ΙΩΒ 5
Ιωβ. 5,1 Ἐπικάλεσαι δέ, εἴ τίς σοι ὑπακούσεται, ἢ εἴ τινα ἀγγέλων ἁγίων ὄψῃ·
Ιωβ. 5,1 Καλεσε εις βοήθειάν σου, εάν υπάρχη κάποιος, ο οποίος θα σε ακούση και θα σπεύση να σε βοηθήση, η εάν θα σο εμφανισθή κανένας από τους αγίους αγγέλους. Κανείς δεν θα έλθη, διότι ευρίσκεσαι εν τω αδίκω.
Ιωβ. 5,2 καὶ γὰρ ἄφρονα ἀναιρεῖ ὀργή, πεπλανημένον δὲ θανατοῖ ζῆλος,
Ιωβ. 5,2 Τον ασύνετον και ασεβή τον φονεύει η ασυγκράτητος αγανάκτησίς του. Τον δε από την αμαρτίαν πλανώμενον τον θανατώνει ο φθόνος και το πάθος του.
Ιωβ. 5,3 ἐγὼ δὲ ἑώρακα ἄφρονας ῥίζαν βάλλοντας, ἀλλ᾿ εὐθέως ἐβρώθη αὐτῶν ἡ δίαιτα.
Ιωβ. 5,3 Εγώ, βέβαια, έχω ίδει ανθρώπους, που ζουν εις αφροσύνην και αμαρτίαν, να ριζοβολούν και να ευδοκιμούν. Αλλά πολύ γρήγορα διεβρώθη και κατεστράφη η κατοικία των και η ζωη των.
Ιωβ. 5,4 πόῤῥω γένοιντο οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἀπὸ σωτηρίας, κολαβρισθείησαν δὲ ἐπὶ θύραις ἡσσόνων, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐξαιρούμενος·
Ιωβ. 5,4 Δεν θα υπάρξη σωτηρία δια τα παιδιά των. Θα ποδοπατηθούν δε εμπρός εις τας πύλας ανθρώπων κατωτέρων και ασθενέστερων από αυτούς. Και δεν θα υπάρχη κανείς να τους γλυτώση από την συμφοράν και τον όλεθρον.
Ιωβ. 5,5 ἃ γὰρ ἐκεῖνοι συνήγαγον, δίκαιοι ἔδονται, αὐτοὶ δὲ ἐκ κακῶν οὐκ ἐξαίρετοι ἔσονται. ἐκσιφωνισθείη αὐτῶν ἡ ἰσχύς·
Ιωβ. 5,5 Θα φύγουν από τα χέρια των, όσα οι ασεβείς συνεκέντρωσαν. Οι δίκαιοι θα τα φάγουν και θα τα απολαύσουν. Αυτοί δε οι ίδιοι οι ασεβείς δεν θα διαφύγουν τας συμφοράς. Η δύναμίς των και η δόξα των θα αναρροφηθή σαν από σίφωνα και θα εξαφανισθή
Ιωβ. 5,6 οὐ γὰρ μὴ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς γῆς κόπος, οὐδὲ ἐξ ὀρέων ἀναβλαστήσει πόνος·
Ιωβ. 5,6 Ο Θεός είναι, που αποστέλλει τας θλίψεις, διότι ποτέ δεν φυτρώνει μόνος του από την γην ο κόπος, ούτε από τα βουνά αυτομάτως βλαστάνει ο πόνος ωσάν το χορτάρι.
Ιωβ. 5,7 ἀλλὰ ἄνθρωπος γεννᾶται κόπῳ, νεοσσοὶ δὲ γυπὸς τὰ ὑψηλὰ πέτονται.
Ιωβ. 5,7 Αλλά ο άνθρωπος εξ αιτίας της αμαρτωλότητος, που τον έχει δηλητηριάσει, γεννάται, δια να κοπιάζη και πονή, και μόνον οι νεοσσοί του γυπός πετούν υψηλά.
Ιωβ. 5,8 οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἐγὼ δεηθήσομαι Κυρίου, Κύριον δὲ τῶν πάντων δεσπότην ἐπικαλέσομαι,
Ιωβ. 5,8 Παρ' όλον όμως τούτο, εγώ αν περιπέσω εις θλίψιν, θα παρακαλέσω θερμώς τον Κυριον, ναι τον Κυριον και κυρίαρχον των πάντων θα επικαλεσθώ με θερμήν προσευχήν·
Ιωβ. 5,9 τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός·
Ιωβ. 5,9 αυτόν, ο οποίος πράττει μεγάλα, ανεξιχνίαστα και ανεξερεύνητα από την ανθρωπίνην διάνοιαν, ένδοξα και έκτακτα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός.
Ιωβ. 5,10 τὸν διδόντα ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν, ἀποστέλλοντα ὕδωρ ἐπὶ τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν·
Ιωβ. 5,10 Αυτόν, ο οποίος χορηγεί την ευεργετικήν βροχήν εις την γην και αποστέλλει το ύδωρ εις όλην την υπ' ουρανόν.
Ιωβ. 5,11 τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος, καὶ ἀπολωλότας ἐξεγείροντα·
Ιωβ. 5,11 Ανορθώνει και τοποθετεί εις μέγα ύψος δόξης τους ταπεινούς ανθρώπους. Ανεγείρει και ενδυναμώνει αυτούς, που φαίνονται ότι είναι χαμένοι.
Ιωβ. 5,12 διαλλάσσοντα βουλὰς πανούργων, καὶ οὐ μὴ ποιήσουσιν αἱ χεῖρες αὐτῶν ἀληθές.
Ιωβ. 5,12 Αυτόν, ο οποίος ματαιώνει και διαλύει τα πονηρά σχέδια των πανούργων ανθρώπων και των οποίων τα χέρια ποτέ δεν εκτείνονται, δια να πράξουν το αληθές, το σύμφωνον προς το θέλημα του Κυρίου.
Ιωβ. 5,13 ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν·
Ιωβ. 5,13 Αυτόν, που συλλαμβάνει τους καυχωμένους δια την σοφίαν των, ματαιώνει δε τα σχέδια και τας αποφάσεις των πονηρών ανθρώπων.
Ιωβ. 5,14 ἡμέρας συναντήσεται αὐτοῖς σκότος, τὸ δὲ μεσημβρινὸν ψηλαφήσαισαν ἴσα νυκτί.
Ιωβ. 5,14 Και έτσι αυτοί ομοιάζουν προς εκείνους, που κατά την διάρκειαν της ημέρας καταλαμβάνονται από το σκότος, κατά δε την μεσημβρίαν ψηλαφούν, όπως κατά την νεφελώδη σκοτεινήν νύκτα.
Ιωβ. 5,15 ἀπόλοιντο δὲ ἐν πολέμῳ, ἀδύνατος δὲ ἐξέλθοι ἐκ χειρὸς δυνάστου·
Ιωβ. 5,15 Θα νικηθούν και θα εξολοθρευθούν στον πόλεμόν των. Ο δε ασθενής και αδύνατος θα εξέλθη σώος και ελεύθερος από τα χέρια του τυράννου του.
Ιωβ. 5,16 εἴη δὲ ἀδυνάτῳ ἐλπίς, ἀδίκου δὲ στόμα ἐμφραχθείη.
Ιωβ. 5,16 Ελπίς δι' αυτόν τον αδύνατον θα είναι ο Θεός, το δε συκοφαντικόν στόμα του αδίκου θα φραχθή και θα κλείση.
Ιωβ. 5,17 μακάριος δὲ ἄνθρωπος, ὃν ἤλεγξεν ὁ Κύριος, νουθέτημα δὲ Παντοκράτορος μὴ ἀπαναίνου·
Ιωβ. 5,17 Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον παιδαγωγικώς ετιμώρησεν ο Κυριος. Αυτήν δε την παιδαγωγίαν του Παντοκράτορος Κυρίου συ, ω άνθρωπε, μη την αποστραφής ποτέ.
Ιωβ. 5,18 αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν· ἔπαισε, καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἰάσαντο.
Ιωβ. 5,18 Ο Θεός, δια την πνευματικήν μας ωφέλειαν, μας κάμνει να πονούμεν, αλλά και πάλιν μας επαναφέρει εις την προτέραν ειρηνικήν κατάστασιν. Μας εκτύπησε με τας θλίψεις, αλλά με τα ίδια του τα χέρια μας εθεράπευσε.
Ιωβ. 5,19 ἑξάκις ἐξ ἀναγκῶν σε ἐξελεῖται, ἐν δὲ τῷ ἑβδόμῳ οὐ μὴ ἅψηταί σου κακόν.
Ιωβ. 5,19 Πολλές φορές θα σε γλυτώση από τας ανάγκας και θλίψεις· και αν ακόμη επακολουθήσουν άλλαι, δεν θα σε εγγίση και δεν θα σε καταβάλη κάτι κακόν.
Ιωβ. 5,20 ἐν λιμῷ ῥύσεταί σε ἐκ θανάτου, ἐν πολέμῳ δὲ ἐκ χειρὸς σιδήρου λύσει σε.
Ιωβ. 5,20 Εις καιρόν λιμού θα σε γλυτώση από τον εκ πείνης θάνατον και εις καιρόν πολέμου θα λύση τα σιδηρά δεσμά της αιχμαλωσίας από τα χέρια σου.
Ιωβ. 5,21 ἀπὸ μάστιγος γλώσσης σε κρύψει, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς ἀπὸ κακῶν ἐρχομένων.
Ιωβ. 5,21 Θα σε προφυλάξη και θα σε σκεπάση από το μαστίγιον συκοφαντικής και αδίκου γλώσσης και δεν θα φοβηθής από οιονδήποτε επερχόμενον κακόν.
Ιωβ. 5,22 ἀδίκων καὶ ἀνόμων καταγελάσῃ, ἀπὸ δὲ θηρίων ἀγρίων οὐ μὴ φοβηθῇς·
Ιωβ. 5,22 Θα γελάς με τας απειλάς και τα πονηρά σχέδια των αδίκων και των παρανόμων, διότι θα βλέπης πόσον αδύνατοι είναι αυτοί εμπρός στον παντοδύναμον Θεόν. Και από αυτά ακόμη τα άγρια θηρία δεν έχεις να φοβηθής τίποτε,
Ιωβ. 5,23 θῆρες γὰρ ἄγριοι εἰρηνεύσουσί σοι.
Ιωβ. 5,23 διότι και τα αγρία θηρία θα είναι ειρηνικά μαζή σου.
Ιωβ. 5,24 εἶτα γνώσῃ ὅτι εἰρηνεύσει σου ὁ οἶκος, ἡ δὲ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου οὐ μὴ ἁμάρτῃ.
Ιωβ. 5,24 Επειτα δέ, εφ' όσον θα είσαι άνθρωπος του Θεού, θα μάθης εξ αυτών τούτων των πραγμάτων, ότι το σπίτι σου θα ζη εν ειρήνη, διότι θα έχη την ευλογίαν του Θεού. Και από το σπίτι σου δεν θα λείψη τίποτε από εκείνα, που χρειάζονται προς διατροφήν σου.
Ιωβ. 5,25 γνώσῃ δὲ ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, τὰ δὲ τέκνα σου ἔσται ὥσπερ τὸ παμβότανον τοῦ ἀγροῦ.
Ιωβ. 5,25 Θα ίδης πολλούς απογόνους, τα δε παιδιά σου θα μεγαλώνουν, θα πληθύνονται, θα είναι θαλλερά ωσάν την πολυποίκιλον χλόην που φυτρώνει πολυπληθής στους αγρούς
Ιωβ. 5,26 ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος ἢ ὥσπερ θιμωνία ἅλωνος καθ᾿ ὥραν συγκομισθεῖσα.
Ιωβ. 5,26 Θα έλθης δε στον τάφον όχι προώρα, αλλά εις γήρας βαθύ, ωσάν τον μεστωμένον σίτον, που θερίζεται στον καιρόν του, ωσάν την θημωνιάν του αλωνιού. Που συγκομίζεται εις την ώραν της.
Ιωβ. 5,27 ἰδοὺ ταῦτα οὕτως ἐξιχνιάσαμεν, ταῦτά ἐστιν ἃ ἀκηκόαμεν· σὺ δὲ γνῶθι σεαυτῶ εἴ τι ἔπραξας.
Ιωβ. 5,27 Ιδού, αυτά έτσι τα ερευνήσαμεν και τα εμάθαμεν. Τα ιδια έχομεν ακούσει από τους προγόνους μας, από την παράδοσίν μας. Συ δε τώρα σκέψου τον εαυτόν σου και ερεύνησε, μήπως κάτι κακόν έπραξες.
ΙΩΒ 6
Ιωβ. 6,1 Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·
Ιωβ. 6,1 Επῇρεν ακολούθως τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·
Ιωβ. 6,2 εἰ γάρ τις ἱστῶν στήσαι μου τὴν ὀργήν, τὰς δὲ ὀδύνας μου ἄραι ἐν ζυγῷ ὁμοθυμαδόν,
Ιωβ. 6,2 “εάν κανείς θελήση να ζυγίση την θείαν εναντίον μου οργήν και μαζή με όλας τας οδύνας μου την τοποθετήση στον ένα δίσκον του ζυγού,
Ιωβ. 6,3 καὶ δὴ ἄμμου παραλίας βαρυτέρα ἔσται. ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε τὰ ῥήματά μού ἐστι φαῦλα·
Ιωβ. 6,3 εις δε τον άλλον την άμμον της θαλάσσής, θα έβλεπεν ότι η θεία οργή και αι θλίψεις μου είναι βαρύτεροι από την άμμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Φαίνεται όμως ότι τα λόγια των παραπόνων μου είναι απρεπή και άσεμνά.
Ιωβ. 6,4 βέλη γὰρ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μού ἐστιν, ὧν ὁ θυμὸς αὐτῶν ἐκπίνει μου τὸ αἷμα· ὅταν ἄρξωμαι λαλεῖν, κεντοῦσί με.
Ιωβ. 6,4 Τα βέλη όμώς του Κυρίου έχουν εμπηχθή στο σώμα μου και η δριμύτης των μου πίνει το αίμα. Οταν δε αρχίζω να ομιλώ, εκείνα με κεντούν οδινηρώς.
Ιωβ. 6,5 τί γάρ; μὴ διακενῆς κεκράξεται ὄνος ἄγριος, ἀλλ᾿ ἢ τὰ σῖτα ζητῶν; εἰ δὲ καὶ ῥήξει φωνὴν βοῦς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα;
Ιωβ. 6,5 Τι λοιπόν; Μηπως, τάχα, ο άγριος όνος φωνάζει αναιτίως, πάρα μόνο εάν πεινά και ζητή την τροφήν του; Μηπως το βόϊδι αφήνει την ισχυράν κραυγή του, όταν υπάρχη η τροφή του εις την φάτνην του; Οχι.
Ιωβ. 6,6 εἰ βρωθήσεται ἄρτος ἄνευ ἁλός; εἰ δὲ καὶ ἔστι γεῦμα ἐν ῥήμασι κενοῖς;
Ιωβ. 6,6 Μηπως τρώγετε ευχαρίστως ψωμί χωρίς άλατι; Οχι. Μηπως ημπορεί ποτέ να παρατεθή γεύμα με άδεια λόγια και χωρίς τρόφιμα;
Ιωβ. 6,7 οὐ δύναται γὰρ παύσασθαί μου ἡ ὀργή· βρόμον γὰρ ὁρῶ τὰ σῖτά μου ὥσπερ ὀσμὴν λέοντος·
Ιωβ. 6,7 Λέγω αυτά, διότι δεν ημπορεί να εξαλειφθή η αηδία και η δυσφορία, που μου προκαλούν τα φαγητά. Σαν βρώμην, με την οποίαν τρέφονται τα ζώα και οχι άνθρωποι βλέπω τας τροφάς μου και η μυρωδιά των μου προκαλεί αηδίαν, όπως η δυσώδης αποφορά του λέοντος.
Ιωβ. 6,8 εἰ γὰρ δώῃ καὶ ἔλθοι μου ἡ αἴτησις, καὶ τὴν ἐλπίδα μου δώῃ ὁ Κύριος.
Ιωβ. 6,8 Είθε να ευδοκήση ο Κυριος και εκπληρωθή το προ αυτόν αίτημά μου. Είθε να μου δώση ο Κυριος αυτό, που ποθώ και ελπίζω.
Ιωβ. 6,9 ἀρξάμενος ὁ Κύριος τρωσάτω με, εἰς τέλος δὲ μή με ἀνελέτω.
Ιωβ. 6,9 Ο Κυριος, ο οποίος ήρχισε να με κτυπά με τας θλίψεις, ας με κτυπήση ακόμη εφ' όσόν το θέλει. Αλλάα ας μη μου στείλη εν τέλει τον θάνατον.
Ιωβ. 6,10 εἴη δέ μου πόλις τάφος, ἐφ᾿ ἧς ἐπὶ τειχέων ἡλλόμην ἐπ᾿ αὐτῆς, οὐ φείσομαι· οὐ γὰρ ἐψευσάμην ῥήματα ἅγια Θεοῦ μου.
Ιωβ. 6,10 Είθε ο τάφος μου να είναι εντός της πόλεως, εις τα τείχη της οποίας ως παιδίον επηδούσα και έπαιζα. Δεν θα λυπηθώ τότε. Ζητώ τούτο, διότι δεν εφέρθην με δολιότητα απέναντι του Θεού, ούτε διέψευσα με παραβάσεις της ζωής μου τα άγια λόγια του.
Ιωβ. 6,11 τίς γάρ μου ἡ ἰσχύς, ὅτι ὑπομένω; ἢ τίς μου ὁ χρόνος, ὅτι ἀνέχεταί μου ἡ ψυχή;
Ιωβ. 6,11 Επικαλούμαι τον θάνατον, διότι πόση και ποία είναι η δύναμις και η αντοχή μου, δια να υπομένω τόσα βάσανα; Επί πόσον χρόνον ακόμη η ψυχή μου θα ανέχεται την ταλαιπωρίαν αυτήν;
Ιωβ. 6,12 μὴ ἰσχὺς λίθων ἡ ἰσχύς μου; ἢ αἱ σάρκες μού εἰσι χάλκεαι;
Ιωβ. 6,12 Μηπως, τάχα, ο δύναμίς μου έχει την αντοχήν των λίθων η αι σάρκες μου είναι καμωμένες από χαλκόν, ώστε να είναι αναίσθητοι στον πόνον;
Ιωβ. 6,13 ἢ οὐκ ἐπ᾿ αὐτῷ ἐπεποίθειν; βοήθεια δὲ ἀπ᾿ ἐμοῦ ἄπεστιν.
Ιωβ. 6,13 Εις τον Κυριον δεν είχα έως τώρα στηρίξει την πεποίθησιν και την ελπίδα μου; Και όμως κάθε βοήθεια απεμακρύνθη από εμέ.
Ιωβ. 6,14 ἀπείπατό με ἔλεος, ἐπισκοπὴ δὲ Κυρίου ὑπερεῖδέ με.
Ιωβ. 6,14 Ευσπλαγχνία εκ μέρους Θεού και ανθρώπων με απηρνήθη. Η δε στοργική επίσκεψις του Κυρίου με παρέβλεψε.
Ιωβ. 6,15 οὐ προσεῖδόν με οἱ ἐγγύτατοί μου· ὥσπερ χειμάῤῥους ἐκλείπων ἢ ὥσπερ κῦμα παρῆλθόν με.
Ιωβ. 6,15 Και οι πλέον στενοί συγγενείς μου δεν έρριψαν ούτε ένα βλέμμα συμπαθείας εις εμέ. Επέρασαν από εμπρός μου σαν τον χείμαρρον, που φεύγει γρήγορα και εγκαταλείπει την κοίτην του. Ωσάν το κύμα με αντιπαρήλθον.
Ιωβ. 6,16 οἵτινές με διευλαβοῦντο, νῦν ἐπιπεπτώκασί μοι ὥσπερ χιὼν ἢ κρύσταλλος πεπηγώς·
Ιωβ. 6,16 Εκείνοι που άλλοτε είχαν μεγάλον σεβασμόν και εκτίμησιν προς εμέ, με συνήντησαν τόσον κρύοι και παγωμένοι, όσον κρύο είναι το χιόνι και ο παγωμένος κρύσταλλος.
Ιωβ. 6,17 καθὼς τακεῖσα θέρμης γενομένης οὐκ ἐπεγνώσθη ὅπερ ἦν,
Ιωβ. 6,17 Οπως όταν από την θερμότητα του ηλίου λυώνη το χιόνι και δεν φαίνεται τι ήτο αυτό προηγουμένως,
Ιωβ. 6,18 οὕτω κἀγὼ καταλείφθην ὑπὸ πάντων. ἀπωλόμην δὲ καὶ ἔξοικος ἐγενόμην.
Ιωβ. 6,18 έτσι και εγώ εγκατελείφθην από όλους. Εχω χαθή πλέον δι' αυτούς και ευρίσκομαι μακράν από το σπίτι μου.
Ιωβ. 6,19 ἴδετε ὁδοὺς Θαιμανῶν, ἀτραποὺς Σαβῶν, οἱ διορῶντες·
Ιωβ. 6,19 Ιδέτε τας πορείας των Θαιμανών, ιδέτε τας δυσβάτους ατραπούς των Σαβαίων, πως πορευόμενοι δια μέσου καυστικών ερήμων τόπων ποθούν δροσερόν ύδωρ. Ετσι και εγώ επόθησα ως δροσερόν ύδωρ την παρηγορίαν.
Ιωβ. 6,20 καὶ αἰσχύνην ὀφειλήσουσιν οἱ ἐπὶ πόλεσι καὶ χρήμασι πεποιθότες.
Ιωβ. 6,20 Εκείνοι που στηρίζουν την πεποίθησίν των εις τας οχυράς πόλεις των και εις τα πλούτη των, θα πληρώσουν την πεποίθησιν των αυτήν με καταισχύνην.
Ιωβ. 6,21 ἀτὰρ δὲ καὶ ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως, ὥστε ἰδόντες τὸ ἐμὸν τραῦμα φοβήθητε·
Ιωβ. 6,21 Τωρα δε και σεις οι φίλοι μου έχετε επιτεθή εναντίον μου χωρίς οίκτον, χωρίς ευσπλαγχνίαν, ώστε όταν είδατε την συμφοράν μου, κατελήφθητε από φόβον και τρόμον.
Ιωβ. 6,22 τί γάρ; μή τι ἡμᾶς ᾔτησα ἢ τῆς παρ᾿ ὑμῶν ἰσχύος ἐπιδέομαι,
Ιωβ. 6,22 Διατί αυτή η συμπεριφορά σας; Μηπως εγώ εζήτησα κάτι το υλικόν από σας, η ευρέθηκα εις ανάγκην και επεκαλέσθην την δύναμίν σας,
Ιωβ. 6,23 ὥστε σῶσαί με ἐξ ἐχθρῶν ἢ ἐκ χειρὸς δυναστῶν ῥύσασθαί με;
Ιωβ. 6,23 ώστε να με σώσετε από τους εχθρούς μου η να με γλυτώσετε από τας χείρας των τυράννων;
Ιωβ. 6,24 διδάξατέ με, ἐγὼ δὲ κωφεύσω· εἴ τι πεπλάνημαι, φράσατέ μοι.
Ιωβ. 6,24 Διδάξατέ με και πληροφορήσατέ με. Εγώ δε ωσάν κωφός δεν θα ανοίξω το στόμα μου. Εάν εις κάτι έχω πλανηθή, είπατέ το ελευθέρως.
Ιωβ. 6,25 ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε, φαῦλα ἀληθινοῦ ῥήματα, οὐ γὰρ παρ᾿ ὑμῶν ἰσχὺν αἰτοῦμαι·
Ιωβ. 6,25 'Αλλα, όπως φαίνεται, είναι απρεπή και άσχημα τα λόγια εκείνου, ο οποίος λέγει την αλήθειαν. Την αλήθειαν είπατε, διότι εγώ δεν ζήτω να με ενισχύσετε με την ιδικήν σας δύναμιν,
Ιωβ. 6,26 οὐδὲ ἔλεγχος ὑμῶν ῥήμασί με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν φθέγμα ῥήματος ἀνέξομαι.
Ιωβ. 6,26 ούτε όμως και ο έλεγχος τον οποίον ενδεχομένως απευθύνετε προς εμέ θα σταματήση τα λόγια των παραπόνων μου. Ούτε ένα λόγον ελεγκτικόν θα ανεχθώ, εφ' όσον δεν επιμαρτυρείται από τα πράγματα.
Ιωβ. 6,27 πλὴν ὅτι ἐπ᾿ ὀρφανῷ ἐπιπίπτετε, ἐνάλλεσθε δὲ ἐπὶ φίλῳ ὑμῶν.
Ιωβ. 6,27 Ετσι φερόμενοι επιτίθεσθε εναντίον μου, όπως εις ένα ανυπεράσπιστον ορφανόν παιδί. Με ορμήν πηδάτε εναντίον εμού του φίλου σας.
Ιωβ. 6,28 νυνὶ δὲ εἰσβλέψας εἰς πρόσωπα ὑμῶν οὐ ψεύσομαι.
Ιωβ. 6,28 Τωρα δε ατενίζων σας κατά πρόσωπον, δεν θα είπω ψέματα, αλλά την αλήθειαν.
Ιωβ. 6,29 καθίσατε δὴ καὶ μὴ εἴη ἄδικον, καὶ πάλιν τῷ δικαίῳ συνέρχεσθε.
Ιωβ. 6,29 Καθίσατε, λοιπόν, και μη εκτρέπεσθε εις αδίκους κρίσεις εναντίον μου,
Ιωβ. 6,30 οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ μου ἄδικον· ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ σύνεσιν μελετᾷ;
Ιωβ. 6,30 διότι εις την γλώσσαν μου δεν υπάρχει τίποτε το άδικον. Μηπως, τάχα, ο λάρυγξ μου δεν λέγει, όσα ο νους μου με σύνεσιν μελετά και αποδέχεται;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου