|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε καὶ ἔδρασε ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου
αὐτοκράτορα Λέοντος Γ’ τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ
Ὅσιος ἀφιερώθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἔγινε μαθητὴς καὶ
ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου (†
27 Φεβρουαρίου). Ἀρχικὰ ζοῦσε σὲ κάποιο ἐρημητήριο καὶ ἀφοῦ
προηγουμένως καλλιέργησε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀργότερα, ὅταν
ἀνέκυψε ἡ αἵρεση κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀντιστάθηκε μὲ πνευματικὴ
ἀνδρεία στοὺς εἰκονομάχους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη, τιμωρήθηκε καὶ
ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Ὅταν δέ, πέθανε ὁ αὐτοκράτορας,
ἀπελευθερώθηκε καὶ ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακή, φρόντιζε γιὰ τὴν
καλλιέργεια τῆς ἀρχαίας ὑγείας τῆς εὐσέβειας, παρακινώντας πολλοὺς πρὸς
τὴν ἀρετὴ καὶ ἐπαναφέροντάς τους πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος Βασίλειος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοῖς θείοις σου σκάμμασι· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι’ ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος· ἐντεῦθεν τῆς ἀσαλεύτου βασιλείας ἠξίωσαι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καὶ μονάσας Ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ τὰς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, θεράπων καὶ μύστης, διὰ βίου εἰλικρινοῦς· οὗ τὸν χαρακτῆρα, σεβόμενος αἰσχύνεις, Βασίλειε παμμάκαρ, ἄνακτα τύραννον. |
28/2/14
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Κασσιανὸς γεννήθηκε στὴν Ρώμη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς,
οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νὰ τὸν ἀναθρέψουν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἡ
γνωριμία καὶ ἡ συναναστροφή του, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, μὲ Ἁγίους
ἀνθρώπους ἐπέδρασε εὐεργετικὰ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας καὶ τοῦ
ὅλου τρόπου ζωῆς του. Σπούδασε τὴν ἐπιστήμη τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς
ἀστρονομίας καὶ μελέτησε ἰδιαίτερα τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ τὴν
Ἁγία Γραφή.
Ὁ
Ὅσιος ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο, γενόμενος μοναχὸς σὲ μία σκήτη καὶ
ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Θηβαΐδας, τῆς Νιτρίας,
τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Καππαδοκίας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει
χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη
εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ
τὰς ἀρετὰς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος
μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα
παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν
καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».
Στὸν πρῶτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ, «Πρὸς
Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας,
πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ
ὑπερηφανείας» καὶ «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως»,
ποὺ δείχνουν τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του
καὶ προξενοῦν μεγάλη ὠφέλεια. Ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος πλέκει
δίκαιο ἐγκώμιο στὸν Ὅσιο Κασσιανὸ στὸν περὶ ὑπακοῆς Λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον Πάτερ τοῖς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα· σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Οἱ λόγοι σου σοφέ, οὐρανίου κασσίας, ὀσμὴν πνευματικήν, διαπνέουσι κόσμῳ· φιάλαι γὰρ ὤφθησαν, ἀρωμάτων ὡς γέγραπται, σιαγόνες σου, αἱ ἀναπτύσσουσαι πᾶσι, τὰς ἐν Πνεύματι, πνευματικὰς ἀναβάσεις, Κασσιανὲ Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Γνώσεως τῆς θύραθεν μετασχών, ὤφθης κεκρυμμένης, ἐπιστήμης μυσταγωγός, ἧς τὰς ἐπιδόσεις, λόγοις ἡμᾶς παιδεύεις, Κασσιανὲ θεόφρον, Πνεύματος σκήνωμα. |
Ὁ Ἅγιος Νέστωρας ὁ Μάρτυρας
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Μάρτυς Νέστορας καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας τῆς Μικρᾶς
Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.)
καὶ τοῦ ἡγεμόνος Ποπλίου. Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς
καὶ ἀφοῦ ἔμαθε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀποστόμωνε τοὺς Ἕλληνες μὲ
τὶς θεῖες γραφὲς καὶ ὁδηγοῦσε πολλοὺς πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ὅμως
κατηγορήθηκε ὅτι ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη ἀπὸ τὸν Ἄρχοντα Εἰρήναρχο
καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς
Θεὸ ἀληθινὸ καὶ Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Πρῶτα τὸν
κτύπησαν μέχρι θανάτου. Ἔπειτα τὸν ἔγδαραν καὶ τέλος, ἐπειδὴ δὲν
ἀρνιόταν τὸν Χριστό, τὸν κάρφωσαν πάνω σὲ σταυρό. Καὶ ὅσο ἦταν
κρεμασμένος δίδασκε στοὺς παρευρισκόμενους τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι,
δοξολογώντας τὸν Θεό, ἐξέπνευσε καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
|
Ὁ Ἅγιος Προτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Προτέριος ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας.
Ἦταν πρεσβύτερος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Δ’
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη,
κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας.
Ἡ
Σύνοδος καταδίκασε τὸν μονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκουρο.
Μετὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Διοσκούρου, ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ Ἅγιος Προτέριος
(452 – 457 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος διέπρεψε στὴ Σύνοδο καὶ ἔφραξε τὰ στόματα τῶν
δυσσεβῶν αἱρετικῶν.
Ὅταν
ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τοῦ
Διοσκούρου προκαλοῦσαν στάσεις καὶ ρήξεις καὶ ἐμπόδιζαν νὰ κατέρχεται τὸ
σιτάρι στὴν Ἀλεξάνδρεια μέσῳ τοῦ Πηλουσίου, μὲ σκοπὸ νὰ πεινάσουν οἱ
κάτοικοι τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ νὰ στραφοῦν κατὰ τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ὁ
αὐτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου, διέταξε τὴν
διέλευση τοῦ σιταριοῦ διὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ ἔτσι σώθηκε ἡ πόλη ἀπὸ
τὴν πεῖνα.
Μετὰ
τὸ θάνατο τοῦ Μαρκιανοῦ οἱ αἱρετικοὶ θρασύνθηκαν καὶ κατέφυγαν σὲ
σατανικὲς ἐπινοήσεις, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἀσεβὴ σχέδιά τους καὶ νά
ἐκθρονίσουν τὸν Ἅγιο. Ἐπικεφαλῆς αὐτῶν τέθηκε ὁ ἱερεὺς Τιμόθεος ὁ
Αἵλουρος, ὁ ὁποῖος μὲ μύρια τεχνάσματα κατόρθωσε νὰ διεγείρει κατὰ τοῦ
Ἁγίου Προτερίου τοὺς ἁπλοϊκοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας, περιερχόμενος
κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν, λέγοντας ὅτι εἶναι
ἄγγελος καὶ προτρέποντας αὐτοὺς νὰ μὴν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο.
Οἱ
μοναχοὶ παρασύρθηκαν καὶ προκάλεσαν μεγάλη ταραχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς,
ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀπουσία τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητοῦ τῆς πόλεως
Διονυσίου. Ὁ Ἅγιος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει, ἀλλὰ ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια
καὶ κρύφθηκε μέσα στὴν κολυμβήθρα ἐνὸς ναοῦ. Οἱ διῶκτες του τὸν
ἀνακάλυψαν καὶ τὸν κατάσφαξαν μὲ ὀξεῖς καλάμους, τὸ ἔτος 454 μ.Χ., ἐνῷ
ἀνεκήρυξαν Πατριάρχη τὸν Τιμόθεο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔδεσαν μὲ
σχοινὶ καὶ τὸ ἔσυραν στοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Τέλος, τὸ παρέδωσαν στὰ
ζῶα καὶ τὸ ἐπίλοιπο τὸ κατέκαψαν. Καὶ ὁ νέος Πατριάρχης τολμοῦσε ὅλα
αὐτὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, χωρὶς αὐτὸ νὰ τὸν
ἐμποδίζει νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου.
Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γενόμενα ὁ διάδοχος τοῦ Μαρκιανοῦ, αὐτοκράτορας Λέων ὁ Μέγας ὁ Θρὰξ (†
457 – 474 μ.Χ.) διέταξε νὰ δικασθεῖ ὁ Τιμόθεος ὁ Αἵλουρος κανονικὰ καὶ
νὰ ἐξορισθεῖ στὴ Γάγγρα. Ὁμοίως τιμωρήθηκαν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν
μέρος στὸ φόνο τοῦ Ἁγίου Προτερίου. Ἀντὶ δὲ τοῦ καθαιρεθέντος Τιμοθέου,
Πατριάρχης ἐξελέγη ὁ Ὀρθόδοξος Τιμόθεος ὁ Σαλοφακίολος (460 – 482 μ.Χ.).
Ὁ Λέων ἐπέβαλε τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐξεδίωξε τοὺς
μονοφυσίτες Ἐπισκόπους Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ διόρισε
Ὀρθοδόξους στὴ θέση αὐτῶν.
Ἔτσι ἔζησε καὶ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Προτέριος καὶ ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀνθεῖ στὸ βίο τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. |
Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα
|
|||||||||||||||
Τὸν βίο τῶν Ὁσίων αὐτῶν γυναικῶν, συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου
αἰῶνα μ.Χ. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἐπίσημη καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ
μόρφωσή τους. Ἡ ἀφοσίωσή τους ἦταν στραμμένη στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν
ἡσυχαστικὸ βίο. Ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ ἔκτισαν ἔξω ἀπὸ τὴν
πόλη περιτοίχισμα ἀπὸ πέτρες καὶ ἐπιδόθηκαν ἐκεῖ στὸν πνευματικὸ ἀγώνα.
Τὴ θύρα τοῦ περιβόλου τους τὴν ἔκλεισαν μὲ πηλό, γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχεται
κανένας σὲ αὐτὸν καὶ ἄφησαν μόνο μία μικρὴ θυρίδα, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν
μὲ τοὺς ἔξω καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν τροφή τους. Ἀσκήθηκαν στὴ σιωπὴ καὶ
ἔφεραν στὰ χέρια, τὰ πόδια, τὸν τράχηλο καὶ τὴ μέση σίδερα, γιὰ νὰ
νεκρώσουν τὸ σῶμα καὶ νὰ νικήσουν τοὺς πειρασμούς.
Ὁ
εὐσεβὴς πόθος τους τὶς ἔφερε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας
Θέκλας στὴν Ἰσαυρία, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψαν πνευματικὰ ἐνισχυμένες στὸ
ἐρημητήριό τους καὶ συνέχισαν μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγαθοεργίες τὴ ζωή
τους.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχὲς τους στὸ Νυμφίο Χριστό. |
Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς ἐκ Ρουμανίας
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Γερμανὸς τῆς Ντομπρουζία γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 358 μ.Χ. Ἔγινε
μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ Ρουμανία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ
τῶν ἐτῶν 405 – 415 μ.Χ.
|
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Πσκὼφ
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ἦταν διὰ Χριστὸν σαλός. Ἔζησε
στὴν πόλη Πσκὼφ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ τσάρου Ἰβὰν τοῦ
Τρομεροῦ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1576.
|
27/2/14
Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Δεκαπολίτης
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου
αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν
πνευματικὴ γενναιότητά του ὡς ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν καὶ ἀπὸ νεαρὴ
ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχισμό, δὲν ἔμεινε στὴν ἀπομόνωση τοῦ κελιοῦ
του, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ
βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακὲς καὶ ἐξορίες. Διακρίθηκε, ἐπίσης,
στὸν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος φαίνεται ὅτι λίγο μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ἐνῷ κατ’ ἄλλους ὑπέμεινε μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκόπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν· Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός· μεθ’ ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τὴν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα, Προκόπιε ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Θείας ὑπαλείπτην σε προκοπῆς, καὶ ὁμολογίας, θεηγόρου ὑφηγητήν, Πάτερ εὖ εἰδότες, τοὺς πόνους σου τιμῶμεν, δι’ ὧν καταπυρσεύεις, ἡμᾶς Προκόπιε. |
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
|
|||||||||||||||
Τὸ βίο τῶν Ὁσίων Ἀσκληπιοῦ καὶ Ἰακώβου συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ὅσιος Ἀσκληπιὸς ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πολυχρονίου († 23 Φεβρουαρίου), ποὺ διακόνησε τὸν Ὅσιο Ζεβινᾶ καὶ μιμήθηκε κατὰ πάντα τὸν Γέροντα αὐτοῦ στὴν ἄσκηση.
Ὁ
Ὅσιος Ἰάκωβος, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἐρημιτικοῦ βίου, σὲ
πολὺ μεγάλη ἡλικία κλείσθηκε σὲ κελὶ κοντὰ στὴν πόλη Νιμουζᾶν, χωρὶς νὰ
βλέπει κανέναν καὶ τίποτα.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη. |
Ὁ Ὅσιος Θαλλέλαιος
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Θαλλέλαιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπειδὴ
ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο, μετέβη στὴν πόλη τῶν Γαβάλων τῆς Συρίας, σὲ
ὄρος ψηλὸ ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε ναὸς τῶν εἰδώλων καὶ ἔστησε τὴν μικρὴ
καλύβα του ἀσκητεύοντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ὅταν εἶδαν οἱ δαίμονες
τὴν ἀρετή του, δοκίμασαν νὰ τὸν ἐκφοβήσουν. Δὲν μπόρεσαν ὅμως. Μὲ
προσευχὴ τοὺς ἔκανε ἄφαντους. Ἐκεῖνοι τότε ἐξεμάνησαν καὶ ἄρχισαν νὰ
σπᾶνε τὰ δένδρα καὶ ἐπειδὴ οὔτε μὲ αὐτὸ παρακίνησαν τὸν Ὅσιο, τὴ νύχτα
μὲ φωνὲς καὶ θορύβους, ἐπιτίθονταν σὲ αὐτόν. Χωρὶς ὅμως νὰ κατορθώσουν
τίποτα, ὑπεχώρησαν.
Ὁ
Ὅσιος ἦταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύθηκε γιὰ τὴν
ἐγκράτεια καὶ τὰ πνευματικὰ κατορθώματά του καὶ ὁδηγοῦσε πρὸς τὸν Χριστὸ
πλανεμένες ψυχές. Ὅποτε μάλιστα τοῦ ἔκαναν λόγο ἐπαινετικό, ὁ Ὅσιος δὲν
ἤθελε νὰ τὸν δεχθεῖ, διότι θεωροῦσε πνευματικὰ ὠφέλιμο νὰ προσέχει ποῦ
ὑστεροῦσε καὶ ὄχι νὰ ἀκούει γιὰ τὴν προκοπή του.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ζήσει πιὸ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴν καλύβα καὶ ἔκτισε κελὶ τόσο στενό, ὥστε εἰσερχόταν σὲ αὐτὸ μὲ δυσκολία. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς ἐπὶ δέκα χρόνια, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του. |
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης
|
|||||||||||||||
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτιστὴς τῶν Ἰσπανῶν, ἔζησε τὸν 6ο
μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας. Ὁ πατέρας του
ἦταν δούκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν
πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν
Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων. Πολὺ νωρὶς
ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε γιὰ
τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν
κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ. Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ
διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν
τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου. Οἱ δύο
βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ καὶ
Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν
μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου. Ὁ Χερμενεγκὶλντ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς
Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν
εὐσεβὴ σύζυγό του Ἴνγκαρντ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων
Σιγεβέρτου. Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ
Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν
Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλντ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό
του Χερμενεγκίλντ. Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν
αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο
καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα. Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας
πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου
καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.
Τὴν
ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς
Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ
ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν
Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία. Ὅταν ὁ
διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλντ
προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο
Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ
κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ
νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ
ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε
ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων,
ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ
ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον τὴν
ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του
παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του.
Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του
στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Βοήθησε
ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη
σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ
ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ
Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται
«μοζαραβική».
Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ. |
Ὁ Ὅσιος Τίτος ἐκ Ρωσίας
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Τίτος γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτευε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ
Κιέβου. Ἡ ἱερατική του βιοτὴ ἦταν θεοφιλὴς καὶ ἰσάγγελη, ἐνῷ ἡ ἀγάπη
του πρὸς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀνυπόκριτη.
Τότε
ζοῦσε στὴ Λαύρα καὶ ἕνας διάκονος, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐάγριος. Ὁ μισόκαλος
διάβολος, ποὺ πάντοτε σπείρει ζιζάνια, ἔσπειρε ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν Ὅσιο
Τίτο καὶ τὸ διάκονο Εὐάγριο. Καὶ ἐνῷ πρῶτα ἔτρεφαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο
βαθιὰ ἀμοιβαία ἀγάπη, ἔφθασαν τώρα νὰ μὴν θέλουν οὔτε νὰ ἰδωθοῦν. Τόσο
πολὺ μάλιστα τοὺς σκότισε ἡ ὀργὴ καὶ ἡ μνησικακία, ὥστε, ὅταν θυμίαζε ὁ
ἕνας στὸ ναό, ὁ ἄλλος ἔφευγε. Καὶ ἂν δὲν ἔφευγε, ὁ πρῶτος τὸν
προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τὸν θυμιάσει.
Ἔχοντας
βυθιστεῖ σὲ τέτοιο σκοτάδι ἐμπάθειας οἱ δύο ἀδελφοί, τολμοῦσαν νὰ
λειτουργοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὰ Τίμια Δῶρα καὶ νὰ κοινωνοῦν, ξεχνώντας
τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει: «Ἐὰν
προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ ἐνθυμηθεῖς ὅτι ὁ
ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίων σου, ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρο σου μπροστὰ στὸ
θυσιαστήριο καὶ πήγαινε, πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ
τότε ἀφοῦ ἔλθεις πρόσφερε τὸ δῶρο σου».
Κάποτε
ὁ Ὅσιος Τίτος ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά. Εἶχα μάλιστα φθάσει στὰ πρόθυρα
τοῦ θανάτου, ὅταν ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία
του. Ἀμέσως παρακάλεσε τοὺς μοναχοὺς νὰ καλέσουν τὸν Εὐάγριο, γιὰ νὰ
συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως, ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε νὰ συγχωρέσει τὸν
ἑτοιμοθάνατο ἀδελφό, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ τὸν καταριέται. Τότε τὸν ἅρπαξαν καὶ
τὸν ἔφεραν διὰ τῆς βίας στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν. Μόλις τὸν εἶδε ὁ
Ὅσιος Τίτος ἀνασηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ τὸν ἱκέτευσε κλαίγοντας νὰ τὸν
εὐλογήσει. Ὁ ἀνελέητος Εὐάγριος ἀποστράφηκε ἄσπλαχνα τὸν
Ὅσιο καὶ δήλωσε μπροστὰ σὲ ὅλους, ὅτι ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ συμφιλιωθεῖ
μαζί του οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη. Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ
τελειώσει τὸν λόγο του καὶ ἔπεσε κάτω ξερός! Οἱ πατέρες ἔτρεξαν νὰ τὸν
σηκώσουν, ἀλλὰ διαπίστωσαν πὼς ἦταν νεκρός. Τὸ σῶμα του ἀμέσως πάγωσε
σὰν μάρμαρο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Τίτος σηκώθηκε ὄρθιος, ἐντελῶς
ὑγιής, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀρρωστήσει ποτέ. Μὲ φρίκη καὶ δέος ἀντίκρισαν
ὅλοι τὸν ἄδοξο θάνατο τοῦ μνησίκακου Εὐαγρίου καὶ τὴν θαυματουργικὴ ἴαση
τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Τίτος, μετὰ τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, ἀπομάκρυνε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ κάθε κακὸ λογισμὸ γιὰ ὁποιονδήποτε ἀδελφό, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Ἦταν τὸ ἔτος 1190. |
Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ Ἐπίσκοπος Μπρούκλυν
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Ραφαὴλ γεννήθηκε στὴ Συρία τὸ ἔτος 1860 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν
Μιχαὴλ Χαβαβίνυ καὶ τὴ Μάριαμ, θυγατέρα τοῦ ἱερέως τῆς Δαμασκοῦ. Τὴν
ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ 1861 βαπτίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε
Ραφαήλ.
Σπούδασε
στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 8
Δεκεμβρίου τοῦ 1885. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στὴ θεολογικὴ
ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σίλβεστρο,
διευθυντὴ τῆς ἀκαδημίας καὶ ἕνα μῆνα ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ
ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωαννίκιο. Ὡς πρεσβύτερος πλέον
ἀνέλαβε καθήκοντα ἐξάρχου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Ρωσία.
Ὁ
ἱεραποστολικὸς ζῆλος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἀμερική. Ἔφθασε στὴ Νέα
Ὑόρκη στὶς 2 Νοεμβρίου 1895 καὶ ἀνέλαβε ὡς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου
Νικολάου. Ἀνέλαβε σημαντικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ
συγγραφὴ θεολογικῶν βιβλίων καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν.
Τὸ
ἔτος 1903 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο
Μπρούκλυν καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴ Βόρειο Ἀμερική.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1915. |
26/2/14
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος Ἐπίσκοπος Γάζης
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Πορφύριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς
γονεῖς. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε καὶ γονεῖς καὶ πλούτη, στὰ χρόνια τῆς βασιλείας
τοῦ Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο ποὺ ἦταν τότε
μεγάλο μοναστικὸ κέντρο καὶ ἔγινε μοναχὸς σὲ σκήτη. Μετὰ πενταετὴ
διαμονὴ ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κήρυσσε στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες
τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἀσθένησε σοβαρὰ ἀπὸ κίρρωση τοῦ ἥπατος,
ἀλλὰ παρὰ τὴν ἀσθένειά του δὲν παρέλειπε καθημερινὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὸ
Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ προσκυνήματα, προκαλώντας τὸν
θαυμασμὸ τῶν ἄλλων προσκυνητῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ
μετέπειτα βιογράφος τοῦ Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ, ἐπίσης, γιὰ
προσκύνημα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τότε συνδέθηκαν διὰ βίου.
Ὁ Μᾶρκος ἀποδείχθηκε πιστὸς καὶ χρήσιμος συνεργάτης του, ἀνέλαβε
μάλιστα νὰ τακτοποιήσει μία σοβαρὴ ἐκκρεμότητα ποὺ εἶχε ἀφήσει στὴ
Θεσσαλονίκη ὁ Πορφύριος, τὸν καταμερισμὸ δηλαδὴ τῆς οἰκογενειακῆς
περιουσίας του μὲ τὰ ἐνήλικα πλέον ἀδέλφια του. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
ἀπουσίας τοῦ Μάρκου στὴ Θεσσαλονίκη, ἡ ὑγεία τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου
ἀποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν ὁράματος τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου
καὶ τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ. Ὁ Μᾶρκος διεκπεραίωσε τὴν ὑπόθεση μὲ τὸν
καλύτερο τρόπο καὶ ἐπέστρεψε μὲ τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ὕψους 4.400
νομισμάτων καὶ μὲ πλῆθος ἀργυρῶν σκευῶν καὶ πολύτιμων ἐνδυμάτων, τὰ
ὁποία σύντομα ἐκποίησε καὶ μοίρασε στοὺς πτωχοὺς καὶ στὰ μοναστήρια τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Αἰγύπτου, τὰ ὁποία ἦταν πολὺ πτωχά.
Ἐκεῖ
χειροτονήθηκε, τὸ ἔτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη
Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Β’ (386 – 417 μ.Χ.). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου
Γάζης Αἰνείου, τὸ 395 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Γάζης καὶ
χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Ἰωάννη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπιτέλεσε
πολλὰ θαύματα, ὁδήγησε καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες καὶ αἱρετικοὺς στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία.
Γιὰ
νὰ προστατεύσει ὁ Ἅγιος τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ
τῶν ἀρχόντων, δὲν δίστασε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ
ζητήσει τὴν συνδρομὴ τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ
Εὐδοξίας. Ἐκεῖ συνάντησε καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος
τὸν συνέστησε στὸν Ἀμάντιο τὸν κουβικουλάριο καὶ στοὺς βασιλεῖς καὶ
στήριξε μὲ θέρμη τὸ αἴτημά του νὰ καταστήσει γνωστὴ στοὺς βασιλεῖς τὴν
τυραννία τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων ποὺ καταπίεζαν τὸν λαό. Παρὰ τὶς ἀρχικές
του ἀντιδράσεις ὁ βασιλέας ἐπείσθη καὶ χορήγησε στὸν Ἅγιο Πορφύριο
βασιλικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο περιόριζε τὴν δράση τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ
τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν καὶ μὲ βασιλικὴ χορηγία ἀνήγειρε ἐκκλησίες ἐκεῖ
ὅπου προηγουμένως βρίσκονταν εἰδωλολατρικοὶ ναοί. Κατάφερε δὲ ὁ Ἅγιος τὰ
κατεδαφιστεῖ τὸ Μαρνεῖον, ὁ περίφημος ναὸς τῶν Ἐθνικῶν Γαζαίων, ποὺ
εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ τὸ ἔτος 129 μ.Χ. Στὴν θέση του
ἀνοικοδομήθηκε περικαλλὴς ναὸς μὲ χορηγία τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας, ἡ
ὁποία ἀπέστειλε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ στὴν Γάζα τὸν Ἀντιοχέα ἀρχιτέκτονα
Ρουφίνο. Ὁ ναὸς αὐτός, ποὺ ὀνομάστηκε Εὐδοξιανός, εἶχε 32 μεγάλους
κίονες ἀπὸ καρυστινὸ μάρμαρο καὶ τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν τὸ Πάσχα τοῦ 407
μ.Χ.
Κατὰ
τὰ μετέπειτα ἔτη ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐργάστηκε γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς
Ἐπισκοπῆς του. Μὲ ζωηρὰ χρώματα διασώζει ὁ βιογράφος του Μᾶρκος, τὴν
φιλανθρωπικὴ καὶ ἱεραποστολική του δράση. Τὸ ἔτος 415 μ.Χ. ἔλαβε μέρος
στὴ Σύνοδο τῆς Διοσπόλεως, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων
Ἰωάννου Β’. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ τὸν θεολόγο Πελάγιο, ὁ ὁποῖος
εἶχε καταφύγει στὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ στὸν Ἰωάννη, μετὰ τὴν σύγκρουση ποὺ
εἶχε στὴν Ἀφρικὴ μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, Ἐπίσκοπο Ἱππῶνος (†
15 Ἰουνίου) γιὰ τὰ θέματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς θείας
χάριτος. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Πελάγιος ἀθωώθηκε, ἀφοῦ ἀποδέχθηκε τὴ βασικὴ
διδασκαλία, ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου.
Ὁ Ἅγιος ἀναπαύθηκε τὸ ἔτος 420 μ.Χ. μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, σὲ ἡλικία 72 ἐτῶν, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας πᾶσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν· καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύσῃ δεόμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης σεπτὸς βλαστός, καὶ Γαζαίων θεῖος, Ποιμενάρχης καὶ ὁδηγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφαγωγὸς ἐδείχθης, Πορφύριε τρισμάκαρ, σώζων τοὺς δούλους σου. |
Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Μεγαλομάρτυς ἡ Σαμαρείτιδα
|
|||||||||||||||
Ἡ
Ἁγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σαμαρειτικὴ πόλη Σιχάρ. Τὶς
πρῶτες πληροφορίες γιὰ τὴν Ἁγία τὶς βρίσκουμε στὸ Δ’ κεφάλαιο τοῦ κατὰ
Ἰωάννη Εὐαγγελίου.
Κάθε
μεσημέρι πήγαινε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸ πηγάδι τὸ λεγόμενο τοῦ Ἰακώβ,
καὶ γέμιζε τὴν στάμνα της. Ἐκεῖ, μία ἡμέρα, συνάντησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ
Ὁποῖος φανέρωσε σὲ αὐτὴν ὅλη τὴ ζωή της. Ὁ Κύριος εἶπε στὴν Ἁγία, ὅτι
Αὐτὸς εἶναι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν»,
δηλαδὴ ἡ ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τὸ «πνευμνατικὸ
ὕδωρ» ἔδωσε ὁ Κύριος στὴ Σαμαρείτιδα, ἡ ὁποία βαπτίσθηκε Χριστιανὴ
μεταξὺ τῶν πρώτων γυναικῶν τῆς Σαμάρειας καὶ ὀνομάσθηκε Φωτεινή.
Ἀπὸ
τότε ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀφρικὴ καὶ
στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ ἔλαβε καὶ μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα
(54 – 68 μ.Χ.), ὅταν αὐτὸς ἔμαθε ὅτι ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἔκανε Χριστιανὲς τὴν
θυγατέρα του Δομνίνα καὶ μερικὲς δοῦλες της.
Μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Φωτεινὴ μαρτύρησαν οἱ υἱοί της καὶ οἱ πέντε ἀδελφές της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ
συνομίλησας ἐπὶ τῷ φρέαρ σεμνή, καὶ πίστιν εἰσδέδεξαι, τὴν πρὸς αὐτὸν
ἀκλινῶς, Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἐφαπλοῦσα τὸ φέγγος,
ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, σὺν υἱοῖς καὶ συγγόνοις· μεθ’ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε,
ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ, τοῖς προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου τῇ σεπτῇ, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καὶ αὐτοῦ ἐκήρυξας, τὴν παρουσίαν ἐν σαρκί, ὦ Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, καὶ μαρτυρίου, ἀγῶσι διέλαμψας.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ζωῆς τὸ ὕδωρ, δεξαμένη παρὰ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἀθλήσασα ἀνδρείως, σὺν πᾶσι τοῖς οἰκείοις, Χριστὸς δοξάσασα. |
Οἱ Ἁγίες Φωτώ, Φῶτις, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Ἀνατολὴ οἱ Μάρτυρες ἀδελφὲς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς
|
|||||||||||||||
Οἱ
Ἁγίες Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Ἀνατολὴ τελειώθησαν διὰ ξίφους καὶ ἡ
Ἁγία Φῶτις ἐτέθηκε σὲ δύο δένδρα, τὰ ὁποία ἀπολυθέντα τὴν διέσχισαν στὰ
δύο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτὼ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινόν τε Ἰωσὴν θεῖοις ἄσμασιν, ὁμοῦ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ περιφανείς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοῖς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα. |
Ὁ Ἅγιος Σεβαστιανὸς ὁ δοῦκας
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Μάρτυς Σεβαστιανὸς ἦταν ἡγεμόνας τῆς πόλεως τῆς Καρθαγένης.
Ἀσπάσθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο τοῦ υἱοῦ τῆς
Ἁγίας Φωτεινῆς Βίκτωρος ἢ Φωτεινοῦ καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Νέρωνος
(54 – 68 μ.Χ.).
|
25/2/14
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ἅγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἐκπαιδεύθηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς, τὸν Γεώργιο, κριτὴ
καὶ πατρίκιο καὶ τὴν Εὐκρατία. Λόγω τῆς μεγάλης του μορφώσεως ἀνυψώθηκε
στὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτασηκρίτου.
Οἱ
ἐκκλησιαστικὲς περιστάσεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ σοβαρές. Ὑπῆρχε
ἀκόμα ὁ πόλεμος τῶν εἰκονομάχων, ἡ δὲ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἔγινε ἀκόμη
πιὸ δύσκολη διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 –
781 μ.Χ.). Ἡ βασίλισσα Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ἐπιτρόπευε τὸν ἀνήλικο
υἱό της Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.), κατανόησε, ὅτι χρειαζόταν
ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης μὲ εὐσέβεια, θεολογικὴ κατάρτιση καὶ διοικητικὴ
ἱκανότητα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς περιστάσεις καὶ τὰ
προβλήματα. Ἔτσι ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ὁ
Ἅγιος Ταράσιος παρὰ τὶς ἐπίμονες ἀρνήσεις του, ἀφοῦ ἔλαβε ὑπόσχεση ἀπὸ
τοὺς βασιλεῖς, ὅτι θὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσει
τὰ διάφορα θεολογικὰ ζητήματα καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα. Ἡ χειροτονία
τοῦ νέου Πατριάρχου ἔγινε στὶς 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.
Κατὰ
τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχίας του ὁ Ἅγιος μερίμνησε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση
τῶν σχέσεων μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ἀδριανοῦ Α’ (771 – 795
μ.Χ.) καὶ τὴν σύγκλιση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 787 μ.Χ.,
στὴ Νίκαια, ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀκύρωσε τὴν
εἰκονομαχικὴ Σύνοδο τοῦ ἔτους 754 μ.Χ. θέτοντας ὡς βάση τοῦ δογματικοῦ
καθορισμοῦ τὰ σχετικὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†
4 Δεκμβρίου). Ἡ ὄγδοη συνεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη,
στὰ ἀνάκτορα, ὅπου οἱ βασιλεῖς Εἰρήνη καὶ Κωνσταντῖνος ὑπέγραψαν τοὺς
Ὅρους τῆς Συνόδου.
Στὴν
εὐσέβεια καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ Ἁγίου ὀφείλεται καὶ ἡ μέριμνα
ποὺ ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τῆς σιμωνίας, τοῦ χρηματισμοῦ δηλαδὴ γιὰ τὴν
ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων.
Παράλληλα ὁ Ἅγιος ἀνέπτυξε πλούσια φιλανθρωπικὴ καὶ κοινωνικὴ δράση καὶ
διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη του πρὸς τοὺς πτωχούς.
Ἡ
ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἐκφράστηκε καὶ μὲ τὴν ἵδρυση Μονῆς στὸ
στενὸ τοῦ Βοσπόρου, στὴν ὁποία καὶ ἐνταφιάσθηκε μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή
του τὴν Τετάρτη τῆς Α’ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, τὸ ἔτος 806 μ.Χ. Ὁ
αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.) τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους
813 μ.Χ. ἐνέδυσε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου μὲ ἄργυρο, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι καὶ
αὐτὸς καὶ ἡ βασίλισσα Προκοπία τὸν σεβασμό τους πρὸς τὴν μνήμη τοῦ
Ἁγίου.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ταρασίου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδῳ ἐν τῇ Ἑβδόμῃ, προσκυνεῖν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος· διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις
δόγμασι, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καὶ Χριστοῦ μακάριε, τὴν σεβασμίαν
Εἰκόνα, σέβεσθαι, καὶ προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων
ἄθεον δόγμα· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Πάτερ σοφὲ Ταράσιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαῦμα, τῶν λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τύπων καλῶν ἔργων δι’ ἀρετῆς, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, παραστήσας Πάτερ σαυτόν, τοῦ Χριστοῦ τὸν τύπον, ἐν ἱεραῖς Εἰκόσιν, ἐδίδαξας τιμᾶσθαι, ὀρθῶς Ταράσιε. |
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ὁ Ἱερομάρτυρας
|
|||||||||||||||
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στὴ Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου
αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βοήθησαν νὰ
λάβει τὴ θύραθεν παιδεία ἀλλὰ καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἡ ἀγάπη του γιὰ
τὸν Κύριο καὶ ἡ πνευματική του πρόοδος τὸν μεταμόρφωσαν σὲ σκεῦος
ἐκλογῆς καὶ σὲ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ
Ἅγιος ἔζησε τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευσαν οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Μεγάλου
Κωνσταντίνου, ὁ μὲν Κωνστάντιος στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἀνατολή), ὁ δὲ
Κώνστας στὴ Ρώμη (Δύση). Καὶ οἱ δύο διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου
εἶχαν ἀνατραφεῖ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ ὁ μὲν
Κωνστάντιος εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἀρειανισμό, ὁ δὲ Κώνστας
παρέμεινε πιστὸς στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Καὶ οἱ δύο εἶχαν ὡς κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θρησκευτικῆς τους
πολιτικῆς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ’
ἑτέρου δὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ
ἐκκλησιαστική τους πολιτικὴ εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τὴ συντήρηση,
ἀλλὰ καὶ τὴν διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν
καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις,
αὐθαίρετες ἢ μή, στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ὑπῆρξαν πηγὴ ἐντάσεως στὶς
ἀρειανικὲς ἔριδες τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴ νῆσο Σκόπελο ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀχίλλειο (†
15 Μαΐου, πολιοῦχος τῆς πόλεως Λάρισας), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς
ἐξόριστους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ὀρθόδοξη
πίστη.
Σύμφωνα
μὲ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ὁ Ἅγιος
Ρηγίνος παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος
325 μ.Χ. μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλειο. Ὅμως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα
ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ
Ἀρείου δὲν ἐξέλιπαν καὶ συνέχισαν νὰ διαδίδουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες
τους. Ἐπικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας,
κρίση καὶ κατὰ συνέπεια χωρισμὸς σὲ δυὸ παρατάξεις, κάτι ποὺ ἀνησύχησε
ἰδιαίτερα τοὺς δύο αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καὶ Κώνστα. Τελικὰ οἱ δύο
αὐτοκράτορες συμφώνησαν νὰ συγκληθεῖ στὴ Σαρδικὴ (Σόφια). Πράγματι, ἡ
Σύνοδος συγκλήθηκε στὴ Σαρδική, τὸ ἔτος 343 μ.Χ. Στὴ Σύνοδο ἔλαβε μέρος
καὶ ὁ Ἅγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις μὲ τὸ λόγο του
καὶ τὴν τόλμη τῆς γνώμης του.
Μετὰ
τὴ λήξη τῆς Συνόδου ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στὴ Σκόπελο. Ἀλλὰ καὶ
πάλι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίσθηκε καὶ ταράχθηκε ἀπὸ τὸν
αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363
μ.Χ.), ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Στὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ποὺ διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στὴ Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν Σποράδων. Ἀμέσως κάλεσε τὸν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀλλάξει πίστη καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν εἰδωλολατρία. Ὅμως ὁ Ἅγιος περιφρόνησε τὴν ὑπόδειξή του καὶ ἐνέμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ σταθερότητα στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στὶς προτροπές του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸ στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἀκολούθως στὴ θέση «Παλαιὸ Γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν δήμιο ἡ τίμια κεφαλή του. Τὴν νύχτα οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὸ δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκοπέλου προστάτης καὶ ποιμὴν ἐνθεώτατος, ὤφθης Ἱεράρχα Ῥηγῖνε, ὡς τοῦ Πνεύματος σκήνωμα, καὶ αἵματι σοφὲ μαρτυρικῷ, φοινίξας τὴν ἁγίαν σου στολήν, διασώζεις ἐκ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, τοὺς πίστοι ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην τῆς Σκοπέλου καὶ διδάσκαλον
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Μακαρίσωμεν Ῥηγῖνον τὸν θεηγόρων·
Τῷ Χριστῷ γὰρ ἱεράτευσεν ὡς ἄγγελος
Καὶ ἀθλήσας διασώζει πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Σκοπέλου θεῖος ποιμήν, Ῥηγῖνε παμμάκαρ, ὁ ἀθλήσας καρτερικῶς· χαίροις Ἐκκλησίας, ὁ φωτοφόρος λύχνος, σοφὲ Ἱερομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε. |
24/2/14
Εὕρεσις Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Προφήτου, προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννη
|
|||||||||||||||
Ὅταν
ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ τίμια
κεφαλὴ αὐτοῦ τοποθετήθηκε μέσα σὲ ἀγγεῖο ἀπὸ ὄστρακο καὶ κρύφθηκε στὴν
οἰκία τοῦ Ἡρώδη. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης φανερώθηκε στὸ
ὄνειρο δύο μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ
σκοπὸ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου, ἀγγέλλοντας σὲ αὐτούς, ποῦ
βρίσκεται ἡ τίμια κεφαλή του. Καὶ ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὴν βρῆκαν, τὴν εἶχαν μὲ
τιμές. Ἀπὸ αὐτοὺς τὴν παρέλαβε κάποιος κεραμεὺς καὶ τὴν μετέφερε στὴν
πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν. Ὅταν ὅμως πέθανε, τὴν κληροδότησε στὴν ἀδελφή του.
Καὶ ἀπὸ τότε διαδοχικὰ περιῆλθε σὲ πολλούς, γιὰ νὰ καταλήξει στὰ χέρια
κάποιου ἱερομονάχου ἀρειανοῦ ποὺ ὀνομαζόταν Εὐστάθιος καὶ φύλαξε τὴν
τίμια κάρα σὲ σπήλαιο. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρθηκε, ἐπὶ Οὐάλεντος (364 – 378
μ.Χ.), στὸ Παντείχιον τῆς Βιθυνίας μέχρι ποὺ ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 –
395 μ.Χ.) ἀνεκόμισε αὐτὴ στὸ Ἕβδομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου
ἀνήγειρε μέγα καὶ περικαλλέστατο ναό.
Βέβαια
περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου ὑπάρχουν καὶ ἄλλες
ἀντιφατικὲς παραδόσεις. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ ἡ τίμια κάρα εὑρέθηκε στὴν
Ἔμεσα τὸ ἔτος 458 μ.Χ., ἐπὶ βασιλέως Λέοντος Α’ (457 – 474 μ.Χ.), ἐνῷ
ἄλλοι δέχονται ὅτι αὐτὴ εὑρέθηκε τὸ ἔτος 760 μ.Χ. καὶ μεταφέρθηκε στὸ
ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἔμεσα. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίσθηκε
στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ βασιλείας Μιχαὴλ Γ’ (842 – 867 μ.Χ.) καὶ
πατριαρχίας Ἰγνατίου.
Περὶ
τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε εἰδήσεις καὶ σὲ
διάφορους χρονογράφους. Ὁ Ζωναρᾶς ἀναφέρει ὅτι τὸ ἔτος 968 μ.Χ. ὁ
Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον»,
ποὺ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη. Πέντε δὲ χρόνια νωρίτερα, κόμισε
στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας, περὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ
ἔτους 963 μ.Χ., μέρος τοῦ ἱματίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα μὲ ἄλλη
μαρτυρία ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στὴν Κρήτη «τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».
Ἡ Σύναξη τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὴν τοποθεσία τὴν ὀνομαζόμενη Φωρακίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα, ἡ τοῦ Προδρόμου Κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι, τῆς ἀφθαρσίας πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τὴν πληθὺν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, τῷ κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.
Μεγαλυνάριον.
Ὤσπερ μυροθήκη πνευματική, ἐκ γῆς ἀνεφάνη, σοῦ ἡ πάντιμος Κεφαλή, Βαπτιστὰ Κυρίου, καὶ κόσμον κατευφραίνει, τῆς ἡδυπνόου δόξης ταῖς διαδόσεσι. |
Ὁ Ὅσιος Ἔρασμος ἐκ Ρωσίας
|
|||||||||||||||
Ὁ
Ὅσιος Ἔρασμος γεννήθηκε στὴ Ρωσία ἀπὸ πλούσιους καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς.
Ὅταν, μία μέρα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ἄκουσε τὸν
διάκονο νὰ προσεύχεται γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου
τοῦ Κυρίου, διέθεσε ὁλόκληρη τὴν περιουσία του γιὰ τὴν εὐπρέπιση τοῦ
ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἔπειτα
ἔγινε καὶ ὁ ἴδιος μοναχὸς ἐκεῖ καὶ ἄρχιζε νὰ στολίζει τὸν ἑαυτό του μὲ
τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅμως
ὁ διάβολος ἔστησε μία ὀλέθρια παγίδα στὸν Ὅσιο. Ὅταν πιὰ ὅλα τὰ πλούτη
του εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας, ὁ μακάριος
Ἔρασμος σκέφθηκε ὅτι μάταια τὰ ξόδεψε γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ καὶ ὅτι ἔπρεπε
νὰ τὰ μοιράσει στοὺς πτωχούς. Ὁ Ὅσιος δὲν κατάλαβε πὼς οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ
ἦταν πειρασμικοί. Ἔπεσε σὲ ἀθυμία καὶ ἀπόγνωση. Οὔτε οἱ προσπάθειες τοῦ
ἡγουμένου, οὔτε ἡ συμπαράσταση καὶ οἱ συμβουλὲς τῶν ἀδελφῶν στάθηκαν
ἱκανὲς νὰ τὸν βοηθήσουν καὶ νὰ τὸν παρηγορήσουν. Ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀπρόσεκτα
γιὰ μοναχό. Σπαταλοῦσε τὸν χρόνο τοῦ μοναχικοῦ βίου του ἄσκοπα, χωρὶς
πνευματικὸ ἀγῶνα, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ὑπακοή, βυθισμένος στὴν
ψυχόλεθρη ἀκηδία καὶ τὴν ἀμέλεια.
Ὅταν
εἶδαν οἱ πατέρες ὅτι τὰ λόγια τους ὄχι μόνο δὲν τὸν ὠφελοῦσαν, ἀλλὰ τὸν
ἐρέθιζαν κιόλας, σταμάτησαν πιὰ νὰ τοῦ μιλοῦν καὶ ἄρχισαν νά
προσεύχονται. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος δὲν ἄφησε νὰ πᾶνε χαμένοι οἱ
προηγούμενοι κόποι καὶ οἱ ἀρετὲς τοῦ δούλου Του. Παρεχώρησε, λοιπόν, νὰ
ἀσθενήσει. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἦταν
ἀναίσθητος, μὴν μπορώντας νὰ πάρει τροφὴ ἢ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ κανένα.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα ὁ ἡγούμενος κάλεσε ὅλη τὴν ἀδελφότητα γύρω στὴν κλίνη
του. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὅμως, ὁ ἑτοιμοθάνατος Ἔρασμος, συνῆλθε,
ἀνασηκώθηκε, κάθισε στὸ κρεβάτι καὶ εἶπε πρὸς τοὺς πατέρες: «Ἀδελφοί,
εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἔζησα ράθυμα. Ὁ θάνατος μὲ βρῆκε ἀμετανόητο. Ἐνῷ
ὅμως ὁ διάβολος μὲ χαρὰ περίμενε τὸ τέλος μου, παρουσιάσθηκαν οἱ Ὅσιοι
Πατέρες μας Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι προσευχήθηκαν γιὰ
μένα στὸν Κύριο. Καὶ Ἐκεῖνος, σὰν πολυεύσπλαχνος, μοῦ χάρισε καιρὸ
μετανοίας. Μετὰ εἶδα καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε ὅτι, ἐπειδὴ
στόλισα τὴν Ἐκκλησία της καὶ τὴν πλούτισα μὲ ὡραῖες εἰκόνες καὶ
πολύτιμα σκεύη, μεσολάβησε γιὰ μένα στὸν Υἱό της καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ
μὲ πάρει κοντά της, ἐπειδὴ ἀγάπησα τὴν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου αὐτῆς».
Ἔτσι, μετὰ τρεῖς ἡμέρες ὁ Ὅσιος Ἔρασμος, τὸ ἔτος 1160, κοιμήθηκε εἰρηνικά. |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)