21/3/12

Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐκ Βυρίτσας Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, κατὰ κόσμο Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε στὶς 31 Μαρτίου 1866 στὸ χωριὸ Βαχρομέεβο τῆς ἐπαρχίας Ἀρεφίνσκαγια, τῆς περιφέρειας τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ. Τὴν 1η Ἀπριιλίου 866 βαπτίσθηκε καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Βασίλειος πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Βασιλείου τοῦ Νέου. Οἱ γονεῖς τοῦ Βασιλείου, Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς καὶ Χιονὶα Ὀλύμπιεβνα Μουραβιέφ, ἦταν θεοσεβούμενοι καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Βασίλειος διδασκόταν μαθήματα ἀρετῆς καὶ παρουσίαζε τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς Χριστιανικῆς ψυχῆς, τὰ ὁποία καὶ ἀποκαλύφθηκαν πλήρως, στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητάς του.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τοῦ πρόσφερε τὴν ἐξυπνάδα, τὸν ἀσυνήθιστο ζῆλο καὶ τὴν προθυμία, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονὴ στὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του, καθὼς καὶ στὴν ἐξαιρετικὴ μνήμη. Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία, σχεδὸν μόνος του ἔμαθε τὴν γραμματικὴ καὶ στὴν συνέχεια τὶς ἀρχὲς τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης. Τὰ πρῶτα του βιβλία ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Ψαλτήρι.
Στὸν ἔφηβο Βασίλειο ἄρεσε πολὺ ἡ μελέτη ἐκκλησιαστικῶν καὶ θεολογικῶν βιβλίων καὶ συγκεκριμένα αὐτῶν ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸν βίο τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, οἱ μεγάλοι Ἀσκητὲς Ἀντώνιος, Μακάριος καὶ Παχώμιος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία, καλλιεργοῦσαν ἐντός του ρίγος σεβασμοῦ καὶ πνευματικῆς χαρᾶς. Ἤδη τότε μπροστά του ἁπλώθηκε ἕνας κόσμος, ποὺ θάμπωσε ὅλα τὰ γήινα πράγματα. Στὰ βάθη τῆς ἁγνῆς ἐφηβικῆς ψυχῆς του γεννήθηκε ἡ σκέψη τῆς μοναχικῆς ἀγγελικῆς μορφῆς. Γιὰ τοὺς γύρω του αὐτὸς ὁ σκοπὸς ἀποτελοῦσε ἀκόμα μυστικό.
Ὅταν ὑπῆρχε ἐλεύθερος χρόνος ἡ οἰκογένεια Μουράβιεφ πήγαινε γιὰ προσκύνημα σὲ ναοὺς καὶ μοναστήρια. Μὲ μεγάλη χαρὰ ἐπισκεπτόταν τὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὴν Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου ζοῦσε ὁ γνωστὸς γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωφ). Ὁ γέροντας ὑπῆρξε σοφὸς δάσκαλος καὶ χαρισματοῦχος. «Χωρὶς τὸν Θεό, οὔτε στὸ κατῶφλι!», ἦταν ἡ ἀγαπημένη παραίνεση τοῦ γέροντος Βαρνάβα, μὲ τὴν ὁποία δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες. Αὐτὰ τὰ λόγια χαράχθηκαν στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Βασιλείου καὶ τὰ ἔκανε νόμο γιὰ τὴν ζωή του.
Ἔτσι, μὲ τρόπο σχεδὸν ἀπαρατήρητο, ἔβαλε ὁ Πανάγαθος Κύριος στὴν καρδιὰ τοῦ Βασιλείου, ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, τοὺς σπόρους τοῦ ἤθους καὶ τῆς ἁγιότητας. Καὶ οἱ σπόροι αὐτοὶ ἔπεσαν σὲ γόνιμο ἔδαφος.
Ξαφνικὰ ἦλθε θλίψη. Ὁ Κύριος κάλεσε κοντά του τὸν Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς Μουραβιέφ. Ἦταν μόνο τριάντα ἐννέα ἐτῶν. Ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μεγάλη δοκιμασία. Ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου ἦταν φιλάσθενη καὶ μετὰ τὸ συμβὰν ἡ κατάστασή της ἐπιδεινώθηκε. Ὁ Βασίλειος ἔπρεπε νὰ ἀναλάβει τὸ χρέος νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του.
Ὅμως ἡ Θεία Πρόνοια προσέφερε τὴν βοήθειά Της στὴν πτωχὴ οἰκογένεια. Ἕνας συγχωριανός τους, δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ποὺ ἐργαζόταν στὴν Ἁγία Πετρούπολη, κάλεσε τὸν Βασίλειο στὴν πόλη μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ βρεῖ δουλειά. Ἡ μητέρα του τὸν εὐλόγησε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ὁ δεκάχρονος Βασίλειος ἔφυγε γιὰ τὴν Ἁγία Πετρούπολη.
Ἐκεῖ ὁ Βασίλειος δυσκολεύθηκε πολὺ στὸ νὰ προσαρμοστεῖ στὴν ἔντονη ζωὴ τῆς πρωτεύουσας. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ προστάτη του πῆρε τὴν θέση τοῦ διανομέα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καταστήματα τοῦ Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδὴ τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες, λόγω ζήλου γιὰ τὴν καλὴ ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας καὶ τῆς προθυμίας του, ὁ Βασίλειος κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐργοδότη του. Στὴν συνέχεια ἀναλαμβάνει τὶς πιὸ δύσκολες δουλειές, τὶς ὁποῖες μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Σχεδὸν ὅλο του τὸν μισθὸ τὸν ἀποστέλλει στὴν μητέρα του, κρατώντας μόνο ἕνα μικρὸ μέρος γιὰ τὶς βασικές του ἀνάγκες.
Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τάση τοῦ Βασιλείου πρὸς τὸν μοναχισμὸ γίνεται πιὸ ἔντονη. Ἦταν περίπου δεκατεσσάρων ἐτῶν, ὅταν κάποια ἡμέρα ἐπισκέφθηκε τὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυϊ καὶ ζήτησε συνάντηση μὲ τὸν ἡγούμενο. Ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔλειπε. Ἐκείνη τὴν περίοδο στὴ Λαύρα βρίσκονταν γέροντες, ποὺ ἦταν γνωστοὶ σὲ ὅλη τὴν Ρωσία. Τοῦ πρότειναν, λοιπόν, νὰ συναντήσει ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς γέροντες. Γονατιστός, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, διηγήθηκε τότε ὁ Βασίλειος σὲ κάποιον γέροντα τὴν μεγάλη του ἐπιθυμία. Σὲ ἀπάντηση ἄκουσε ἀπὸ τὸν γέροντα μία συμβουλή, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε προφητική: νὰ παραμείνει στὸν κόσμο, νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ καλὲς καὶ δεκτὲς ἀπὸ τὸν Θεὸ πράξεις, νὰ δημιουργήσει καλὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια, νὰ δώσει σωστὴ ἀνατροφὴ στὰ παιδιά του καὶ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του, ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὸν μοναχισμό. Καὶ στὸ τέλος ὁ γέροντας εἶπε: «Βασίλειε! Σὲ περιμένει ἕνας δύσκολος δρόμος μὲ πολὺ θλίψη. Ἀκολούθησέ τον μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ στὴ συνείδησή σου. Θὰ φθάσει ἡ στιγμὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀνταμείψει…». Ἔτσι παρουσιάστηκε στὸν Βασίλειο ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ἀποτελοῦσε μία προετοιμασία γιὰ τὴν μοναστικὴ ζωή. Ἦταν ἕνα κατόρθωμα ὑπακοῆς ποὺ κράτησε περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια.
Τὶς ἐλεύθερες ὧρες του τὶς περνοῦσε στὸ ναό, ὅπου προσευχόταν ἢ μελετοῦσε. Προσπαθοῦσε συνέχεια νὰ διδάσκει τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ σὲ κάθε εὐκαιρία πήγαινε στὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέρα του. Τὴν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ συνέχεια προσευχόταν γι’ αὐτήν.
Ὁ ἐργοδότης τοῦ Βασιλείου μὲ ὅλα τὰ μέσα ἐνθάρρυνε τὸν θεοσεβούμενο τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸ ἦθος, τὴν πρακτικότητα, τὴν ἐξαίρετη ἐργατικότητα καὶ τὸ ἀναμφισβήτητο ἐμπορικὸ ταλέντο τοῦ ὑπαλλήλου του. Ὅταν δὲ ὁ Βασίλειος ἔκλεισε τὰ δέκα ἑπτά του χρόνια, τὸν ἔκανε προϊστάμενο τοῦ γραφείου τῆς ἐπιχείρησης. Στὸ μέλλον ἤλπιζε νὰ τὸν ἔχει συνέταιρο.
Λόγῳ τῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ νεαρὸς προϊστάμενος ἔπρεπε νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Μόσχα, τὸ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καὶ ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας. Τότε μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ ἐργοδότη του ἐπισκέπτεται τοὺς εὐλογημένους τόπους ποὺ βρίσκονται κοντά. Πηγαίνει πάντα στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ροντονέζ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴ Λαύρα, προσπαθοῦσαν πάντα νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴ Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ τὴ συμβουλὴ τοῦ γέροντος Βαρνάβα. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔφερε ξανὰ τὸ νεαρὸ Βασίλειο κοντὰ στὸν γέροντα καί, μετὰ τὴν μεγάλη συζήτηση ποὺ εἶχαν, ὁ Βασίλειος ἔγινε πνευματικὸς υἱὸς τοῦ γέροντος Βαρνάβα.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος προσπαθοῦσε συνέχεια νὰ ἀσκεῖται στὴν προσευχή, νὰ ἔχει καθαρὴ τὴν σκέψη του καὶ νὰ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμούς.
Ἔφθασε ἡ στιγμή, ὁ Βασίλειος νὰ διαλέξει τὴν σύντροφο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι τὸ ἔτος 1890, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του, νυμφεύεται τὴν Ὄλγα Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα.
Τὸ ἔτος 1892 ὁ Βασίλειος ἀνοίγει δική του ἐπιχείρηση. Ἔχοντας τὴν ἀπαραίτητη πεῖρα καὶ τὶς σταθερὲς ἐμπορικὲς διασυνδέσεις, ἀσχολεῖται μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ ἐμπορία γουναρικῶν. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐμπορευμάτων, ἐξαγόταν στὸ ἐξωτερικό: Γερμανία, Αὐστρο – Οὐγγαρία, Ἀγγλία, Γαλλία καὶ ἄλλες χῶρες.
Τὸ ἔτος 1895 γεννήθηκε ὁ υἱός τους, ὁ Νικόλαος καὶ μετὰ ἡ κόρη τους, ἡ Ὄλγα. Ὅμως τὸ κορίτσι πέθανε σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, ὕστερα ἀπὸ κοινὴ συμφωνία, καὶ εὐλογία τοῦ γέροντα Βαρνάβα, οἱ σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν τὴν κοινή τους ζωὴ ὡς ἀδέλφια. Οἱ προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα τοὺς βοήθησαν νὰ κρατηθοῦν στέρεοι στὴν ἀπόφασή τους.
Ἡ οἰκογένεια τῶν Μουραβιέφ, μετὰ ἀπὸ κάθε Θεία Λειτουργία σὲ μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρη, προσέφερε φαγητὸ σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ὁ Βασίλειος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν σημασία τῆς ἑορτῆς καὶ γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἑόρταζαν, τοὺς εὐχαριστοῦσε καὶ εὐχόταν σὲ ὅλους, ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸ σπίτι του. Ὅταν τελείωνε τὸ γεῦμα, προσέφερε στοὺς καλεσμένους του δῶρα καὶ χρήματα καὶ τοὺς καλοῦσε στὴν ἑπόμενη ἑορτή. Ὡς πιστὸς μαθητὴς τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος ἔλεγε: «Ὅλο τὸ κακὸ πρέπει νὰ σκεπασθεῖ  μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Ὅσο πιὸ χαμηλὴ εἶναι ἡ θέση σου, τόσο πιὸ πολύτιμος εἶσαι γιὰ μένα». Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσοι πτωχοὶ καὶ ἀσθενεῖς μνημόνευαν στὴν προσευχὴ τους ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τους, τὰ ὀνόματα Βασίλειος καὶ Ὄλγα, ζητώντας ὑγεία καὶ σωτηρία γιὰ τοὺς εὐεργέτες τους.
Ὁ Βασίλειος βοηθοῦσε ναοὺς καὶ μονὲς καὶ ὡς εὔσπλαχνος Σαμαρείτης πρόσφερε δωρεὲς γιὰ τὴν συντήρηση τῶν γηροκομείων, τὸ μεγαλύτερο ἐκ τῶν ὁποίων βρισκόταν στὴ διεθνὴ λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) τοῦ μοναστηριοῦ Νοβοντέβιτσι. Μὲ κάθε εὐκαιρία οἱ ἀγαπημένοι σύζυγοι ἐπισκέπτονταν τὰ γηροκομεῖα, προσφέροντας τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ζεστασιά τους στοὺς ἀδύναμους καὶ μόνους.
Οἱ Μουραβιὲφ πολλὲς φορὲς ἔπαιρναν σπίτι τους, τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὰ κρατικὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἄρρωστοι ἀνάρρωναν καλύτερα σὲ συνθῆκες ἑνὸς φιλόξενου σπιτιοῦ. Ἡ ἐγκάρδια συμπόνια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἀγάπη, ἔκαναν θαύματα.
Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ, στὴ μονὴ τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μὲ τὸν Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθιὰ τὸν Ὅσιο Σεραφείμ. Θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1906 ὁ πατέρας Βαρνάβας ἀρρώστησε βαριά. Γιὰ τελευταία φορὰ ἐπισκέπτεται τὴν γυναικεία μονὴ Ἰβήρων – Βίκσουν, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος καὶ τὴν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐδῶ πέρασε δύο ἡμέρες, συναντήθηκε μὲ τὰ ἀγαπημένα πνευματικά του τέκνα, τοὺς εὐχαρίστησε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν εὐεργεσία τους πρὸς τὴ μονὴ Ἰβήρων, παρακαλώντας νὰ τὴν βοηθήσουν καὶ στὸ μέλλον. Στὶς 17 Φεβρουαρίου ὁ γέροντας Βαρνάβας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πραγματικὸς φίλος γιὰ τὸν Βασίλειο ἔγινε ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης (Μπιστρόε), ὁ πνευματικὸς τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ μελλοντικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν περίοδο διατελοῦσε ἐπιθεωρητὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ὁ μελλοντικὸς Ἐπίσκοπος διέκρινε ἀμέσως στὸν Βασίλειο, τὸν πραγματικὰ εὐσεβὴ καὶ ταπεινὸ ἀσκητή. Τοὺς συνέδεσε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στὶς ἐπιστῆμες. Στὸν Βασίλειο πάντα ἄρεσε ἡ ἱστορία καί, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ὡς καθηγητὴς τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, ἀποτελοῦσε γι’ αὐτὸν ἀσύγκριτο συνομιλητὴ καὶ διδάσκαλο.
Τὸ ἔτος 1905 ὁ Βασίλειος γίνεται τακτικὸ μέλος τοῦ Φιλανθρωπικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τοῦ μεγαλύτερου στὴ Ρωσία. Πολλοὶ γνωστοὶ Ἱεράρχες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὑπῆρξαν μέλη τοῦ Ὀργανισμοῦ. Τὸ ἔτος 1908 γίνεται μέλος τοῦ Ὀργανισμοῦ ὁ Θεοφιλέστατος Τύχων, μελλοντικὸς Πατριάρχης τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε τὴν καθέδρα τοῦ Γιαροσλάβλ.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τῆς δοκιμασίας γιὰ τὴν Ρωσία. Κατὰ τὰ πρῶτα τρία χρόνια μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση, ἡ οἰκογένεια Μουραβιὲφ μένει ἐκτὸς πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία κρατικοποίησε τὴν ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση τῆς οἰκογένειας Μουραβιὲφ καὶ ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπὸ τὶς κοσμικές του ὑποχρεώσεις, βυθίζεται στὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν, καταφεύγει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, καὶ στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στὴ γεροντία τῆς Λαύρας, μὲ παράκληση νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν ἀδελφότητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε ἦταν αὐτὸ τοῦ νεωκόρου. Τὴν ἴδια περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Βασιλείου, ἡ Ὄλγα.
Ἤδη στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμὶν εὐλογεῖ τὴ χειροθεσία τῶν δόκιμων Βασιλείου καὶ Ὄλγας, ποὺ ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καὶ Χριστίνα. Σὲ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτὴ ἡ θέση ἦταν ἡ πιὸ δύσκολη στὴ μονή. Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ κόκκινος στρατὸς πολεμοῦσε τὸν λευκὸ στρατό. Στὰ νεκροταφεῖα τῶν περιοχῶν Νικόλσκι, Τίχβινσκι καὶ Λαζαρέβσκι τὸ κλάμα δὲν σταματοῦσε.
Ὁ πατέρας Βαρνάβας συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὸ πιὸ μαζικὸ ἐκκλησιαστικὸ – κοινωνικὸ κίνημα ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, ποὺ ὀργάνωσε ἡ ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Αὐτὴ ἡ περίοδος ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὴν Λαύρα. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐξουσίας συνέχεια ἐπενέβαιναν στὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, δημιουργώντας κάθε φορὰ διάφορα διοικητικὰ προβλήματα.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ μοναστικὴ ζωὴ στὴ Λαύρα ὄχι μόνο δὲν ἔσβηνε, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση πρωτοφανοῦς ἀνόδου. Ἡ μονὴ ἀποτελοῦσε πραγματικὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἐκεῖ δημιουργήθηκε ὁ σταθμὸς συλλογῆς χρημάτων γιὰ τοὺς πεινασμένους, παραχωρήθηκαν χῶροι τῆς Λαύρας στοὺς ἄστεγους ἀναπήρους πολέμου, εὕρισκαν καταφύγιο τὰ ὀρφανὰ καὶ καθημερινὰ προσφερόταν φαγητὸ στοὺς πτωχούς. Τὸ ἔργο τῆς σιτίσεως ἀνατέθηκε στὸν πατέρα Βαρνάβα.
Στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμὶν χειροτόνησε τὸν πατέρα Βαρνάβα σὲ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος γνώριζε καλὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ διαφορετικὰ στρώματα, ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ ἐργάτη μέχρι τὸν διανοούμενο καὶ κατανοοῦσε τὶς πνευματικές τους ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ ψυχὲς πολλῶν πιστῶν στρέφοντας στὸν ἁπλὸ καὶ πρᾶο πατέρα Βαρνάβα. Ὅλο καὶ περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στὸ κελί του γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ παρηγοριά.
Μεγάλη θλίψη προκάλεσαν στὸν πατέρα Βαρνάβα οἱ συλλήψεις τῶν ἀγαπημένων του φίλων καὶ συναγωνιστῶν: τοῦ ἀρχιμανδρίτου Βενιαμίν, τοῦ Ἐπισκόπου Λάντοζσκι Ἰννοκεντίου, τοῦ Ἐπισκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου (Γιαρουσέβιτς), τῶν ἀρχιμανδριτῶν Γουρίου καὶ Λέοντος, τοῦ ἱερομονάχου Ἐμμανουὴλ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας.
Μαζὶ μὲ τὶς συλλήψεις ἦλθαν καὶ οἱ καινούργιες συμφορές. Στὶς 17 Ἰουλίου ὁ νέος Ἐπίσκοπος Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει ὅτι ἔχει ὅλα τὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς Λαύρας καὶ ἀπαγορεύει τὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος. Ἡ ἐξουσία στήριζε φανερὰ μία μερίδα τοῦ κλήρου ποὺ τὴν ἀκολούθησε. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ ἱερομόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ὁ πνευματικὸς τῆς μονῆς ἀρχιμανδρίτης Σέργιος (Μπιριουκόφ) καὶ ὁ ἱερομόναχος Βαρλαὰμ (Σατσερντότσκι), τὸ πνευματικὸ κύρος τῶν ὁποίων ἦταν πολὺ μεγάλο, συμβούλεψαν τοὺς ἀδελφοὺς νὰ δείχνουν ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στὴ νέα διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν προσωρινὴ καὶ ἐπιφανειακὴ ὑποχώρηση, εἰδάλλως τὸ μοναστήρι ἀναπόφευκτα θὰ ἔκλεινε. Ὁ χρόνος τοὺς δικαίωσε. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸ ἔτος 1923, ἡ Λαύρα βρῆκε τὸν κανονικό της ρυθμό.
Δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο γιὰ τοὺς μοναχοὺς νὰ διατηρήσουν τὴν ἐσωτερικὴ τους γαλήνη σὲ αὐτὴ τὴν πολυτάραχη ἐποχή.
Ἀμέσως μετὰ τὰ γεγονότα, ὁ πατέρας Βαρνάβας ἐκλέγεται ἀπὸ τὴ διοίκηση καὶ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας, μέλος τῆς Γεροντίας καὶ διορίζεται σὲ πιὸ ὑπεύθυνη διοικητικὴ θέση, στὴ θέση τοῦ ταμία τῆς Λαύρας. Παρόλο ποὺ ὁ Βαρνάβας ἐπεδίωκε τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν φροντίδα τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεων, ἀνέλαβε τὸ νέο του διακόνημα μὲ πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Λίγο ἀργότερα ἑτοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ. Λίγο πρὶν τοῦ ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κείρεται, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1926 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1927, μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Σεραφείμ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.
Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ταραχῶν ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἔλεγε πρὸς τοὺς πιστούς: «Ἡ ὑπομονή σας θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Σὲ μᾶς μένει μόνο νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶμε γιὰ συγχώρεση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεός Του».
Ὅμως οἱ πολύωρες ἐξομολογήσεις μέσα στὸ ναό, οἱ συνεχεῖς ψύξεις, οἱ ἀπίστευτα φυσικὲς καὶ πνευματικὲς ὑπερφορτώσεις, ἐπιδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Οἱ ἰατροὶ διέγνωσαν μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμὸ καὶ θρομβοφλεβίτιδα τῶν κάτω ἄκρων ταυτόχρονα. Οἱ πόνοι στὰ κάτω ἄκρα ἔγιναν ἀβάσταχτοι. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἔλεγε σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὶς ἀσθένειές του καὶ συνέχιζε μὲ ἀπίστευτη γενναιότητα νὰ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φώτιζε πάντοτε μία ἠρεμία καὶ χαρὰ καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τὸν πόνο ποὺ ἔνιωθε. Μόνο ἡ φωνή του κάποια στιγμὴ γινόταν πολὺ σιγανή.
Ἔφθασε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι.
Τὴν καινούργια δοκιμασία, τὴν ἀσθένεια, τὴν δέχθηκε ὁ Ὅσιος μὲ ἐξαιρετικὴ ἠρεμία καὶ ὑπομονή, σὰν νὰ ἦταν τὸ ἑπόμενο λειτούργημα ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ Θεός. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε μικροψυχία, οὔτε δυσαρέσκεια. Εὐχαριστώντας συνέχεια τὸν Κύριο, ὁ Ὅσιος ἔλεγε σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν: «Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ χειρότερες ἀσθένειες!».
Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου παρουσίαζε ἐπιδείνωση. Ἦταν ἑξήντα τριῶν ἐτῶν τότε. Ἐμφανίσθηκαν ἡ πνευμονικὴ καὶ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Οἱ ἰατροὶ τὸν συμβούλευσαν νὰ μετακομίσει στὴν ἐξοχὴ καὶ ἐπιλέχθηκε ἡ περιοχὴ τῆς Βυρίτσας.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ (Τσιτσάγκωφ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἰατρικὲς γνώσεις, διάβασε τὸ πόρισμα τῶν ἰατρῶν καὶ ἀμέσως ἔδωσε τὴν εὐλογία του γιὰ τὸ ταξίδι.
Μετὰ τὴν μετακόμιση στὴ Βυρίτσα, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἐπισκέπτεται τοὺς ἰατρούς: «Γιὰ ὅλα ὑπάρχει ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσθένεια εἶναι σχολὴ τῆς πραότητος, ὅταν πραγματικὰ γνωρίζεις τὴν ἀνημποριά σου…».
Τὴν Δευτέρα, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἔτρωγε τίποτε. Κάποιες φορὲς δὲν ἔτρωγε καθόλου γιὰ μερικὲς ἡμέρες. Πολὺ σπάνια ἔπινε τσάϊ μὲ λίγο ψωμί. Κάθε ἑβδομάδα κοινωνοῦσε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς. Ὅμως, ἐκτὸς αὐτοῦ, στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ὑπῆρχαν πάντοτε τὰ Τίμια Δῶρα καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Νιώθοντας τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη κοινωνοῦσε μόνος.
Πρὸς μίμηση τοῦ οὐράνιου διδασκάλου του, ὁ Ὅσιος Γέροντας τῆς Βυρίτσας προσευχόταν στὸν κῆπο ἐπάνω σὲ πέτρα, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ προσευχόταν καθημερινὰ ἐπάνω στὴν πέτρα. Καὶ οἱ προσευχές του ἔφθαναν στὸν Κύριο. Ἡ ἀγάπη ἀποκρινόταν στὴν ἀγάπη. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσες ἀνθρώπινες ψυχὲς ἔσωσαν ἐκεῖνες οἱ προσευχές. Εἶναι τὸ μόνο ἀναμφίβολο, ὅτι σὰν μία ἀόρατη κλωστὴ συνέδεαν τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, ζητοῦσαν καὶ πρόσμεναν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλάζοντας μὲ ἕναν τρόπο μυστικό, τὴν πορεία πολλῶν σοβαρῶν γεγονότων.
Ὅμως ὁ χρόνος τοῦ γήϊνου ταξιδιοῦ τοῦ Ὁσίου, πλησίαζε στὸ τέλος. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γνώριζε τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ περνοῦσε στὴν αἰωνιότητα. Μία μέρα πρὶν τὸ τέλος του, εὐλόγησε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.
Πολὺ νωρὶς ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ τοῦ ἔτους 1949 φανερώθηκε στὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ ἡ Παναγία καὶ μὲ τὸ δεξί της χέρι τοῦ ἔδειξε τὸν οὐρανό. Ὁ Ὅσιος παρακάλεσε νὰ μὴν τὸν ἐνοχλήσει κανείς. Ἡ ἡμέρα πέρασε μὲ πολὺ προσευχή, τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ψαλτηρίου. Γύρω στὶς 2, μετὰ τὸ μεσονύκτιο, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ψελλίζοντας τὴν ἱκεσία «Σῶσε, Κύριε καὶ ἐλέησε ὅλον τὸν κόσμο» ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.Τὸ λαϊκὸ προσκύνημα συνεχιζόταν γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὅλοι ἔνιωθαν ὅτι τὰ χέρια τοῦ Ὁσίου ἦταν μαλακὰ καὶ ζεστὰ σὰν νὰ ἦταν ζωντανός. Κάποιοι ἔνιωθαν εὐωδία δίπλα στὸ φέρετρο. Τὴν πρώτη ἡμέρα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου θεραπεύθηκε ἕνα τυφλὸ κοριτσάκι. Ἡ μητέρα του τὸ πῆγε κοντὰ στὸ φέρετρο καὶ εἶπε στὸ παιδί της: «Φίλησε τὸ χέρι τοῦ παπποῦ». Καὶ σὲ λίγο ἔγινε τὸ θαῦμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: