Μετά
την κατάπαυση της εικονομαχίας και την αναστήλωση των ιερών εικόνων ο
Πατριάρχης Μεθόδιος Α’ (842 – 846 μ.Χ.) εισηγήθηκε στους βασιλείς Μιχαήλ
και Θεοδώρα (842 – 867 μ.Χ.), ότι
δεν είναι δίκαιο το ιερό λείψανο του
Αγίου Νικηφόρου να βρίσκεται μακριά. Έτσι απεστάλησαν εκ μέρους του Πατριάρχου
και των αυτοκρατόρων οι αρμόδιοι, οι οποίοι άνοιξαν τον τάφο του Αγίου στη μονή
του Αγίου Θεοδώρου και βρήκαν το ιερό σκήνωμα αυτού ακέραιο και άθικτο μετά
δέκα εννέα έτη από την κοίμησή του. Με ιερές υμνωδίες και μεγαλοπρέπεια το
έβαλαν σε βασιλική τριήρη και το έφεραν στη Βασιλεύουσα. Όταν το βασιλικό πλοίο
προσέγγισε στον πορθμό της Ακροπόλεως, εξήλθαν με λαμπάδες ο αυτοκράτορας και η
σύγκλητος για να προϋπαντήσουν το ιερό λείψανο, το οποίο συνόδευσαν στην Αγία Σοφία. Από εκεί, το έτος 846 μ.Χ., το
κατέθεσαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ετελείτο η Σύναξη αυτού (2
Ιουνίου).
Εκεί εκκλησιαζόταν τη Δευτέρα του Πάσχα ο αυτοκράτορας, ο οποίος προ του τάφου του Αγίου Νικηφόρου άναβε κεριά και προσευχόταν.
Εκεί εκκλησιαζόταν τη Δευτέρα του Πάσχα ο αυτοκράτορας, ο οποίος προ του τάφου του Αγίου Νικηφόρου άναβε κεριά και προσευχόταν.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θήκη ἔνθεος, καὶ ζωῆς πλήρης, ἀναδέδεικται, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σορὸς τῶν μυριπνόων λειψάνων σου· ἧς τῇ σεπτῇ κομιδῇ κομιζόμεθα, τὰς δωρεὰς Νικηφόρε τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Θήκη ἔνθεος, καὶ ζωῆς πλήρης, ἀναδέδεικται, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σορὸς τῶν μυριπνόων λειψάνων σου· ἧς τῇ σεπτῇ κομιδῇ κομιζόμεθα, τὰς δωρεὰς Νικηφόρε τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τὸ ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τὴν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.
Τὴν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τὸ ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τὴν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.
Μεγαλυνάριον.
Χάρις πλουσιόδωρος δαψιλῶς, πρόεισι τῷ κόσμῳ, ὥσπερ ῥεῖθρον ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἐκ τῶν σῶν λειψάνων, καὶ ἄρδει Νικηφόρε, ἀεὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἅπαν ἀνάστημα.
Χάρις πλουσιόδωρος δαψιλῶς, πρόεισι τῷ κόσμῳ, ὥσπερ ῥεῖθρον ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἐκ τῶν σῶν λειψάνων, καὶ ἄρδει Νικηφόρε, ἀεὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἅπαν ἀνάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου