9/3/18

Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες οι εν Σεβαστεία


Οι  Άγιοι  Τεσσαράκοντα  Μάρτυρες,  οι  οποίοι  κατάγονταν  από  διάφορους  τόπους  και  μαρτύρησαν  στην  λίμνη  της  Σεβαστείας,  το  έτος 320  μ.Χ.,  είναι οι:  Αγγίας, Αγλάϊος, Αειθαλάς, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος,  Αλέξανδρος, Βιβιανός,  Γάϊος,  Γοργόνιος,  Γοργόνιος,  Δομετιανός ή  Δομέτιος, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτύχιος, Ηλιάδης ή  Ηλίας, Ηράκλειος,  Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος,  Ιωάννης ή Κάνδιδος, Κλαύδιος, Κύριλλος, Κυρίων, Λεόντιος, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας,  Ουαλέριος,  Ουάλης,  Πρίσκος, Σακερδών ή Σακεδών, Σεβηριανός,  Σισίνιος,  Σμάραγδος,  Φιλοκτήμων,  Φλάβιος  και  Χουδίων.
Οι Άγιοι ήταν  στρατιώτες  επί  αυτοκράτορα  Λικινίου  (308 – 323 μ.Χ.)  και ηγεμόνος Αγρικολάου. Επειδή  αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, συνελήφθησαν και  ομολόγησαν ότι ήταν Χριστιανοί. Και  επειδή  δεν πείσθηκαν  να  αρνηθούν  την  πίστη  τους,  τους  συνέτριψαν  με  πέτρες τα  σώματά  τους  και  σε  καιρό  χειμώνος  τους   καταδίκασαν  να  στέκονται όλη  την  νύχτα  μέσα  στην  λίμνη  που  είχε  παγώσει  από  το  κρύο  και είχε  κρυσταλλώσει.
Εκεί,  όταν  ένας  λιποψύχησε και  έτρεξε προς το κοντινότερο  λουτρό  για να  ζεσταθεί,  ο  καπικλάριος  που  τους  φύλαγε,  όταν  είδε  από  τον  ουρανό  να  κατεβαίνουν  οι  στέφανοι για  τους τριάντα  εννέα  Μάρτυρες και  ένα  στεφάνι να περισσεύει, το οποίο ανήκε σε εκείνον που λιποψύχησε,  αφού  απέβαλε  την  στολή  του,  έτρεξε  προς  τους Αγίους και  πίστεψε  στον  Χριστό.  Το  πρωί,  όσους  δεν  είχαν πεθάνει ακόμη, αφού  οι  φύλακες  τους  οδήγησαν  στην  ακτή  και  τους  έσπασαν  τα πόδια,  τους  έκαψαν και  έριξαν  τα  ιερά  σκηνώματά  τους  στην  λίμνη. Τα  μαρτυρικά  λείψανα ευρέθησαν από  τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό,  όπου είχαν συναχθεί  κατά  θεία  οικονομία  και  ενταφιάσθηκαν με  ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό  αναφέρεται ότι  ενώ  οι  Άγιοι  Τεσσαράκοντα  Μάρτυρες βρίσκονταν στο  στάδιο της αθλήσεως έχοντας  παραμείνει  όλη  τη  νύχτα μέσα  στην  παγωμένη  λίμνη  και  καθώς  τους  έσερναν  στον  αιγιαλό  για να  τους  συντρίψουν τα σκέλη, η   μητέρα  ενός  Μάρτυρος  παρέμενε  εκεί πάσχουσα  με αυτούς, βλέποντας το  παιδί της που  ήταν νεότερο στην ηλικία  από  όλους,  μήπως  και λόγω του νεαρού  της ηλικίας και  της αγάπης  προς  την ζωή, δειλιάσει  και  βρεθεί  ανάξιο της  τιμής  και  της τάξεως  των  στρατιωτών  του  Χριστού.  Στεκόταν  λοιπόν,  εκεί  και  άπλωνε  τα  χέρια  της  προς  το  παιδί  της  λέγοντας:  «Παιδί  μου γλυκύτατο,  υπόμεινε  για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε  δεν  θα  είναι  από  εδώ  και  πέρα  πικρό,  τίποτα  το  επίπονο δεν  θα  απαντήσεις.  Όλα  εκείνα  παρήλθαν,  διότι  όλα  αυτά  τα  νίκησες με τη  γενναιότητά  σου.  Χαρά  μετά  από  αυτά,  άνεση, ευφροσύνη.  Όλα αυτά  θα  τα  γεύεσαι,  διότι  θα  είσαι  κοντά  στον  Χριστό  και  θα  πρεσβεύεις εις  Αυτόν  και  για  μένα  που  σε  γέννησα».
Τα   λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το  έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα  Πουλχερία  κρυμμένα  στο  ναό  του  Αγίου  Θύρσου,  πίσω από  τον  άμβωνα,  στον  τάφο  της   διακόνισσας  Ευσέβειας  σε  δύο  αργυρές θήκες, οι  οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί  στον τάφο της στο  μέρος της  κεφαλής  της.  Στην  συνέχεια  η Πουλχερία  οικοδόμησε  ναό   έξω  από  τα  τείχη  των  Τρωαδησίων.
Σπουδαία από  ιστορικής απόψεως θεωρείται  από  νεότερους  ερευνητές  η Διαθήκη  των  Αγίων  Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η  οποία  αποσκοπεί  στο να  παρεμποδίσει  τον  διασκορπισμό  των  ιερών  λειψάνων  τους  μεταξύ των  Χριστιανών,  πράγμα  συνηθισμένο  στην  Ανατολή  κατά  τους χρόνους εκείνους. Γι’ αυτό  εκρίναμε σκόπιμο να παραθέσουμε στη νεοελληνική  γλώσσα  το  κείμενο  της  Διαθήκης:

Διαθήκη  των  Αγίων  και  ενδόξων  Σαράντα  Μαρτύρων  των  οποίων ο  βίος  ετελειώθηκε  στη  Σεβαστεία

«Ο  Μελέτιος, ο  Αέτιος και  ο  Ησύχιος, οι  δούλοι  του  Χριστού,  χαίρουν  εν Χριστώ  ανάμεσα  σε  όλους  τους  Αγίους  επισκόπους  και  πρεσβυτέρους  και  διακόνους  και  ομολογητές  και τους υπολοίπους εκκλησιαστικούς άνδρες  σε  όλη  την  πόλη  και  τη  χώρα.
1 Όταν με τη  χάρη  του  Θεού  και  τις  κοινές  προσευχές  όλων  τελέσουμε τον προκαθορισμένο σε εμάς αγώνα και  φθάσουμε στα βραβεία της άνω κλήσεως, τότε αυτό  το θέλημά μας για την ανακομιδή των λειψάνων μας θέλουμε να κυριαρχήσει στους ανθρώπους γύρω από τον πρεσβύτερο και πατέρα μας Πρόϊδο και  τους αδελφούς μας Κρισπίνο και  Γόρδιο μαζί με το λαό  που  τους  ακολουθεί, και   τον Κύριλλο, τον Μάρκο και  τον Σαπρίκιο, το  υιό  του  Αμμωνίου,  με σκοπό  να  μετατεθούν  τα  λείψανά μας  από  την πόλη Ζήλων στο  χωριό  Σαρείμ. Γιατί  άν καὶι  όλοι καταγόμαστε από διαφορετικά  μέρη,  όμως  προτιμούμε  τον  ένα  και  ίδιο τόπο ενταφιασμού για την αιώνια ανάπαυση. Γιατί αφού αγωνισθήκαμε τον κοινό  αθλοφόρο αγώνα, συμφωνήσαμε ότι θα έχουμε κοινό τόπο ενταφιασμού στον προαναφερθέντα  τόπο.  Αυτά  λοιπόν   εφάνηκαν σωστά κατά  το  άγιο Πνεύμα,  και  φάνηκαν  καλά  και  σε  εμάς.
Εξ αιτίας αυτού εμείς οι συγγενείς του  Ὰετίου  και  του  Ευτυχίου  και  των υπολοίπων  εν Χριστώ  αδελφών  παρακαλούμε  τους  κυρίους  γονείς  μας και  τους  αδελφούς  μας  να  μείνουν  μακριά  από  κάθε  ταραχή  και  λύπη, να  τιμήσουν  δε   τον όρο της φιλάδελφης συμμετοχής τους και  να συμβαδίσουν με προθυμία στη  θέλησή μας, για να αποκτήσουν το  μεγάλο μισθό  της  υπακοής  και  της  συμπάθειας  από  τον  κοινό  πατέρα μας.
Ακόμη  αξιώνουμε  από  όλους,  κανείς  να  μη  θησαυρίσει  για  τον  εαυτό του τα  περισυλλεγέντα λείψανα από το καμίνι, αλλά  αφού  φροντίσει για  τη συγκέντρωσή  τους  στο  ίδιο  μέρος,  να  τα αποδώσει στους προαναφερθέντες, με  σκοπό  να  αποκομίσει το  κέρδος  της  φιλευσπλαχνίας των  ίδιων  του  κόπων,  αφού  επιδείξει ισχυρό ζήλο και αληθινή ευγνωμοσύνη.  Όπως  ακριβώς  η  Μαρία,  η  οποία  αφού  επερίμενε  καρτερικά  στον  τάφο  και  είδε  πρώτη  από  όλους τον Κύριο, πρώτη εδέχθηκε  και  τη  χάρη  της  χαράς  και  της  ευλογίας.
Άν κάποιος εναντιωθεί  στο  θέλημα  το   δικό μας, άς είναι  ξένος  από  το θείο κέρδος, ένοχος κάθε παρακοής, αφού με επιπόλαιη σκέψη έχασε το δίκαιό του, επειδή εξαναγκαζόταν, όσο εξαρτιόταν από αυτόν, να κατατεμαχίσει  εμάς, τους  οποίους  ο  Άγιος  Σωτήρας  μας  με  την προσωπική  χάρη  και  πρόνοια  συνέδεσε  με  πίστη.
Άν  όμως και  το παιδί, ο  Ευνοϊκός, με  τη  συγκατάνευση  τοῦυ  φιλάνθρωπου Θεού  φθάσει  στο  ίδιο τέλος του  αγώνος, αξίωσε να  έχει  την   ίδια με  εμάς διαμονή. Άν βέβαια διαφυλαχθεί  αβλαβής με τη Χάρη του  Χριστού  και δοκιμασθεί  στον  κόσμο, παραγγέλλουμε  να  ασχοληθεί  αυτός  ελεύθερα  με το  μαρτύριό μας και  παρακαλούμε να  διαφυλάττει τις εντολές του Χριστού,  με  σκοπό   να  μετέχει της απολαύσεως μαζί  με  εμάς κατά  τη μεγάλη ημέρα της Αναστάσεως, επειδή  και  όσο ευρισκόταν στον κόσμο υπέμεινε  τις  ίδιες  θλίψεις.
Γιατί  η  ευγνωμοσύνη  προς  τον  αδελφό  αποβλέπει  στη δικαιοσύνη  του Θεού,  η   παρακοή  όμως προς τους ομόφυλους  καταπατά  την εντολή  του Θεού.  Γιατί  έχει γραφεί  ότι:  αυτός  που  αγαπά  την  αδικία,  μισεί  την  ψυχή του.
2 Επομένως  αξιώνω  από  εσάς,  αδελφέ  Κρισπίνε,  και  παραγγέλω να μείνετε μακριά  από  κάθε κοσμική  τρυφή  και  πλάνη.  Γιατί  είναι  εσφαλμένη  και  όχι  ισχυρή   η  δόξα  του  κόσμου,  η  οποία για λίγο μεν ακμάζει  και  πάλι  μαραίνεται  σαν χόρτο, αφού δέχεται το  τέλος πιο γρήγορα  από  την  αρχή. Να  θελήσετε όμως να προσφύγετε στον φιλάνθρωπο  Θεό,  ο  οποίος  παρέχει  σε  όσους προστρέχουν σε  Αυτόν πλούτο  αδιάκοπο,  και   βραβεύει  με  ζωή  αιώνια  όσους   πιστεύουν  σε  Αυτόν.
Είναι  η   στιγμή  κατάλληλη    για  όσους  θέλουν  να  σώζονται  και  για  όσους δεν  το  αναβάλλουν για  το  μέλλον,  παρέχοντας  άφθονη    διορία για μετάνοια  και  τη  χωρίς   δισταγμό   ενέργεια   της  πολιτείας. Γιατί οι αλλαγές της ζωής είναι απρόοπτες. Αλλά  άν έχεις  γνώση,  πρόσεξε  μέσα σε  αυτή  τη  ζωή  να  εμφανίσεις  την  ωφέλεια  και  την αγνότητα του σεβασμού  προς  τον Θεό, με σκοπό αφού  γίνεις  κύριος  αυτής  να  εξαλείψεις το  χειρόγραφο  κείμενο των προπατορικών αμαρτημάτων: γιατί  θα  σε  βρω σε  αυτό, εν τω  μεταξύ   και  θα  σε  κρίνω.
Ασχοληθείτε,  λοιπόν, σοβαρά  με  τις  εντολές  του  Χριστού   για  να ευρεθείτε άμεμπτοι, με σκοπό  να  αποφύγετε  το  ακοίμητο  και  αιώνιο  πυρ. Γιατί   ο  καιρός  είναι  περιορισμένος  από  παλιά,  φωνάζει  η  θεία  φωνή.
Προπαντός  λοιπόν  αποδώσατε τιμή  στην αγάπη. Γιατί  αυτή  μόνη  τιμά  με νόμο  το  δίκαιο  της αδελφικής  αγάπης υπακούοντας  στον  Θεό. Και  γιατί μέσῳ του αδελφού  που  είναι  ορατός  τιμάται  ο  αόρατος  Θεός.  Και  τα λόγια  αυτά  στρέφονται προς τους ομομήτριους αδελφούς, η  άποψη αυτή όμως απευθύνεται σε όλους τους φιλόχριστους. Και  ισχυρίστηκε ο  Άγιος Σωτήρας  μας  και  Θεός  ότι  εκείνοι είναι αδελφοί, όχι  όσοι  μετέχουν της ίδιας φύσεως, αλλά  όσοι  συνδέονται με  άριστες πράξεις, με  την πίστη και εκπληρώνουν  το  θέλημα  του  Πατέρα μας που  ευρίσκεται  στον  ουρανό.
3 Χαιρετίζουμε τον κύριό μας τον πρεσβύτερο Φίλιππο και τον Προκλιανό και  τον  Διογένη μαζί   με  την αγία Εκκλησία. Χαιρετίζουμε τον Μάξιμο με την Εκκλησία. Χαιρετίζουμε τον Δόμνο με  τους  συγγενείς  του, τον Ίλη  τον πατέρα  μας  και  τον Ουάλη με την Εκκλησία. Χαιρετίζω και εγώ, ο Μελέτιος, τους συγγενείς μου Λουτάνιο, Κρίσπο και  τον Γόρδιο με τους συγγενείς τους, τον Ελπίδιο με τους συγγενείς του, τον Υπερέχιο με  τους συγγενείς  του.
Χαιρετίζουμε  και όσους ευρίσκονται στο χωριό Σαρείμ, τον πρεσβύτερο  με τους  συγγενείς  του,  τους  διακόνους  με  τους  συγγενείς  τους,  τον  Μάξιμο  με τους  συγγενείς  του,  τον  Ησύχιο  με  τους  συγγενείς  του,  τον  Κυριακό  με  τους συγγενείς του. Χαιρετίζουμε όλους όσοι ευρίσκονται στο Χαδουθί ονομαστικά. Χαιρετίζουμε ονομαστικά όλους όσοι ευρίσκονται στη Χαρισφώνη. Χαιρετίζω και εγώ ο Αέτιος τους συγγενείς μου Μάρκο και Ακυλίνα και τον πρεσβύτερο Κλαύδιο και τους αδελφούς του Μάρκο, Τρύφωνα,  Γόρδιο  και  Κρίσπο  και  τις  αδελφές  μου  και τη σύζυγό μου Δόμνα  με το  παιδί  μου.
Χαιρετίζω  και  εγώ ο  Ευτύχιος  όσους ευρίσκονται στα Ξίμαρα,  τη  μητέρα  μου Ιουλία  και τους  αδελφούς  μου  Κύριλλο,  Ρούφο,  Ρίγλο  και  Κυρίλλα  και  τη νύμφη  μου  Βασιλεία  και  τους  διακόνους  Κλαύδιο  και  Ρουφίνο  και  Πρόκλο. Χαιρετίζουμε και τους υπηρέτες του Θεού, τον Σαπρίκιο, τον υιό του Αμμωνίου,  και  τον  Γενέσιο,  και  τον  Σωσάννα  με  τους  δικούς  του.
Χαιρετίζουμε λοιπόν όλους εσάς, που είστε κύριοί μας, όλοι  εμείς  οι  σαράντα αδελφοί  και  συγκρατούμενοι,  ο  Μελέτιος,  ο  Αέτιος, ο Ευτύχιος, ο Κυρίων, ο Κάνδιδος, ο   Αγγίας, ο  Γάιος,  ο  Χουδίων,  ο  Ηράκλειος, ο Ιωάννης, ο Θεόφιλος, ο Σισίνιος, ο Σμάραγδος, ο Φιλοκτήμων, ο Γοργόνιος, ο Κύριλλος, ο Σεβηριανός, ο Θεόδουλος, ο Νίκαλλος, ο Φλάβιος, ο Ξάνθιος, ο Ουαλέριος, ο Ησύχιος, ο Δομετιανός, ο Δόμνος,  ο  Ηλιανός, ο Λεόντιος, ο  ονομαζόμενος  και Θεόκτιστος, ο  Ευνοϊκός, ο Ουάλης, ο Ακάκιος, ο Αλέξανδρος, ο Βικράτιος, ο ονομαζόμενος  και  Βιβιανός, ο  Πρίσκος, ο Σακέρδων, ο  Έκδίκιος, ο  Αθανάσιος, ο Λυσίμαχος, ο Κλαύδιος, ο  Ίλης, και ο Μελίτων. Εμείς λοιπόν  οι  σαράντα δούλοι του κυρίου ημών Ιησού Χριστού υπογράψαμε με το  χέρι  του  Μελετίου για  τον  καθένα  από  εμάς,  και  επικυρώσαμε  όλα  όσα  εγράφησαν πριν, και εφάνηκε καλό σε όλους εμάς. Με την ψυχή μας και το θείο πνεύμα προσευχόμαστε να τύχουμε όλοι τα αιώνια αγαθά του Θεού  και  την  Βασιλεία Του  τώρα  και  στους  αιώνες  των  αιώνων.  Αμήν».
Οι  γονείς  του  Μεγάλου  Βασιλείου, που κατείχαν «κόνιν» και τεμάχια των ιερών λειψάνων των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ανήγειραν τον πρώτο  ναό  στην  Ανατολή  εις  τιμήν  των Αγίων,  όπου και  ετάφησαν, σε κτήμα  τους  στον  Πόντο.
Ναός  αφιερωμένος στους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες υπήρχε στην περιοχή  Μέση της Κωνσταντινουπόλεως, που είχε ανεγερθεί από τον αυτοκράτορα Τιβέριο Α’ (579 – 582 μ.Χ.) και συμπληρωθεί από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 – 602 μ.Χ.).  Το  ναό  κατεκόσμησε  ο  Ανδρόνικος ο  Κομνηνός  (1183 – 1185 μ.Χ.). Στο ναό  αυτό  ελειτουργούνταν κατά την ημέρα της μνήμης των Αγίων Μαρτύρων οι αυτοκράτορες. Άλλοι  ναοί υπήρχαν  α) στο  παλάτι,  και  ο  οποίος  πανηγύριζε  στις  27  Αυγούστου,  β)  στη νήσο  Πλάτη, ή Πλατεία, γ) στη μονή της Χώρας, δ) στην  Έμμεσα της Συρίας.    
Η Σύναξη  αυτών  ετελείτο στο αγιότατο  Μαρτύριό τους πλησίον του Χαλκού  Τετραπύλου.


Απολυτίκιο.  Ήχος  γ’. θείας  πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα· δια πυρός γαρ και ύδατος ένδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς εδοξάσθητε. Αλλ' αιτήσασθε, Τριάδα την Υπερούσιον,  δωρήσασθαι  ημίν  το  μέγα  έλεος.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.       
Τους γενναίους οπλίτας του των όλων  δεσπόζοντος,  τους  συγκροτηθέντας εν πίστει,  ομοφώνως  τιμήσωμεν·  Χριστώ  γαρ  στρατευθέντες  ευσεβώς, δι’ ύδατος διήλθον και πυρός, και προς θείαν εισέλθοντες αναψυχήν, προΐστανται των βοώντων· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι,  δόξα  τω  θαυμαστώσαντι  υμάς,  Τεσσαράκοντα  Μάρτυρες.


Κοντάκιον.  Ήχος  πλ. β’.  Την  υπέρ  ημών.
Πάσαν στρατιάν, του κόσμου καταλιπόντες, τω εν ουρανοίς Δεσπότῃ προσεκολλήθητε, Αθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα· δια πυρός γαρ και ύδατος, διελθόντες μακάριοι, επαξίως εκομίσασθε, δόξαν  εκ  των  ουρανών, και  στεφάνων  πληθύν.

Έτερον  Κοντάκιον. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Συντεταγμένοι  ευσεβεία  και  στερρότητι
Μαρτυρικώς  τον  δυσμενή  εθριαμβεύσατε,
Τεσσαράκοντα  γενναίοι  Χριστού  οπλίται·
Αλλ’  ως  σύμμορφοι  εν  άθλοις  και  εν  χάριτι,
Εν αγάπῃ και ειρήνῃ συντηρήσατε       
Τους  κραυγάζοντας,  χαίροις  άγιον  σύνταγμα.


Μεγαλυνάριον.
Το  τετραδεκάριθμον  και  λαμπρόν,  σύνταγμα  του  Λόγου, ευφημήσωμεν  εν ωδαίς· κρύει  και  πυρί  γαρ,  στερρώς  δοκιμασθέντες, εστέφθησαν αξίως, οι Τεσσαράκοντα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: