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, τοὺς πίστοι ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην τῆς Σκοπέλου καὶ διδάσκαλον
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Μακαρίσωμεν Ῥηγῖνον τὸν θεηγόρων·
Τῷ Χριστῷ γὰρ ἱεράτευσεν ὡς ἄγγελος
Καὶ ἀθλήσας διασώζει πάσης θλίψεως           
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Σκοπέλου θεῖος ποιμήν, Ῥηγῖνε παμμάκαρ, ὁ ἀθλήσας καρτερικῶς· χαίροις Ἐκκλησίας, ὁ φωτοφόρος λύχνος, σοφὲ Ἱερομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.


24/2/15

Εύρεσις Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη

Όταν  αποκεφαλίσθηκε  από τον Ηρώδη, ο  Άγιος Ιωάννης  ο  Πρόδρομος, η τίμια κεφαλή  αυτού  τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από  όστρακο  και κρύφθηκε στην οικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Άγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει  για  τα  Ιεροσόλυμα  με σκοπό  να προσκυνήσουν  τον  τάφο του  Κυρίου, αγγέλλοντας σε αυτούς, που βρίσκεται η τίμια κεφαλή του. Και εκείνοι, αφού την βρήκαν, την είχαν με τιμές. Από αυτούς την παρέλαβε  κάποιος  κεραμεύς και την μετέφερε στην πόλη των  Εμεσηνών. Όταν όμως πέθανε, την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, για να καταλήξει στα χέρια κάποιου  ιερομονάχου  αρειανού  που  ονομαζόταν  Ευστάθιος  και φύλαξε την τίμια κάρα σε σπήλαιο. Από εκεί μεταφέρθηκε, επί Ουάλεντος (364 – 378 μ.Χ.), στο Παντείχιον της Βιθυνίας μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ανεκόμισε αυτή στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου  ανήγειρε  μέγα  και  περικαλλέστατο  ναό.
Βέβαια  περί  της  ευρέσεως της  τιμίας  κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν  και  άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατ’ άλλη  εκδοχή  η  τίμια  κάρα  ευρέθηκε  στην Έμεσα  το  έτος 458 μ.Χ., επί  βασιλέως Λέοντος Α’ (457 – 474 μ.Χ.), ενώ  άλλοι  δέχονται  ότι αυτή ευρέθηκε το έτος  760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ’ (842 – 867 μ.Χ.) και πατριαρχίας  Ιγνατίου.
Περί των ιερών λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις  και σε διάφορους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει  ότι το έτος 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην  Έδεσσα  της  Μεσοποταμίας «βόστρυχον του Βαπτιστού Ιωάννου αίματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα, κόμισε στην Κωνσταντινούπολη  από  τη  Βέροια  της  Συρίας, περί  τον  Απρίλιο  του έτους 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του  Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα  με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «το ένδυμα του Προφήτου  εκ τριχών καμήλου τυγχάνον και περί τον τράχηλον ημαγμένον».
Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που  βρισκόταν  στην  τοποθεσία την  ονομαζόμενη  Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα, ἡ τοῦ Προδρόμου Κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι, τῆς ἀφθαρσίας πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τὴν πληθὺν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν. 
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, τῷ κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.



Μεγαλυνάριον.
Ὤσπερ μυροθήκη πνευματική, ἐκ γῆς ἀνεφάνη, σοῦ ἡ πάντιμος Κεφαλή, Βαπτιστὰ Κυρίου, καὶ κόσμον κατευφραίνει, τῆς ἡδυπνόου δόξης ταῖς διαδόσεσι.

Ο Όσιος Έρασμος εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Έρασμος γεννήθηκε στη Ρωσία από πλούσιους και επιφανείς γονείς. Όταν, μία  μέρα, κατά  την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, άκουσε τον διάκονο να προσεύχεται για εκείνους που αγαπούν την ευπρέπεια του  οίκου  του  Κυρίου, διέθεσε  ολόκληρη  την  περιουσία  του για την ευπρέπιση  του  ναού  της Υπεραγίας  Θεοτόκου  των Σπηλαίων της Λαύρας του  Κιέβου. Έπειτα  έγινε  και  ο  ίδιος μοναχός εκεί  και άρχιζε  να  στολίζει  τον  εαυτό του  με  τις  αρετές  του  Αγίου  Πνεύματος.
Όμως  ο  διάβολος  έστησε  μία  ολέθρια  παγίδα  στον  Όσιο. Όταν πια όλα  τα πλούτη του είχαν χρησιμοποιηθεί για την Εκκλησία της Παναγίας, ο μακάριος Έρασμος  σκέφθηκε ότι  μάταια  τα  ξόδεψε γι’ αυτό  τον  σκοπό  και  ότι  έπρεπε  να τα μοιράσει  στους πτωχούς. Ο Όσιος δεν κατάλαβε πως οι λογισμοί  αυτοί  ήταν  πειρασμικοί. Έπεσε  σε αθυμία και απόγνωση. Ούτε οι προσπάθειες του ηγουμένου, ούτε η συμπαράσταση  και  οι συμβουλές  των  αδελφών  στάθηκαν  ικανές  να τον βοηθήσουν και  να  τον παρηγορήσουν. Άρχισε  να  ζει  απρόσεκτα για μοναχό. Σπαταλούσε τον χρόνο του μοναχικού βίου του άσκοπα, χωρίς  πνευματικό αγώνα, χωρίς προσευχή, χωρίς υπακοή, βυθισμένος στην  ψυχόλεθρη  ακηδία  και  την  αμέλεια.

Όταν είδαν οι πατέρες ότι τα λόγια τους όχι μόνο δεν τον ωφελούσαν, αλλά  τον ερέθιζαν κιόλας, σταμάτησαν πια  να  του  μιλούν  και  άρχισαν να προσεύχονται. Ο  φιλάνθρωπος Κύριος δεν άφησε  να  πάνε  χαμένοι οι προηγούμενοι κόποι και οι αρετές του δούλου Του. Παρεχώρησε, λοιπόν, να ασθενήσει. Ο Όσιος έφθασε  στα πρόθυρα  του  θανάτου. Για επτά  ημέρες ήταν αναίσθητος, μην μπορώντας να πάρει τροφή  ή να επικοινωνήσει με κανένα. Την όγδοη  ημέρα  ο  ηγούμενος  κάλεσε όλη την αδελφότητα γύρω στην κλίνη του. Εκείνη την στιγμή όμως, ο ετοιμοθάνατος Έρασμος, συνήλθε, ανασηκώθηκε, κάθισε  στο  κρεβάτι και  είπε προς τους πατέρες: «Αδελφοί, είμαι αμαρτωλός και έζησα ράθυμα. Ο θάνατος με βρήκε  αμετανόητο. Ενώ  όμως  ο  διάβολος με χαρά περίμενε το τέλος μου, παρουσιάσθηκαν οι Όσιοι Πατέρες μας Αντώνιος  και  Θεοδόσιος και μου είπαν ότι προσευχήθηκαν για μένα στον Κύριο. Και Εκείνος, σαν πολυεύσπλαχνος, μου χάρισε καιρό μετανοίας. Μετά  είδα  και  την Κυρία  Θεοτόκο, η οποία μου είπε ότι, επειδή  στόλισα  την Εκκλησία  της  και  την πλούτισα  με  ωραίες  εικόνες και πολύτιμα σκεύη, μεσολάβησε για μένα στον Υιό της και σε τρεις ημέρες  θα με πάρει  κοντά  της, επειδή  αγάπησα την ευπρέπεια  του οίκου αυτής».   
Έτσι, μετά τρεις ημέρες ο Όσιος Έρασμος, το έτος 1160, κοιμήθηκε ειρηνικά.

23/2/15

Ο Άγιος Πολύκαρπος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Σμύρνης


Ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Πολύκαρπος γεννήθηκε περί το 80 μ.Χ. από ευσεβείς  και  φιλόθεους γονείς, τον Παγκράτιο  και  τη  Θεοδώρα, που είχαν  εγκλειστεί  στη  φυλακή  για την πίστη του Χριστού, και βαπτίσθηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία. Υπήρξε  μαζί με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, μαθητή του Ευαγγελιστού Ιωάννη. Λίγο πριν αναχωρήσει από τον πρόσκαιρο αυτό βίο ο Άγιος Βουκόλος, Επίσκοπος Σμύρνης ( 6 Φεβρουαρίου), χειροτόνησε μετά  των  Αγίων  Αποστόλων, ως  διάδοχό  του, τον  Άγιο  Πολύκαρπο  και  μετά  κοιμήθηκε  μὲ  ειρήνη.
Ο  Άγιος  παρακολούθησε  με αγωνία  και  προσευχή τη σύλληψη  του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας και τα μαρτύρια αυτού. Η αγάπη του προς  τον  θεοφόρο  Πατέρα  μαρτυρείται  και  από την Επιστολή  την οποία  έγραψε  προς  τους  Φιλιππησίους. Σε αυτή  την επιστολή  τους συγχαίρει για την φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο  Ιγνάτιο, όταν  αυτός  διήλθε  από  την  πόλη τους. Το  κείμενο  αυτό του  Αγίου  Πολυκάρπου  διακρίνεται  για  τον  αποστολικό, θεολογικό  και  ποιμαντικό  χαρακτήρα  του.
Ο Άγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για την σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη  διδασκαλία του  Ευαγγελίου, καθώς μιλούσε  πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν ο γνησιότατος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας. Ο Άγιος Ειρηναίος παρέχει την πληροφορία ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε  πολλούς  από  τις αιρέσεις  του  Βαλεντίνου  και του Μαρκίωνος στην Εκκλησία του Θεού. Διηγείται μάλιστα και ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρεσιάρχης αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απηύθυνε  την παράκληση:  «επεγίνωσκε  ημάς», δηλαδή  αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «επιγινώσκω, επιγινώσκω σε τον πρωτότοκον του Σατανά».
Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική  ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου. Όπως είναι γνωστό, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το  Πάσχα  στις  14 του  μηνός  Νισσάν, σε  οποιαδήποτε  ημέρα και  αν  τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά  αρκούνταν στον εβδομαδιαίο  κατά  Κυριακή εορτασμό  της Αναστάσεως, τονίζοντας ασφαλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή  λόγω της διαφοράς αυτής η  Εκκλησία  της  Ρώμης τηρούσε αυστηρή  στάση  έναντι  των  Μικρασιατών, ο  Άγιος Πολύκαρπος  αναγκάσθηκε να  μεταβεί  στη  Ρώμη, για  να  διευθετήσει το  ζήτημα και  άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο.
Μετά  την επιστροφή του  από  την  Ρώμη, υπέργηρος  πλέον, συνέχισε την  αποστολική  δράση  του  με  τόση  επιτυχία, ώστε προκάλεσε την οργή  των  ειδωλολατρών. Αυτή  η προδιάθεση ήταν φυσικό να προκαλέσει  το μαρτύριό του, που ακολούθησε την εξής πορεία. Ο Κόϊντος, ζηλωτής  Χριστιανός, ο  οποίος  ήλθε  στη  Σμύρνη  από  τη Φρυγία, παρακίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο  Στάτιο  Κοδράτο, για  να  δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά  τους  καὶ  την  πίστη  τους  στον  Χριστό, πράγμα το  οποίο φυσικά  προοιώνιζε θάνατο. Τελικά  μαρτύρησαν όλοι, εκτός  από  τον Κόϊντο, ο  οποίος  δειλιάσας  την  τελευταία  στιγμή, θυσίασε  στα  είδωλα. Ο  όχλος, αν  και  θαύμασε την γενναιότητα  των  Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και  να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Τελικά ο Άγιος συνελήφθη το έτος 167 και οδηγήθηκε ενώπιον  του  ανθυπάτου.
Ο  γηραιός  Επίσκοπος  δεν  ταράχθηκε. Το πρόσωπό  του  ήταν  γαλήνιο και λαμπερό. Ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν  να πείσουν τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό. Ο  Άγιος όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι  υπηρετεί  τον  Χριστό  επί 86 έτη  χωρίς  καθόλου  να  Τον εγκαταλείψει. Πως  μπορούσε  λοιπόν  τώρα να Τον  βλασφημήσει  και  να  Τον  αρνηθεί;  Ο  ανθύπατος  τότε  διέταξε να  τον ρίξουν στην  φωτιά. Ο  Γέρων Πολύκαρπος  αποδύθηκε  μόνος  τα ιμάτιά του και περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο του αγαπητού και ευλογητού παιδός Σου Ιησού  Χριστού Πατήρ, δι’ Ού την περί Σου επίγνωσιν ειλήφαμεν,  ο Θεός των αγγέλων  και δυνάμεων, και πάσης της κτίσεως, και παντός του γένους των δικαίων, οί ζώσιν  ενώπιόν  Σου, ευλογώ Σε, ότι ηξίωσάς με της ημέρας και ώρας ταύτης του λαβείν με μέρος  εν αριθμώ των μαρτύρων Σου, εν τω ποτηρίω του  Χριστού Σου, εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και  σώματος, εν αφθαρσίᾳ Πνεύματος Αγίου, εν οίς προσδεχθείην ενώπιόν Σου σήμερον εν θυσίᾳ  πίονι  και  προσδεκτή, καθώς  προητοίμασας  και  προσεφανέρωσας και  επλήρωσας  ο  αψευδής  και  αληθινός  Θεός. Δια τούτο και  περί πάντων  αινώ Σε, ευλογώ Σε, δοξάζω Σε, συν τω αιωνίω και επουρανίω Ιησού  Χριστώ,…».
Η  φωτιά  σχημάτισε γύρω  από  το  σώμα  του  Αγίου Πολυκάρπου καμάρα  χωρίς  να  τον  αγγίζει. Τότε στρατιώτης  εκτελεστής  τελείωσε τον  Άγιο  Μάρτυρα  δια  του ξίφους. Έπειτα  το  Ιερό λείψανο  ρίφθηκε στην φωτιά, οι δε πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού.
Η  Σύναξη  του  Αγίου  Πολυκάρπου  ετελείτο  στη  Μεγάλη  Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Τὴν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ στερρὸς Ἀθλοφόρος, τρέφεις τὴν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.       
Καρποὺς τοὺς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι’ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε, ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τὴν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεὸν μεγαλύνοντες.


Μεγαλυνάριον.
Φοῖνιξ ἀνεδείχθης καρποτελής, ὡς καρποφορίαν, περιφέρων θεουργικήν, τὴν τῶν Ἀποστόλων, ἀμέσως κοινωνίαν, δι’ ἧς ἐκτρέφεις κόσμον, Πάτερ Πολύκαρπε.