Ὁμιλία
στὴν Η´Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ
(καλοῦ Σαμαρείτη)
«πορεύου καὶ σὺ
ποίει ὁμοίως»
Μ᾽αὐτὰ τὰ λόγια ἐπισφραγίζει ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστός, τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Τὰ λόγια δὲ αὐτὰ ἀπευθύνονται
πρὸς ἕνα νομικὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε
περιπαικτικὰ
τὸν Κύριο τί νὰ κάνει γιὰ νὰ κληρονομήσει
τὴν αἰώνιο ζωή.
Κι ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν νομικὸ ὅτι γιὰ νὰ κληρονομήσει
τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν χρειάζεται
νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ δεκαλόγου,
μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ὁ νομικὸς ρώτησε τὸ Χριστὸ «τίς ἐστιν μου
πλησίον;» Λαμβάνοντας δὲ
ἀφορμὴ ὁ Χριστὸς ἀπ᾽αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, τὸ πονηρὸ αὐτὸ ἐρώτημα, τοῦ νομικοῦ εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Κάποιος Ἰουδαῖος, λέει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
κατέβαινε ἀπὸ τὰ
Ἱεροσόλυμα πρὸς τὴν
Ἱεριχὼ ἔπεσε σὲ
ἐνέδρα ληστῶν. Καὶ
λέμε κατέβαινε γιατὶ ἡ πόλις τῶν
Ἱεροσολύμων εἶναι κτισμένη ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν
πόλη τῆς Ἱεριχοῦς.
Καὶ οἱ ληστὲς
τοῦ ἔκλεψαν ὅ,τι
εἶχε πάνω του· τοῦ πῆραν
ἀκόμα καὶ τὰ
ροῦχα του· τὸν κτύπησαν· τὸν πλήγωσαν καὶ τὸν
ἄφησαν ἑτοιμοθάνατο. Πέρασε κατόπιν ἀπὸ τὸ
δρόμο, ποὺ ἦταν πεσμένος ὁ δυστυχισμένος αὐτὸς Ἰουδαῖος, ἕνας Ἱερεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Θὰ
περιμέναμε νὰ δείξει συμπάθεια καὶ νὰ σπεύσει σὲ βοήθεια τοῦ συνανθρώπου του. Κι ὅμως· αὐτὸς προσπέρασε καὶ ἔφυγε. Πέρασε ἔπειτα κι ἕνας Λευΐτης, ἕνας ὐπηρέτης τοῦ ναοῦ τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ
κι αὐτὸς εἶδε
τὸν «ἐμπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» καὶ ἔφυγε. Τελικά, ὅμως, βρέθηκε κάποιος νὰ δείξει ἔμπρακτα
τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν πάσχοντα αὐτὸν ἄνθρωπο.
Ποιός; Ἕνας φαινομενικὰ ἐχθρός του· ἕνας Σαμαρείτης. Δὲν περίμενε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ
βρεῖ ἀγάπη ἀπὸ ἕναν Σαμαρείτη, γιατὶ οἱ Σαμαρεῖτες
μὲ τοὺς Ἰουδαίους
οὔτε χαιρετισμὸ ἀντάλλασαν μεταξύ τους. Κι ὅμως· αὐτὸς ὁ
Σαμαρείτης πλησίασε τὸν πεσμένο καὶ αἱμόφυρτο αὐτὸ Ἰουδαῖο,
ἄλειψε μὲ λάδι τὶς
πληγές του, ἐπούλωσε τὰ τραύματά του, τὰ ἔδεσε μὲ
πρόχειρους ἐπιδέσμους, τὸν ἔβαλε στὸ
ζῶο του καὶ τὸν
πῆγε στὸ πλησιέστερο πανδοχεῖο. Φεύγοντας ὅμως ἔδωσε
στὸ ξενοδόχο καὶ χρήματα γιὰ νὰ προσέξει τὸν ἄγνωστο διαβάτη καὶ ὅταν θὰ
ἐπέστρεφε θὰ τοῦ
ἔδιδε ὅσα –τυχὸν-ἐπιπλέον χρήματα χρειάζονταν γιὰ τὴ νοσηλεία του. Τέτοια ἀγάπη ἔδειξε στὸν
φαινομενικὰ ἐχθρό του ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου. Γι᾽αὐτὸ καὶ
ὁ Χριστὸς τελείωσε τὴν παραβολὴ συμβουλεύοντας τὸν νομικὸ νὰ
κάνει τὸ ἴδιο μ᾽ὅτι
ἔκανε ὁ Σαμαρείτης.
Τὴν ἴδια, ὅμως, συμβουλὴ δίνει ὁ
Κύριος καὶ πρὸς
ἐμᾶς, ἀδελφοί.
Πῶς ὅμως; Μὲ
ποιὸ τρόπο θὰ δείχνουμε ἀγάπη πρὸς τοὺς
συνανθρώπους μας; Τὸ παράδειγμα μᾶς τὸ δίνει ὁ
καλὸς Σαμαρείτης.
Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ
ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται μόνο στὰ λόγια. Ἡ
πίστη, ὅπως καὶ ἡ ἀγάπη, ἄν
δὲν συνοδεύται ἀπὸ ἔργα ἀγάπης
δὲν ὠφελεῖ
τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό μας. «Τεκνία», μᾶς λέει ὁ
εὐαγγελιστὴς τῆς
ἀγάπης, «μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ, μηδὲ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ». (Α´Ἰω. 3,18) Ὁ φτωχὸς
θέλει βοήθεια. Ὁ πεινασμένος ψωμί. Ὁ γυμνὸς ἔνδυμα.
Ὁ φυλακισμένος ἐπίσκεψη. Ὁ ἄρρωστος νὰ σταθοῦμε κοντά του. Ὁ κατάκοιτος νὰ τοῦ
συμπαρασταθοῦμε. Τὸ
χρέος τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας πρὸς τοὺς
πάσχοντες συνανθρώπους μας μᾶς τὸ
ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγοντας: «Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς ἤ ἀδελφὴ δὲν ἔχουν νὰ ντυθοῦν καὶ νὰ συντηρηθοῦν, καὶ κάποιος ἀπὸ σᾶς τοὺς πεῖ, ᾽᾽πηγαίνετε στὸ καλό, ζεσταθεῖτε καὶ χορτασθεῖτε᾽᾽, καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὸ σῶμα, ποιὸ τὸ ὄφελος;» (Ἰακ. 2,15-16)
Τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ μᾶς
διδάσκει αὐτὴ ἡ παραβολὴ
τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη εἶναι ὅτι ἡ
ἀγάπη μας πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται ἄμεσα. Ὅσο πιὸ
πιεστικότερη εἶναι ἡ
ἀνάγκη τόσο γρηγορότερα ὀφείλουμε
νὰ ἀγαποῦμε.
Μόλις ὁ Σαμαρείτης εἶδε τὸν
πληγωμένο Ἰουδαῖο
ἔτρεξε κοντά του καὶ πρόσφερε ἀμέσως τὴν βοήθεια του. Πῆγε, δηλ. ὁ ἴδιος κοντὰ στὸν πάσχοντα καὶ δὲν ἦρθε
ὁ ἄρρωστος σ᾽αὐτόν. Ἔτσι
καὶ μεῖς ὀφείλουμε
νὰ ψάχνουμε τοὺς πάσχοντες συνανθρώπους μας. Νὰ μὴ περιμένουμε νὰ κτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας ὀ
ἐνδεὴς συνάνθρωπός μας. Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὑπάρχουν
πολλοὶ ἀναξιοπαθοῦντες συνάνθρωποί μας ποὺ
ἡ ἀξιοπρέπειά τους δὲν τοὺς ἀφήνει
νὰ δημοσιοποιοῦν τὸ
πρόβλημά τους.
Ὁ Σαμαρείτης δὲν εἶπε
«εἶμαι βιαστικός. Πρέπει νὰ
φτάσω ἔγκαιρα στὸν προορισμό μου». Οὔτε καὶ σκέφθηκε νὰ ἀναθέσει σὲ ἄλλον τὸ
καθῆκον τῆς ἀγάπης.
Μόνος του πῆρε τὸν
πληγωμένο καὶ τὸν
πῆγε στὸ πανδοχεῖο.
Ἀκόμα ἡ ἀγάπη μας πρέπει νὰ εἶναι ἀποτελεσματική.
Ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἀρκέστηκε μόνο νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ
ζῶο του, νὰ πλύνει τὶς πληγὲς καὶ
νὰ δέσει τὰ τραύματα τοῦ «ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», ἀλλὰ τὸν
ἀνέβασε στὸ ζῶο
του καὶ τὸν πῆγε
στὸ πανδοχεῖο, ἔτσι
κι ἐμεῖς νὰ
μὴν δίνουμε κάτι στὸ φτωχὸ
γιὰ νὰ τὸν
ξεφορτωθοῦμε· νὰ
μὴ δίνουμε δηλ. κάτι γιὰ τὰ
μάτια τοῦ κόσμου. Ὡς χριστιανοί, ποὺ εἴμαστε,
ὀφείλουμε νὰ μεταχειριζώμαστε κάθε μέσο ποὺ ἔχουμε στὴ
διάθεσή μας προκειμένου νὰ ἀνακουφίσουμε πραγματικὰ τὸν πόνο του.
Ἡ ἀγάπη μας ἀκόμα νὰ δραστηριοποιεῖται ἄφοβα. Ὁ
Σαμαρείτης γνώριζε ὅτι σ᾽ἐκεῖνα τὰ μέρη ποὺ
ἦταν ὁ πληγωμένος καὶ ἑτοιμοθάνατος Ἰουδαῖος ὑπῆρχαν πολλοὶ ληστές. Δὲν φοβήθηκε, ὅμως, μήπως βγοῦν ἀπὸ τὰ
κρυσφύγετά τους καὶ πάθει τὰ
ἴδια μὲ τὸν
ἄνθρωπο αὐτό. Γιατὶ
μᾶς λέει ὁ μαθητὴς
τῆς ἀγάπης, ὁ
ἅγ. Ἰωάννης, «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾽ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον». (Α´Ἰω. 4,18)
Γι᾽αὐτὸ καὶ
μεῖς ἀσκώντας τὸ χρέος τῆς ἀγάπης
τίποτε δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε. Οὔτε τὰ
πικρόχολα σχόλια μερικῶν συνανθρώπων μας, οὔτε οἱ εἰρωνείες
ἤ οἱ οἱ
κατηγορίες, ποὺ ἀβασάνιστα μερικοὶ ἐκτοξεύουν νὰ μᾶς πτωοῦν.
Καὶ τέλος, ἡ ἀγάπη μας πρέπει νὰ εἶναι ἀνιδιοτελής.
Ἡ ἀγάπη, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος,
«οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α´Κορ. 13,5). Τὶ σημαίνει, ὅμως, ἀνιδιοτέλεια;
Ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη
εἶναι αὐτὴ ποὺ
γίνεται ὄχι γιὰ
τὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ
μας συμφέροντος. Πολλοὶ συνάνθρωποί μας προβάλλουν στὰ Μ.Μ.Ε. τὶς ἀγαθοεργίες
τους γιὰ νὰ δείξουν τὸ ἔργο τους. Ἡ προβολὴ αὐτή,
ὅμως, ταπεινώνει καὶ πληγώνει τοὺς συνανθρώπους ποὺ ὑποφέρουν καὶ τοὺς ὁποίους-ὑποτίθεται- ἐπιθυμοῦμε
νὰ ἀνακουφίσουμε. Ἡ προβολὴ αὐτὴ γίνεται μόνο πρὸς τὸ «θεαθῆναι
τοῖς ἀνθρώποις». Γι᾽αὐτὸ καὶ
ὁ Θεὸς δὲν
ἐπιβραβεύει αὐτὲς τὶς
καλές μας πράξεις. Ἄλλωστε, ὁ
Χριστὸς εἶπε ὅτι
τὸ ἕνα χέρι νὰ μὴ γνωρίζει τί πράττει τὸ ἄλλο.
Ἀγαπητοί μου! Πρέπει, τέλος, νὰ
δοῦμε ποιὸς εἶναι
ὁ καλὸς Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ
Κυρίου. Ὁ καλὸς
Σαμαρείτης εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἄφησε τοὺς
οὐρανούς, ἦρθε στῆ
γῆ μας, ἔγινε ἄνθρωπος,
δίδαξε καὶ θαυματούργησε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἦταν οἱ ἄνθρωποι κτυπημένοι ἀπὸ τοὺς
νοητοὺς ληστές, τοὺς δαίμονες καὶ ὁ Χριστὸς
ἐπούλωσε τὰ τραύματα ποὺ ἄνοιξε ἡ
ἁμαρτία. Καὶ ἔπειτα ὁ
Χριστὸς πῆρε τὸν
ἄνθρωπο καὶ τὸν
ἔβαλε στὸ Πανδοχεῖο
Του, τὸ ὁποῖο
εἶναι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
Καὶ στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος παίρνει μέσα Του τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ποὺ τὸν βάζουν στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Χρέος, ἑπομένως, ὅλων τῶν
χριστιανῶν εἶναι
νὰ παραδειγματιστοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης τοῦ
Κυρίου μας πρὸς τὸν
ἄνθρωπο καὶ νὰ
ἔχουμε τέτοια ἀγάπη, ποὺ
νὰ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸ κόσμο. Ναί, ἀδελφοί μου, νὰ τοὺς
ἀγαποῦμε ὅλους
γιατὶ ὅλοι μεταξύ μας εἴμαστε ἀδέλφια. Ἀμὴν!
*
* *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου