20/5/13

απόσπασμα από βιβλίο μου "ειδωλολατρεία και νεοειδωλολατρεία


Οἱ θέσεις τῶν φιλοσόφων πάνω στὸ ζήτημα τῆς παλλακείας στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή
           
Ἀπ’ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἑλλάδας ἡ ὀνομαστότερη γιὰ τὸν ἀριθμό, τὴν σωματικὴ ὡραιότητα καὶ τὴν πολυτέλεια τῶν ἐταίρων της ἦταν ἡ Κόρινθος. Χάρις στὴ κεντρική της  θέση ἡ ἀφνειὸς Κόρινθος ναυτιλλομένων[1]. Οἱ γνωστότερες ὅμως καὶ ἐνδοξότερες  ἐταῖρες ἦταν αὐτὲς τῆς πόλης-κράτος τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ δημόσια συναναστροφὴ τῶν περισσοτέρων ἐξ αὐτῶν μὲ πολιτικοὺς ἄνδρες, καλλιτέχνες, φιλοσόφους κλπ. τὶς συνέδεσε μὲ τὸ ὄνομα τῶν φίλων τους καὶ τὶς κατέστησε ἔνδοξες.Ἀφ’ἑτέρου ὁ θρῦλος, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἤδη ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος σχηματίσθηκε περὶ τὸ ὄνομα  τῆς Ἀσπασίας, συνετέλεσε πολὺ ὥστε νὰ προσδώσει ἐξαιρετικὴ αἴγλη αὐτῶν τῶν κοινῶν γυναικῶν.Πίστευσαν ἔτσι πὼς ὅλες οἱ ἐταῖρες εἶχαν τὶς ἀναμφισβήτητες ἀρετὲς τῆς Ἀσπασίας, ἀλλὰ καὶ τῶν λίγων ἀντάξιων μ’αὐτὴν γυναικῶν. Στὴ πραγματικότητα ὅμως οἱ περισσότερες ἐξ αὐτῶν δὲν εἶχαν τὴ κατάλληλη μόρφωση καὶ πνευματικὴ κατάρτιση˙ καὶ τὸ μόνο προτέρημα στὸ ὁποῖο στήριζαν τὴ δική τους ἐπιτυχία τους ἦταν μόνο ἡ φυσική τους καλλονή.
            Ἡ ἀκμὴ τοῦ ἐταιρισμοῦ στὴν Ἀθήνα ἀρχίζει ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ. καὶ ἐπιφέρει μεγάλη κρίση στὸ θεσμὸ τοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θεωροῦνταν ὡς καθῆκον κάθε πολίτου γιὰ νὰ μπαίνουν ἔτσι γερὰ θεμέλια στὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἀθηναϊκῆς  κοινωνίας. Ἡ κωμωδία τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὴν κρατοῦσα τὴ γνώμη τῆς ἐποχῆς, σατυροῦσε τὸ γάμο ἀνηλεῶς, οἱ δὲ νέοι τὸν ἀποφεύγουν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γιὰ τὸ φόβο τῶν οἰκογενειακῶν βαρῶν, τῶν ἀνησυχιῶν καὶ τῶν φροντίδων, τὶς ὁποῖες καὶ συνεπάγεται.Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς καὶ καλλιτέχνες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀντὶ νὰ νυμφευθοῦν προτιμοῦσαν νὰ διατηροῦν λίγο ὥς πολὺ διαρκεῖς σχέσεις μὲ ἐταῖρες. Εἶναι γνωστὲς οἱ ἐρωτικὲς σχέσεις τοῦ Πραξιτέλη μετὰ τῆς Φρύνης, τοῦ Ἀρίστιππου μετὰ τῆς Λαΐδας, τοῦ  Μενάνδρου μετὰ τῆς Γλυκέρας, τοῦ Διφίλου μετὰ τῆς Γναθαίνης, τοῦ σοφιστῆ Ἐπικούρου μετὰ τῆς Λεόντιον κ.ἄ.π.
            Οἱ ἑταῖρες μποροῦν νὰ χωριστοῦν σὲ πάρα πολλὲς κατηγορίες. Μία ἐξ αὐτῶν εἶναι κι αὐτὴ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ ζοῦσαν σὲ τόπους ἐπισήμου πορνείας. Ἡ ἵδρυση οἷκων ἀνοχῆς ἄλλωστε ἀνάγεται στοὺς χρόνους τοῦ Σόλωνα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ πὼς ἡ πορνεία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἐντίμων γυναικῶν ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἀγάμων[2].Τὸ ἀντίτιμο κάθε ἐπίσκεψης στοὺς οἷκος αὐτούς, οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν πορνεῖα, οἰκήματα, ἐργαστήρια, παιδισκεῖα, κασαυρεῖα, ἦταν ἕνας ὀβολός. Ἐκτὸς αὐτῶν τῶν ἐπισήμων ἱδρυμάτων ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ ἄλλα πολὺ τὰ κρατοῦσαν ἰδιῶτες (ἄνδρες ἤ γυναῖκες), ξένοι ἤ μέτοικοι ἤ ἀπελεύθεροι ποὺ καλοῦνταν καὶ πορνοβοσκοί. Οἱ γυναῖκες τῶν οἷκων αὐτῶν ἀνῆκαν στὴν ἰδιοκτησία τοῦ κυρίου τους καὶ ἦταν δουλικῆς καταγωγῆς ποὺ προορίζονταν ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας γιὰ τὸ ‘’ἐπάγγελμα’’ αὐτὸ ἤ εἶχαν ἐκπέσει σὲ δουλεία λόγω κάποιας ἔκθεσης ἤ ἁρπαγῆς ἀπὸ πειρατὲς ἤ ἐχθρούς.
            Ἄλλη τάξη ἐταίρων εἶναι αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν οἱ ὀρχηστρῖδες, οἱ αὐλητρίδες, οἱ καθαρίστριες, οἱ ψάλτριες, οἱ σμαβυκίστρες, οἱ ὁποῖες προσκαλούμενες στὰ συμπόσια ἔτερπαν μὲ τὴ τέχνη καὶ  τὰ φυσικά τους θέλγητρα τοὺς εὐωχουμένους.Ὅπως μᾶς λέει ὁ Λουκιανὸς[3], πολλὲς ἐξ αὐτῶν ἦταν ἀπελεύθερες καὶ ἔκαναν ταυτόχρονα τὰ ἔργα τῆς δουλείας καὶ τῆς πορνείας.
            Οἱ τόποι τῆς Ἀθήνας στοὺς ὁποίους συναντᾶ κανεὶς τὶς ἑταῖρες αὐτὲς γυναῖκες ἦταν πολλοὶ καὶ ποικίλοι. Ἔβγαιναν καὶ ἐπιδεικνύονταν ἐλεύθερα στοὺς δρόμους (ἄν καὶ τοῦτο ἦταν ἀπαγορευμένο στὶς ἔντιμες γυναῖκες) καὶ μόνο κάποιες λεπτομέρειες τῆς ἀμφίεσής τους πρόδιδαν κάπως τὸ  ‘’ἐπάγγελμά’’ τους.
            Συχνάκις ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὁ Ἀθηναϊκὸ νόμος ἐπέβαλε στὶς ἐταῖρες κάποιο ἰδιαίτερο ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ διακριτικὸ ὅλων τῶν ὑπολοίπων γυναικῶν. Ἡ μόνη ἄμεση ἐμπειρία ποὺ φέρεται νὰ ὑποστηρίζει τὴ γνώμη αὐτὴ εἶναι κάποιο χωρίο τοῦ Σουίδα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «νόμος Ἀθήνησιν τὰς ἑταίρας ἀνθινὰ φορεῖν». Στὸ χωρίο αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἐδῶ ἡ λέξη τέθηκε ἀντὶ τῆς λέξης «ἔθος». Καὶ διέφερε ἡ ἐνδυμασία τους ἀπ’αὐτὴ τῶν ἐντίμων γυναικῶν γιὰ νὰ προσελκύουν ἄνδρες ‘’πελάτες’’στὸ ‘’ἐπάγγελμά’’ τους. Καὶ τοῦτο δὲν τὸ λέμε μόνο ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ὁ Λουκιανὸς τῆς ἀρχαιότητος.[4]  
            Οἱ κύριοι πελάτες τῶν ἐταίρων γυναικῶν ἦταν συνήθως οἱ πλούσιοι νέοι. Κάθε πλούσιος ἔφηβος τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἐφηβείας του μέχρι καὶ τὸ γάμο του διέθετε πάρα πολλὰ ἔτη γιὰ νὰ καλύπτει τὸν ἡδονικό του ἔρωτα.  Καὶ οἱ σχέσεις τους μὲ τὶς ἐταῖρες δὲν εἶχε καὶ καμία διαφορὰ ἀπὸ τὶς σχέσεις τῶν σημερινῶν ἤ ἄλλης ἐποχῆς νέων μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ προσφέρουν ἀγοραῖο ἔρωτα.
            Ἀλλὰ τὰ Ἀθηναϊκὰ ἤθη ἀνέχονταν καὶ σχέσεις νυμφευμένων ἀνδρῶν μετὰ ἐταίρων. Εἶναι ἀλήθεια πάντως πὼς ὁ γάμος ἐπέφερε γιὰ λίγο χρόνο κάποια διακοπὴ στὶς παράνομες αὐτὲς σχέσεις καὶ μετέβαλε κάπως τὴν ἡδονοπαθὴ αὐτὴ ἐλεύθερη ζωή˙ ἀλλὰ εἶναι παράλληλα ἀναμφφισβήτητο ὅτι καὶ οἱ συζυγικὲς ἀπιστίες δὲν ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν. Ἀλλὰ αὐτὲς σὲ καμία περίπτωση δὲν προκαλοῦσαν σκάνδαλο στοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους. Καὶ ἡ κύρια αἰτία ἦταν στὸ τρόπο ποὺ γίνονταν αὐτοὶ οἱ γάμοι. 
           Β) Ἔχουμε βέβαια καὶ ἐξαιρέσεις γυναικῶν ποὺ ἔλαβαν κλασικὴ παιδεία. Κι αὐτὲς οἱ λιγοστὲς ἐξαιρέσεις, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα, ἔρχονται ἀπὸ τὴ Σπάρτη, πιθανῶς τὴ Χίο καὶ τὴ Λοκρίδα, ὅπου ἡ ἐκπαίδευση τῶν γυναικῶν καὶ τὰ ἰδιαίτερα ἤθη ἐπέβαλλαν μιὰ διαφορετικὴ πρακτική. Εἰδικὰ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ Σπάρτη οἱ γυναῖκες «ξέφυγαν πραγματικὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἡ συζυγικὴ κηδεμονία», (παίζοντας μάλιστα  ἐνεργητικὸ ρόλο στὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ σκηνή. Κατὰ τὰ ἄλλα ὁ μόνος δρόμος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἀνδρικὴ κηδεμονία ἦταν ὁ μοναχικὸς δρόμος τῆς ἑταίρας, τῆς μόνης ἐλεύθερης γυναίκας τοῦ κλασικοῦ κόσμου ποὺ μποροῦσε νὰ συμμετέχει σὲ συμπόσια, νὰ διαχειρίζεται τὰ οἰκονομικά της καὶ νὰ μιλᾶ μὲ τοὺς ἄνδρες ὡς ἴση πρὸς ἴσο. Τὸ στερεότυπο τῆς ἑταίρας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σύμβολα τοῦ μετασχηματισμοῦ πού, οὕτως ἤ ἄλλως ἐπῆλθε μετὰ τὸ τέλος τῶν πολέμων πρὸς τὸ τέλος τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ. καὶ τῆς συρρίκνωσης τοῦ ἀνδρικοῦ πληθυσμοῦ ἐξαιτίας τῶν μαχῶν καὶ τοῦ λοιμοῦ. Ἡ γυναῖκα σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο κυκλοφοροῦσε πιὸ ἐλεύθερα καὶ ὡς πλειοψηφία στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν εἶχε καὶ δυνατότερη πολιτικὴ φωνή. Οἱ κοινωνικὲς ἀλλαγὲς ὠς ἀποτέλεσμα τῶν πολέμων σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο, ἡ εἰσροὴ ξένων στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἡ μεταφορὰ τοῦ πλούτου στὰ χέρια κατώτερων οἷκων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ σταδιακὴ ἀπελευθέρωση τῶν γυναικῶν καὶ τὴν ἐξάπλωση αὐτῆς τῆς ἀπελευθέρωσης πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν Ἀθηνῶν στὸ ὑπόλοιπο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο.
Γ) Μιλώντας γιὰ τὸ θέση καὶ τὸ τῆς γυναίκας κατὰ  τὴν περίοδο τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴ θέση της μέσα στὴν οἰκογένεια. Μὲ τὸ γάμο της ἡ Ἀθηναῖα, γιὰ νὰ περιοριστοῦμε μόνο στὴ πόλη-κράτος τῆς Ἀθήνας,ἀφήνει τὸ γυναικωνίτη τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐγκαθίσταται γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή της στὸν γυναικωνίτη τοῦ συζυκοῦ της σπιτιοῦ.  Οἱ ἀρχαῖες Ἀθηναῖες παντρεύονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, καὶ ἡ συνήθης ἡλικία ποὺ ἔρχεται εἰς γάμον εἶναι τὸ 15ο   ἤ 14ο ἔτος τῆς ἡλικίας της, σὲ ἡλικία δηλ. ποὺ δὲν ἔχει προλάβει ἀκόμα νὰ ἀφήσει τὰ παιδικὰ παιγνίδια της.   Προσωπικὰ ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι τῆς ἄποψης πὼς ἡ ἰδανικὴ ἡλικία γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὸ κορίτσι εἶναι τὸ 18ο ἔτος, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἄνδρες τὸ 37ο ἔτος. Γάμος ἀπὸ ἔρωτα στὴν ἀρχαία ἀθηναϊκὴ κοινωνία δὲν ουςἐννοεῖται. Χαρακτηριστικότατη γι’αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σχετικὴ ὁμολογία τοῦ Δημοσθένη ποὺ λέει στὸ λόγο του ‘’κατὰ Νεαίρας’’ ὅτι «τὰς μὲν ἑταίρας ἡδονῆς ἔνεκ’ἔχομεν, τὰς δὲ παλλακὰς τῆς καθ’ἡμέρας θεραπείας τοῦ σώματος, τὰς δὲ γυναῖκας τοῦ παιδοποιεῖσθαι γνησίως καὶ τῶν ἔνδον φύλακα πιστὴν ἔχειν»[5]. Περιορισμένες στὸν γυναικωνίτη οἱ γυναῖκες δὲν ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσουν τοὺς μέλλοντες συζύγους τους. Τὴ φυσικὴ ἕλξη μεταξὺ τῶν μελλόντων συζύγων ἀντικαθιστᾶ ἡ συμφωνία τοῦ πατέρα τῆς νύφης μὲ τὸν ὑποψήφιο γαμπρό, ἐνῶ δὲν λείπουν οἱ περιπτώσεις ὅπου ὁ πατέρας διαλέγει τὴν σύζυγο τοῦ υἱοῦ του.
Σὲ ἄλλες πόλεις, ὅπως στοὺς Λοκρούς, τὶς Συρακοῦσες, στὴ Λακεδαιμονία, ἀκόμα καὶ ἡ ἐνδυμασία  ἀπαγορευόταν στὶς ἔντιμες γυναῖκες νὰ φοροῦν ὅ,τι αὐτὲς ἤθελαν.
Σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν γυναίκα κατὰ τὴν ἀρχαία Ελλάδα –καὶ ὄχι μόνο στὴν ἀθηναϊκὴ δημοκρατία- ἡ πρώτη κύρια δυσκολία ποὺ ἀντιμετώπιζε ἕνα νεογέννητο κορίτσι ἦταν νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ζήσει.
Ἐξαρτᾶτο ἄμεσα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τοῦ  πατέρα ἡ ἔκθεση τοῦ νεογνοῦ σὲ μιὰ ἐρημικὴ περιοχή, καθὼς  ἡ  γέννηση ἑνὸς θηλυκοῦ  μέλους θεωρεῖτο ἀνώφελο ἐπιπρόσθετο ἔξοδο γιὰ τὸν οἷκο, ἐφόσον μάλιστα σὲ ἕνα κατεξοχὴν πατριαρχικὸ σύστημα κληρονομίας δὲν εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ διατηρήσει τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα, καὶ συνεπῶς τὰ οἰκογενειακὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θέση τῶν γυναικῶν στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα ξυπνᾶ κατὰ τὸ 19ο αι, μὲ τὸ γνωστὸ ἔργο τοῦ  J. Bachofen Mutter Recht, ὅταν ἡ «γυναῖκα», ὡς διακριτὴ κατηγορία ἱστορικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς ἀνάλυσης γίνεται ἀντικείμενο σοβαρῆς  ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Οἱ ἀκαδημαϊκοὶ ὄχι μόνον ἐξέτασαν τὴν εἰκόνα τῆς γυναίκας, ἔτσι ὅπως ἀναδύεται ἀπὸ τὰ ποιητικὰ κείμενα, ἀλλὰ μελέτησαν ἐπίσης τὴν κοινωνική της θέση στὶς διαφορετικὲς ἱστορικὲς περιόδους τῆς ἀρχαιότητας.
Ἡ παιδεία τῶν γυναικῶν αὐτῶν παραμελοῦνταν σχεδὸν παντελῶς διότι ἐνομίζοντο αὐτὲς κατωτέρας τάξεως ὄντα, θεωρώντας πὼς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι  λιγότερο προικισμένες ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Οἱ γυναῖκες ἦταν ὑποχρεωμένες νὰ κάνουν ἐργασίες οἱ ὁποῖες θεωροῦσαν οἱ ἄνδρες ὡς ἀνάξιες γι’αὐτούς. Ἡ γυνὴ ἀκόμα δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ καταδιώξει τὸ σύζυγό της, ἀκόμα κι ἄν ἀποδείκνυε ὅτι παρέβη τὴ συζυγική του πίστη.
Στὸ σπίτι ἑνὸς ἀθηναίου πολίτη τὸ μικρὸ κορίτσι μεγάλωνε μὲ τὴ φροντίδα μιᾶς τροφοῦ καὶ περνοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ χρόνου του στὰ γυναικεῖα διαμερίσματα, τὴν πεμπτουσία τοῦ γυναικείου χώρου, ὅπου συνήθως οἱ μητέρες μεγάλωναν τὰ παιδιά τους καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ὑφαντική. Ὡστόσο, ἡ ἐνασχόληση τῆς γυναίκας στὴν πραγματικότητα ἦταν ἡ διεύθυνση ὅλων τῶν πρακτικῶν ζητημάτων τοῦ νοικοκυριοῦ, ὅπως τονίστηκε ἀπὸ τὸν Ἠσίοδο, ἐνῶ ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Ξενοφῶν θεώρησαν τὸ γάμο ὡς μιὰ  ἐμπορικὴ συμφωνία.
Ἀπὸ νομικῆς ἄποψης τὸ σύστημα στὴν κλασικὴ Ἀθήνα ἦταν ἔτσι διαμορφωμένο ὥστε ἡ γυναῖκα νὰ εἶναι ἀπαραίτητη μόνο γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς κληρονομίας. Ἡ γυναίκα διὰ βίου δὲν εἶχε καμία ἐξουσία, οὔτε κἄν στὴν ἴδια της τὴν ὕπαρξη. Ὁ γάμος της δὲν  ἀπαιτοῦσε τὴ συγκατάθεσή της καὶ τὰ μόνα της ἀποκτήματα ἦταν τὰ ἐνδύματα καὶ τὰ κοσμήματά της. Πρακτικὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ ἑνὸς κυρίου –τοῦ πατέρα της- στὸν ἄλλο κύριο, τὸ σύζυγο˙ κι ἄν ὁ πατέρας της πέθαινε χωρὶς ἀρσενικὸ ἀπόγονο, τότε ὡς ἐπίκληρος ἔπρεπε νὰ χωρίσει καὶ νὰ παντρευτεῖ τὸν ἀδελφὸ τοῦ πατέρα της, προκειμένου νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἀρρενογραμικὴ  διαδοχή.
Σύµφωνα ἀκόμα   µὲ ἀρκετὲς πηγές,  ἡ Ἀθηναῖα,  δηλαδὴ ἡ γυναῖκα ποὺ ἦταν σύζυγος ἤ κόρη Ἀθηναίου πολίτη,  ἦταν ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀνεξαρτησία της καὶ παρέµενε πάντοτε ὑπὸ τὴν κηδεµονία τοῦ πατέρα της ἤ τοῦ νοµίµου κηδεµόνα της,  τοῦ  ‘’κυρίου’’  της  ὅπως λεγόταν.  Ὅµως ἀπὸ τὴν Ἀνδροµάχη καὶ τὴν Πηνελόπη µέχρι τὶς ἀρχαῖες τραγωδίες καὶ κωµωδίες βλέπουµε πολλοὺς ἡγετικοὺς ρόλους γυναικῶν. Ἀλλὰ αὐτὲς εἶναι ἐξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες καὶ ἐπιβαιώνουν τὸ κανίνα  μας.
Γ) Στὴν σημερινὴ κοινωνία ὡς στόχος τοῦ γάμου εἶναι ἡ συνταύτιση, ψυχικὴ καὶ σωματική, τῶν συζύγων. Στὴν ἀρχαιότητα ὅμως σκοπὸς τοῦ γάμου ἦταν ἕνας καὶ μόνο˙ ἡ τεκνοποιΐα. Τρία εἶναι ταὰ καθήκοντα τῆς γυναίκας μέσα στὴν οἰκογένεια: 1) νὰ δώσει παιδιὰ στὴν οἰκογένεια τοῦ συζύγου της καὶ νὰ ταὰ ἀναθρέψει, 2) νὰ ἐκτελεῖ τὶς οἰκιακὲς ἐργασίες καὶ 3) νὰ παρακολουθεῖ τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικὸ τοῦ σπιτιοῦ, τοὺς δούλους. Καθότι, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ περισσότεροι στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦσαν δοῦλοι.
Ὅσο γιὰ τὴ περίπτωση τοῦ διαζυγίου ἔχουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἦταν πολὺ ἁπλὴ διαδικασία γιὰ τὸν ἄνδρα. Μὲ μιὰ ἁπλὴ δήλωση τοῦ ἄνδρα ἐνώπιον μαρτύρων δηλώνοντας πὼς χωρίζει τὴ γυναίκα του, κὴἀναλαμβάνοντας  τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐπιστρέψει τὴν προίκα της χώριζε. Γιὰ τὴ γυναίκα ὅμως ἀπαιτοῦνταν δικαστικὴ ἀπόφαση καὶ τὰ παιδιὰ  τὰ κρατοῦσε πάντα ὁ πατέρας.Ἔτσι, κι ἄν τὸ διαζύγιο ἦταν νομικὰ τόσο ἁπλὴ ὑπόθεση γιὰ τὴ γυναίκα ἀποδεικνύονταν πολὺ δύσκολη. 
Μιὰ ἄλλη διαφορὰ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς στὴν ἀρχαιότητα φαίνεται καὶ στὸ ζήτημα τῶν ἐκτρώσεων.Στὴν ἀρχαῖα Ἀθήνα τὸ δικαίωμα τοῦ ἀνδρὸς νὰ ἐξαναγκάσει τὴ γυναίκα του νὰ προβεῖ σὲ ἔκτρωση, ὅταν αὐτὸς ἔκρινε πὼς ἕνα παιδὶ περίττευε στὴν οἰκογένεια, γιὰ τὸν α ἤ β λόγο, ὁ νόμος τοῦ τὸ  ἐπέτρεπε. Μποροῦσε νὰ τὴν ἐξαναγκάσει νὰ θανατώσει τὸ νεογέννητο, ἰδίως μάλιστα τὰ κορίτσια, χωρὶς νὰ δείχνουν ἴχνος ἐλέους. Τὸ παράξενο εἶναι πὼς κανεὶς ἀρχαῖος φιλόσοφος δὲν ὕψωσε τὴ φωνή του ἐνάντια σ’αὐτὸ τὸ ἀποτρόπαιο θέαμα, ποὺ γινόταν σ’ὅλη τὴν Ἑλλάδα πλὴν τῆς Θήβας. Ἀντίθετα τόσο ὁ Ἀριστοτέλης, ὅσο καὶ ὁ Πλάτων συνιστοῦσαν τὴν ἔκτρωση ὡς μέσο ἐνάντια στὸν ὑπεπληθυσμὸ τῶν πόλεων, ἀομοῦλλὰ καὶ συνιστοῦσαν ἀκόμα καὶ τὴν ἔκθεση (τοποθέτηση πάνω σὲ σορὸ ἀπὸ σκουπίδια καὶ πώληση ὡς σκλάβου). Στοὺς μετέπειτα αἰῶνες, ὅταν οἱ ρωμαϊκὲς λεγεῶνες κατέβηκαν στὴν Ἑλλάδα, ἔγινε ἀντιληπτὸ πόσο λαθεμένη ἦταν ἡ θεωρία αὐτή, ποὺ εἶχε στὸ μεταξὺ μειώσει ἤ κρατήσει στάσιμο τῶν ἀρχαίων πόλεων.   
            Στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ἄλλωστε, σύμφωνα  καὶ μὲ τὸν Ἑλληνικὸ τρόπο σκέψης, ἡ γυναῖκα, κατὰ τοὺς θεούς τους, ὅφειλε νὰ βρίσκεται φυλακισμένη στὸ γυναικωνίτη τοῦ σπιτιοῦ της.  Ὁ Ξενοφῶν λέει ὅτι «ἡ γυναῖκα εἶναι προτιμότερο νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ σπίτι της ἀντὶ νὰ βγαίνει ἔξω, ἀντὶ νὰ βγαίνει ἔξω, ἐνῶ ὁ ἄνδρας εἶναι προορισμένος νὰ φροντίζει περισσότερο γιὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὑποθέσεις, παρὰ γιὰ τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ. Ὅποιος θέλει νὰ ἀνατρέψει τὴ τάξη ποὺ ὅρισαν οἱ θεοὶ καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν θέση του, δὲν γλιτώνει ἀπὸ τὴν τιμωρία διότι ἀντὶ νὰ κάνει τὸ καθῆκον του ἀσχολεῖται μὲ πράγματα ποὺ ἁρμόζουν στὶς γυναίκες».
            Ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει πὼς ὁ Δίας ὅρισε ὡς συμφορὰ στοὺς ἄνδρες τὶς γυναίκες καὶ ὅποιος δὲν τὶς παντρεὐεται νὰ μὴν γηροκομηθεῖ ποτέ του˙ δηλ. τὸν ἐξαναγκάζει στὴν συμφορὰ καὶ καταδικάζει τοὺς ἄγαμους Ἕλληνες φιλοσόφους σὲ μοναχικὸ κακὸ γῆρας.[6]   
            Κατὰ τὸν Ἡσίοδο ὅποιος ἐμπιστεύεται μιὰ γυναίκα ἐμπισυεύεται ἕναν ἀπατεῶνα. Στὰ Ἔργα καὶ Ἡμέρες τοῦ Ἡσιόδου διαβάζουμε πὼς ὅποιος ἐμπιστεύεται γυναῖκα ἀπατεώνα ἐμπιστεύεται. [7]
            Κατὰ τὸν Ἡσίοδο πρέπει ὁ ἄνδρας νὰ ἔχει γυναῖκα δοῦλα γιὰ τὶς ἐργασίες ἀνύπαντρη  καὶ ἀγορασμένη, κι ὄχι νὰ τὴν ἀγαπᾶ. ὅπως ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ τὴν Ἐκκλησία θυσιαζόμενος γιὰ χάρη της[8]
            Ἀλλὰ καὶ ὁ Πλάτων μᾶς λέει πὼς ὅποιος ἄνδρας ἀποτύχει σ’αὐτὰ στὴ ζωή του (νὰ ζήσει δηλ. μὲ δικαιοσύνη), θὰ μεταμορφωθεῖ κατὰ τὴ δεύτερη γέννησή του σὲ γυναῖκα.[9]
Ὁ Ἡσίοδος ἀκόμα ὑποστηρίζει πὼς ἡ γυναῖκα εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ κακοῦ διότι ἐκείνη ἄνοιξε τὸ περίφημο κουτὶ τῆς Πανδώρας.[10] Στὸ  ἔργο του ‘’Ἔργα  καῖ Ἡμέρες’’ (στίχ.  51 κ. ἑξ) ἀναφέρει πὼς ὁ Δίας διατάσει τὸν Ἤφαιστο νὰ φτιάξει τὴν γυναίκα γιὰ τιμωρία τῶν ἀνδρῶν ἀπὸ νερὸ καὶ χῶμα. Ἡ γυναῖκα ἀποτελεὶ γιὰ τὸν Ἠσίοδο τόσο τὴν αἰτία τῆς ἐνεργοποίησης τοῦ κακοῦ  στὴ γή,  (μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ πιθαριοῦ τῆς Πανδώρας), ὅσο καὶ τὴν ἴδια τὴν ἐνσάρκωση τοῦ κακοῦ στὴν ἔμφυτη ἰδιότητά της νὰ προκαλεῖ τὸν φθοροποιὸ πόθο καὶ στὸν ἀπατηλό της χαρακτήρα.
Ἀλλὰ καὶ ὁ φιλόσοφος Ἰάμβλιχος στὴ παράγραφο ποὺ ἀναφέρεται στὰ περὶ Πυθαγορικοῦ βίου ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων: Ὁ Πυθαγόρας εἶπε (στοὺς μαθητές του) νὰ προσέχουν καὶ τοῦτο˙νὰ ἔχουν δηλ. μονάχα σχέσεις μὲ τὶς συζύγους τους. Ἄν ὅμως ἡ γυναῖκα ἔρθει σὲ συνουσία μὲ ἄλλον ἄνδρα ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὴ συγχωρήσει. Καὶ οἱ πόνοι εἶναι καλό, ἐνῶ οἱ ἡδονὲς ἀπὸ κάθε πλευρὰ κακό, φιότι, ἀφοῦ γεννηθήκαμε γιὰ νὰ τιμωρηθοῦμε πρέπει νὰ τιμωρούμαστε. [11]
Τὸν 5ο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ, τὸ χρυςὸ αἰώνα τοῦ Περικλέους, οἱ γειτονιὲς βούϊζαν ἀπὸ τὸ ὑβρεολόγιο καὶ τὶς συκοφαντίες ἔναντι τῆς Ἀσπασίας. Ἔλεγαν πὼς εἶχε κάνει τὸ σπίτι της διαφθορεῖο. Ὁ Κρατῖνος τὴν ἔλεγε ἀδιάντροπη Ἤρα. Ὁ Εὔπολις στὴ κωμωδία του ‘’Δῆμοι’’ἔβαλε τὰ ἑξῆς λόγια στὸ στόμα τοῦ ἡθοποιοῦ ποὺ ἀναπαριστοῦσε τὸν Περικλῆ:
-         «Ζῆ ὁ νόθος μου;»
-         «Ναί, καὶ θὰ ἦταν παντρεμένος ἀπὸ καιρὸ ἄν δὲν φοβόταν τὰ ἄσεμνα ἤθη τῶν γυναικῶν»
Ἄλλοι κωμικοὶ τὴν ὠνόμαζαν Ὀμφάλη, βασίλισσα τῆς Λυδίας καὶ ἐρωμένη τοῦ Ἠρακλῆ. Καὶ ἡ Ἀσπασία δὲν πίστευε στὰ εἴδωλα διότι ἦταν σύντροφος τοῦ Ἀναξαγόρα. Ἡ Ἀσπασία κατηγορήθηκε γιὰ ἀσέβεια βάσει τοῦ νόμου τοῦ μάντη Διοπείθη, ὅπου ἔνοχοι (ἄπιστοι στοὺς θεούς) κρίνονταν ὅσοι δὲν θεωροῦσαν τὸ κόσμο ὡς μιὰ ἐπίπεδη πλάκα καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἀστρονομία. Αὐτὸ ποὺ βάρυνε τὴν κατηγορία αὐτὴ ἦταν οἱ συναναστροφές της μὲ ‘’ἄθεους’’ φιλοσόφους.[12]


[1]  Πρβλ. «οὐ παντὸς  ἀνδρὸς ἔσθ’ὁ πλοῦς» (Στράβων VIII,6,20).
[2]  Πρβλ. Ἀθήναιος  ΙΓ΄, 569 D
[3]  Πρβλ. Λουκιανοῦ  Ἐταιρικοὶ  διάλογοι  15,2
[4] Πρβλ. «Αἱ ἑταῖραι, καὶ μάλιστα αἱ ὁμορφότεραι αὐτῶν, καὶ τὴν ἑσθῆτα ὅλην πορφυρᾶν καὶ τὴν δειρὴν χρυσὴν πεποίηνται, τῷ πολυτελεῖ θηρώμενοι τὸ ἐπαγωγὸν καὶ τὸ ἐνδέον τῷ καλῷ προσθέσει τοῦ ἔξωθεν τερπνοῦ.  Παραμυθούμενοι ἡγοῦνται γὰρ καὶ τὴν ὡλένην αὐταῖς στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ καὶ τοῦ ποδὸς τὸ μὴ ὑπερίγραφον λήσειν ὑπὸ χρυσῷ σανδάλῳ καὶ τὸ πρόσωπον αὐτὸ ἑρασμιώτερον γενήσεσθαι τῷ φαεινοτάτῳ συνορώμενον» (Λουκιαν. Περὶ τοῦ οἷκου 194,7) 
[5] Πρβλ. Δημοσθένους ‘’κατὰ Νεαίρας’’,122
[6] Βλ. Θεογονία Ἠσιόδου, στ. 600 κ.ἑξ., ἐκδ. Ζῆτρος  «ὥς δ’αὕτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας Ζεῦς ὑψιβρεμέτης θῆκε, ξυνήονας ἔργων ἀργαλέων˙ ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ’ἀγαθοῖο ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργων γυναικῶν μὴ γῆμαι ἐθέλῃ,ὁλοὸν δ’ἐπὶ γῆρας ἵκηται χῆτει γηροκόμοιο»/( Ἔτσι ἀκριβῶς ὁ Δίας ποὺ ἀπὸ ψηλὰ βροντᾶ, γιὰ τοὺς θνητοὺς ἄνδρες συμφορὰ ὅρισε τὶς γυναίκες, ποὺ εἶναι συνεργάτιδες, (σημ. ἐννοεῖ συμμορία ὅπως στὸν στίχο 596 μιλᾶ γιὰ συμμορία κηφηνῶν) στὰ ἔργα τὰ πικρά.Κι ἀκόμη ἕνα κακὸ τοὺς ἔδωσε στὴν θέση τοὺ ἀγαθοῦ ὅποιος τὸ γάμο καὶ τῶν γυναικῶν τὰ φθαρτικὰ τὰ  ἔργα προσπαθώντας ν’ἀποφύγει  νὰ παντρευτεῖ τυχὸν δὲν θέλει, αὐτὸς δὲν φθάνει στὰ ὁλέθρια γηρατειὰ δίχως κανέναν νὰ τὸν γηροκομήσει.». Ἔργα καὶ Ἡμέραι Ἠσιόδου, Θεογονία, Ἀσπίδα Ἠρακλῆ, Ζῆτρος 2001, σσ. 130-131
[7] Βλ. Ἔργα καὶ Ἡμέραι Ἡσιόδου, στ. 375 κ.ἑξ. , Ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη, 126-127
[8] Βλ. Ἠσιόδου Ἔργα καὶ Ἡμέραι, στ. 405 κ.ἑξ, ἔνθ. ἀνωτέρω
[9] Βλ. Τίμαιος 42 Β Πλάτωνα
[10] Βλ. (lamberton,, Hesiod,116), Ἔργα καὶ Ἡμέραι Ἠσιόδου
[11] Βλ. Ἰαμβλίχου παρ. 48,55,85
[12] Βλ. Περιοδικὸ Ἱστορία Εἰκονογραφημένη, τεῦχος 14, Ἄρθρο  «Ἀσπασία»  Γ.Α. Μενεγάκης,  σελ.90

Δεν υπάρχουν σχόλια: