Ο Όσιος
Αθανάσιος ο Μετεωρίτης,
κατά κόσμον Ανδρόνικος, γεννήθηκε
περί το έτος 1302 στην πόλη των Νέων Πατρών ή της Νέας Πάτρας, τη σημερινή Υπάτη,
κοντά στο όρος Μολύβιον,
από γονείς που
ανήκαν στην αριστοκρατική
τάξη: «…γονέων επιφανών υιός και της πατρίδος αυτού πολλών υπερεχόντων».
Η
μητέρα του πέθανε κατά την ώρα του
τοκετού και μετά από λίγο χρονικό διάστημα αναπαύθηκε και ο πατέρας
του. Έτσι, ο μικρός Ανδρόνικος έχασε και τους δύο γονείς του σε
πολύ μικρή ηλικία. Τότε
βρήκε συμπαράσταση, στοργή και
αγάπη από τον
αδελφό του πατέρα του, ο οποίος ανέλαβε την κηδεμονία του, φροντίζοντας για
όλα του τα αναγκαία και για την
μάθηση των ιερών γραμμάτων.
Όταν
το έτος 1319 η Νέα Πάτρα καταλήφθηκε από τους Φράγκους, ο Ανδρόνικος
αιχμαλωτίσθηκε και μάλιστα, χαριτωμένος καθώς ήταν στη μορφή, κινδύνευσε να
σταλεί στο σπίτι του κατακτητή Αλφόνσου
Φαδρίγου σαν ζωντανό λάφυρο. Ο Ανδρόνικος όμως κατάλαβε τις προθέσεις
του και σώθηκε με την φυγή.
Αφού συναντήθηκε με τον εξόριστο κηδεμόνα
του, απέπλευσαν μαζί και κατέληξαν
στη Θεσσαλονίκη. Μετά
από λίγο καιρό πέθανε ο θείος
του, άρρωστος από βαριά αρθρίτιδα, στη μονή του Ακαπνίου στη Θεσσαλονίκη. Έτσι
ο νεαρός Ανδρόνικος,
το έτος 1319
(σε ηλικία 16 – 17 ετών), έμεινε για τρίτη φορά ορφανός χωρίς κανέναν
προστάτη και, προκειμένου να εξοικονομήσει τα αναγκαία για τη διαβίωσή του, προσελήφθη στην υπηρεσία ενός
γραμματέως βασιλικών ορισμών στη
Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη του αγάπη για τα
γράμματα αφ’ ενός και η έλλειψη χρημάτων
αφ’ ετέρου, τον αναγκάζουν
να πηγαίνει στα σχολεία των
διδασκάλων και καθισμένος
έξω από την
πόρτα να παρακολουθεί
τα μαθήματα.
Η ροπή του προς τον ασκητισμό και η αναζήτηση της
απερίσπαστης επικοινωνίας με τον Θεό, τον οδήγησαν στο Άγιον Όρος. Νεαρός όμως καθώς ήταν και αγένειος, δεν έγινε δεκτός από τους πατέρες. Παρόλα
αυτά όμως δεν κάμφθηκε. Παίρνοντας την ευχή των πατέρων πήγε στην
Κωνσταντινούπολη, όπου ασπάσθηκε τους ιερούς ναούς και τα τίμια λείψανα των
Αγίων. Συγκατοίκησε με δύο μοναχούς, οι οποίοι διαβλέποντας τα εξαιρετικά και σπάνια
χαρίσματα του νέου, ο οποίος πλησίαζε τα χαρακτηριστικά ενός παιδαριογέροντα,
του πρότειναν να μείνει στο ησυχαστήριό τους και
να τον κάνουν προεστώτα. Ο
ίδιος όμως με ταπείνωση
αρνήθηκε.
Στην
Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε με
κορυφαίες εκκλησιαστικές
προσωπικότητες, που επηρέασαν την ζωή του, όπως τον Όσιο Γρηγόριο
τον Σιναΐτη, τον πατέρα της νηπτικής θεολογίας, τον Δανιήλ τον
Ησυχαστή, τον Ισίδωρο, ο οποίος
μετέπειτα ως Οικουμενικός Πατριάρχης (1347 – 1350) υποστήριξε τον Άγιο
Γρηγόριο τον
Παλαμά και κατόπιν τον κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και πολλούς
άλλους Αγίους Πατέρες, από τους
οποίους ωφελήθηκε πνευματικά
σαν τη μέλισσα που «συλλέγει
τα καίρια».
Στην
συνέχεια, μάλλον
για βιοποριστικούς λόγους,
μετέβη στην Κρήτη
για ορισμένο χρονικό διάστημα. Εκεί γνωρίστηκε με κάποιον φιλάνθρωπο
Κρητικό, ο οποίος εκτιμώντας τις
αρετές του σκέφθηκε
να τον παντρέψει με
την θυγατέρα του.
Ο Ανδρόνικος όμως,
καταλαβαίνοντας τις βλέψεις του και για να μην εμπλακεί «ταις
του βίου πραγματείαις», εγκατέλειψε αμέσως
την Κρήτη, συνάμα
και την κοσμική
ζωή και επέστρεψε
και πάλι στο Άγιον
Όρος, για να
αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου
στον Ιησού Χριστό «ως καλός στρατιώτης του
Ιησού Χριστού», διότι πίστευε ότι μόνο
εκεί μπορούσε να βιώσει
το ασκητικό ιδεώδες.
Αρχικά
κατέφυγε στη σκήτη του Μαγουλά και ειδικά στην ορεινή τοποθεσία την λεγόμενη
Μηλέα. Εκεί έγινε δεκτός από δύο αγιορείτες ασκητές, τον ιερομόναχο Γρηγόριο τον
Κωνσταντινουπολίτη και τον Μωυσή.
Σε ηλικία τριάντα
ετών έγινε η ρασοφορία του από τον Γέροντά του Γρηγόριο και μετονομάσθηκε
Αντώνιος. Πολύ γρήγορα έγινε μεγαλόσχημος
μοναχός παίρνοντας το
οριστικό του πια μοναχικό όνομα Αθανάσιος, με το
οποίο έγινε γνωστός και πέρασε μέσα στο χορό των Οσίων της Εκκλησίας, καθώς και των υψηλών
αναστημάτων του Ορθόδοξου μοναχισμού και ειδικότερα στην ιστορία του
μετεωρίτικου μοναχισμού.
Ο Αθανάσιος
κατά την παραμονή του στο Όρος
ασκήθηκε στις κατά
Θεόν αρετές, στην προσευχή, στην υπακοή και στην υποταγή,
αντιμετωπίζοντας τις δοκιμασίες και
τις διάφορες κακουχίες
αγόγγυστα και υπομονετικά.
Τις
σκληρές μα ήσυχες στιγμές της ασκητικής του ζωής ήρθαν να ταράξουν οι λῃστρικές επιδρομές των Αγαρηνών
Τούρκων και οι άγριες διώξεις εναντίον των κατοίκων των Αθωνικών παραλιών. Εξαιτίας
αυτών των γεγονότων οι μοναχοί
αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν
το Άγιον Όρος και να καταφύγουν σε μέρος ασφαλέστερο.
Ο μεν Μωυσής μετέβη στη μονή των Ιβήρων, ο δε Αθανάσιος μαζί με τον
γέροντα και θείο του Γρηγόριο και με έναν άλλο
μοναχό με το
όνομα Γαβριήλ κατέφυγαν προς τα δυτικά
μέρη της Ελλάδος.
Αφού πέρασαν
από τη Θεσσαλονίκη
έφθασαν στη Βέροια, πόλη
καλώς τειχισμένη. Εκεί πολλοί
επιφανείς θέλησαν να κρατήσουν κοντά τους τους αγιορείτες ασκητές και να τους
προσφέρουν τα αναγκαία για τη συντήρησή
τους. Παρόλα αυτά όμως δεν δέχθηκαν, κυρίως γιατί ο Αθανάσιος αποστρεφόταν την
κοσμική και πολυθόρυβη ζωή των πόλεων και επιζητούσε χώρο ιδανικό για
άσκηση, απομόνωση και ησυχία.
Μετά από
κάποια αγνώστου χρόνου
παραμονή των δύο
Οσίων στη Σκήτη της Βέροιας, στη μονή του Τιμίου
Προδρόμου, πορεύθηκαν προς τον Επίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, με υπόδειξη του εν
λόγω Επισκόπου, κατέφυγαν στους θεόκτιστους
Θεσσαλικούς βράχους των
Σταγών.
Φθάνοντας
περί
το 1333 – 1334 στον
τόπο εκείνο βρήκαν
μεν τους λίθους, όπως τους είχε περιγράψει ο Ιάκωβος,
αλλά «ουκ ήν τις ο κατοικών εν αυτοίς, πλην γυπών και κοράκων».
Ένας μόνο λίθος από αυτούς, ο πιο γειτονικός προς την πόλη των Σταγών, είχε
κατά την παράδοση κατοικηθεί παλιότερα από
κάποιον βοσκό, ο οποίος
μεταμόρφωσε ένα κοίλωμα του βράχου σε λαξευτό ναό
των Ταξιαρχών και μετονόμασε
τον βράχο Στύλο. Σ’ αυτό τον λίθο λοιπόν, πηγαίνοντας ο Αθανάσιος με τον
γέροντά του Γρηγόριο βρήκαν μέσα έναν ηλικιωμένο μοναχό, ονομαζόμενο Τρυφερό
και εκεί
εγκαταστάθηκαν.
Ο
γέροντας Γρηγόριος βλέποντας την σκληρότητα του τόπου θέλησε να φύγει και να γυρίσει πίσω. Ο Αθανάσιος
όμως, αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις
του, τον ενθάρρυνε.
Και επειδή πολύς
θόρυβος έφθανε εκεί
από την πόλη, καθώς αυτό το μέρος του Στύλου ήταν κοντά της, με την
συγκατάθεση του γέροντος κατέβηκε σε ερημικότερο μέρος του βράχου,
όπου και
εγκαταστάθηκε. Εκεί ο Αθανάσιος
ησύχαζε τις έξι ημέρες της εβδομάδος και ανέβαινε στο Στύλο μόνο
κάθε Κυριακή για την
αγρυπνία. Αφού μεταλάμβανε των Αχράντων
Μυστηρίων και έτρωγε στην κοινή τράπεζα,
κατέβαινε και πάλι
κάτω στό κελλί του.
Μετά
από μικρό χρονικό διάστημα παραμονής του εκεί, κάποια νύχτα δέχθηκε επίθεση
λῃστών, οι οποίοι πίστευαν ότι κάτι θα εύρισκαν να αρπάξουν από το κελλί του. Εκεί όμως δεν υπήρχε τίποτε
άλλο παρά μόνο λίγο λάδι και λίγα ξερά ψωμιά.
Τους λῃστές τους αντιλήφθηκε από
ψηλά ένας άλλος αδελφός, Βαρλαάμ ονομαζόμενος, ο οποίος τους έδιωξε με την
σφεντόνα του, όπως
τους λύκους.
Στην
συνέχεια ο Αθανάσιος, προκειμένου να βρίσκεται μακριά από
λῃστές και να ησυχάζει
απερίσπαστα, ζητεί ευλογία
από τον γέροντά
του για να ανέβει στο Πλατύλιθο, δηλαδή στον σημερινό
βράχο του Μεγάλου Μετεώρου. Σε
αυτόν λοιπόν τον βράχο, «τόπον αναχωρητικόν,
πέτραν και αιθέριον ύψος ηρμένην», ανέβηκε γύρω στα 1343 – 1344
ο Αθανάσιος και εγκαταστάθηκε
οριστικά πια, ποθώντας την ανεύρεση περισσότερης ησυχίας και
την τελειότερη άσκηση.
Αρχικά ο Αθανάσιος έμεινε μόνος του σε μία σπηλιά
του βράχου. Λίγο αργότερα όμως δέχθηκε και δύο άλλους αδελφούς, που ήρθαν για
να συγκατοικήσουν με αυτόν, σύμφωνα με τον όρο που του είχε θέσει ο γέροντάς
του. Τον ένα από αυτούς, τον Ιάκωβο, τον έστειλε
στον Επίσκοπο και τον χειροτόνησε
ιερέα. Στο βράχο ο Όσιος ασκητής δημιούργησε πρόχειρη την κατοικία του και
οργάνωσε την πρώτη συστηματική μοναστική
κοινότητα των Μετεώρων.
Πρώτα όμως οικοδόμησε
ναό της Θεομήτορος, της Παναγίας
της Μετεωρίτισσας Πέτρας, στην οποία αφιέρωσε
και τη μονή.
Με
δαπάνη κάποιου τοπικού άρχοντα, ο Αθανάσιος
διευκόλυνε τον τρόπο ανόδου στον βράχο με την δημιουργία
στοάς και την ελάττωση των βαθμίδων της
κλίμακας. Το γεγονός αυτό φανερώνει επίσης
την
επίδραση, την πνευματική ακτινοβολία και αίγλη που ασκούσε ο Αθανάσιος και στους πολιτικούς
άρχοντες της περιοχής.
Με
την χρηματική προσφορά κάποιου Τριβαλλού, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, και με την
βοήθεια των συμμοναστών του, ο Αθανάσιος οικοδόμησε άλλον ωραιότατο ναό, προς
τιμήν του Μεταμορφωθέντος Σωτήρος Χριστού. Με την πάροδο όμως των χρόνων
και με
την καθημερινή αύξηση των μοναχών
ο Όσιος Αθανάσιος διαπίστωσε ότι το να ζει
ο καθένας ανεξάρτητα και να
φροντίζει μόνος του
τον εαυτό του θα
είχε ως αποτέλεσμα όχι την ὁμόνοια, αλλά την διχόνοια και την φιλονικία. Γι’ αυτό τον λόγο αποφάσισε να επιβάλλει
στους αδελφούς που είχε
στην υποταγή του, κοινοβιακό
τύπο ζωής με
αυστηρό μοναστικό κανονισμό.
Η φήμη
του Ησυχαστού Οσίου
Αθανασίου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε
και γεροντάδες ήλθαν με την
συνοδεία
τους να υποταχθούν
σε αυτόν, όπως ο
αγιορείτης ιερομόναχος και πνευματικότατος Ιγνάτιος,
ο οποίος με πέντε άλλους μαθητές του ήλθε και έμεινε
κοντά στον Αθανάσιο και ο πνευματικός
Αγάθων, που πριν υπήρξε συμμοναστής του
στο Άγιον Όρος. Όλοι τους διακρίθηκαν για την αγάπη,
την υπακοή και την
υποταγή, τόσο προς τον Όσιο Αθανάσιο,
όσο και μεταξύ τους.
Ο Όσιος, που καμιά στιγμή δεν έπαψε να νουθετεί όσους ήταν κοντά του, ευρισκόμενος πλέον σε προχωρημένη ηλικία, ασθένησε. Μετά και από τις τελευταίες του νουθεσίες και την παράταση της ασθένειάς του για σαράντα περίπου ημέρες, σε ηλικία 78 ετών, ο Όσιος Αθανάσιος κοιμήθηκε με ειρήνη, περί το έτος 1380, συναριθμούμενος και αυτός στην χορεία των μεγάλων Οσίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Ο Όσιος, που καμιά στιγμή δεν έπαψε να νουθετεί όσους ήταν κοντά του, ευρισκόμενος πλέον σε προχωρημένη ηλικία, ασθένησε. Μετά και από τις τελευταίες του νουθεσίες και την παράταση της ασθένειάς του για σαράντα περίπου ημέρες, σε ηλικία 78 ετών, ο Όσιος Αθανάσιος κοιμήθηκε με ειρήνη, περί το έτος 1380, συναριθμούμενος και αυτός στην χορεία των μεγάλων Οσίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Της ζωής εν τη πέτρα στηρίξας Όσιε, της ψυχής σου τας βάσεις από νεότητος, Αθανάσιε σοφέ στερρώ φρονήματι, επί πέτραν υψηλήν, του Μετεώρου την ζωήν, διέδραμες θεοφόρε· και νυν ζωής αθανάτου, κατατρυφών ημών μνημόνευε.
Της ζωής εν τη πέτρα στηρίξας Όσιε, της ψυχής σου τας βάσεις από νεότητος, Αθανάσιε σοφέ στερρώ φρονήματι, επί πέτραν υψηλήν, του Μετεώρου την ζωήν, διέδραμες θεοφόρε· και νυν ζωής αθανάτου, κατατρυφών ημών μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Τα άνω ποθών, την κλίμακα ετέκτηνας, τα κάτω μισών, σαργάνην Πάτερ έπλεξας, δι’ ών προς ύψος έδραμες, απαθείας σοφέ Αθανάσιε· εν υψηλή γαρ πέτρᾳ το φως, οσίων εκλάμπεις αρετών τοις εν γη.
Τα άνω ποθών, την κλίμακα ετέκτηνας, τα κάτω μισών, σαργάνην Πάτερ έπλεξας, δι’ ών προς ύψος έδραμες, απαθείας σοφέ Αθανάσιε· εν υψηλή γαρ πέτρᾳ το φως, οσίων εκλάμπεις αρετών τοις εν γη.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αθανάσιε ιερέ, της αθανασίας, δένδρον όντως πανευθαλές· χαίροις Μετεώρων, ο θείος λαμπαδούχος, και Μοναζόντων γνώμων, προς τελειότητα.
Χαίροις Αθανάσιε ιερέ, της αθανασίας, δένδρον όντως πανευθαλές· χαίροις Μετεώρων, ο θείος λαμπαδούχος, και Μοναζόντων γνώμων, προς τελειότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου