31/7/12

Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος


Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος γεννήθηκε στὴ Καππαδοκία καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842).
Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Εὐδοκία ἦταν ἄνθρωποι πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς. Ἡ ὀρθόδοξη οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γρήγορα ὁ Εὐδόκιμος διακρίθηκε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὶς ἀρετές του.
Ὁ ἠθικὸς βίος του καὶ ἡ φιλάνθρωπη δράση του ἐκτιμήθηκαν ἀπὸ τὸναὐτοκράτορα Θεόφιλοὁ ὁποῖος τὸν διόρισε στρατοπεδάρχη τῆςΚαππαδοκίας ἀρχικὰ καὶ ἀργότερα ὅλης της αὐτοκρατορίαςΚατὰ τὴντέλεση τῶν καθηκόντων του ὁ Εὐδόκιμος ἦταν πάντα δίκαιος καὶταπεινόφρωνἐνῷ δὲν σταμάτησε στιγμὴ νὰ ἐπιδίδεται στὸφιλάνθρωπο ἔργο του.
Ἐνῷ βρισκόταν στὸ 33ο ἔτος τῆς ἡλικίας του ὁ Εὐδόκιμος προσβλήθηκε ἀπὸ βαριὰ σωματικὴ ἀσθένεια. Ὅταν παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἡ χριστιανικὴ κοινότητα βυθίστηκε σὲ θλίψη καὶ ἐνταφίασε τὸ τίμιο σῶμα του εὐλαβῶς.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς οὐρανίους σκηνάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου Ἅγιε· σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα. Διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθήναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.

Μεγαλυνάριον.
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας


Κηδευτῆς τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ματθ. κζ’ 57, 59).



Ἐγκαίνια Ναοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν Βλαχερναὶς καὶ Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυροῦ


Ο Σ. Εὐστρατιάδης γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ γράφει τὰ ἕξης:
«Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος σταυρός, περιήγετο ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναοὺς πρὸς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν καὶ πάλιν ἀπετίθετο εἰς τὸ σκευοφυλάκιον. Εἰς τοὺς κώδικας, τὰς τοῦ τιμίου σταυροῦ προεόρτια ἀναγράφονται καὶ ἄρχονται ἀπὸ τῆς πρώτης Αὐγούστου, ἡ δὲ κατὰ τὴν προεόρτιον ταύτην ἀνάμνησιν ὑμνογραφία εἶναι πλούσια καὶ κεῖται ἀνέκδοτος εἰς πολλοὺς Κώδικας καὶ ἶνα μόνον εἰς τοὺς κατ’ αὐτὴν συντεθέντας Κανόνας περιορισθῶ, σημειῶ Κανόνα τοῦ Θεοφάνους (ἐν τοὶς Κώδ. 368 φ. 3636, 1568 φ. 3α Παρισίων καὶ Ω 147 Λαύρας), τοῦ Γεωργίου Νικομήδειας (ἐν τοὶς Κώδ. 1567 φ. 240 6, 13φ 351α Παρισίων καὶ Θ 32 φ. 344α, Δ 12 φ. 273α, 1135 φ. 333α καὶ Ω 147 φ. 368α Λαύρας), ἕτερον τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Νικομήδειας φέροντα ἀκροστιχίδα «Σταυρῶ γεγηθῶς ἐξάδω θεῖον μέλος Γεώργιος» (ἐν τῷ Παρισινῷ Κώδ. 13 φ. 352 6 καὶ τῷ τῆς Λαύρας Θ 33 φ. 5). Εἰς τοὺς αὐτοὺς δὲ Κώδικας καὶ ἄλλους Στιχηρὰ πολλά, Ἰδιόμελα, Καθίσματα κλπ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρᾷ διανοίᾳ· προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, δι’ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς θεία λαμπάς, προέρχεται τοῖς πέρασι, Χριστοῦ ὁ Σταυρός, δι’ οὗ ζωὴ δεδώρηται· προσέλθωμεν οὖν ἄνθρωποι, καὶ ῥυφθῶμεν τούτου τῇ χάριτι· ὁ γὰρ ἐν τούτῳ προσπαγείς, παρέχει τοῖς πᾶσιν, ἱλασμὸν καὶ ζωήν.

Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε καὶ δεξώμεθα εὐλαβῶς, καθαραῖς ἐννοίαις, τὸν πανάγιον νῦν Σταυρόν· αἵματι γὰρ θείῳ, Χριστοῦ κατηρδευμένος, βλυσταίνει ἀκενώτως, πᾶσιν ἰάματα.

30/7/12

Πράξ. 15,35-41


Πραξ. 15,35       Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας διέτριβον ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
Πραξ. 15,35              Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εις την Αντιόχειαν διδάσκοντες και κηρύττοντες το Ευαγγέλιον του Κυρίου μαζή και με πολλούς άλλους κήρυκας.
Πραξ. 15,36       Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι.
Πραξ. 15,36             Επειτα δε από μερικάς ημέρας είπε ο Παύλος προς τον Βαρνάβαν· “λοιπόν τώρα, ας επανέλθωμεν και ας επισκεφθώμεν τους αδελφούς μας εις όλας εκείνας τας πόλεις, εις τας οποίας κατά την προηγουμένην περιοδείαν μας εκηρύξαμεν τον λόγον του Κυρίου, και ας ίδωμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ως προς την πίστιν και την αρετήν.
Πραξ. 15,37       Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο συμπαραλαβεῖν τὸν Ἰωάννην τὸν ἐπικαλούμενον Μᾶρκον·
Πραξ. 15,37              Ο Βαρνάβας δε εσκέφθηκε και ηθέλησε να πάρη μαζή του τον Ιωάννην, που ελέγετο Μάρκος.
Πραξ. 15,38       Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν ἀποστάντα ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον.
Πραξ. 15,38             Ο Παύλος όμως έκρινε ορθόν, να μη πάρουν μαζή των εκείνον, που τους είχε εγκαταλείψει από την Παμφυλίαν και δεν επήγε μαζή των στο έργον της ιεραποστολής.
Πραξ. 15,39       ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον.
Πραξ. 15,39             Εγινε δε τότε ζωηρά διαφωνία και φιλονεικία, ώστε οι δύο Απόστολοι να χωρίσουν ο ένας από τον άλλον και ο Βαρνάβας μαζή με τον Μάρκον να πλεύσουν εις την Κυπρον.
Πραξ. 15,40       Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν,
Πραξ. 15,40             Ο Παύλος όμως, αφού εξέλεξε ως συνοδόν του τον Σιλαν, ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν με τας ευχάς των αδελφών, οι οποίοι τον παρέδωσαν και τον ενεπιστεύθησαν εις την χάριν του Θεού.
Πραξ. 15,41       διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τὰς ἐκκλησίας.
Πραξ. 15,41              Περιώδευε δε την Συρίαν και την Κιλικίαν στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν τους Χριστιανούς των κατά τόπους Εκκλησιών.

Acts 15,35-41


35 Paul also and Barnabas continued in Antioch, teaching and preaching the word of the Lord, with many others also.
36 And some days after Paul said unto Barnabas, Let us go again and visit our brethren in every city where we have preached the word of the Lord, and see how they do.
37 And Barnabas determined to take with them John, whose surname was Mark.
38 But Paul thought not good to take him with them, who departed from them from Pamphylia, and went not with them to the work.
39 And the contention was so sharp between them, that they departed asunder one from the other: and so Barnabas took Mark, and sailed unto Cyprus;
40 And Paul chose Silas, and departed, being recommended by the brethren unto the grace of God.
41 And he went through Syria and Cilicia, confirming the churches.

Ματθ. 18,1-11


Ματθ. 18,1        Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν;
Ματθ. 18,1                Εκείνην την ώρα προσήλθαν οι μαθηταί στο Ιησούν και είπαν· “ποιός άρα γε είναι μεγαλύτερος εις την βασιλείαν των ουρανών;”
Ματθ. 18,2        καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν·
Ματθ. 18,2               Επροσκάλεσε τότε ο Ιησούς ένα παιδί, το έβαλεν όρθιον στο μέσον αυτών και είπε·
Ματθ. 18,3        ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Ματθ. 18,3               “Σας διαβεβαιώνω ότι εάν δεν αλάξετε φρονήματα και πορείαν εις την ζωήν σας και δεν γίνετε απλοί και άδολοι σαν τα παιδιά, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών.
Ματθ. 18,4        ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Ματθ. 18,4               Οποιος λοιπόν ταπεινώσει τον ευατόν του σαν αυτό το παιδάκι, αυτός είναι μεγαλύτερος εις την βασιλείαν των ουρανών.
Ματθ. 18,5        καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται·
Ματθ. 18,5               Και εκείνος που θα υποδεχθή προς χάριν μου ένα τέτοιο παιδί η ένα, σαν το παιδί, απλούν άνθρωπον, δέχετε εμέ.
Ματθ. 18,6        ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης.
Ματθ. 18,6               Οποιος όμως σκανδαλίσει και παρασύρει εις την αμαρτίαν ένα από τους μικρούς και απλοϊκούς αυτούς, που πιστεύουν εις εμέ, είναι προτιμότερον δι' αυτόν να κρεμασθή στον τράχηλόν του μυλόπετρα από εκείνες που γυρίζει ο όνος στον μύλον, και να καταποντισθή εις την ανοικτή θάλασσα.
Ματθ. 18,7        Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν σκανδάλων· ἀνάγκη γάρ ἐστιν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· πλὴν οὐαὶ τῶν ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται.
Ματθ. 18,7               Αλλοίμονον στον κόσμον από τα σκάνδαλα· διότι ένεκα της διαφθοράς των ανθρώπων, κατ' ανάγκην θα έλθουν σκάνδαλα και πειρασμοί. Αλλοίμονον όμως στον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου έρχεται το σκάνδαλον.
Ματθ. 18,8        εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλὸν ἢ κυλλόν, ἢ δύο χεῖρας ἢ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Ματθ. 18,8               Εάν δε το χέρι σου η το πόδι σου (δηλαδή ένα πρόσωπον που σου είναι πολύτιμον και χρήσιμον) γίνεται αφορμή να παρασυρθής εις την αμαρτίαν, κόψε το και ρίξε το μακρυά· είναι καλόν για σένα να εισέλθης εις την ζωήν χωλός η κουλλός παρά με δύο χείρας η δύο πόδας να ριφθής στο πυρ το αιώνιον.
Ματθ. 18,9        καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.
Ματθ. 18,9               Και εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζη και σε παραπλανά εις την αμαρτίαν, βγάλε το και πέταξέ το· είναι καλό για σένα να εισέλθης εις την ζωήν μονόφθαλμος παρά έχων δύο μάτια να ριφθής εις την γέννεαν του πυρός. (Κοψε δηλαδή τον δεσμόν και την επικοινωνίαν με πρόσωπα, που σου είναι μεν πολύτιμα και χρήσιμα σαν το μάτι, αλλά σε παρασύρουν εις την αμαρτίαν, δια να αποφύγης έτσι την γέενναν του πυρός και εισέλθης εις την βασιλείαν των ουρανών).
Ματθ. 18,10       Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
Ματθ. 18,10             Προσέχετε να μη καταφρονήσετε ένα από τους μικρούς τούτους τους οπαδούς μου, διότι σας λέγω ότι αυτοί έχουν μεγάλην αξίαν ενώπιον του Θεού και οι άγγελοί των στους ουρανούς έχουν μεγάλην παρρησίαν δια λογαριασμόν των ενώπιον του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς και βλέπουν ακατάπαυστα το πρόσωπον αυτού.
Ματθ. 18,11       ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός.
Ματθ. 18,11              Διότι ο Υιός του ανθρώπου ήλθε να σώση το απολωλός (τον άνθρωπον, δηλαδή, ο όποιος ένεκα αγνοίας και αδυναμίας βαδίζει τον δρόμον, που οδηγοί εις την αιωνίαν απώλειαν.

Matthew 18,1-11


At the same time came the disciples unto Jesus, saying, Who is the greatest in the kingdom of heaven?
2 And Jesus called a little child unto him, and set him in the midst of them,
3 And said, Verily I say unto you, Except ye be converted, and become as little children, ye shall not enter into the kingdom of heaven.
Whosoever therefore shall humble himself as this little child, the same is greatest in the kingdom of heaven.
And whoso shall receive one such little child in my name receiveth me.
But whoso shall offend one of these little ones which believe in me, it were better for him that a millstone were hanged about his neck, and that he were drowned in the depth of the sea.
Woe unto the world because of offences! for it must needs be that offences come; but woe to that man by whom the offence cometh!
Wherefore if thy hand or thy foot offend thee, cut them off, and cast them from thee: it is better for thee to enter into life halt or maimed, rather than having two hands or two feet to be cast into everlasting fire.
And if thine eye offend thee, pluck it out, and cast it from thee: it is better for thee to enter into life with one eye, rather than having two eyes to be cast into hell fire.
10 Take heed that ye despise not one of these little ones; for I say unto you, That in heaven their angels do always behold the face of my Father which is in heaven.
11 For the Son of man is come to save that which was lost.

Ιώβ 7-8


ΙΩΒ 7

Ιωβ. 7,1            Πότερον οὐχὶ πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὥσπερ μισθίου αὐθημερινοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;
Ιωβ. 7,1                     Τι λοιπόν; Τοπος δοκιμασιών και θλίψεων δεν είναι ο βίος του ανθρώπου εδώ εις την γην, και η ζωή του δεν ομοιάζει με την κοπιώδη και ταλαιπωρημένην ζωήν ενός ημερομισθίου εργάτου;
Ιωβ. 7,2            ἢ ὥσπερ θεράπων δεδοικὼς τὸν Κύριον αὐτοῦ καὶ τετευχὼς σκιᾶς; ἢ ὥσπερ μισθωτὸς ἀναμένων τὸν μισθὸν αὐτοῦ;
Ιωβ. 7,2                    Η δεν είναι ο άνθρωπος σαν δούλος, που φοβείται τον Κυριον του και ο οποίος κάποιαν στιγμήν ευρήκε μίαν σκιάν, δια να αναπαυθή επ' ολίγον κάτω από αυτήν; Η δεν ομοιάζει με τον ημερομίσθιον εργάτην, ο οποίος περιμένει πότε να περάση η ημέρα της εργασίας του, δια να πάρη τον μισθόν του;
Ιωβ. 7,3            οὕτως κἀγὼ ὑπέμεινα μῆνας κενούς, νύκτες δὲ ὀδυνῶν δεδομέναι μοί εἰσιν.
Ιωβ. 7,3                     Ετσι και εγώ επέρασα μήνας πολλούς εις θλίψιν και οδύνην ματαίως αναμένων λύτρωσιν. Νυκτες δε γεμάτες από πόνους μου έχουν δοθή, αντί άλλης παρηγορίας.
Ιωβ. 7,4            ἐὰν κοιμηθῶ, λέγω· πότε ἡμέρα; ὡς δ᾿ ἂν ἀναστῶ, πάλιν· πότε ἑσπέρα; πλήρης δὲ γίνομαι ὀδυνῶν ἀπὸ ἑσπέρας ἕως πρωΐ.
Ιωβ. 7,4                    Οταν πίπτω να κοιμηθώ, λέγω πότε θα έλθη η ημέρα; Οταν δε εγείρωμαι από τον ύπνον, λέγω πάλιν, πότε θα έλθη η εσπέρα; Είμαι γεμάτος από οδύνας από το βράδυ έως το πρωϊ.
Ιωβ. 7,5            φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς ἀπὸ ἰχῶρος ξύων.
Ιωβ. 7,5                     Συμφύρεται και ζυμώνεται το σώμα μου με την σαπίλαν των σκωλήκων. Λυώνω δε σβώλους χώματα από τα αηδή υγρά, που ρέουν εκ των πληγών μου.
Ιωβ. 7,6            ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος λαλιᾶς, ἀπόλωλε δὲ ἐν κενῇ ἐλπίδι.
Ιωβ. 7,6                    Η ζωη μου φεύγει πολύ γρήγορα και χάνεται, σαν να ήταν ελαφρότερα από την ομιλίαν του ανθρώπου. Εχάθη μέσα εις ματαίας και απραγματοποίητους ελπίδας.
Ιωβ. 7,7            μνήσθητι οὖν ὅτι πνεῦμά μου ἡ ζωὴ καὶ οὐκέτι ἐπανελεύσεται ὀφθαλμός μου ἰδεῖν ἀγαθόν.
Ιωβ. 7,7                     Ενθυμήσου, λοιπόν, ότι η ζωη μου είναι σαν μία πνοή του ανέμου, που φεύγει γρήγορα. Οταν αποθάνω, δεν πρόκειται πλέον να επανέλθω έδω και να ίδη ο οφθαλμός μου τα αγαθά της γης.
Ιωβ. 7,8            οὐ περιβλέψεταί με ὀφθαλμὸς ὁρῶντός με· οἱ ὀφθαλμοί σου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκέτι εἰμὶ
Ιωβ. 7,8                    Οταν αποθάνω, δεν θα με ίδη και δεν θα με περιεργασθή πλέον οφθαλμός ανθρώπου. Και οι ιδικοί σου οφθαλμοί, Κυριε, όταν με αναζητήσουν, δεν θα με εύρουν εδώ εις την γην. Διότι δεν θα υπάρχω πλέον εις αυτήν.
Ιωβ. 7,9            ὥσπερ νέφος ἀποκαθαρθὲν ἀπ᾿ οὐρανοῦ. ἐὰν γὰρ ἄνθρωπος καταβῇ εἰς ᾅδην, οὐκέτι μὴ ἀναβῇ,
Ιωβ. 7,9                    Θα ομοιάσω και θα έχω την τύχην του νέφους, το οποίον διαλύεται και εξαφανίζεται τελείως από τον ουρανόν. Διότι, όταν ο άνθρωπος αποθάνη και καταβή στον σκοτεινόν άδην, δεν θα αναβή ποτέ από εκεί.
Ιωβ. 7,10           οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπιστρέψῃ ἔτι εἰς τὸν ἴδιον οἶκον, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπιγνῷ αὐτὸν ἔτι ὁ τόπος αὐτοῦ.
Ιωβ. 7,10                   Ούτε και θα επιστρέψη πλέον στο σπίτι του, ούτε δε θα τον ίδη ο τόπος, στον οποίον είχε ζήσει και κατοικήσει.
Ιωβ. 7,11           ἀτὰρ οὖν οὐδὲ ἐγὼ φείσομαι τῷ στόματί μου, λαλήσω ἐν ἀνάγκῃ ὤν, ἀνοίξω πικρίαν ψυχῆς μου συνεχόμενος.
Ιωβ. 7,11                   Τωρα, λοιπόν, και εγώ δεν θα λυπηθώ τα λόγια μου. Δεν θα περιφράξω το στόμα μου. Θα ομιλήσω, εις αυτήν την αγωνίαν της ψυχής ευρισκόμενος. Θα ανοίξω το στόμα μου και θα εκφράσω την πικρίαν της ψυχής μου, από την οποίαν κατέχομαι.
Ιωβ. 7,12           πότερον θάλασσά εἰμι ἢ δράκων, ὅτι κατέταξας ἐπ᾿ ἐμὲ φυλακήν;
Ιωβ. 7,12                   Μηπως, τάχα, είμαι θάλασσα, της οποίας τα κύματα απειλούν να κατακλύσουν την γην, η είμαι θαλάσσιος δράκων, που απειλεί με καταστροφήν τα ψάρια της θαλάσσης; Ερωτώ, διότι έβαλες επάνω μου σκληράν φρουράν, δια να αγρυπνή εις την συνέχισιν του πόνου και της οδύνης μου.
Ιωβ. 7,13           εἶπα ὅτι παρακαλέσει με ἡ κλίνη μου, ἀνοίσω δὲ πρὸς ἐμαυτὸν ἰδίᾳ λόγον τῇ κοίτῃ μου.
Ιωβ. 7,13                   Ενόμισα ότι η κλίνη μου θα κατεπράϋνε και θα παρηγορούσε τους πόνους μου, διότι εκεί στον εαυτόν μου επανερχόμενος και συγκεντρούμενος θα εύρισκα την παρηγορίαν μου.
Ιωβ. 7,14           ἐκφοβεῖς με ἐνυπνίοις καὶ ὁράμασί με καταπλήσσεις.
Ιωβ. 7,14                   Εάν όμως επ' ολίγον κοιμηθώ, με φοβίζεις με τρομακτικά ενύπνια. Με συγκλονίζεις και με συντρίβεις με φοβερούς εφιάλτας.
Ιωβ. 7,15           ἀπαλλάξεις ἀπὸ πνεύματός μου τὴν ψυχήν μου, ἀπὸ δὲ θανάτου τὰ ὀστᾶ μου·
Ιωβ. 7,15                   Αφαίρεσέ μου την αναπνοήν και απάλλαξέ με από αυτήν την ζωήν μου. Απάλλαξε δε από αυτόν τον καθημερινόν οδυνηρόν θάνατον τα κύκκαλά μου.
Ιωβ. 7,16           οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ζήσομαι, ἵνα μακροθυμήσω· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, κενὸς γάρ μου ὁ βίος.
Ιωβ. 7,16                   Διότι δεν πρόκειται να ζήσω αιωνίως εδώ εις την γην, ώστε να υπομείνω την σημερινήν θλίψιν με την ελπίδα της λυτρώσεώς μου. Αφησέ με να αποθάνω τώρα. Η ζωη μου είναι άδεια και ανωφελής.
Ιωβ. 7,17           τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐμεγάλυνας αὐτὸν ἢ ὅτι προσέχεις τὸν νοῦν εἰς αὐτὸν
Ιωβ. 7,17                   Διότι τι είναι και τι αξίζει ο άνθρωπος, τον οποίον συ εδόξασες και στον οποίον με τόσην προσοχήν προσηλώνστον νουν;
Ιωβ. 7,18           ἢ ἐπισκοπὴν αὐτοῦ ποιήσῃ ἕως τὸ πρωΐ καὶ εἰς ἀνάπαυσιν αὐτὸν κρινεῖς;
Ιωβ. 7,18                   Προνοείς δι' αυτόν καθ' εκάστην από το βράδυ έως το πρωϊ και κρίνεις αυτόν άξιον αναπαύσεως;
Ιωβ. 7,19           ἕως τίνος οὐκ ἐᾷς με οὐδὲ προΐῃ με, ἕως ἂν καταπίω τὸν πτύελόν μου ἐν ὀδύνῃ;
Ιωβ. 7,19                   Εμέ όμως έως πότε δεν με αφήνεις να αποθάνω και δεν με απορρίπτεις στον άδην, αλλά με διατηρείς εις την ζωήν, μέχρις ότου στεγνώση και αυτό το στόμα μου από τον πόνον;
Ιωβ. 7,20           εἰ ἐγὼ ἥμαρτον, τί δυνήσομαι πρᾶξαι, ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων; διατί ἔθου με κατεντευκτήν σου, εἰμὶ δὲ ἐπὶ σοὶ φορτίον;
Ιωβ. 7,20                  Εάν εγώ, Κυριε, ημάρτησα πές μου, τι πρέπει να κάμω, συ ο οποίος γνωρίζεις τας καρδίας των ανθρώπων; Διατί με τα κτυπήματά σου με κάμνεις να δυσφορώ και να παίρνω θέσιν σαν κατηγόρου εναντίον σου, να γίνωμαι δε εις σε καθημερινό φορτίον;
Ιωβ. 7,21           καὶ διατί οὐκ ἐποιήσω τῆς ἀνομίας μου λήθην καὶ καθαρισμὸν τῆς ἁμαρτίας μου; νυνὶ δὲ εἰς γῆν ἀπελεύσομαι, ὀρθρίζων δὲ οὐκέτι εἰμί.
Ιωβ. 7,21                   Διατί δεν ελησμόνησες και δεν διέγραψες τας ανομίας μου και δεν με εκαθάρισες από τας αμαρτίας μου; Εγώ τώρα θα επιστρέψω εις την γην, ει τον άδην και δεν θα σηκώνομαι πλέον πρωϊ, δια να προσεύχωμαι εις σε και να σε δοξολογώ”.


ΙΩΒ 8

Ιωβ. 8,1            Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·
Ιωβ. 8,1                     Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και απαντών στον Ιώβ είπεν·
Ιωβ. 8,2            μέχρι τίνος λαλήσεις ταῦτα, πνεῦμα πολυῤῥῆμον τοῦ στόματός σου;
Ιωβ. 8,2                    “έως πότε θα ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον και σαν ορμητικός άνεμος θα ξεχύνωνται τα λόγιά σου από το φλύαρον στόμα σου;
Ιωβ. 8,3            μὴ ὁ Κύριος ἀδικήσει κρίνων ἢ ὁ τὰ πάντα ποιήσας ταράξει τὸ δίκαιον;
Ιωβ. 8,3                    Μηπως ο Κυριος θα δειχθή άδικος εις τας κρίσστου η αυτός που εδημιούργησε τα πάντα, θα διαταράξη την ηθικήν τάξιν και το δίκαιον;
Ιωβ. 8,4            εἰ οἱ υἱοί σου ἥμαρτον ἐναντίον αὐτοῦ, ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀνομίας αὐτῶν.
Ιωβ. 8,4                    Εάν τα παιδιά σου ημάρτησαν ενώπιον του Κυρίου, διατί παραπονείσαι; Ο Θεός τους έστειλε την τιμωρίαν σύμφωνα με τας ανομίας, που διέπραξαν.
Ιωβ. 8,5            σὺ δὲ ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος.
Ιωβ. 8,5                    Συ όμως πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωϊ λίαν ενωρίς και να προσεύχεσαι προς Κυριον τον παντοκράτορα.
Ιωβ. 8,6            εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, δεήσεως ἐπακούσεταί σου, ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης·
Ιωβ. 8,6                    Εάν είσαι καθαρός και απηλλαγμένος από τας αμαρτίας πραγματικά ευσεβής άνθρωπος, ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του θα σε αποκαταστήση και θα σου αποδώση τα αγαθά σου.
Ιωβ. 8,7            ἔσται οὖν τὰ μὲν πρῶτά σου ὀλίγα, τὰ δὲ ἔσχατά σου ἀμύθητα.
Ιωβ. 8,7                    Ετσι δε η προηγουμένη ζωη σου και τα προηγούμενα αγαθά σου θα είναι ολίγα εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία θα σου δώση κατόπιν ο Θεός και τα οποία θα είναι αδιήγητα.
Ιωβ. 8,8            ἐπερώτησον γὰρ γενεὰν πρώτην, ἐξιχνίασον δὲ κατὰ γένος πατέρων·
Ιωβ. 8,8                    Ρωτησε περί αυτών, που σου λέγω, την προγενεστέραν γενέαν μας. Εξέτασε και εξιχνίασε με προσοχήν μίαν εκάστην των γενεών των πιο απομεμακρυσμένων προγόνων μας,
Ιωβ. 8,9            χθιζοὶ γάρ ἐσμεν καὶ οὐκ οἴδαμεν, σκιὰ γάρ ἐστιν ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ βίος.
Ιωβ. 8,9                    διότι ημείς είμεθα χθεσινοί άνθρωποι και επομένως δεν γνωρίζομεν πολλά. Σκια είναι η ζωή μας εδώ εις την γην και παρέρχεται ταχέως.
Ιωβ. 8,10           ἦ οὐχ οὗτοί σε διδάξουσι καὶ ἀναγγελοῦσι καὶ ἐκ καρδίας ἐξάξουσι ῥήματα;
Ιωβ. 8,10                  Οι πρόγονοί μας αυτοί δεν είναι εκείνοι, που θα σε διδάξουν τη αλήθειαν και θα σου αναγγείλουν συνετά πράγματα, βγαλμένα από τας καρδίαι των;
Ιωβ. 8,11           μὴ θάλλει πάπυρος ἄνευ ὕδατος ἢ ὑψωθήσεται βούτομον ἄνευ πότου;
Ιωβ. 8,11                   Μηπως το παπύρι βάλλει και αναπτύσσεται χωρίς νερό η μήπως το ψαθί αυξάνει χωρίς να πίνη νερό;
Ιωβ. 8,12           ἔτι ὂν ἐπὶ ῥίζης καὶ οὐ μὴ θερισθῇ, πρὸ τοῦ πιεῖν πᾶσα βοτάνη οὐχὶ ξηραίνεται;
Ιωβ. 8,12                  Ασφαλώς θα ξηρανθή, ενώ ακόμη ευρίσκεται εις την ρίζαν του, πριν θερισθή εφ' όσον δεν ποτίζεται. Το ίδιο και κάθε φυτόν δεν ξηραίνεται χωρίς το νερό;
Ιωβ. 8,13           οὕτως τοίνυν ἔσται τὰ ἔσχατα πάντων τῶν ἐπιλανθανομένων τοῦ Κυρίου· ἐλπὶς γὰρ ἀσεβοῦς ἀπολεῖται.
Ιωβ. 8,13                   Αυτή θα είναι η τύχη και αυτά θα είναι τα τελευταία όλων των ανθρώπων, οι οποίοι λησμονούν τον Κυριον. Διότι η ελπίς του ασεβούς επάνω εις τα υλικά αγαθά και εις την δύναμίν του χάνεται.
Ιωβ. 8,14           ἀοίκητος γὰρ αὐτοῦ ἔσται ὁ οἶκος, ἀράχνη δὲ αὐτοῦ ἀποβήσεται ἡ σκηνή.
Ιωβ. 8,14                  Ακατοίκητον θα μείνη το σπίτι του, σαν την αράχνην θα καταντήση η σκηνή και η κατοικία του.
Ιωβ. 8,15           ἐὰν ὑπερείσῃ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, οὐ μὴ στῇ· ἐπιλαβομένου δὲ αὐτοῦ, οὐ μὴ ὑπομείνῃ·
Ιωβ. 8,15                   Εάν θελήση να βάλη αντερείσματα, δια να στηρίξη την οικίαν του, δεν θα σταθή. Εάν απλώση τα χέρια του και θελήση να την βαστάξη, δεν θα μπορέση να την κρατήση· θα πέση.
Ιωβ. 8,16           ὑγρὸς γάρ ἐστιν ὑπὸ ἡλίου, καὶ ἐκ σαπρίας αὐτοῦ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ ἐξελεύσεται.
Ιωβ. 8,16                  Ο τρυφερός βλαστός, ο οποίος ευρίσκεται υπό την ευεργετικήν επίδρασιν του ηλίου, φυτρώνει τρεφόμενος από την αποσύνθεσιν του παλαιού φυτού.
Ιωβ. 8,17           ἐπὶ συναγωγὴν λίθων κοιμᾶται, ἐν δὲ μέσῳ χαλίκων ζήσεται.
Ιωβ. 8,17                   Εχει ζωτικότητα, ώστε αναπτύσσεται εν μέσω λίθων και ανάμεσα από χαλίκια θα ζήση.
Ιωβ. 8,18           ἐὰν καταπίῃ, ὁ τόπος ψεύσεται αὐτόν· οὐχ ἑώρακας τοιαῦτα,
Ιωβ. 8,18                  Εάν όμως κάποια άλλη δύναμις καταστρέψη τον βλαστόν, ο τόπος του δεν θα τον αναγνώριση ούτε θα τον ενθυμηθή πλέον. Δεν τα είδες και δεν τα έμαθες αυτά;
Ιωβ. 8,19           ὅτι καταστροφὴ ἀσεβοῦς τοιαύτη, ἐκ δὲ γῆς ἄλλον ἀναβλαστήσει.
Ιωβ. 8,19                  Οτι, δηλαδή, τέτοια θα είναι και η καταστροφή του ασεβούς ανθρώπου και άλλος θα αναβλαστήση και θα έλθη κατόπιν στον τόπον του;
Ιωβ. 8,20           ὁ γὰρ Κύριος οὐ μὴ ἀποποιήσεται τὸν ἄκακον, πᾶν δὲ δῶρον ἀσεβοῦς οὐ δέξεται.
Ιωβ. 8,21                  Το στόμα των ευσεβών ανθρώπων, των ακεραίων και ενάρετων, θα γέμιση από γέλια και χαρές, τα δε χείλη των από δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Κυριον.
Ιωβ. 8,21           ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος, τὰ δὲ χείλη αὐτῶν ἐξομολογήσεως·
Ιωβ. 8,20                  Ο Κυριος όμως δεν θα αρνηθή και δεν θα αποκηρύξη ποτέ τον αθώον. Εξ αντιθέτου κανένα δώρον ασεβούς δεν θα δεχθή.
Ιωβ. 8,22           οἱ δὲ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐνδύσονται αἰσχύνην, δίαιτα δὲ ἀσεβοῦς οὐκ ἔσται.
Ιωβ. 8,22                  Οι εχθροί των θα φορέσουν σαν ένδυμα καταισχύνην και εξευτελισμόν, κατοικία δεν θα υπάρχη δια τους ασεβείς.

Isaiah 30-31


30,1 Woe to the rebellious children, saith the LORD, that take counsel, but not of me; and that cover with a covering, but not of my spirit, that they may add sin to sin:
2 That walk to go down into Egypt, and have not asked at my mouth; to strengthen themselves in the strength of Pharaoh, and to trust in the shadow of Egypt!
3 Therefore shall the strength of Pharaoh be your shame, and the trust in the shadow of Egypt your confusion.
4 For his princes were at Zoan, and his ambassadors came to Hanes.
5 They were all ashamed of a people that could not profit them, nor be an help nor profit, but a shame, and also a reproach.
6 The burden of the beasts of the south: into the land of trouble and anguish, from whence come the young and old lion, the viper and fiery flying serpent, they will carry their riches upon the shoulders of young asses, and their treasures upon the bunches of camels, to a people that shall not profit them.
7 For the Egyptians shall help in vain, and to no purpose: therefore have I cried concerning this, Their strength is to sit still.
8 Now go, write it before them in a table, and note it in a book, that it may be for the time to come for ever and ever:
9 That this is a rebellious people, lying children, children that will not hear the law of the LORD:
10 Which say to the seers, See not; and to the prophets, Prophesy not unto us right things, speak unto us smooth things, prophesy deceits:
11 Get you out of the way, turn aside out of the path, cause the Holy One of Israel to cease from before us.
12 Wherefore thus saith the Holy One of Israel, Because ye despise this word, and trust in oppression and perverseness, and stay thereon:
13 Therefore this iniquity shall be to you as a breach ready to fall, swelling out in a high wall, whose breaking cometh suddenly at an instant.
14 And he shall break it as the breaking of the potters� vessel that is broken in pieces; he shall not spare: so that there shall not be found in the bursting of it a sherd to take fire from the hearth, or to take water withal out of the pit.
15 For thus saith the Lord GOD, the Holy One of Israel; In returning and rest shall ye be saved; in quietness and in confidence shall be your strength: and ye would not.
16 But ye said, No; for we will flee upon horses; therefore shall ye flee: and, We will ride upon the swift; therefore shall they that pursue you be swift.
17 One thousand shall flee at the rebuke of one; at the rebuke of five shall ye flee: till ye be left as a beacon upon the top of a mountain, and as an ensign on an hill.
18 And therefore will the LORD wait, that he may be gracious unto you, and therefore will he be exalted, that he may have mercy upon you: for the LORD is a God of judgment: blessed are all they that wait for him.
19 For the people shall dwell in Zion at Jerusalem: thou shalt weep no more: he will be very gracious unto thee at the voice of thy cry; when he shall hear it, he will answer thee.
20 And though the Lord give you the bread of adversity, and the water of affliction, yet shall not thy teachers be removed into a corner any more, but thine eyes shall see thy teachers:
21 And thine ears shall hear a word behind thee, saying, This is the way, walk ye in it, when ye turn to the right hand, and when ye turn to the left.
22 Ye shall defile also the covering of thy graven images of silver, and the ornament of thy molten images of gold: thou shalt cast them away as a menstruous cloth; thou shalt say unto it, Get thee hence.
23 Then shall he give the rain of thy seed, that thou shalt sow the ground withal; and bread of the increase of the earth, and it shall be fat and plenteous: in that day shall thy cattle feed in large pastures.
24 The oxen likewise and the young asses that ear the ground shall eat clean provender, which hath been winnowed with the shovel and with the fan.
25 And there shall be upon every high mountain, and upon every high hill, rivers and streams of waters in the day of the great slaughter, when the towers fall.
26 Moreover the light of the moon shall be as the light of the sun, and the light of the sun shall be sevenfold, as the light of seven days, in the day that the LORD bindeth up the breach of his people, and healeth the stroke of their wound.
27 Behold, the name of the LORD cometh from far, burning with his anger, and the burden thereof is heavy: his lips are full of indignation, and his tongue as a devouring fire:
28 And his breath, as an overflowing stream, shall reach to the midst of the neck, to sift the nations with the sieve of vanity: and there shall be a bridle in the jaws of the people, causing them to err.
29 Ye shall have a song, as in the night when a holy solemnity is kept; and gladness of heart, as when one goeth with a pipe to come into the mountain of the LORD, to the mighty One of Israel.
30 And the LORD shall cause his glorious voice to be heard, and shall shew the lighting down of his arm, with the indignation of his anger, and with the flame of a devouring fire, with scattering, and tempest, and hailstones.
31 For through the voice of the LORD shall the Assyrian be beaten down, which smote with a rod.
32 And in every place where the grounded staff shall pass, which the LORD shall lay upon him, it shall be with tabrets and harps: and in battles of shaking will he fight with it.
33 For Tophet is ordained of old; yea, for the king it is prepared; he hath made it deep and large: the pile thereof is fire and much wood; the breath of the LORD, like a stream of brimstone, doth kindle it.


31,1 Woe to them that go down to Egypt for help; and stay on horses, and trust in chariots, because they are many; and in horsemen, because they are very strong; but they look not unto the Holy One of Israel, neither seek the LORD!
2 Yet he also is wise, and will bring evil, and will not call back his words: but will arise against the house of the evildoers, and against the help of them that work iniquity.
3 Now the Egyptians are men, and not God; and their horses flesh, and not spirit. When the LORD shall stretch out his hand, both he that helpeth shall fall, and he that is holpen shall fall down, and they all shall fail together.
4 For thus hath the LORD spoken unto me, Like as the lion and the young lion roaring on his prey, when a multitude of shepherds is called forth against him, he will not be afraid of their voice, nor abase himself for the noise of them: so shall the LORD of hosts come down to fight for mount Zion, and for the hill thereof.
5 As birds flying, so will the LORD of hosts defend Jerusalem; defending also he will deliver it; and passing over he will preserve it.
6 Turn ye unto him from whom the children of Israel have deeply revolted.
7 For in that day every man shall cast away his idols of silver, and his idols of gold, which your own hands have made unto you for a sin.
8 Then shall the Assyrian fall with the sword, not of a mighty man; and the sword, not of a mean man, shall devour him: but he shall flee from the sword, and his young men shall be discomfited.
9 And he shall pass over to his strong hold for fear, and his princes shall be afraid of the ensign, saith the LORD, whose fire is in Zion, and his furnace in Jerusalem.



Οἱ Ἅγιοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος οἱ Ἀπόστολοι


Οἱ Ἅγιοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος, ἦταν πέντε ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Ὅλοι ὑπηρέτησαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Σίλας φυλακίστηκε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς μόχθους καὶ μακρὰ πορεία ἔγινε ἐπίσκοπος Κορίνθου.
Ὁ Κρήσκης, ἔγινε ἐπίσκοπος Καρχιδονίας καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ μόχθησε καὶ ὑπηρέτησε τὸ Θεῖο Εὐαγγέλιο.
Ὁ Σιλουανός, ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἀγωνίσθηκε καὶ βασανίστηκε καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν πίστη του στὸν Κύριο.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀγωνίσθηκε καὶ ὁ Ἐπαινετὸς σὰν ἐπίσκοπος Καρθαγένης.
Τέλος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀγωνίστηκε καὶ βασανίστηκε γιὰ τὴν πίστη του στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ὡς οὐρανοὶ λογικοί, τὴν δόξαν ἀστράψαντες, τοῦ κενωθέντος ἐν γῇ, συμφώνως ὑμνείσθωσαν, Κρήσκης Σιλουανός τε, καὶ ὁ ἔνθεος Σίλας, ἅμα σὺν Ἀνδρονίκῳ, Ἐπαινετὸς ὁ θεόφρων· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Σίλα. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνοδίτης τοῦ Παύλου γεγονὼς καὶ συνέκδημος, τὴν Νεάπολιν μάκαρ καὶ Φιλίππους ἐφώτισας, τῆς θείας ἐπιγνώσεως φωτί, Ἀπόστολε Σίλα ἱερέ. Ἀλλὰ φύλαττε καὶ σκέπε πάντας ἡμᾶς, ἐν πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε· καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Ἕτερον Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου Σίλα. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐορτάζει σήμερον ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκβοᾷ σοι Ἀπόστολε· χαῖρε ὦ Σίλα τοῦ Παύλου συνόμιλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Ἀνδρόνικε Σίλα, καὶ θεόφρον Σιλουανέ, σὺν Ἐπαινετῷ τε, καὶ Κρήσκεντι τῷ θείῳ, τῆς ἀληθοῦς σοφίας ἐνδιαιτήματα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου Σίλα.
Χαίροις εὐσεβείας θεῖος πυρσός, Ἀπόστολε Σίλα, καὶ τῆς χάριτος θησαυρός· χαίροις ὁ τῷ Παύλῳ, πιστῶς διακονήσας, αἰτούμενος δὲ πᾶσιν, ἡμῖν τὰ κρείττονα.