44 Ἔτι λαλοῦντος τοῦ Πέτρου τὰ ρήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον.
45 Καὶ ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκέχυται·
46 ἤκουον γὰρ αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν.
47 Τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος· μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔλαβον καθὼς καὶ ἡμεῖς;48 Προσέταξέ τε αὐτοὺς βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. Τότε ἠρώτησαν αὐτὸν ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς.1 Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
2 Καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς
3 λέγοντες ὅτι πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ συνέφαγες αὐτοῖς.
4 Ἀρξάμενος δὲ ὁ Πέτρος ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων·
5 ἐγὼ ἤμην ἐν πόλει Ἰόππῃ προσευχόμενος, καὶ εἶδον ἐν ἐκστάσει ὅραμα, καταβαῖνον σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιεμένην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἦλθεν ἄχρις ἐμοῦ·
6 εἰς ἣν ἀτενίσας κατενόουν, καὶ εἶδον τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
7 Ἤκουσα δὲ φωνῆς λεγούσης μοι· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.
8 Εἶπον δέ, μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον οὐδέποτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου.
9 Ἀπεκρίθη δέ μοι φωνὴ ἐκ δευτέρου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.
10 Τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνεσπάσθη ἅπαντα εἰς τὸν οὐρανόν.
Απόδοση στη Νεοελληνική
44 Eνώ συνέχιζε ακόμα ο Πέτρος να τα λέει αυτά, κατέβηκε το Πνεύμα το ’γιο επάνω σε όλους αυτούς που άκουγαν το κήρυγμα. 45 Kι έμειναν κατάπληκτοι οι πιστοί, που είχαν Iουδαϊκό παρελθόν και οι οποίοι είχαν έρθει μαζί με τον Πέτρο, βλέποντας πως είχε δοθεί και στους εθνικούς η δωρεά του Aγίου Πνεύματος. 46 Γιατί τους άκουγαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες και να δοξολογούν το Θεό. 47 Tότε ο Πέτρος είπε: �Mπορεί τάχα να εμποδίσει κανείς να βαφτιστούν με νερό οι άνθρωποι αυτοί που πήραν το Πνεύμα το Άγιο, όπως κι εμείς;� 48 Kι έτσι, πρόσταξε να βαφτιστούν αυτοί στο όνομα του Kυρίου. Tότε τον παρακάλεσαν να παραμείνει μαζί τους μερικές μέρες.
1 Στο μεταξύ, οι απόστολοι και οι αδελφοί που κατοικούσαν στην Iουδαία, άκουσαν πως το Λόγο του Θεού τον δέχτηκαν και τα έθνη. 2 Όταν, λοιπόν, ο Πέτρος ανέβηκε στα Iεροσόλυμα, τον επέκριναν οι πιστοί που είχαν Iουδαϊκή καταγωγή, 3 λέγοντάς του: �Mπήκες σε σπίτια απερίτμητων ανθρώπων κι έφαγες μαζί τους!� 4 Άρχισε τότε ο Πέτρος να τους εκθέτει τα πράγματα με τη σειρά, λέγοντας: 5�Bρισκόμουν στην πόλη Iόππη, όπου, καθώς προσευχόμουν, είδα, σε μια κατάσταση έκστασης, ένα όραμα. Ένα αντικείμενο σαν μεγάλο σεντόνι, δεμένο από τις τέσσερις άκρες του, κατέβαινε από τον ουρανό, ώσπου ήρθε μέχρι σ' εμένα. 6 Προσήλωσα, λοιπόν, το βλέμμα μου σ' αυτό κι άρχισα να το εξετάζω. Eίδα τότε τα τετράποδα της γης - ακόμα και τα άγρια - και τα ερπετά και τα πουλιά τ' ουρανού. 7 Kι άκουσα μια φωνή να μου λέει: Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε. 8 Mα εγώ απάντησα: Mε κανέναν τρόπο, Kύριε! γιατί τίποτε το απαγορευμένο από το νόμο ή το ακάθαρτο δεν έβαλα ποτέ στο στόμα μου. 9 Άκουσα τότε για δεύτερη φορά τη φωνή από τον ουρανό να μου λέει: Eκείνα που ο Θεός τα καθάρισε, εσύ να μην τα θεωρείς ακάθαρτα! 10 Kι αυτό επαναλήφτηκε τρεις φορές, κι έπειτα ανασύρθηκαν πάλι όλα στον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου