Ο
Άγιος Ιερομάρτυς Παφνούτιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος
Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ εξοχήν στην Αίγυπτο την ευεργετική
και πολύαθλη ζωή του. Όταν
ξεκίνησε ο
διωγμός κατά των Χριστιανών, ο έπαρχος Αρριανός γνωρίζωντας
από τις διαδόσεις για την επιρροή
του Παφνουτίου επάνω
στους χριστιανικούς πληθυσμούς σκεπτόταν πως μπορούσε να τον
συλλάβει. Ο Παφνούτιος συνήθιζε να περνά
την ζωή του σε ερημικούς τόπους
και κάποια ημέρα,
κατά την ώρα της νυχτερινής προσευχής του, Άγγελος
Κυρίου του φανέρωσε ότι κηρύχθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών και ότι τον
καταζητεί ο έπαρχος. Κλήθηκε μόνος
του να προσέλθει ενώπιον των
διωκτών, επειδή ο Θεός τον
επέλεξε ως όργανο για να ντροπιάσει τον Αρριανό και τα είδωλα.
Ο Παφνούτιος
υπάκουσε και κατευθύνθηκε προς τις
όχθες του Νείλου. Μόλις έφθασε,
είδε τον Αρριανό
να αποβιβάζεται από
πολυτελές πλοίο με συνοδεία αρχόντων και στρατιωτών. Κανείς από
αυτούς δεν γνώριζε προσωπικά τον Άγιο Παφνούτιο.
Αυτός όμως αναγνώρισε
τον έπαρχο, ο οποίος έκπληκτος
είδε τον σεβάσμιο
γέροντα να προχωρεί
προς αυτόν.
-
Με ζητάς, του
είπε και δεν θέλησα να σε υποβάλλω σε κόπο. Είμαι ο Παφνούτιος.
Ο
Αρριανός τινάχθηκε. Το όνομα του Παφνουτίου και η αιφνίδια αφθόρμητη εμφάνιση
και παράδοσή του
έφεραν στον έπαρχο
σκοτισμό και σύγχυση. Συνήλθε όμως γρήγορα και μεταχειρίσθηκε
γλώσσα απρεπή και σκληρή προς τον Άγιο. Τον έβρισε, γιατί
ακολουθούσε τον Χριστό και διέγειρε τα πλήθη στην
πίστη προς Αυτόν.
Την ίδια στιγμή
απείλησε τον Άγιο ότι θα
τον τιμωρήσει αδυσώπητα,
άν δεν προσκυνήσει
τα είδωλα. Ο Παφνούτιος
απολογήθηκε σύντομα για την πίστη
του και δήλωσε
ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν
ανώτερη ευχαρίστηση από το να βασανισθεί και να χύσει
το αίμα
του υπέρ του
Λυτρωτού του.
Με
διαταγή του επάρχου οι δήμιοι υπέβαλαν τον Παφνούτιο σε βασανιστήρια. Του κατέξυσαν
τις σάρκες τόσο πολύ, ώστε τα αίματα που έρρεαν πότισαν το έδαφος.
Και ήταν τόσο βαθιές οι πληγές που είχαν
ανοίξει, ώστε φαίνονταν τα εντόσθια του Μάρτυρος. Τότε ο Άγιος Παφνούτιος
απηύθυνε προσευχή προς τον Ιησού Χριστό
και Τον ικέτευσε να μην τον αφήσει να πεθάνει, άν ήθελε
και άν τον έκρινε χρήσιμο για περισσότερους αγώνες στη φοβερή εκείνη
εποχή, κατά την
οποία οι ψυχές είχαν
τόση ανάγκη για
παρηγοριά και ενίσχυση.
Η δέησή
του εισακούσθηκε. Χάρη της
δόξας του Θεού
και του φωτισμού πολλών σκοτισμένων από την πλάνη,
η Θεία Χάρη
επιτέλεσε εκπληκτικά πράγματα.
Οι πληγές του Αγίου
Παφνουτίου έκλεισαν
εκείνη τη στιγμή.
Οι δύο στρατιώτες που τον
κατέξυσαν, όταν είδαν το θαύμα έπεσαν στα πόδια του
Αγίου και ομολόγησαν
και οι ίδιοι
τον Χριστό. Ούτε περιορίσθηκαν μέχρι εκεί. Αφού έσπευσαν προς τον Αρριανό,
απέρριψαν τις στρατιωτικές τους ζώνες
και δήλωσαν ότι
έγιναν και οι ίδιοι
Χριστιανοί. Ο Αρριανός αισθάνθηκε έκπληξη
καὶ οργή.
Όταν όμως είδε
την επιμονή και
των δύο, τους αποκεφάλισε. Ο ένας
ονομαζόταν Διονύσιος και ο άλλος Καλλίμαχος
και ανέβηκαν καὶ οι
δύο στον ουρανό ως φωτεινοί αστέρες του νοητού στερεώματος.
Μετά το γεγονός αυτό ο Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στην φυλακή
υπήρχαν, μεταξύ των άλλων και
σαράντα πρόκριτοι, που
ήταν έγκλειστοι εκεί, γιατί καθυστερούσαν τους φόρους προς το
δημόσιο. Οι άνδρες
αυτοί κινήθηκαν από θαυμασμό,
όταν για δύο
συνεχόμενες νύχτες έβλεπαν
σε κάποιο σκοτεινό μέρος, εκεί όπου προσευχόταν ο Άγιος Παφνούτιος,
κάποια εξαίσια και υπερφυσική λάμψη. Ποιος άραγε ήταν ο
άνδρας αυτός; Ο Παφνούτιος επωφελήθηκε
από την περιέργειά τους, για να τους
ελκύσει στη χριστιανική πίστη. Πίστεψαν δε
όλοι και από την ψυχή τους ήταν έτοιμοι
και για βασανισμούς
και για θάνατο.
Ο
Αρριανός, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό, εξοργίσθηκε. Η κατάκτηση εκείνη
του Παφνουτίου σε τόσους διακεκριμένους άνδρες τον
καταθορύβησε και του φάνηκε ως αίσχος και ήττα όχι μόνο της ειδωλολατρικής θρησκείας
αλλά και δική του. Μάταια όμως
προσπάθησε με τον πλέον περιποιητικό τρόπο να εξευμενίσει τους προκρίτους,
νομίζοντας ότι στο διάβημα προέβησαν από
οργή για τη φυλάκισή τους. Και οι σαράντα ενέμειναν στην ομολογία του Χριστού, προσπάθησαν
μάλιστα να ελκύσουν προς αυτήν και τον Αρριανό. Αλλά αυτός είχε κλειστή την
ψυχή του για την
σωτηρία
και το φως. Αφού
απέβαλε κάθε ελπίδα, διέταξε να
θανατωθούν οι νέοι εκείνοι Χριστιανοί. Τους έφεραν λοιπόν έξω από την πόλη,
άναψαν πυρκαγιά μεγάλη και είπαν στους στρατιώτες να ρίξουν τους Αγίους άνδρες
σε αυτήν. Αλλά οι Άγιοι Μάρτυρες δεν είχαν την ανάγκη βίας. Μόνοι τους,
καθώς κρατούσε ο ένας
το χέρι του άλλου εισήλθαν χαρούμενοι στις
φλόγες ψάλλοντας και
έτσι αξιώθηκαν με αυτόν
τον τρόπο του
μαρτυρικού τέλους.
Ο
Θεός θέλησε να γίνουν πραγματικότητα και
άλλες πολλές επιστροφές δια του
Αγίου Παφνουτίου. Και
όπως άλλοτε ο
Ιησούς ξέφυγε ανάμεσα από τους εχθρούς Του,
που ζήτησαν να Τον φονεύσουν, με
αυτόν τον τρόπο και ο ίδιος έγινε άφαντος από τα μάτια του Αρριανού, του οποίου
η μανία έγινε μεγαλύτερη.
Τα κατορθώματα του
Παφνουτίου υπέρ του
Χριστού εξακολούθησαν. Η παρουσία του έφλεξε τα ευσεβή στήθη
του Ευστοργίου και
της Ερμιόνης, που ήταν πλούσιο αντρόγυνο, ενώ
στα ίχνη τους
ακολούθησε και η κόρη
τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτώ χρονών στην ηλικία. Η πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα
στα στήθη τους. Γεμάτοι από φιλαδελφία
διαμοίραζαν τα πλούτη τους περιθάλποντας τους διωκόμενους
Χριστιανούς, τα ορφανά και τις χήρες των Μαρτύρων. Προχωρώντας δε
και ακόμα περισσότερο μετέβαιναν και στους τόπους των Μαρτυρίων για ενθάρρυνση
των ανακρινόμενων και βασανιζόμενων πιστών.
Όταν
ο Αρριανός πληροφορήθηκε τη διαγωγή αυτής της χριστιανικής οικογένειας παρέδωσε
και τους τρεις στο θάνατο. Εκείνοι τον
δέχθηκαν με την πλέον
θαυμαστή γενναιότητα.
Τα
επιτεύγματα του Αγίου Παφνουτίου αυξήθηκαν. Δέκα έξι νεαροί, σχεδόν παιδιά
ακόμη, των οποίων οι πατέρες ήταν από τους σαράντα εκείνους άνδρες
που τελειώθηκαν στις φλόγες
της φωτιάς, πίστεψαν και οι
ίδιοι και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους. Ο Αρριανός προσπάθησε να τους
μεταπείσει επιδεικνύοντας προς αυτούς και την διαταγή του βασιλέως, στην οποία
διαγράφονταν οι οδηγίες του
διωγμού. Ιδιαίτερα ζήτησε ο έπαρχος
να σώσει από την καταδίκη τον μικρότερο
από τους νεαρούς εκείνους, ένα πολύ μικρό παιδί, δεκατριών
ακόμη χρόνων. Αλλά στην καρδιά του
μικρού υπήρχε ώριμη αποφασιστικότητα και φλογερή αφοσίωση προς τον Χριστό. Ζήτησε να
δει την βασιλική
διαταγή. Και όταν ο Αρριανός την
παρέδωσε στα χέρια του, εκείνος
πήρε την πλέον τολμηρή απόφαση. Κοντά έκαιε και
κάπνιζε ο ειδωλολατρικός βωμός. Αφού όρμησε λοιπόν, ο μικρός, έριξε στη φωτιά
το αυτοκρατορικό έγγραφο φωνάζοντας: «Ένας είναι ο
Θεός, ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού».
Το
θέαμα του εγγράφου που καιγόταν εξαγρίωσε
τους παρευρισκόμενους ιερείς των
ειδώλων. Και ο ίδιος ο Αρριανός, παράφρων από οργή και θέλοντας άμεση και παραδειγματική
εκδίκηση, έριξε με τα ίδια του τα χέρια στη φωτιά τον ριψοκίνδυνο εκείνο νέο, που έπαιρνε την έμπνευση από τον Θεό. Οι σάρκες του κατακαίγονταν, αλλά η όψη
του παρουσίαζε την δόξα εκείνη που είχε και
ο Άγιος Στέφανος,
όταν έπεφτε νεκρός από τους λιθοβολισμούς των Ιουδαίων. Οι
υπόλοιποι νέοι, γεμάτοι από ενθουσιασμό από το θαυμαστό εκείνο παράδειγμα του
μικρότερου από αυτούς,
απευθυνόμενοι προς εκείνον
ενώ καιγόταν, τον παρακαλούσαν
να δεηθεί προς τον
Θεό για να
αποδειχθούν και εκείνοι
άξιοι μιμητές του και να αξιωθούν
το στέφανο που έλαβαν και οι πατέρες τους δεχόμενοι το μαρτύριο.
Ο
νέος Μάρτυρας παρέδωσε την άγια ψυχή του, αφού σφράγισε το πρόσωπό του με το
σημείο του Σταυρού. Δεν άργησαν να τον ακολουθήσουν στον μαρτυρικό δρόμο
οι υπόλοιποι φίλοι
και συμμαθητές του. Ήταν δεκαπέντε
και κανένας από
αυτούς δεν λιποψύχησε μέχρι την
τελευταία στιγμή. Και όταν οδηγούνταν έξω από την πόλη για να εκτελεσθούν, προσεύχονταν
και έψαλλαν.
Ο Άγιος
Παφνούτιος εξακολούθησε να κηρύττει το Ευαγγέλιο του
Χριστού. Κάποια ημέρα, κοντά
στις όχθες του Νείλου,
συνάντησε ογδόντα αλιείς
να ασχολούνται με τις βάρκες τους και τα δίχτυά τους. Τους αλίευσε και
αυτούς. Πίστεψαν στον Χριστό, διαλαλούσαν την πίστη τους και την επισφράγισαν και
αυτοί με τον μαρτυρικό θάνατό τους.
Μετά από λίγο
διάστημα
ο Άγιος Παφνούτιος
προσήλθε μόνος του στον
Αρριανό. Η άγρια
χαρά του επάρχου
υπήρξε απερίγραπτη, όταν
έλαβε και πάλι στα χέρια του τον
πρωτεργάτη της δικής του λύπης και
ντροπής. Διέταξε νὰ θανατωθεί
με το φρικτό βασανιστήριο του τροχού. Αλλά τα μέλη του Αγίου όταν
κατακόβονταν, αμέσως θεραπεύονταν και ο
θεωρούμενος ως πτώμα και σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικά γεμάτος ζωή.
Ο Αρριανός προσήλθε μετά από κάποια ώρα για να
δει το πτώμα του Αγίου. Αλλά ο Παφνούτιος βρέθηκε όρθιος ενώπιόν
του και του είπε:
«Με γνωρίζεις, Αρριανέ; Όλα αυτά τα θαυμάσια σχετικά με εμένα τα πραγματοποιεί ο Κύριός μου
Ιησούς Χριστός, για να
ελεγχθεί η ασέβειά
σου και για να καταλάβεις ότι πολεμώντας ενάντια σε Αυτόν, χτυπάς στο
κέντρο. Και για να καταλάβεις επίσης ὅτι λατρεύεις κουφά και τυφλά
είδωλα κατασκευασμένα από ύλη αναίσθητη».
Ο
Αρριανός δεν ήξερε τι να απαντήσει στην
πρώτη εκείνη στιγμή της καταπλήξεως και του θαυμασμού. Μίλησε όμως ο πραιπόζιτος Ευσέβιος, που ήταν παρών εκεί. Δήλωσε ότι και
αυτός, απέναντι σε τόσο ακαταμάχητα θαύματα, αποκηρύσσει την πλάνη των ειδώλων
και κηρύττει την πίστη του στον Χριστό. Και αφού αποτάνθηκε στους τετρακόσιους
στρατιώτες που παρευρίσκονταν εκεί, τους κάλεσε με τον πλέον φλογερό τόνο να
κάνουν και εκείνοι το ίδιο. Οι στρατιώτες, απαλλαγμένοι από τη
σκολιότητα και τη
σκληρότητα της καρδιάς
των ανωτέρων λετουργών του
ειδωλολατρικού καθεστώτος,
ψυχές απλές και ευθείες καθώς ήταν και γι’ αυτό επιδεκτικές της
αλήθειας και του φωτός,
ακολούθησαν το παράδειγμα του πραιπόζιτου. Με φωνή μεγάλη, που κάλυψε όλη τη
γύρω
έκταση, ομολόγησαν τον
Ιησού Χριστό.
Το στεφάνι
του μαρτυρίου στόλισε τα μέτωπα και των νέων αυτών αθλητών. Σε τέσσερις τεράστιες
πυρακτωμένες καμίνους και μέσα στις φλόγες ο πραιπόζιτος Ευσέβιος και οι
τετρακόσιοι στρατιώτες βρήκαν
ένδοξο θάνατο υπέρ
του Χριστού.
Για
μία ακόμη φορά πραγματοποιήθηκε μέσω του Αγίου Παφνουτίου θαύμα ικανό να
κερδίσει και την περισσότερο άπιστη ψυχή, σε
όποια τυχὸν είχε απομείνει
ίχνος λογικής και
καθαράς καρδίας.
Αφού
συνέλαβε ο Αρριανός τον Παφνούτιο, τον έριξε στα νερά του ποταμού Νείλου με μία
μεγάλη πέτρα στο λαιμό. Ο Άγιος
Παφνούτιος φάνηκε να εξαφανίζεται στα βάθη και ο Αρριανός εξακολούθησε
το ταξίδι του στο μεγαλοπρεπές πλοίο
του. Αλλά μετά
από κάποια λεπτά, μπροστά στο πλοίο του επάρχου, παρουσιάσθηκε ο Άγιος,
λέγοντάς του από τα νερά: «Αρριανέ, εσύ μεν χρειάζεσαι πλοίο και άνεμο
για να πλέεις. Εγώ όμως ούτε πλοίο ούτε άνεμο χρειάζομαι, γιατί
κυβερνήτης μου είναι ο Ιησούς Χριστός,
ο οποίος και
τη φορά αυτή
με λύτρωσε από τον
θάνατο».
Ο Αρριανός
καταλήφθηκε από φόβο,
αλλά η πωρωμένη του
ψυχή έμεινε αφώτιστη. Συνέλαβε
τον Άγιο Παφνούτιο και τον έστειλε προς τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό,
με σύντομη έκθεση για όσα συνέβησαν σε σχέση με τον Χριστιανό αυτό. Ο Διοκλητιανός προσπάθησε να κατανικήσει ο ίδιος την πίστη του Παφνουτίου. Αλλά γρήγορα
είδε ότι η
απόπειρα δεν μπορούσε να
καρποφορήσει. Διέταξε λοιπόν την
σταύρωση του Αγίου και με
αυτόν τον τρόπο,
αφού το θέλησε
και ο ίδιος περισσότερο αυτήν
την φορά, ο μέγας εκείνος Άγιος έλαβε μαρτυρικό τέλος και τετρακόσιοι
σαράντα έξι πιστοί που ήλθαν
στην πίστη μέσω αυτού κάτω από την ένθεη ώθησή του, έλαβαν και εκείνοι το
μαρτυρικό στέφανο.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη τους και στις 25 Σεπτεμβρίου.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη τους και στις 25 Σεπτεμβρίου.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Θυσίαν την ένθεον, πιστώς προσφέρων Θεώ, ως θύμα ευπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αυτώ, αθλήσεως άνθραξιν· όθεν ως ιερέα, και στερρόν Αθλοφόρον, έδειξέ σε ο Κτίστης, χαρισμάτων ταμείον· εξ ών και ημίν παράσχου, Ιερομάρτυς Παφνούτιε.
Θυσίαν την ένθεον, πιστώς προσφέρων Θεώ, ως θύμα ευπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αυτώ, αθλήσεως άνθραξιν· όθεν ως ιερέα, και στερρόν Αθλοφόρον, έδειξέ σε ο Κτίστης, χαρισμάτων ταμείον· εξ ών και ημίν παράσχου, Ιερομάρτυς Παφνούτιε.
Κοντάκιον.
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Αιμάτων ροαίς, στολήν σου την υπέρτιμον, φοινίξας λαμπρώς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως έδραμες, προς ναόν κραυγάζων τον ουράνιον· Της ζωής συ Σώτερ πηγή, ο πάσι βλυστάνων οικτιρμών ποταμούς.
Αιμάτων ροαίς, στολήν σου την υπέρτιμον, φοινίξας λαμπρώς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως έδραμες, προς ναόν κραυγάζων τον ουράνιον· Της ζωής συ Σώτερ πηγή, ο πάσι βλυστάνων οικτιρμών ποταμούς.
Μεγαλυνάριον.
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, απειργάσατο ο Χριστός· τούτου γαρ το πάθος, έφερες τη σαρκί σου, διο παθών λυτρούσαι, τους σε γεραίροντας.
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, απειργάσατο ο Χριστός· τούτου γαρ το πάθος, έφερες τη σαρκί σου, διο παθών λυτρούσαι, τους σε γεραίροντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου