29/6/17

Ο Άγιος Πέτρος ο Απόστολος

Ο  Απόστολος Πέτρος εγεννήθηκε  στη   μικρή  πόλη  Βηθσαϊδά  κοντά  στη λίμνη  Γεννησαρέτ,  όπου  ασκούσε το επάγγελμα του αλιέως με τον αδελφό του Ανδρέα, κληθέντα και  αυτόν  στο  αποστολικό  αξίωμα,  και  με τους υιούς του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη, γενόμενους επίσης Αποστόλους. Το όνομά του απαντά  στην Καινή  Διαθήκη υπό  τέσσερις τύπους:  α. Συμεών  (εκ του  Sim  Un,  σημιτικού τύπου). β. Σίμων (κοινότερος  τύπος, εξελληνισμένη σύντμηση του προηγούμενου). γ. Κηφάς (από το αραμαϊκό Kepha, που σημαίνει πέτρα). δ. Πέτρος (παράφραση  της  προηγούμενης  αραμαϊκής  επωνυμίας,  η  οποία  εδόθηκε στο  Σίμωνα  από  τον  Χριστό).
Ο  πατέρας  του  ονομαζόταν  Ιωάννης  ή  Ιωνάς. Οι  γονείς του ανήκαν στους  λιγοστούς  πιστούς  ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής  τους,  οι  οποίοι επερίμεναν  εναγώνια  τον Μεσσία και  τη  μεσσιανική  εποχή  κατά  την οποία  θα  ετερματίζετο  η  κακοδαιμονία  της  ανθρωπότητος.
Από  το  γεγονός  ότι  ο  Πέτρος  είχε  την  πεθερά  του, την οποία εθεράπευσε  ο  Κύριος,  στην  Καπερναούμ, προκύπτει ότι  ήταν  έγγαμος. Δεν είναι  γνωστό  με  βεβαιότητα  το  όνομα  της  συζύγου  του,  καλουμένης Ιωάννας υπό  των Ανατολικών και  Περπετούης  υπό  των Δυτικών. Ούτε είναι  γνωστό  άν  η  σύζυγός  του εζούσε ακόμη, όταν  ο  Απόστολος  Πέτρος εκλήθηκε  στο  αποστολικό  αξίωμα.
Ο  Πέτρος  και   ο  Ιωάννης καλούνται  «αγράμματοι  και  ιδιώται»  από  τα μέλη  του  Συνεδρίου,  σημείο  ότι  δεν  είχαν  φοιτήσει στις λόγιες ραββινικές  σχολές.  Είχαν  όμως  μαθητεύσει  στον  Τίμιο  Πρόδρομο.  Τούτο είναι  βέβαιο  για  τους  υιούς  του  Ζεβεδαίου  και  για  τον  Ανδρέα, πιθανώς δε  και  για  τον  Σίμωνα  Πέτρο.
Η  κλήση του  Πέτρου  στο  αποστολικό  έργο  έγινε  βαθμιαίως.  Όταν  τον επαρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας στον Κύριο, με τους λόγους «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έλαβε την επωνυμία Κηφάς. Ήταν παρών  κατά  το  θαύμα  στην  Κανά  και  εγκαταστάθηκε  μετά  με τον Κύριο στην  Καπερναούμ. Εκλήθηκε  οριστικά  μετά  την  πρώτη  θαυμαστή αλιεία, γενόμενος  έτσι  «αλιεύς  ανθρώπων».
Ο  ενθουσιώδης  και  ευσεβής  Πέτρος  επέταξε  τα  δίχτυα από  τους πρώτους και ακολούθησε τον Κύριο πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρος  του  και  της  ιδιαίτερης  αφοσιώσεώς  του  στον Κύριο αξιώθηκε  να  έχει  εξαιρετική  θέση  μεταξύ  των  Αποστόλων  και  να ομιλεί  συχνά  εκ  μέρους αυτών.  Ομολόγησε  πρώτος  ότι  ο  Χριστός  είναι  «ο  Υιός  του  Θεού του ζώντος». Ο  Κύριος εξετίμησε αυτή  την ομολογία  και  τον  διαβεβαίωσε  πως  επάνω σε  αυτή  την ομολογία πίστεως, που  έγινε κατ’ αποκάλυψιν  Θεού    Πατρός,  «οικοδομήσω  μου  την Εκκλησίαν».
Κατά  την  εβδομάδα  των παθών και  μετά την Ανάσταση ο Πέτρος αποτελεί  κεντρικό πρόσωπο στα Ευαγγέλια. Έτσι  στο  Μυστικό  Δείπνο αρνείται προς στιγμήν τη νίψη των ποδών του από τον Κύριο, αγωνιά κατόπιν  να   μάθει  ποιος  είναι  ο  προδότης,  διαμαρτύρεται, διότι  στην προς  τον  Κύριο  ερώτησή  του  «Κύριε,  που  υπάγεις;», έλαβε  από  Αυτόν την  απάντηση  «όπου  εγώ  υπάγω  ου  δύνασαί  μοι  νυν ακολουθήσαι», και τέλος  υπόσχεται  στον  Κύριο  ότι  θα   θυσιάσει  την  ψυχή  του  για   Εκείνον και  δεν θα σκανδαλισθεί από το επερχόμενο Πάθος Του. Κατά τον Ευαγγελιστή  Λουκά  ο  Ιησούς  στην  μετά   του Πέτρου στιχομυθία του είπε σε αυτόν τα εξής χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εξῃτήσατο  υμάς  του  συνιάσαι  ως  τον  σίτον. Εγώ  δε εδεήθην  περί  σου  ίνα μη  εκλίπη η πίστις σου. Και  συ  ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου».  Πράγματι  δε,  δεν  εξέλιπε  η  πίστη  του  Πέτρου, αν  και  αρνήθηκε τον  Διδάσκαλο  τρεις  φορές  στην  αυλή  του  αρχιερέως. Ένεκα  της  υπέρ αυτού  δεήσεως  του  Κυρίου,  ήλθε  στον  εαυτό  του,  μετανόησε   και  έκλαψε πικρά  για την πράξη του και  αξιώθηκε πρώτος αυτός από  τους Αποστόλους  να  διαπιστώσει  το  γεγονός  της  Αναστάσεως  και  πρώτος να  δει  τον  Αναστάντα  Κύριο.
Αξιώθηκε  να  δει  από  τους  πρώτους  το  κενό  μνημείο  και  να  διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το  φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της Πεντηκοστής  έκανε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, και να βαπτισθούν. Η  ιεραποστολική  δράση του υπήρξε θαυμαστή  και  είναι άρρηκτα  συνδεδεμένη  με  την  ιστορία  της  Εκκλησίας  των  Ιεροσολύμων. Από  εκεί ενεργούσε κατά καιρούς περιοδείες επισκεπτόμενος τις πλησιόχωρες Εκκλησίες. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του αναφέρει,  ότι  κατά  τις  δύο  ανόδους  του  στα  Ιεροσόλυμα  συναντήθηκε εκεί  με τον Πέτρο, τον οποίο ονομάζει και  Απόστολο των «εκ περιτομής»  και  μας πληροφορεί  ότι ετιμάτο μαζί  με τον Αδελφόθεο  Ιάκωβο  και  τον  Ιωάννη  ως  «στύλος»  της  Εκκλησίας.
Σε μία περιοδεία του ο Πέτρος, περί της οποίας μας ομιλούν οι Πράξεις, επισκέφθηκε τη Λύδδα και αφού  εθεράπευσε   τον  παραλυτικό  Αινέα,  ήλθε στην  Ιόππη,  όπου  ανέστησε  την  Ταβιθά ή Δορκάδα. Από  εκεί δε, με θεία επιταγή, επορεύθηκε στην Καισάρεια, στην οποία  εκατήχησε  και  εβάπτισε τον εθνικό Κορνήλιο μαζί με την οικογένειά  του.  Όταν  έμαθαν  το  γεγονός αυτό  οι  «εκ περιτομής»  της  Εκκλησίας  Ιεροσολύμων   εκατηγόρησαν  τον Πέτρο. Ο Απόστολος εξέθεσε με λεπτομέρεια πως ο Θεός δι’ οράματος «υπέδειξεν μηδένα κοινόν ή ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον» και έκλεισε την απολογία  του  εκείνη  ως  εξής:  «Ει  ούν  την  ίσην  δωρεάν  έδωκεν αυτοίς  ο  Θεός  ως  και  ημίν  πιστεύσασιν  επί  τον  Κύριον  Ιησούν  Χριστόν, εγώ  δς τις  ήμην  δυνατός  κωλύσαι  τον  Θεόν;».
Ο Ηρώδης Αγρίππας Α’, επιθυμώντας να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους συνέλαβε  τον  Πέτρο  κατά  τις  εορτές  του  Πάσχα  του  42  ή  44 μ.Χ.  και  τον έκλεισε  στη  φυλακή  για να τον φονεύσει  μετά  από λίγο. Αλλ’ Άγγελος Κυρίου ελευθέρωσε κατά τη νύχτα το δέσμιο και από στρατιώτες φρουρούμενο Πέτρο, ο   οποίος,  αφού  επισκέφθηκε  τους  συγκεντρωμένους και προσευχόμενους υπέρ αυτού  αδελφούς στην οικία της Μαρίας,  μητέρας του Μάρκου, ανήγγειλε σε αυτούς τη σωτηρία του από τον Άγγελο και  «εξελθών  επορεύθη  εις  έτερον  τόπον».
Για τελευταία φορά ομιλούν οι Πράξεις περί του Πέτρου κατά την Αποστολική  Σύνοδο  (48/49 μ.Χ.),  στην  οποία  μαζὶ με  τον  Παύλο και τον Αδελφόθεο  Ιάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ο  Παύλος στην  προς Γαλάτας  Επιστολή  του  μας  ομιλεί  για  μία  συνάντηση,  την  οποία είχε με τον Πέτρο στην Αντιόχεια, κατά την οποία τον ήλεγξε για  την  επιδειχθείσα έλλειψη  θάρρους  και  παραχώρηση  υπέρ  των  ιουδαϊζόντων  και  σε  βάρος των  εξ  εθνών Χριστιανών.
Για τη μετά ταύτα ζωή και δράση του Πέτρου  στερούμεθα  σαφείς  ιστορικές μαρτυρίες.  Ο  Ωριγένης  και  ο  Ευσέβιος,  προφανώς  από  τον  πρόλογο  της  Α’ Καθολικής Επιστολής Πέτρου, συμπέραναν ότι αυτός εκήρυξε στους Ιουδαίους της Διασποράς, στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία.  Ορισμένοι  δέχονται  και  την  αποστολική  δράση  του  Πέτρου  στην Κόρινθο.
Ο  Απόστολος  Πέτρος  έγραψε  δύο  Καθολικές  Επιστολές.  Από  αυτές,  η   μεν πρώτη απευθυνόταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από  αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις  που  υφίστανται  εξ  αιτίας  της  πίστεώς  τους  στον  Ιησού    Χριστό.
Υπάρχει βέβαια και η παράδοση  των  Ρωμαιοκαθολικών  περί  μεταβάσεως του  Πέτρου  στη  Ρώμη  μετά  την απελευθέρωσή  του  από  τον  Άγγελο  ή  την Αποστολική Σύνοδο, της οποίας διετέλεσε  επί εικοσιπενταετία   Επίσκοπος. Την  παράδοση  αυτή  πολλοί   Ορθόδοξοι  μελετητές  την  αμφισβητούν, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» και την απόκρυφη φιλολογία. Αναμφίβολα  όμως ο  Πέτρος  συνδέεται  με  την  Εκκλησία  της  Ρώμης, αφού έδρασε  και   εμαρτύρησε  σε  αυτήν.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος ίδρυσε την  τοπική  Εκκλησία  της Ρώμης. Εκήρυττε νυχθημερόν στη μεγάλη πόλη και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στο Χριστιανισμό. Την ίδια εποχή ευρισκόταν  στη  Ρώμη  και   ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός  από τις Πράξεις των Αποστόλων.  Εκεί  με  τις  διάφορες  μαγγανείες  και  τα  μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’ αυτό  απέκτησε πολλούς  οπαδούς.  Όμως  ευρήκε  μπροστά  του  τον  αληθινό  άνθρωπο  του Θεού,  τον  Απόστολο  Πέτρο, ο  οποίος με σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τον απατεώνα μάγο, τον  απέδειξε   ως  συνεργό  των  δαιμόνων  και  εφανέρωσε την  ανίκητη  δύναμη  του  αληθινού  Θεού.
Ο Άγιος Ειρηναίος γράφει: «Του Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων  και  θεμελιούντων  την  Εκκλησίαν».
Ο Ωριγένης: «Ός και επί τέλει εν Ρώμη γενόμενος ανεσκολοπίσθη κατά κεφαλής ούτως αυτός αξίωσας». Τέλος ο πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στον προς Πρόκλο διάλογό του: «Εγώ  δε τα τρόπαια (μνημεία, σκηνώματα) των  αποστόλων έχω  δείξαι. Εάν  γαρ  θελήσῃς  απελθείν  επί  τον Βατικανόν ή επί την οδόν την Ωστίαν, ευρήσεις τα τρόπαια των ταύτην ιδρυσαμένων  την  Εκκλησίαν».
Κατά  την  παράδοση,  λοιπόν,  ο  Πέτρος  άθλησε  στη  Ρώμη  κατά  το  διωγμό του  αυτοκράτορος  Νέρωνος  (64/67 μ.Χ.).  Λίγο  πριν  τον  συλλάβουν  έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη, για να γλιτώσει. Καθώς εβάδιζε βιαστικά την περίφημη  Αππία  οδό  είδε  μπροστά  του  τον  Κύριο,  ο  Οποίος τον ερώτησε: «Quo Vadis, δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος  κατάλαβε πως η  φυγή  του  αυτή  ισοδυναμούσε  με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’  αυτό  με  δάκρυα   στα  μάτια  εγύρισε  πίσω  και  συνελήφθη και  καταδικάσθηκε  σε  σταυρικό  θάνατο.  Όταν  οδηγήθηκε  στο  μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του να  τον  σταυρώσουν  ανάποδα,  με  το  κεφάλι προς τα κάτω, διότι, όπως είπε, δεν εθεωρούσε τον εαυτό του άξιο να σταυρωθεί  σαν  τον  ηγαπημένο  Δάσκαλο  και  Θεό του!  Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Χριστό, το  δε  αγιασμένο  λείψανό  του  το  περιμάζεψαν οι  πιστοί  και  το  έθαψαν  στο  Βατικανό  λόφο.
Ο  τάφος  του  ήταν  απλός  και  πτωσικός.  Εσκέπασαν  το  τίμιο  λείψανό  του  με χώμα και μετά με πλάκες από κεραμίδι σε σχήμα αμφικλινές. Έτσι έθαπταν τότε τους πολλούς, τους πτωχούς στη Ρώμη. Το μνήμα του  Πέτρου το ήξερε καλά η Εκκλησία της Ρώμης, γι’ αυτό και ο Επίσκοπός της Ανίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περί το 160 μ.Χ., ετοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα,  επάνω  από  την  οποία  εστήριξε  σε  δύο  κιονίσκους  μία  τράπεζα  με μικρή κόγχη και  υποτυπώδες αέτωμα. Γύρω  της  συνήρχοντο  για  προσευχή λίγοι  Χριστιανοί,  ενώ  στον  ιερό τόπο της ταφής του Πέτρου συνάγονταν πολλοί  προσκυνητές  στο  πρώτο  ήμισυ  του  3ου αιώνος  μ.Χ.
Ένας από τους σκληρότερους χριστιανομάχους αυτοκράτορες ήταν ο Πόπλιος Λικίνιος Ουαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.).  Όταν ανέλαβε  την  εξουσία, εμεθόδευσε συστηματικώτερα τους διωγμούς. Εστράφηκε κατά  του κλήρου, της λατρείας, της περιουσίας και  των  κοιμητηρίων  της  Εκκλησίας. Τα  μέτρα  του  εφαρμόσθηκαν  περί  το  257 μ.Χ. με πραγματική  αγριότητα. Θανατώνει τους Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, απαγορεύει τις συνάξεις  στους τόπους ταφής των  Χριστιανών.  Ο  διάδοχος του  μαρτυρήσαντος, το 257 μ.Χ., Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ΄Έλληνας Επίσκοπος Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), για να προλάβει σκύλευση των τάφων των δύο Αποστόλων, κάνει κρυφά την ανακομιδή των αγίων λειψάνων τους από τα μνημεία – τρόπαιά τους, πιθανώς στις  29  Ιανουαρίου του   258  μ.Χ.,  και  τα  μεταφέρει  στο  κοιμητήριο  που  είναι  σήμερα  γνωστό  ως Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Έτσι η  ημερομηνία  αυτή  διατηρήθηκε ως  σήμερα  κοινού  εορτασμού  των  Αποστόλων  Πέτρου  και  Παύλου,  όχι πλέον  σε  ανάμνηση  της  καταθέσεως  των  τιμίων  λειψάνων,  η  οποία  είχε λησμονηθεί  από  το  λαό,  αλλ’  ως  γενέθλιος  ημέρα,  δηλαδή  ως  εορτή του μαρτυρίου  τους.
Μετά το 260 μ.Χ., ο νέος αυτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ήταν περισσότερο επιεικής. Εσταμάτησε τις απάνθρωπες σκληρότητες και επέστρεψε  τους  ναούς  και  τα  κοιμητήρια.  Η  λατρεία  αναπτύσεται  στο  νέο τόπο  ταφής  των  Αποστόλων.  Επάνω  από  την  Κατακόμβη  του  ιδρύεται  το αρχαιότερο  Μαρτύριο της Ρώμης. Έτσι,  στις  αρχές του 4ου αιώνος μ.Χ., η εορτή των Πρωτοκορυφαίων τιμάται στη Ρώμη σε τρεις τόπους. Στο Βατικανό  ο  Πέτρος,  στην  οδό  της  Ώστίας ο  Παύλος και  οι  δύο μαζί  στις Κατακόμβες.
Όταν η Εκκλησία απέκτησε τα πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ο Επίσκοπος Ρώμης  Σιλβέστρος  (315 – 335 μ.Χ.)  εξασφάλισε  την  υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση Μαρτυρίων  στους τόπους  αθλήσεως  και  αρχικής ταφής των Αποστόλων. Τα εγκαίνια των πρώτων κτισμάτων γύρω από τους τάφους των Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στο Βατικανό και στην οδό προς την ¨Ωστία στις  18  Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. με τη  μετακομιδή των λειψάνων τους  από  την  Κατακόμβη  του Αγίου Σεβαστιανού στους τόπους αρχικής ταφής. Μόνο οι Τίμιες Κάρες  των Αποστόλων εκρατήθηκαν στον  καθεδρικό  ναό  του  Επισκόπου  της  Ρώμης, το  ναό  του  Σωτήρος  Χριστού  του  Λατερανού,  σημερινό  Άγιο  Ιωάννη.  Εκεί παραμένουν  μέχρι  σήμερα,  επάνω  από  την  κεντρική Αγία Τράπεζα, μέσα σε  κιβώρια.
Η  Κωνσταντίνεια βασιλική του Βατικανού, παρά τις πολλές επισκευές λόγω  των  καταστροφών που τις  προξένησαν  οι  βαρβαρικές  επιδρομές  του 5ου και 6ου αἰῶνος μ.Χ., παρέμεινε  δώδεκα  αιώνες  κέντρο  προσκυνηματικής ευσεβείας. Ήταν πεντάκλιτη βασιλική, με 90 μέτρα μήκος και 65 μέτρα πλάτος. Η  Αναγέννηση κατέστρεψε τον πάνσεπτο αυτό  ναό  και  στη θέση  του  έκτισε  τον  αχανή  και  βαρύ  σημερινό  Άγιο  Πέτρο  (1626).  Στην  οδό προς την Ὡστία Ιδρύθηκε ρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, την  οποία επεξέτειναν  το  386 μ.Χ. οι  αυτοκράτορες  Ουαλεντιανός  Β’, Θεοδόσιος και Αρκάδιος σε πεντάκλιτη  και  την  εγκαινίασε,  το  390 μ.Χ., ο Πάπας  Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Η  βασιλική  διατηρήθηκε  σχεδόν  ακέραια  μέχρι  τον  Ιούλιο του 1823, που εκάηκε από μεγάλη πυρκαγιά, αλλά αναστηλώθηκε με πιστότητα στο αρχαίο της κάλλος.           
Ο τάφος του Αποστόλου Παύλου καλύπτεται με μία μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή του 4ου αιώνος μ.Χ., που γράφει: «Στον  Παύλο,  Απόστολο Μάρτυρα».


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’. Ταχύ  προκατάλαβε.
Την κλήσιν δεξάμενος, παρά Χριστού του Θεού, πρωτόθρονος πέφηνας, των Αποστόλων αυτού, και πέτρα της πίστεως· όθεν ως των αρρήτων, κοινωνός και αυτόπτης, πάσιν ευηγγελίσω, σωτηρίας τον λόγον· διό σε μεγαλύνομεν,  Πέτρε  Απόστολε.

Έτερον  μετά  του  Αποστόλου Παύλου. Ήχος  δ’.
Οι των Αποστόλων πρωτόθρονοι, και της οικουμένης διδάσκαλοι, τω Δεσπότη  των  όλων  πρεσβεύσατε,  ειρήνην  τη  οικουμένη  δωρήσασθαι, και ταις  ψυχαίς  ημών  το  μέγα  έλεος.

Έτερον μετά του Αποστόλου Παύλου. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοι κήρυκες, της ευσεβείας, κρήνη δίκρουνος,  θεογνωσίας,  και  δογμάτων ουρανίων εκφάντορες, Πέτρε και Παύλε σαφώς ανεδείχθητε, ως Αποστόλων των θείων Πρωτόθρονοι. Αλλ’ αιτήσασθε, σωτήριον ημίν έλλαμψιν,  και  λύτρωσιν  παθών  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον.  Ήχος  β’.  Τοις  των  αιμάτων σου.
Ως Αποστόλων των θείων πρωτόθρονος, και μαθητής του Σωτήρος θερμότατος, απαύστως δυσώπει τον Κύριον, λυτρούσθαι ημάς πάσης θλίψεως,  Απόστολε  Πέτρε  πανεύφημε.

Έτερον  μετά  του  Αποστόλου  Παύλου. Ήχος  β’. Αυτόμελον.
Τους  ασφαλείς,  και  θεοφθόγγους  κήρυκας, την κορυφήν, των Αποστόλων Κύριε, προσελάβου  εις  απόλαυσιν,  των  αγαθών  σου  και  ανάπαυσιν· τους πόνους  γαρ  εκείνων  και  τον  θάνατον,  εδέξω  υπέρ  πάσαν  ολοκάρπωσιν,  ο μόνος  γινώσκων  τα  εγκάρδια.

Έτερον  μετά  του  Αποστόλου  Παύλου. Ήχος  γ’. Η Παρθένος  σήμερον.
Αποστόλων πρόκριτοι, και κορυφαίοι οφθέντες, ουρανοὶ ως έμψυχοι,  δόξαν Θεού  διηγούνται,  Πέτρος  μεν,  ο  της  αγάπης  του  Λόγου  πλήρης,  Παύλος  δε, ως εκλογής Χριστού σκεύος θείον, και  αμφότεροι  αἰιτούνται,  πάσι  δοθήναι πταισμάτων  άφεσιν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις κορυφαίε μύστα Χριστού, Απόστολε Πέτρε, Αποστόλων η  καλλονή· χαίροις οικονόμε, των  δωρεών  των θείων,  και  προς  Χριστόν  μεσίτης,  ημών θερμότατος.

Μεγαλυνάριον μετά του Αποστόλου Παύλου.     
Πέτρε θείον άρμα Χερουβικόν, ουράνιε Παύλε, όχημά τε Σεραφικόν, η πύρινος γλώσσα, του Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με της γεέννης, απολυτρώσασθε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: