28/2/18

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής


Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής έζησε  και έδρασε επί  του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος Γ’ του Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.). Από νεαρή  ηλικία  ο Όσιος  αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο και εκάρη μοναχός. Έγινε  μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου ( 27 Φεβρουαρίου). Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο και αφού προηγουμένως καλλιέργησε με επιμέλεια την ασκητική ζωή, αργότερα, όταν ανέκυψε η αίρεση κατά των ιερών εικόνων, αντιστάθηκε με πνευματική ανδρεία στους εικονομάχους. Για τον  λόγο  αυτό  συνελήφθη, τιμωρήθηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια. Όταν δε, πέθανε ο αυτοκράτορας, απελευθερώθηκε και αφού βγήκε από τη φυλακή, φρόντιζε για την καλλιέργεια της αρχαίας υγείας της ευσέβειας, παρακινώντας πολλούς  προς την αρετή  και  επαναφέροντάς  τους  προς την ορθόδοξη πίστη.         
Έτσι  αφού  αγωνίσθηκε ο  Όσιος  Βασίλειος, κοιμήθηκε  με  ειρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’. Ταχύ προκατάλαβε.           
Βασίλειον δώρημα, της Εκκλησίας Χριστού, εδείχθης Βασίλειε, ως βασιλεύσας παθών, τοις θείοις σου  σκάμμασι·  συ  γαρ  ομολογίᾳ,  τον  σθόν βίον  φαιδρύνας,  λάμπεις  δι’  αμφοτέρων, ως αστήρ  σελασφόρος· εντεύθεν της  ασαλεύτου  βασιλείας  ηξίωσαι.


Κοντάκιον. Ήχος  β’. Τα  άνω  ζητών.           
Εξ ύψους λαβών, την θείαν αποκάλυψιν, εξήλθες σοφέ, εκ μέσου των συγχύσεων,  και  μονάσας  Όσιε,  των  θαυμάτων  είληφας  την  ενέργειαν,  και τας  νόσους  ιάσθαι  τη  χάριτι,  Βασίλειε  Πάτερ  ιερώτατε.


Μεγαλυνάριον.
Ώφθης Βασιλέως των ουρανών, θεράπων και  μύστης,  δια  βίου  ειλικρινούς· ού τον χαρακτήρα, σεβόμενος αισχύνεις, Βασίλειε παμμάκαρ, άνακτα τύραννον.


Ο Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος


Ο Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία  Κυρίου. Η  γνωριμία  και  η  συναναστροφή  του,  από   την παιδική του ηλικία, με Αγίους ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση  της προσωπικότητας και του όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε  την  επιστήμη της φιλοσοφίας και της αστρονομίας και μελέτησε  ιδιαίτερα  τα  συγγράμματα  των  Πατέρων  και  την  Αγία  Γραφή.

Ο  Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σε μία σκήτη και  επισκέφθηκε τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της   Ασίας  και  της Καππαδοκίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης  γράφει χαρακτηριστικά: «ο  Άγιος μετέβη εις διαφόρους τόπους και  συνήντησε αγίους και γνωστικωτάτους Οσίους και  τας αρετάς όλων συναθροίζει εις τον εαυτόν του, ως  άλλη  φιλόπονος  μέλισσα,  ώστε και αυτός  έγινε εις τους  άλλους  τύπος  και  παράδειγμα παντός  είδους  αρετής. Όθεν  ανώτερος των παθών γενόμενος  και  τον νουν καθαρίσας, εγνώρισε την  τελείαν  κατά   των παθών  νίκην».
Στον  πρώτο  τόμο  της  Φιλοκαλίας,  περιλαμβάνονται  δύο  λόγοι του  Οσίου  Κασσιανού,  «Προς Κάστορα Επίσκοπον,  περί  των  οκτώ της κακίας λογισμών, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας  και  υπερηφανείας» και  «Προς Λεόντιον ηγούμενον, περί των κατά  την Σκήτην  αγίων  Πατέρων  και λόγος  περί διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και  το  ορθόδοξο φρόνημά του  και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο  δε  Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος πλέκει δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο του.
Ο  Όσιος  Κασσιανός  κοιμήθηκε  με  εἰιρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.       
Της  σοφίας τον λόγον  Πάτερ τοῖις  έργοις σου,  ασκητικώς  γεωργήσας  ως οικονόμος πιστός, αρετών μυσταγωγείς τα κατορθώματα· συ  γαρ  πράξας ευσεβώς, εκδιδάσκεις ακριβώς, Κασσιανέ θεοφόρε, και τω Σωτήρι πρεσβεύεις,  ελεηθήναι  τας  ψυχάς  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος α’. Χορός Αγγελικός.        
Οι λόγοι σου σοφέ, ουρανίου κασσίας, οσμήν πνευματικήν, διαπνέουσι κόσμω· φιάλαι γαρ ώφθησαν, αρωμάτων ως γέγραπται, σιαγόνες σου, αι αναπτύσσουσαι  πάσι,  τας εν Πνεύματι, πνευματικάς αναβάσεις, Κασσιανέ  Όσιε.


Μεγαλυνάριον.
Γνώσεως της θύραθεν μετασχών, ώφθης κεκρυμμένης, επιστήμης μυσταγωγός,  ής  τας  επιδόσεις,  λόγοις ημάς παιδεύεις, Κασσιανέ θεόφρον,  Πνεύματος  σκήνωμα.



Ο Άγιος Νέστωρας ο Μάρτυρας


Ο  Άγιος  Μάρτυς  Νέστορας  καταγόταν  από  την  Πέργη  της  Παμφυλίας  της Μικράς  Ασίας  και  έζησε  κατά  τους  χρόνους  του  βασιλέως  Δεκίου  (249 – 251 μ.Χ.)  και  του  ηγεμόνος  Ποπλίου.  Γεννήθηκε  από  ευσεβείς  και  φιλόθεους γονείς  και  αφού  έμαθε  από  αυτούς  τα  ιερά  γράμματα,  αποστόμωνε  τους Έλληνες  με  τις  θείες  γραφές  και  οδηγούσε  πολλούς  προς  την  αλήθεια. Όμως  κατηγορήθηκε  ότι  ήταν  Χριστιανός,  συνελήφθη  από  τον  Άρχοντα Ειρήναρχο  και  οδηγήθηκε  στον  ηγεμόνα,  ενώπιον  του  οποίου  ομολόγησε  τον  Χριστό  ως  Θεό  αληθινό  και  Δημιουργό  του  κόσμου. Το  μαρτύριο  άρχισε. Πρώτα  τον  κτύπησαν  μέχρι  θανάτου.  Έπειτα  τον  έγδαραν  και  τέλος,  επειδή δεν  αρνιόταν  τον  Χριστό,  τον  κάρφωσαν  πάνω  σε σταυρό.  Και  όσο  ήταν κρεμασμένος  δίδασκε  στους  παρευρισκόμενους  την  οδό  της  αλήθειας.  Έτσι, δοξολογώντας  τον  Θεό,  εξέπνευσε  και  έλαβε  το  στέφανο  του  μαρτυρίου.

Ο Άγιος Προτέριος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας


Ο Άγιος Προτέριος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ήταν πρεσβύτερος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας και έλαβε μέρος στην  Δ’ Οικουμενική  Σύνοδο, που συνήλθε το έτος 451 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού και  Πουλχερίας.
Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετά την καθαίρεση του Διοσκούρου, εξελέγη  Πατριάρχης  ο Άγιος  Προτέριος (452 – 457 μ.Χ.), ο οποίος διέπρεψε στη Σύνοδο και έφραξε  τα  στόματα  των δυσσεβών αιρετικών.
Όταν ο Άγιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια οι οπαδοί του Ευτυχούς και του Διοσκούρου προκαλούσαν στάσεις και ρήξεις και εμπόδιζαν να κατέρχεται το σιτάρι στην Αλεξάνδρεια μέσῳ του Πηλουσίου, με σκοπό να πεινάσουν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και να στραφούν κατά του Αγίου. Όμως ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως του Αγίου, διέταξε την  διέλευση του  σιταριού  δια  της  Αλεξάνδρειας  και έτσι  σώθηκε  η  πόλη  από  την  πείνα.
Μετά  το θάνατο του Μαρκιανού οι αιρετικοί θρασύνθηκαν και κατέφυγαν σε σατανικές επινοήσεις, για να εκπληρώσουν τα ασεβή σχέδιά τους  και  να εκθρονίσουν τον  Άγιο. Επικεφαλής  αυτών  τέθηκε  ο ιερεύς  Τιμόθεος ο Αίλουρος, ο οποίος  με  μύρια τεχνάσματα  κατόρθωσε να  διεγείρει κατά του Αγίου Προτερίου τους απλοϊκούς μοναχούς της Αλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατά τη  διάρκεια της νύχτας  τα κελιά  των μοναχών, λέγοντας ότι είναι άγγελος και  προτρέποντας αυτόύς να μην έχουν  κοινωνία  με  τον  Άγιο.
Οι μοναχοί παρασύρθηκαν και προκάλεσαν μεγάλη ταραχή με τους αιρετικούς, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του στρατιωτικού  διοικητού της πόλεως Διονυσίου. Ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και κρύφθηκε μέσα στην κολυμβήθρα ενός ναού. Οι διώκτες του τον ανακάλυψαν και  τον κατάσφαξαν με οξείς  καλάμους, το έτος 454 μ.Χ., ενώ  ανεκήρυξαν Πατριάρχη  τον  Τιμόθεο. Το ιερό  λείψανό του  το  έδεσαν  με σχοινί  και το έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Τέλος, το παρέδωσαν στα ζώα  και  το  επίλοιπο το  κατέκαψαν. Και  ο νέος Πατριάρχης τολμούσε όλα αυτά κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να τελεί τις Ακολουθίες των Παθών  του  Κυρίου.
Όταν πληροφορήθηκε τα γενόμενα ο διάδοχος του Μαρκιανού, αυτοκράτορας  Λέων ο Μέγας ο Θράξ ( 457 – 474 μ.Χ.) διέταξε να δικασθεί  ο  Τιμόθεος ο Αίλουρος κανονικά  και  να  εξορισθεί  στη Γάγγρα. Ομοίως τιμωρήθηκαν και  όλοι εκείνοι που  έλαβαν μέρος στο φόνο του Αγίου Προτερίου. Αντί δε του καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης εξελέγη ο  Ορθόδοξος Τιμόθεος ο  Σαλοφακίολος (460 – 482 μ.Χ.). Ο Λέων επέβαλε τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, εξεδίωξε  τους  μονοφυσίτες  Επισκόπους  Αλεξανδρείας  και  Αντιοχείας και διόρισε Ορθοδόξους στη θέση αυτών.    
Έτσι  έζησε και μαρτύρησε ο Άγιος Προτέριος και  η μνήμη  αυτού  ανθεί στο  βίο  των  Αγίων  της  Εκκλησίας.


Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα


Τον  βίο των Οσίων  αυτών γυναικών, συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη  Φιλόθεο  Ιστορία  του.
Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέροια της Συρίας και έζησαν  στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η  καταγωγή τους  ήταν επίσημη  και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν  τον  κόσμο  και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν  με πηλό, για να μην εισέρχεται  κανένας  σε αυτόν και άφησαν μόνο μία μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω  και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα  και να νικήσουν τους πειρασμούς.
Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ’ όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη  και αγαθοεργίες τη ζωή τους.      
Έτσι, αφού  έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις  ψυχές  τους  στο  Νυμφίο  Χριστό.

Ο Όσιος Γερμανός εκ Ρουμανίας


Ο  Όσιος  Γερμανός  της  Ντομπρουζία  γεννήθηκε  περί  το  έτος  358 μ.Χ. Έγινε μοναχός  και  ασκήτεψε  θεοφιλώς  στη  Ρουμανία. Κοιμήθηκε  με  ειρήνη  μεταξύ  των  ετών  405 – 415  μ.Χ.

Ο Άγιος Νικόλαος ο δια Χριστόν Σαλός του Πσκώφ


Ο  Άγιος  Νικόλαος  καταγόταν  από  τη  Ρωσία  και   ήταν  δια  Χριστόν  σαλός. Έζησε  στην  πόλη  Πσκώφ  κατά  τους  χρόνους  της  βασιλείας  του  τσάρου Ιβάν  του  Τρομερού  και  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1576.

27/2/18

Ο Όσιος Προκόπιος ο Ομολογητής ο Δεκαπολίτης


Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα  Λέοντος  του  Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και  διακρίθηκε  για την  πνευματική  γενναιότητά  του  ως  υπέρμαχος  της  Ορθοδοξίας. Άν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι’ αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της  Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.          
Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ  κατ’ άλλους  υπέμεινε  μαρτυρικό  θάνατο.


Απολυτίκιον. Ήχος  α’.  Της  ερήμου  πολίτης.      
Φερωνύμως προκόπτων εν ασκήσει  Προκόπιε,  ήρθης  εκ  δυνάμεως  Πάτερ, προς αθλήσεως έλλαμψιν· Χριστού γαρ την Εικόνα  προσκυνών,  Μαρτύρων ανεδείχθης  κοινωνός·  μεθ’ ών πρέσβευε  παμμάκαρ  διαπαντός, υπέρ των εκβοώντων σοι· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα  τω  ενερνούντι  δια  σου,  πάσιν  ιάματα.


Κοντάκιον. Ήχος  δ’. Επεφάνης  σήμερον.  
Εωσφόρον σήμερον η Εκκλησία, κεκτημένη άπασαν, κακοδοξίας την αχλύν,  διασκεδάζει  τιμώσά  σε,  ουρανομύστα,  Προκόπιε  ένδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Θείας υπαλείπτην σε προκοπής, και ομολογίας, θεηγόρου  υφηγητήν, Πάτερ  ευ  ειδότες,  τους  πόνους  σου  τιμώμεν, δι’ ών καταπυρσεύεις, ημάς Προκόπιε.


Οι Όσιοι Ασκληπιός και Ιάκωβος


Το βίο των Οσίων Ασκληπιού και Ιακώβου συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου  στη  Φιλόθεο  Ιστορία του.
Ο Όσιος Ασκληπιός ήταν μαθητής του Αγίου Πολυχρονίου ( 23 Φεβρουαρίου), που  διακόνησε τον  Όσιο  Ζεβινά  και  μιμήθηκε  κατά πάντα  τον  Γέροντα  αυτού  στην  άσκηση.
Ο Όσιος Ιάκωβος, μετά  από  πολλά  χρόνια  ασκήσεως και ερημιτικού βίου, σε πολύ μεγάλη ηλικία κλείσθηκε σε κελί κοντά στην πόλη Νιμουζάν, χωρίς να βλέπει κανέναν και τίποτα.           
Έτσι  αφού  έζησαν, κοιμήθηκαν  οσίως  με  ειρήνη.

Ο Όσιος Θαλλέλαιος


Ο Όσιος Θαλλέλαιος καταγόταν από την Κιλικία της Μικράς Ασίας. Επειδή  αγάπησε τον μοναχικό βίο, μετέβη στην πόλη των  Γαβάλων της Συρίας, σε  όρος ψηλό επί του οποίου υπήρχε ναός των ειδώλων και έστησε την μικρή καλύβα του ασκητεύοντας με προσευχή και νηστεία. Όταν είδαν οι  δαίμονες την αρετή του, δοκίμασαν να τον εκφοβήσουν. Δεν μπόρεσαν όμως. Με προσευχή τους έκανε άφαντους. Εκείνοι τότε εξεμάνησαν και άρχισαν να σπάνε τα δένδρα και επειδή ούτε με αυτό παρακίνησαν τον Όσιο, τη νύχτα με φωνές  και  θορύβους, επιτίθονταν σε αυτόν. Χωρίς  όμως  να  κατορθώσουν  τίποτα, υπεχώρησαν.
Ο Όσιος ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτέ δεν υπερηφανεύθηκε για την εγκράτεια και τα πνευματικά κατορθώματά του και οδηγούσε προς τον Χριστό πλανεμένες ψυχές. Οπότε μάλιστα του έκαναν λόγο επαινετικό, ο Όσιος δεν ήθελε  να  τον  δεχθεί,  διότι θεωρούσε πνευματικά  ωφέλιμο να προσέχει που  υστερούσε  και  όχι  να  ακούει  για την προκοπή του.           
Επειδή  όμως  ο  Όσιος  επιθυμούσε  να  ζήσει  πιο  αυστηρό  ασκητικό  βίο, εγκατέλειψε την  καλύβα  και  έκτισε  κελί  τόσο  στενό, ώστε  εισερχόταν σε  αυτό με δυσκολία. Έτσι, αφού έζησε θεοφιλώς επί δέκα χρόνια, κοιμήθηκε με ειρήνη. Τον βίο του συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο  Ιστορία του.

Ο Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης


Ο  Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα  και  ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν  από  βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την  πρωτεύουσα  του βασιλείου των Βησιγότθων. Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε  για την μόρφωση και  τις αρετές του. Γι’ αυτούς τοὺς  λόγους η  Εκκλησία  τον  κατέστησε  Επίσκοπο  το  έτος  579 μ.Χ. Ίδρυσε  θεολογική  σχολή με σκοπό τη διάδοση  της  Ορθοδοξίας, αλλά  και  την  καλλιέργεια  των  επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι  δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  και  Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκὶλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία  δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην  ευσεβή  σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου. Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε  διωγμός  κατά  των  Ορθοδόξων. Ο  αιρετικός  Λέβεγκιλντ  ήλθε σε σύγκρουση  με τον  Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν  τέτοια  η ένταση του διωγμού  και της μανίας των αιρετικών, που όπως  γράφεται δεν  έβλεπε  κανείς  πουθενά  ελεύθερο άνθρωπο  και  η  ίδια η  γη  έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε  την  ημέρα  του  Πάσχα  του  586 μ.Χ.
Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη  βοήθεια του  αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον  Άγιο  Γρηγόριο  τον  Μέγα, τον  Διάλογο, και  συνδέθηκε μαζί του με δυνατή  φιλία. Όταν ο  διωγμός  κατά  των Ορθοδόξων έφθασε στα  άκρα, ο βασιλιάς  Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ  προς την  αληθινή  Ορθόδοξη  πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτης της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον  την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ αρχήν, αλλά και  με τα  εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο, να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν του Αγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της κκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβική».
Ο Άγιος Επίσκοπος  της Σεβίλλης, αφού  υπέμεινε πολλές  αντιξοότητες και  δοκιμασίες, παρέδωσε  την  αγία ψυχή του στον Κύριο στις 13 Μαρτίου  του  έτους  600  ή  601 μ.Χ.


Ο Όσιος Τίτος εκ Ρωσίας


Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η  ιερατική του  βιοτή  ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής  και ανυπόκριτη.
Τότε  ζούσε στη  Λαύρα  και  ένας  διάκονος, που  ονομαζόταν  Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα  στον  Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο  βαθιά  αμοιβαία  αγάπη, έφθασαν  τώρα  να μην  θέλουν  ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ   μάλιστα  τους  σκότισε  η  οργή και  η μνησικακία, ώστε, όταν  θυμίαζε  ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και  άν  δεν  έφευγε, ο πρώτος τον  προσπερνούσε  χωρίς  να  τον θυμιάσει.
Έχοντας  βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και  να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν,  ξεχνώντας  την εντολή του Κυρίου που λέγει:  «Εάν προσφέρεις  το  δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει  κάτι  εναντίον σου, άφησε εκεί  το  δώρο  σου  μπροστά στο θυσιαστήριο και  πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς  με τον  αδελφό σου, και  τότε αφού  έλθεις πρόσφερε το  δώρο  σου».
Κάποτε  ο  Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχε μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα  του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά  να  κλαίει  και  να θρηνεί  για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν  τον  Ευάγριο, για  να  συγχωρεθούν. Εκείνος  όμως, όχι  μόνο δεν  δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο  αδελφό, αλλά  άρχισε  να τον  καταριέται. Τότε  τον άρπαξαν και τον έφεραν δισ της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις  τον  είδε  ο  Όσιος  Τίτος  ανασηκώθηκε με  δυσκολία  και  τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα  τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί  μαζί του  ούτε στην  παρούσα  ζωή  ούτε  στην  άλλη. Δεν πρόλαβε  όμως  να  τελειώσει τον  λόγο του και έπεσε κάτω ξερός! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή  ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον ἀδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου  και  την θαυματουργική  ίαση του Αγίου.
Ο  Όσιος  Τίτος, μετά  την  συγκλονιστική  αυτή  εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα  από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική  οργή, αλλά  και  κάθε κακό  λογισμό  για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι  την ημέρα που  κοιμήθηκε ειρηνικά  και  παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν  το έτος 1190.


Ο Άγιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν


Ο  Άγιος  Ραφαήλ  γεννήθηκε  στη  Συρία  το  έτος  1860  από  ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ και τη Μάριαμ, θυγατέρα του  ιερέως  της  Δαμασκού. Την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων του 1861 βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε  Ραφαήλ.
Σπούδασε στη θεολογική  σχολὴή  της  Χάλκης  και  χειροτονήθηκε  διάκονος στις  8  Δεκεμβρίου  του  1885.  Στη  συνέχεια  παρακολούθησε  μαθήματα στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου. Με την ευλογία του Πατριάρχη Αντιοχείας  Σίλβεστρο,  διευθυντή  της  ακαδημίας  και  ένα  μήνα  αργότερα έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτου από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε καθήκοντα εξάρχου του Πατριαρχείου  Αντιοχείας  στη  Ρωσία.
Ο  ιεραποστολικός  ζήλος  οδήγησε  τα  βήματά  του  στην  Αμερική. Έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895 και ανέλαβε ως βοηθός του Επισκόπου Νικολάου. Ανέλαβε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών βιβλίων καθώς και με την ανέγερση  νέων  ναών.
Το έτος 1903 η  Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής  Εκκλησίας  τον  εξέλεξε  Επίσκοπο Μπρούκλυν και  του  ανέθεσε  το  ιεραποστολικό  έργο  στη  Βόρειο  Αμερική.      
Ο  Άγιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος 1915.