13/12/12

Οἱ Ἅγιοι Νεόφυτος, Ἰγνάτιος, Προκόπιος καὶ Νεῖλος κτίτορες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ



Προνομιοῦχο χαρακτηρίσαμε πολλὲς φορὲς τὸ νησὶ τῆς Κύπρου. Προνομιοῦχο καὶ εὐλογημένο, ἀλλὰ καὶ μαρτυρικό. Ναί! Μαρτυρικό, γιατί κανένα μέρος τοῦ κόσμου, ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, δὲν γνώρισε καὶ δὲν δοκίμασε τόσες συμφορὲς καὶ καταστροφὲς ὅσες αὐτό.
Ἡ ὀμορφιά του ἀπὸ τὴν μία, τὰ ἀγαθὰ μὲ τὰ ὁποῖα τὸ προίκισε ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔγιναν ἀφορμὴ ὥστε διάφοροι λαοί, ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια, νὰ ἐπιβουλεύονται τὴν εὐτυχία του καὶ νὰ προσπαθοῦν μὲ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς νὰ τὸ κατακτήσουν. Ἡ γῆ του πολλὲς φορὲς ζυμώθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν του.
Μιὰ περίοδος ἰδιαίτερα φοβερὴ μὰ καὶ τραγικὴ ὑπῆρξε ἡ περίοδος τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (Σαρακηνῶν). Γιὰ 300 τόσα χρόνια (ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ 7ου αἰῶνος μέχρι τῶν μέσων τοῦ 10ου) ἡ Κύπρος ὑπέφερε τρομερὰ ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, τῶν Ἀράβων – Σαρακηνῶν.
Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ Κύπρος ἐρημώθηκε πραγματικά. Ἀπὸ τὴν μάστιγα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἡ νῆσος ξαναβρῆκε σχετικὴ γαλήνη μετὰ τὸν ἐξοντωτικὸ ἀγώνα, ποὺ ἀνέλαβε ἐνάντια στὸν λαὸ αὐτὸ ὁ στρατηγὸς τοῦ Βυζαντίου καὶ μετὰ αὐτοκράτορας αὐτοῦ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς.

Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴν περίοδο αὐτὴ χιλιάδες μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Παλαιστίνη στὴν προσπάθειά τους νὰ βροῦν κατάλληλο μέρος γιὰ ἡσυχία καὶ προσευχὴ διάλεξαν τὴν Κύπρο.
Κι ἦρθαν σ’ αὐτήν. Ἑκατοντάδες ὁλόκληρες ἦρθαν. Οἱ σπηλιὲς στὰ ἀκατοίκητα τότε μέρη τῆς Κύπρου γέμισαν ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς αὐτοὺς τῆς ἀρετῆς. Πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες αὐτοὺς ἔγιναν Ἅγιοι. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ προσωνύμιο στὴ νῆσο μας «Ἁγία Νῆσος ἢ Νῆσος τῶν Ἁγίων».
Γιὰ τέσσερις μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν τότε στὴν Κύπρο καὶ ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ κτιστεῖ ἐδῶ τὸ μοναστήρι τοῦ Μαχαιρᾶ θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι οἱ Νεόφυτος, Ἰγνάτιος, Προκόπιος καὶ Νεῖλος.

Στὴν ἀρχὴ ἦρθαν οἱ πρῶτοι δύο ἀπὸ αὐτοὺς (1145). Τὸ πλοῖο ποὺ τοὺς ἔφερε τοὺς ἀποβίβασε κάποια μέρα στὸ λιμάνι τῆς Κερύνειας. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ δύο ἀσκητὲς προχώρησαν καὶ ὕστερα ἀπὸ περπάτημα, ὄχι καὶ πολλῶν ὡρῶν, ἔφθασαν στὸ μοναστήρι τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ Πενταδακτύλου, τὸ γνωστὸ ὡς μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου τοῦ Κουτζουβέντη. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τοῦτο τὸ μοναστήρι βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμή. Στὸ Κοινόβιο αὐτὸ οἱ δύο μοναχοὶ δὲν ἔμειναν γιὰ πολὺ καιρό. Ὁ πόθος τους νὰ ζήσουν σὲ δικὸ τοὺς ἀσκητήριο, ἐρημικὸ καὶ ἥσυχο, τοὺς ἔκαμε νὰ περιμένουν λίγο νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ἕνα τέτοιο μέρος ὁ Κύριος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου τάχθηκαν ἀπὸ τὰ νεανικά τους χρόνια.
Ἕνα βράδυ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ οἱ ἀσκητὲς βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί τους γιὰ νὰ ἀναπνεύσουν τὸν δροσερὸ ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Κάποια στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ στεκόντουσαν ὁ Νεόφυτος εἶπε στὸν Ἰγνάτιο. «Ἀδελφέ μου, κοίτα ἕνα παράξενο φῶς στὸ μακρινὰ ἐκεῖνα βουνά». Τὸ φῶς αὐτὸ παρακολούθησαν γιὰ μερικὲς βραδιὲς νὰ τρεμοσβήνει σὰν νὰ τοὺς προσκαλοῦσε νὰ πᾶνε κοντά του. Ἕνα πρωὶ τὸ ἀποφάσισαν. Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς γιὰ τὴν πολυήμερη φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη τους, ξεκίνησαν. Μὲ ὁδηγὸ τὸ ἐπίγειο ἐκεῖνο ἄστρο, ποὺ εἶδαν ψηλὰ στὶς πλαγιὲς τῆς μεγάλης ὁροσειρᾶς σὰν τοὺς παλαιοὺς Μάγους ὁδήγησαν τὰ βήματά τους πρὸς αὐτὸ μὲ πόθο τους νὰ φτάσουν καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ ἔκαμαν σκοπὸ καὶ δράμα τῆς ζωῆς τους. Πέρασαν ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν Λευκωσία, στάθμευσαν γιὰ λίγο στὶς Ἱερὲς Μονὲς τῶν Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ Ἁγίου Μνάσωνος καὶ βαδίζοντας συνέχεια ἔφτασαν μία μέρα στὸν τόπο ποὺ τοὺς ἀπεκάλυπτε ὁ Θεός. Μιὰ βρυσούλα μὲ γάργαρο κρύο νερὸ βρισκόταν κάτω ἀπὸ ἕνα ὕψωμα ποὺ βάτοι ἀδιαπέραστοι τὸ σκέπαζαν καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς βρισκόταν τὸ φῶς ποὺ ἔβλεπαν νὰ φωτίζει ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος. Κάθισαν κοντὰ στὴν πηγή, ἔφαγαν λίγο ξερὸ ψωμὶ ποὺ εἶχαν μαζί τους, ἤπιαν καὶ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ κυλοῦσε μπροστά τους καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο του ἔβγαλαν τὰ κλαδευτήρια τους γιὰ νὰ καθαρίσουν τὸν τόπο ἀπὸ τοὺς βάτους. Μιὰ φωνὴ ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ μέσα τοὺς σταμάτησε:

- Ἀφῆστε τὰ κλαδευτήρια σας καὶ πάρτε τὸ μαχαίρι ποὺ εἶναι μπροστά σας. Μ’ αὐτὸ συνιστῶ νὰ κόψετε τοὺς βάτους καὶ ὄχι μὲ τὰ κλαδευτήρια. Θέλω νὰ λέγομαι Παναγία ἡ Μαχαιριώτισσα καὶ ὄχι Παναγία ἡ Κλαδευτηριώτισσα.

Ποιὸς μιλοῦσε; Ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὸ μαχαίρι ἀκουόταν ἡ φωνή. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια οἱ δύο ἀσκητὲς παραμέρισαν τοὺς βάτους, πῆραν τὸ μαχαίρι καὶ καθάρισαν τὸν τόπο ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὸ ἱερὸ σπήλαιο. Μόλις μπῆκαν, γονάτισαν, προσκύνησαν τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δάκρυα καὶ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα:

— Πανάχραντη, Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, βοήθησέ μας νὰ φτιάξουμε ἕνα πιὸ κατάλληλο μέρος γιὰ σένα καὶ νὰ ζήσουμε κοντά σου, κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη καὶ τὴν προστασία σου.

Ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ δυὸ ἐρημίτες ρίχτηκαν στὴν δουλειά. Καθάρισαν τὴν μικρὴ σπηλιὰ καὶ ἔβαλαν ἐκεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Θὰ ἦταν προσωρινὰ ὁ ἱερὸς ναὸς τῆς χαριτόβρυτης Παρθένου. Δίπλα στὴν ἱερὴ σπηλιὰ ἔφτιαξαν μία καλύβα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἄρχισαν τὴν ἄσκησή τους.

Μιὰ ἀπορία εἶναι φυσικὸ νὰ γεννᾶται στὴ σκέψη τοῦ καθενὸς ποὺ ἀκούει αὐτὴ τὴν ἱστορία. Πῶς βρέθηκε αὐτὴ ἡ εἰκόνα σὲ τοῦτο τὸ μέρος; Ποιὸς τὴν ζωγράφισε καὶ ποιὸς τὴν ἔφερε καὶ τὴν ἔβαλε σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιά;

Μία παράδοση μᾶς λέγει πὼς καὶ αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἑβδομήντα, ποὺ ζωγράφισε ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς. Ἡ εἰκόνα βρισκόταν στὴν Πόλη καὶ φυλασσόταν στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν.

Ἡ παράδοση γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἁγίας εἰκόνας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὴν ὀνομασία – ἐπιγραφὴ τῆς εἰκόνας, Ἁγιοσορίτισσα. Εἰκόνα δηλαδὴ ποὺ βρισκόταν ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἁγία σορό, ἐπάνω ἀπὸ τὸ φόρεμα — τὴν ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου ποὺ φυλασσόταν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας (730 – 843) κάποιος εὐσεβὴς μοναχὸς γιὰ νὰ διαφυλάξει τὴν ἁγία εἰκόνα, τὴν ἅρπαξε μὲ τρόπο καὶ μὲ φανερὸ κίνδυνο τῆς ζωῆς του μέσω τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὴν μετέφερε στὴν Κύπρο. Προχωρώντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο ἔφθασε στὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, βρῆκε τὴ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ τοποθέτησε τὸν θησαυρό, τὴν ἁγία εἰκόνα. Στὸ μέρος αὐτὸ ἔζησε καὶ ὁ ἴδιος μέχρι τοῦ θανάτου ὡς ἐρημίτης. Πόθεν ἦταν ὁ φιλόθεος αὐτὸς μοναχὸς καὶ ποιὸ τὸ ὄνομά του δὲν ξέρουμε. Αὐτὸ ποὺ ξέρουμε εἶναι πὼς χάρη στὴν τόλμη του διασώθηκε ἡ ἁγία καὶ θαυματουργὸς αὐτὴ εἰκόνα ποὺ ἀπὸ τὸ μέρος ἀποκαλεῖται Παναγία ἡ Μαχαιριώτισσα. Καὶ μία καὶ μιλοῦμε γιὰ εἰκόνες, αὐτὴ τὴν ἐποχὴ μεταφέρθηκαν κατὰ τὴν παράδοση καὶ διαφυλάχθηκαν στὸ εὐλογημένο μας νησὶ καὶ ἄλλες τρεῖς εἰκόνες ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν ἑβδομήντα. Γι’ αὐτὲς ἱδρύθηκαν στὸ νησί μας τὰ μοναστήρια: Τῆς Τροοδίτισσας, τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ καὶ τοῦ Ἄρακα. Ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ τὸ μοναστήρι τῆς Χρυσορροϊάτισσας.

Σχετικὰ μὲ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Μαχαιρᾶς ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές:

Μία, τὸ συνδέει μὲ κάτοικο τοῦ μέρους αὐτοῦ, ποὺ εἶχε τὸ ἐπώνυμο Μαχαιρᾶς, καὶ ἀπὸ αὐτὸν πῆρε τὸ ὄνομα ἡ περιοχή. Ἄλλη ἐκδοχὴ ὅτι τὸ κρύο στὰ μέρη αὐτὰ εἶναι πολὺ δριμύ, κόβει ὅπως λέμε σὰν μαχαίρι. Τρίτη ἐκδοχὴ ἀπὸ ἕνα χόρτο, τὸ μαχαιρόχορτο, ποὺ λέγεται ἔτσι, γιατί, ὅταν αὐτὸ εἶναι ὥριμο, σχίζει τὸ χέρι ποὺ δοκιμάζει νὰ τὸ κόψει. Εἶναι καὶ τέταρτη ἐκδοχὴ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας μὲ ἕνα μαχαίρι μπροστά της. Μ’ αὐτὸ τὸ μαχαίρι καθάρισαν οἱ δυὸ σεπτοὶ Πατέρες τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα καὶ τοὺς βάτους ποὺ σκέπαζαν τὴν σπηλιὰ μέσα στὴν ὁποία φυλασσόταν ἡ ἅγια εἰκόνα. Γι’ αὐτὸ καὶ Παναγία τοῦ Μαχαιρᾶ ἡ Μαχαιριώτισσα.

Οἱ εὐλαβεῖς μοναχοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειές τους δὲν μπόρεσαν νὰ στήσουν στὸν τόπο αὐτὸ ἕνα καλύτερο μέρος, μία μικρὴ ἐκκλησία νὰ εἰποῦμε, γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς πάναγνης μητέρας τοῦ Κυρίου μας. Ὁ σύντομος θάνατος τοῦ Νεοφύτου ἐμπόδισε προσωρινὰ τὴν πραγμάτωση τῶν ὁραματισμῶν τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ Ἰγνάτιος γιὰ ἕνα διάστημα ἔμεινε μόνος. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ μεριμνᾶ καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα ἔδωσε σύντομα τὴν ἐνίσχυση. «Οὐκ ἐάσῳ ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὁ δύνασθε» λέγει στὸν καθένα μας. Ἕνα πρωὶ ἔστειλε κοντὰ στὸν ἀγωνιστὴ τῆς ἀρετῆς Ἰγνάτιο ἕνα καλὸ σύντροφο, τὸν γέροντα Προκόπιο. Οἱ δύο τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτοὶ ἐρημίτες, χάρη στὴν ἐπίδοσή τους στὸν καλὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, πολὺ σύντομα τράβηξαν κοντά τους μερικὲς ἀκόμη θεοφιλεῖς καὶ θεόφρονες ψυχές. Οἱ ἀνυπέρβλητες ὅμως δυσκολίες τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ποὺ συναντοῦσαν καθημερινὰ ἀνάγκασε τοὺς ζηλωτὲς αὐτοὺς ἐργάτες τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς νὰ ζητήσουν γιὰ τὸ ἔργο τους τὴν βοήθεια τῶν εὐσεβῶν βασιλέων τῆς βασιλίδας τῶν πόλεων.

Μὲ ἔξοδα εὐσεβῶν Κυπρίων ἀπεφάσισαν καὶ ἀνέλαβαν ἕνα ταξίδι στὴ μεγάλη Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου (1160). Αὐτοκράτορας τότε στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ «φιλόχριστος καὶ χριστομίμητος καὶ πορφυρογέννητος Κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνός». Χωρὶς πολλὲς δυσκολίες οἱ σεβαστοὶ Πατέρες κατώρθωσαν νὰ συναντήσουν τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ γνωρίσουν σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής των.

– Πολυχρονεμένε Βασιλιά μας, ὁ πόθος νὰ ζήσουμε σ’ ἕνα ἐρημικὸ καὶ ἥσυχο μέρος τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ ποὺ διαλέξαμε ὁδήγησε τὰ βήματά μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη στῆς Κύπρου τὸ νησί. Προσπαθώντας σ’ αὐτὸ νὰ βροῦμε ἕνα κατάλληλο μέρος, ὅπως τὸ θέλουμε, εἴδαμε μία βραδιὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι ποὺ φιλοξενούμαστε στοὺς πρόποδες τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Πενταδάκτυλου, στὴν ἀπέναντι ὁροσειρὰ τοῦ Τροόδους ἕνα φῶς δυνατό. Τὸ φῶς αὐτὸ τὸ βλέπαμε κάθε βράδυ στὸ ἴδιο μέρος νὰ τρεμοσβήνει, σὰν νὰ μᾶς προσκαλοῦσε. Φύγαμε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ποὺ μέναμε, καὶ πήγαμε νὰ ἰδοῦμε τί ἦταν αὐτὸ τὸ φῶς. Σὲ μία σπηλιὰ μέσα βρήκαμε, σὰν φτάσαμε, μιὰ ὑπέροχη εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ ἕνα μαχαίρι κοντά. Μεγαλειότατε, σ’ αὐτὸ τὸ μέρος σκεφθήκαμε νὰ στήσουμε τὸ μοναστήρι μας, νὰ δημιουργήσουμε ἕνα πνευματικὸ φάρο ποὺ νὰ στηρίζει καὶ ἐνισχύει τὸν πονεμένο γύρω κόσμο στὸν ἀγώνα του γιὰ τὴ διατήρηση καὶ προβολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας παντοῦ. Μιὰ Μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Μεγαλόχαρης θὰ εἶναι μία διαρκῆς ἐνίσχυση τῆς κάθε καρδιᾶς ποὺ θὰ ποθεῖ νὰ ἀντιμετωπίζει νικηφόρα τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Δυστυχῶς μᾶς λείπουν τὰ οἰκονομικὰ μέσα. Καὶ αὐτὰ ἤρθαμε νὰ ἐκζητήσουμε ἀπό σας τὸν θεοπρόβλητο πατέρα τοῦ λαοῦ μας. Εἶπαν καὶ πολλὰ ἄλλα οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.

Τὰ λόγια των, τὰ ἤκουσε μὲ πολλὴ συμπάθεια ὁ πιστὸς βασιλιάς. Γνώριζε ὁ πορφυρογέννητος ἄρχοντας πὼς λαὸς μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι ὅτι ὡραῖο καὶ βασικὸ γιὰ μία εὐτυχισμένη, χριστιανικὴ καὶ εἰρηνικὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἕνας σύμμαχος, ὁ καλύτερος σύμμαχος στὴν ἀντιμετώπιση ἐνὸς ἐχθροῦ. Καὶ ἦταν τότε πολλοὶ οἱ ἐχθροί τῆς μεγάλης μας Αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ στὴν παράκληση τῶν δυὸ ταπεινῶν, ἀλλὰ καὶ φωτισμένων ἐργατῶν τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνας ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ μὲ τὶς πιὸ κάτω τέσσερις ἐπιχορηγήσεις:

1. Κάθε χρόνο ἀπὸ τὸ Αὐτοκρατορικὸ Ταμεῖο νὰ λαμβάνουν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς πενήντα τρικέφαλα.

2. Τὸ ὄρος καὶ ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει τὸ ἀσκητήριό τους, νὰ εἶναι κτῆμά τους. Ἦταν μία εὐλαβὴς πρὸς αὐτοὺς αὐτοκρατορικὴ δωρεά.

3. Ἡ Μονὴ ποὺ θὰ κτιζόταν στὸ μέρος αὐτό, νὰ εἶναι ἐλεύθερη, ἀφορολόγητη καὶ ἀκαταπάτητη τόσο ἀπὸ τὸ δημόσιο, ὅσο καὶ ἀπὸ ἰδιῶτες.

4. Μὲ ἰδιαίτερο Βασιλικὸ Πρόσταγμα ἐτέθη καὶ ἄλλος ἕνας ὑπὲρ τῆς μονῆς περιορισμός. Ὁ ἀρχιερέας τῆς περιοχῆς νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἐξουσία ἐπὶ τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ἐντὸς αὐτῆς ἀσκουμένων μοναχῶν νὰ διατηρεῖ ὅμως τὸ δικαίωμα νὰ ζητᾶ νὰ ἀναφέρονται σ’ αὐτὸν οἱ εὑρισκόμενοι στὴ Μονὴ γιὰ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ἐπίσης νὰ ἔχει τὸ προνόμιο, αὐτὸς νὰ προχειρίζει κάθε φορὰ τὸν ἑκάστοτε νέο ἡγούμενον, ποὺ νὰ ψηφίζουν οἱ ἀδελφοί, χωρὶς ὅμως αὐτὸς νὰ ἀνακρίνει τὸν ψηφισθέντα. (Νείλου «Τυπικὴ Η, Θ, ΙΖ»).

Μὲ τὴν ψυχὴ ξεχειλισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν Πανάγαθο Θεό, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστίες στὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν τόσο γενναιόδωρη ἀνταπόκρισή του στὴν παράκλησή τους, ξαναγύρισαν οἱ εὐλαβεῖς ἐρημίτες στὸ φτωχικὸ κατάλυμά τους. Χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ στρώθηκαν τόσο αὐτοί, ὅσο καὶ οἱ εὑρισκόμενοι μαζί τους ἀδελφοί, στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεροῦ ἔργου τους. Μὲ πολλὴ προσοχὴ οἱ ἀσκητὲς φρόντισαν νὰ κτίσουν πρῶτα ἐκκλησία στὸ ὄνομα τῆς χαριτόβρυτης Παρθένου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὕστερα μερικὰ κελιὰ γιὰ τοὺς καινούργιους μοναχοὺς ποὺ εἶχαν ἤδη προσέλθει στὴ συνοδεία τους. Φυσικὰ ὁ πρῶτος ἐκεῖνος ἱερὸς ναὸς ἦταν μικρός. Ἀρκετὰ ἱκανοποιητικός, ὅμως, γιὰ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν εἶχαν κτίσει. Μέσα σ’ αὐτὸν ὕψωσαν τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ καθημερινὰ οἱ πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο ἐργάτες, μποροῦσαν νὰ ἐκτελοῦν ἄνετα τὰ ἅγια καθήκοντά τους. Τὰ καθήκοντα τῆς πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς καλλιέργειάς των, γιὰ νὰ πραγματώνουν τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, νὰ γίνεται ὁ καθένας ἐπιστολὴ Χριστοῦ,«γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β’ Κορινθ. γ’ 2).

Εἶχε τελειώσει ἡ ἱερὴ προσπάθεια, τὸ κτίσιμο δηλαδὴ τοῦ ναοῦ καὶ τῶν λίγων κελιῶν γιὰ τοὺς μοναχούς, ὅταν μία δοκιμασία βρῆκε τὴν ἀγωνιζομένη ἀδελφότητα. Ὁ γέρο Προκόπιος, ὁ πιστὸς καὶ ἐνάρετος ἀδελφὸς τῆς ἱερᾶς Μονῆς μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀρρώστια κλήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς νὰ ἀφήσει τὰ γήϊνα. Μετέστη πρὸς Κύριον. Πέθανε. Οἱ ἀδελφοὶ κήδευσαν μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς στοργῆς των τὸν σεβαστὸ πατέρα καὶ ἐπέστρεψαν στὸ μοναστήρι τους, γιὰ νὰ συνεχίσει ὁ καθένας τὸ ἔργο του.

Τὴν εὐθύνη τῆς Μονῆς, τὴν ἡγουμενία ἀνέλαβε μετὰ ἀπὸ θερμὲς παρακλήσεις ἐκ μέρους ὅλων, ὁ μοναχὸς Ἰγνάτιος. Ὁ σεβάσμιος αὐτὸς πατέρας, ἀπὸ νωρὶς εἶχε διακριθεῖ ἀνάμεσα στοὺς συμμοναστές του.

Ζοῦσε ζωὴ ἁγία, παραδειγματική. Τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἱερεμία«ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐν νεότητι αὐτοῦ» (Θρην. γ’ 27) ἦσαν πάντα μπροστά του. Κάτω ἀπὸ τὴν σοφὴ καθοδήγηση τῶν δυὸ πνευματικῶν πατέρων τοῦ Νεόφυτου στὴν ἀρχὴ καὶ τοῦ Προκόπιου κατόπιν, ὁ ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος Ἰγνάτιος ἐσφυρηλάτησε ἕνα ἐξαίσιο χαρακτήρα. Μὲ τὴν πλήρη καὶ τελειωτικὴ ὑποταγή του ἀπέκτησε σιγὰ – σιγὰ τὴν πραότητα. Ἀπὸ τὴν πραότητα τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τὴν τέλεια ἀρετή, τὴν ἁγιότητα.

Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο χαριτώθηκε καὶ ἔγινε ἄξιος της κλήσεώς του, ἀλλὰ καὶ συνεπὴς πρὸς τὴν κλίση τῆς ψυχῆς του. Ἀποδείχθηκε νωρὶς ἕνας καλλιεργημένος πνευματικὰ ἄνθρωπος, καὶ ἔγινε ἕνας δάσκαλος τῆς εὐσέβειας μὲ λόγια καὶ ἔργα. Ἀναδείχθηκε ἀκόμη ἕνας πρόμαχος τῆς ὀρθόδοξης πίστεως, ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ἔγινε ἕνας ἐξαίρετος παρηγορητὴς τῶν θλιβομένων, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἄριστος ὁδηγὸς τῆς κάθε ψυχῆς ποὺ κατέφευγε σ’ αὐτὸν σὲ ἔργα θεάρεστα καὶ χριστομίμητα, σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ χριστιανικῆς ἀνωτερότητας, ἀλλὰ καὶ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ.

Μὲ τὴ θεάρεστη αὐτὴ ζωή, πολὺ νωρὶς ἡ φήμη του διαδόθηκε ἀρκετὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ πολλοὶ κάθε λίγο ἀπὸ τὰ γύρω μέρη ἔτρεχαν κοντά του νὰ χαροῦν προσωπικὰ ὁ καθένας «τὸ ἑλκυστικὸν γλυκὺ ἄρωμα τοῦ μύρου τῶν ἀρετῶν του».

Γιὰ τοῦτο τὸν σκοπὸ ἐπισκέφθηκε κάποια μέρα τὴν μονὴ καὶ ὁ ἀσκητὴς ποὺ ἦρθε ἐπίσης ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ὁ ζηλωτὴς καὶ φλογερὸς Νεῖλος. Νὰ πῶς μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος τὴν ἐπίσκεψή του στὴ μονὴ καὶ τὴν συνάντησή του μὲ τὸν γέροντα Ἰγνάτιο. «Ὅταν ἦλθα στὴν Κύπρο, φρόντισα καὶ βρῆκα μερικοὺς ἀνθρώπους φιλάρετους, ποὺ ἐπαινοῦσαν τὴν ἡσυχία καὶ τὸ ἀθόρυβο τῆς Μεγαλονήσου καὶ ἐβεβαίωναν πὼς ὁ πιὸ ἐρημικὸς τόπος εἶναι καὶ ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσκητεύσουν. Δέχθηκα τὰ λόγια τους σὰν ὀρθὰ καὶ τοὺς θερμοπαρακάλεσα νὰ μοῦ ὑποδείξουν ἕνα τέτοιο τόπο γιὰ ἄσκηση. Στὴν παράκλησή μου, μοῦ ὑπέδειξαν τὸν τόπο ὅπου ἦταν κτισμένη ἡ νέα μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸν ἐκεῖ ὑπεύθυνο τὸν γέροντα Ἰγνάτιο. Χωρὶς νὰ χάσω καιρὸ κατευθύνθηκα στὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ζήτησα τὸν πατέρα ποὺ μοῦ συνέστησαν.

– Ὅταν μπῆκα στὸ κελί του, ἔβαλα μετάνοια, ὅπως συνηθίζεται εἰς μοναχούς, καὶ τοῦ φανέρωσα τὸν σκοπό μου. Ἐκεῖνος μὲ προθυμία μὲ καταρίθμησε στὰ λογικά του πρόβατα, καὶ ἀπὸ τότε ἔμεινα μαζί του καὶ τὸν ἀνεγνώριζα πατέρα, πνευματικὸ καὶ καθοδηγητὴ σὲ ὅσα ἔπρεπε νὰ πράττω. Ἐπίσης τὸν παραδέχθηκα σωτήριο διδάσκαλο ὅλων τῶν ὡραίων διδαγμάτων καὶ σταθερὸ χειραγωγὸ στὸν δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Εἶχα ὑπακοὴ σὲ ὅλα τὰ θεάρεστα θελήματά του. Ἀπαρνήθηκα ἐξ ὁλοκλήρου τὸ δικό μου θέλημα, καὶ ἔγινα εἰς ὅλα δικό του χέρι καὶ πόδι, βακτηρία τοῦ γήρατός του, βοηθώντας αὐτὸν καὶ κοπιάζοντας μαζί του γιὰ τὴν περιποίηση καὶ τὴν λειτουργία τῆς Μονῆς».

Τὸ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πρόοδο τῆς Μονῆς ποὺ ἐπέδειξε ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συνάντησής του μὲ τὸν γέροντα Ἰγνάτιο, ἔκαμε τοῦτο νὰ τὸν θεωρήσει ὡς τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία καὶ τὴν εὐθύνη τῆς Μονῆς μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν βεβαιώνουν ἀπόλυτα τὶς ἐλπίδες ποὺ ὁ ἡγούμενος Ἰγνάτιος στήριξε στὸ πρόσωπο τοῦ πολὺ μορφωμένου αὐτοῦ μοναχοῦ.

Ὁ σεβαστὸς αὐτὸς πατέρας, ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὑπῆρξε γιὰ τὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, τῆς Παναγίας τοῦ Μαχαιρᾶ, ὁ φωτεινὸς ὁδηγὸς καὶ καθοδηγητὴς τῆς Ἀδελφότητας στὸν δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της. Αὐτὸς ἀκόμη καὶ ὁ ἄγρυπνος τροφοδότης καὶ συντηρητής της. Τοῦτα τὰ χρόνια ἦταν μία περίοδος πολλῶν δυσκολιῶν γιὰ τοὺς κατοίκους ὁλοκλήρου τῆς νήσου. Μιὰ μεγάλη ἀνομβρία ποὺ βάσταξε τρία ὁλάκερα χρόνια πολὺ βασάνισε τὸ ταλαίπωρο νησί. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν αὐτῆς τῆς περιόδου (1179 – 1181) ὁ στοργικὸς καὶ ἀκούραστος ἀσκητὴς δὲν δυσκολεύθηκε νὰ ἀναλάβει μὲ προθυμίαν ταξίδι στὴν ἀπέναντι τῆς Κύπρου Κιλικία τῆς Μ. Ἀσίας καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ πιστοὺς ὑλικὴ βοήθεια γιὰ τὴν συντήρηση τῆς Μονῆς. (Νείλου «Τυπική» ΙΑ’). Μὲ τὶς ἄοκνες φροντίδες καὶ προσπάθειές του ἡ Μονὴ ὄχι μόνο πέρασε τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ἡμέρες τῶν στερήσεων, ἀλλὰ καὶ συνέχισε μὲ παραδειγματικὸ ζῆλο τὸ πνευματικὸ ἔργο της. Ὅταν δὲ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ κάλεσε πλησίον του τὸν ἤδη γέροντα Ἰγνάτιο (1179), ὁ ἐπίσκοπος Ταμασοὺ Νικήτας ὁ Ἁγιοστεφανίτης σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Ὁρισμοῦ ἐτέλεσε τὴν προχείριση καὶ ἐνθρόνιση τοῦ π. Νείλου ὡς ἡγουμένου τῆς Ἁγίας Μονῆς. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀκάματου καὶ φλογεροῦ αὐτοῦ πατέρα ὡς ἡγουμένου τῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Μαχαιρᾶ, ὄχι μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του σ’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐκάλεσε στὸν ἐπισκοπικὸ Θρόνο τῆς Ταμασοῦ (1209) ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη.

Αὐτὸς μὲ τοὺς νόμους τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἔγραψε (Τυπικὴ Διάταξη) θεμελίωσε οὐσιαστικὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῆς Μονῆς. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἡγούμενος φρόντισε γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῶν προνομίων τῆς Μονῆς ποὺ εἶχε χορηγήσει στοὺς Προκόπιο καὶ Ἰγνάτιο ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Μανουὴλ Κομνηνός. Αὐτὸς ἀκόμη ἀναφέρει ὡς ἡμέρα ποὺ πανηγυρίζει ἡ Μονὴ, τὴν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τὴν 21η Νοεμβρίου.

Μὲ ζῆλο παραδειγματικὸ τόσο αὐτὸς ὅσο καὶ οἱ ὅσιοι πατέρες Νεόφυτος, Προκόπιος καὶ Ἰγνάτιος ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἐξύψωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴν Κύπρο μας. Κατασκλαβωμένες οἱ ἅγιες αὐτὲς μορφὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» ἀπὸ τὴν θυσία δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, πάλαιψαν καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «σύμμορφοι τῶν Χριστοῦ παθημάτων». Ἡ «μέχρις ἐσχάτων» ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο καὶ νυμφίο τῆς ψυχῆς των, τοὺς ἔκαμε τόσο δυνατούς, ὥστε οὔτε ἡ μόνωση τῶν βουνῶν, οὔτε οἱ δυσκολίες τῆς ἀσκήσεως, οὔτε ἡ ἐνθύμηση τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀπολαύσεών του νὰ μπορέσει νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν σκοπό, τὸν ἅγιο σκοπό, ποὺ ἀπὸ νέοι καθόρισαν στὴ ζωή τους. Τὸ ἅγιο παράδειγμα τοὺς ὰς εἶναι πάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας.

Σήμερα μάλιστα, τὸ ἥμισυ τοῦ νησιοῦ μας στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν μπότα τοῦ πιὸ βάρβαρου κατακτητή. Σήμερα ποὺ τὰ ἀγαπημένα μας χωριὰ ἔχουν κυριολεκτικὰ ἐρημωθεῖ καὶ οἱ ἅγιες ἐκκλησιές μας βεβηλώνονται ἀσύγγνωστα καὶ καθημερινὰ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο εἰσβολέα. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ τὴν ἱερὴ κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκαν οἱ αἰῶνες ἔχουμε χρέος καὶ καθῆκον σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ νὰ διαφυλάξουμε. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν δική μας μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Ἂς σηκώσουμε ὑψηλὰ τὴν δάδα τοῦ ἐθνικοῦ μας προορισμοῦ καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ μικρότητες καὶ ἀδυναμίες καὶ μίση καὶ κακίες ἂς ἀγωνισθοῦμε ὁ καθένας, πῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει καὶ δικό μας θέλημα. Καὶ τότε μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς μυριοχαριτόβρυτης Παρθένου, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου μας καὶ μητέρας ὅλων μας, τῶν ἁγίων κτητόρων τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Μονῆς καὶ τῶν δεκάδων Κυπρίων ἁγίων, ἡ ἐλευθερία ἡ βγαλμένη ἀπὸ τὰ κόκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, θὰ ξαναγυρίσει καὶ πάλιν στὰ γνώριμα χώματα τοῦ νησιοῦ μας. Θὰ ἀνοίξουν καὶ πάλιν οἱ ἀραχνιασμένες ἐκκλησιές μας.
Χαρούμενα θὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες τοῦ ἐθνικοῦ μας Πάσχα. Γιατί ἂς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ πὼς «αὐτὴ ἐστὶν ἡ νίκη, ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».

Ἅγιοι Πατέρες, Νεόφυτε, Προκόπιε, Ἰγνάτιε καὶ Νεῖλε, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν τούτη ἡ μέρα νὰ ἔρθει μία ὥρα γρηγορότερα. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Χριστοφόρου τετράδα τῶν Κτιτόρων τιμήσωμεν, οἱ τοῦ Μαχαιρᾶ θείας μάνδρας μονασταὶ ὕμνοις λέγοντες, Νεόφυτε ἡ βάσις τῆς Μονῆς, Ἰγνάτιε ἀσκήσεως κανών, καὶ Προκόπιε θεόφρον, Νεῖλε σοφέ. Κυρίῳ ἱκετεύσατε, ὅπως χαρίσηται ἡμῖν, δύναμιν τὴν τοῦ Πνεύματος, ἴνα φανῶμεν σὺν ὑμῖν, τῆς Βασιλείας σύσκηνοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βάσις ἄσειστος, Μαχαιρᾶ μάνδρας, ἀνεδείχθητε, σεπτοὶ Πατέρες καὶ θείας βιοτῆς χριστοπίνακες, θεῖε Νεόφυτε, τρισμάκαρ Ἰγνάτιε, γέρον Προκόπιε καὶ Νεῖλε πρωτόθρονε, χείρας ἄρατε, θεῷ σὺν τῇ θεομήτορι, πρεσβεύοντες σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Μεγαλυνάριο
Χαίρεις τῶν ὁσίων σεπτὴ τετράς, Μαχαιριωτίσσης, Μάνδρας θείας οἱ ἰδρυταί, σὺν τῷ Νεοφύτῳ, Ἰγνάτιε καὶ Νεῖλε, Προκόπιε τε μάκαρ, ἡμῶν οἱ ἔφοροι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: