31/3/12

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν


Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σολιγκαλὶτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ φρόντισε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καὶ τὸν ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν στάρετς Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καὶ Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου.
Τὸ ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καὶ Ριαζὰν καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433 – 1435), ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς προεβλήθηκε ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς ὡς διάδοχός του. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας ὑπὸ τοπικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε ἐσπευσμένα, δὲν μετέβη ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει τὴν Πατριαρχικὴ εὐλογία κατὰ τὸ κανονικὸ ἔθος. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διαμάχης τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καὶ Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1436, ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἡ προγενέστερη καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πελοποννήσιου Ἰσιδώρου, ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας.
Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στὴ Ρωσία μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε κάθε λόγο νὰ εἶναι δυσαρεστημένος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκτίμησε τὸν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πολυμάθειά του. Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ ἦταν σχετικοὶ εἴτε πρὸς τὴν γενικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σὲ αὐτὸ Μητροπόλεων, εἴτε γιατί ἀποσκοποῦσαν στὴν τοποθέτηση Ἕλληνα Ἱεράρχη σὲ τέτοια ἐπίκαιρη θέση, ὅπως ἦταν ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.
Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Μόσχα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας πείσθηκε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐπιτυγχανόταν καὶ ἡ αὐτοκρατορία θὰ διασωζόταν, διατηρούμενης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δὲ ἀξιόλογο χρηματικὸ ποσὸ καὶ πολυπρόσωπη ἀκολουθία.
Ὁ Ἰσίδωρος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καὶ ἔφθασε στὴ Φερράρα στὶς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἂν καὶ οἱ Βυζαντινοὶ εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὸν μῆνα Μάρτιο, δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τὶς ἐργασίες της. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου στὶς συζητήσεις δὲν ἦταν μεγάλη, ἂν καὶ ὁ ρόλος αὐτοῦ στὴν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τὶς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ ἀπειλὴ πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτὸς στὶς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὴν ἕνωση. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἰσιδώρου ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του στὴ μονὴ Τσουντώφ. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ ἔφθασε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο στὴν Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε ὅτι καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τὴν ἕνωση, διέταξε τὴν ἀποστολὴ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς καταστάθηκε Μητροπολίτης ὑπὸ Συνόδου τὸ ἔτος 1448 καὶ ἀπέστειλε στὸν Πατριάρχη ἐπιστολή, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ἦταν πνευματικὸς πατέρας, θαυματουργὸς καὶ προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ περικύκλωσαν τὴν Μόσχα, ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπώθησε μὲ τὴν προσευχή του.Στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του εὐχόταν νὰ βασανισθεῖ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, γιὰ νὰ λιώσει σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτήρι. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἐπέτρεψε τὴ δοκιμασία. Τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου γέμισαν πληγές. Ἔτσι, δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1461.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας


Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ ( 2 Σεπτεμβρίου).
Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.
Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ
Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».
Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.

30/3/12

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἐπίσκοπος Ἰρκούτσκ καὶ πάσης Σιβηρίας


Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκϊυ, γεννήθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου 1703 στὴν Οὐκρανία, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀνέπτυξε σπουδαία ἱεραποστολικὴ δράση καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἰρκούτσκ
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1771, κατὰ τὴν Δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἐνῷ ἀναμενόταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, ἡ σορός του παρέμεινε ἄταφη ἐπὶ ἕξι μῆνες, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση. Τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ ἡ φήμη τοῦ αὐστηροῦ ἀσκητικοῦ του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ὡς σκήνωμα Ἁγίου τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου διασώθηκαν θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν πυρκαγιὰ ποὺ κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ ἸρκούτσκἩ ἀνακήρυξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὶς 23 Ἀπριλίου 1918.

28/3/12

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Νέος


Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς στὴν Τριγλὶα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, τὸ φιλόθεο ζῆλο του, τὸ χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 754 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Ἱλαρότητι τρόπων καλλωπιζόμενος, ὡς καθαρώτατον σκεῦος τῆς ἐπιπνοίας Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου βιοτῆς ἐδείχθης ἔσοπτρον· ὅθεν ἀστράπτεις νοητῶς, ἀρετῶν μαρμαρυγὰς, Πατὴρ ἡμῶν Ἱλαρίων, πρὸς ἀπλανῆ ὁδηγίαν, καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἀναβλαστήσας, Ἱλαρίων Ὅσιε, καθιλαρύνεις μυστικῶς, τῷ σῷ ἐλαίῳ τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Ὁσίων, κανὼν ἀπαρέγκλιτε.

Μεγαλυνάριον.Ἔλεος καὶ χάριν παρὰ Θεοῦ, Πάτερ Ἱλαρίων, ὡς τῷ θρόνῳ αὐτοῦ ἑστώς, αἴτει θεοφόρε, ἡμῖν καταπεμφθῆναι, τοῖς ἐπιγραφομένοις, θερμὸν προστάτην σε.

Ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νηστευτής


Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, ἀπόγονος μιᾶς πλούσιας οἰκογένειας τοῦ Κιέβου, διέθεσε στοὺς πτωχοὺς ὅλα τὰ πλούτη του καὶ ἐγκαταβίωσε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου ἀφιερώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴ νηστεία. Στὶς εἰκόνες περιγράφεται μὲ ἀνοιχτοῦ χρώματος μαλλιά, ἀραιὴ γενειάδα, ντυμένος μὲ τὸ μοναχικὸ ράσο καὶ ἀνυπόδητος.
Μόλις ὁ Ὅσιος ἔγινε μοναχός, ἄρχισε νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ τοῦ διαβόλου μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ προπαντὸς τὴν χριστομίμητη νηστεία. Μὲ τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν σκληρὴ ἐγκράτεια, ταπείνωσε τοὺς δαίμονες καὶ ἐξουδετέρωνε τὶς προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ὅτι ὁ Κύριός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν σαρανταήμερη νηστεία καὶ τὴν προσευχή Του κατέβαλε τὸν πονηρό, ἐνῷ ἀντίθετα ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, λόγω τῆς ἀποτυχίας του στὸ νὰ φανεῖ ἐγκρατής, ἔπεσε καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι ὁ γενναῖος Εὐστράτιος ἕλιωσε πραγματικὰ τὸ σῶμα του μὲ τὴν αὐστηρὴ νηστεία, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὸ ἕλιωσε καὶ τὰ πάθη καὶ διέλυσε τὶς δαιμονικὲς πλεκτᾶνες. Γι’ αὐτὸ ἐπονομάσθηκε Νηστευτής.
Ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Εὐστρατίου περιγράφει, μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, τὶς περιστάσεις τοῦ μαρτυρίου του. Στὶς 20 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1096, ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἔγινε ξαφνικὰ στόχος ἐπιθέσεως τῶν Πολόφσκυ, οἱ ὁποῖοι καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸν Μπονγιὰκ τὸν Φιλάργυρο, λεηλάτησαν τὴ μονὴ καὶ αἰχμαλώτισαν μοναχοὺς καὶ ἐργάτες αὐτῆς καὶ τοὺς πούλησαν ὡς σκλάβους στὴν Βυζαντινὴ πόλη Χερσόνησο, στὴν Ταυρίδα.
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος καὶ ἄλλοι πενήντα αἰχμάλωτοι ἀγοράστηκαν ἀπὸ ἕνα Ἑβραῖο τῆς Χερσονήσου, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσει νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἰουδαϊκὴ πίστη τοὺς ἄφησε νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα. Καθὼς ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ σήμαινε ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν σκλαβιά, μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια σκληρῆς δουλείας, οἱ αἰχμάλωτοι ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, ὅμως, τοὺς ἔπεισε νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσαν μὲ τὸ βάπτισμα. Μετὰ ἀπὸ δέκα τέσσερις ἡμέρες ὅλοι πέθαναν ἀπὸ πεῖνα καὶ δίψα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐστράτιο, ποὺ εἶχε συνηθίσει στὶς πολυήμερες νηστεῖες. Ὁ ἰδιοκτήτης λοιπόν, ὀργισμένος, τὸν κατηγόρησε γιὰ τὸν θάνατο τῶν συντρόφων του καὶ διέταξε νὰ σταυρωθεῖ ἀνήμερα τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα. Σύμφωνα μὲ τὸ Βίο, ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ἔζησε γιὰ δεκαπέντε ἀκόμα ἡμέρες ἐπάνω στὸν σταυρὸ καὶ βρῆκε τὴν δύναμη νὰ συζητήσει μὲ τὸν Ἑβραῖο ἰδιοκτήτη ἐὰν ὁ σταυρικὸς θάνατος ἦταν ἀτιμία ἢ προνόμιο καὶ νὰ προφητέψει γιὰ τοὺς δουλοκτῆτες του μία ἐπικείμενη θεομηνία. Μόλις τὸ εἶπε αὐτό, μαχαιρώθηκε.Οἱ ἀνόσιοι σταυρωτὲς κατέβασαν τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἡ ἀνεξερεύνητη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ μετέφερε τὸ τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρὶς ἀνθρώπινη μεσολάβηση, στὰ σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἐκεῖ τὸ βρῆκαν μὲ κατάπληξη καὶ δέος οἱ μοναχοί, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν σωθεῖ καὶ εἶχαν ἐπιστρέψει στὴ μονὴ μετὰ ἀπὸ τὸ πέρασμα τῶν Πολόφσκυ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς καὶ δοξολογίες. Στὸν τόπο αὐτὸ παραμένει μέχρι σήμερα, ἄφθορο καὶ δοξασμένο, ἐπιτελώντας ἀναρίθμητα θαύματα στοὺς πιστούς.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μανγκλίσι τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1751.

27/3/12

Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἡ Ὁμολογήτρια ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ


Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἔζησε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Μαρτύρων τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας, κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὑπῆρξε ἀκόλουθος μιᾶς πλούσιας καὶ εὐγενοῦς Ἰουδαίας, μὲ τὸ ὄνομα Παντίλλα ἢ Παυτίλλα, ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ στρατοπεδάρχη τῆς Θεσσαλονίκης. Καθημερινὰ συνόδευε τὴν κυρία της στὴ συναγωγὴ τῆς πόλεως, ὅπου ὡστόσο δὲν πήγαινε ἡ ἴδια, διότι κρυφὰ κατέφευγε σὲ χριστιανικὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Μοιραῖα, ὅμως, ἐπειδὴ γιὰ πολὺ καιρὸ ἡ Ματρώνα ξεγελοῦσε τὴν κυρία της, μία λάθος κίνηση στάθηκε ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ταυτότητά της. Σὲ μία ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, κατὰ τὴν ὁποία συνήθιζαν νὰ τρῶνε πικρὰ χόρτα καὶ ἄζυμα, ἡ Ματρώνα ἄργησε νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ὅταν ἔφθασε στὴν συναγωγὴ γινόταν ἡ τελετὴ τῶν Ἐπιτιμίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς Παντίλλας κατήγγειλε ὅτι ἡ Ματρώνα ἦταν Χριστιανὴ καὶ ὅτι ἐξαπατᾶ τὴν κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορὰ ποὺ αὐτὴ προσερχόταν στὴν συναγωγή, ἐκείνη νὰ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῆς Παντίλλας, ποὺ δὲν δίστασε, ξεσπώντας σὲ κραυγές, νὰ τὴν κατηγορήσει ὅτι εἶναι ἐχθρικὴ πρὸς αὐτήν. Διέταξε ἀμέσως τὴν σύλληψή της καί, ἀφοῦ τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔδεσαν, ἄρχισαν νὰ τὴν μαστιγώνουν. Ἡ Ματρώνα, ὅμως, μὲ παρρησία δήλωσε ὅτι εἶναι Χριστιανὴ καὶ ὅτι, ἂν καὶ ἡ κυρία της ἐξουσίαζε τὸ σῶμα της καὶ τὴν ἴδια της τὴν ζωή, ὡστόσο δὲν μποροῦσε νὰ τὴν μεταπείσει σὲ ὅσα πίστευε.
Ἡ Παντίλλα, ἀφοῦ τὴν ἁλυσόδεσε, διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ σφραγίσουν τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ της. Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, νωρὶς τὸ πρωί, πῆγε ἡ ἴδια νὰ δεῖ ἂν ἡ Ματρώνα ζεῖ. Ἔκπληκτη διαπίστωσε ὅτι εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ στεκόταν φωτεινὴ ψάλλοντας, χωρὶς νὰ ἔχει τὸ παραμικρὸ ἴχνος τραύματος καὶ βασανισμοῦ. Ἐξοργισμένη ἡ Παντίλλα διέταξε νὰ δέσουν πάλι τὴν Ματρώνα καὶ νὰ τὴν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς. Ἐκείνη, ἔκπληκτη γιὰ τὴν ἰδιαίτερη σκληρότητα τῆς κυρίας της, τὴν ρώτησε γιατί τὴν βασάνιζε, ὀμολογώντας ὡστόσο τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Καταπονημένη ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ μὴν μπορώντας νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της, ἡ Ματρώνα κλείσθηκε καὶ πάλι στὴν φυλακή.
Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ὅταν ἡ Παντίλλα ἐπισκέφθηκε τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς τῆς Ἁγίας, ἀντίκρισε τὸ ἴδιο θέαμα. Τὴν Μάρτυρα ἀπελευθερωμένη ἀπὸ τὰ δεσμά της, μὲ τὸ ἴδιο φωτεινὸ πρόσωπο, παρὰ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν πεῖνα ποὺ ὑπέστη ἐπὶ δεκατέσσερις ἡμέρες. Τότε ἡ κυρία της, γεμάτη ὀργή, διέταξε νὰ δέσουν τὴν Ματρώνα σὲ δρύϊνα ξύλα καὶ νὰ τὴν βασανίσουν. Ἐξαντλημένη ἡ Ἁγία ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις καὶ μὲ τὸ σῶμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε μὲ ἀδύναμη φωνὴ λίγες λέξεις προσευχῆς καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.
Ἡ Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον μὲ τὸ ὄνομα Στρατόνικος, νὰ τυλίξει τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας σὲ δέρμα καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸ ρίξει ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Τὸ ἱερὸ λείψανό της τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια κοντὰ στὴν Λεωφόρο, δηλαδὴ τὴν Ἐγνατία ὁδό. Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν, ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἀλέξανδρος πῆρε τὸ σκήνωμα τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ μετέφερε μέσα στὴν πόλη καί, ἀφοῦ ἔκτισε ναό, τὸ ἀπέθεσε ἐντὸς αὐτοῦ.
Τὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας, ὅμως, τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε στὴν Βαρκελώνη καὶ ἐναποτέθηκε σὲ ναό, ποὺ καταστράφηκε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.Ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπῆρχε καὶ μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Ματρώνα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Γνώμην ήττητον, Ματρῶνα φέρουσα, πίστιν τν νθεον, συλονσωσας, μ δουλωθεσα τν ψυχήν, βραίων τ πηνείᾳ· θενριστεύσασα, κα τν δόλιον κτείνασα, μυστικς νενύμφευσαι, τΔεσπότ τς κτίσεως. Ατν ον κτενς κδυσώπει, πάσης μς ῥυσθῆναι βλάβης.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.Φωτὶ νοητῷ, Ματρῶνα ἀτενίζουσα, εἱρκτῆς τὴν φρουράν, ὡς θάλαμον λελόγισαι, ἐξ ἧς Μάρτυς ἔδραμες, πρὸς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τῇ σῇ Λόγε θείᾳ στοργῇ, μαστίγων τὴν πεῖραν, καθυπέστην φαιδρῶς.

Μεγαλυνάριον.Οὐδόλως δεδούλωσαι τὴν ψυχὴν, ἀλλ’ ἐλευθερίᾳ, ἐνδιέπρεψας εὐσεβεῖ, καὶ ἀρρενωθεῖσα, τὴν φρένα ὦ Ματρῶνα, ἠγώνισαι ἀνδρείως, κατὰ τοῦ ὄφεως.

Οἱ Ἅγιοι Φιλητὸς, Λυδία, Θεοπρέπιος, Μακεδόνας, Ἀμφιλόχιος καὶ Κρονίδης οἱ Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Φιλητὸς ἦταν Συγκλητικός, ἡ Ἁγία Λυδία ἦταν ἡ σύζυγός του, οἱ Ἅγιοι Θεοπρέπιος καὶ Μεκαδόνας τα τέκνα τους, ενῷ ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἦταν Δοῦκας καὶ ὁ Ἅγιος Κρονίδης Κομενταρήσιος.Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.) καὶ ἦταν Χριστιανοὶ εὐσεβεῖς καὶ φοβούμενοι τὸν Θεό. Ὅταν ὁ Ἀδριανὸς ἄκουσε περὶ αὐτῶν, κάλεσε τὸν Ἅγιο Φιλητὸ καὶ τὸν ρώτησε περὶ τῆς ὁμολογίας αὐτοῦ. Ὅμως, ἐπεισὴ ὁ βασιλέας δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν σοφία τοῦ Μάρτυρος, τὸν παρέδωσε στὸν Δοῦκα Ἀμφιλόχιο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως, ἀφοῦ κρέμασε τὸν Ἅγιο Φιλητὸ καὶ τὴν Ἁγία Λυδία ἐπάνω σὲ ξύλο, τοὺς ἔγδαρε. Στὴν συνέχεια ἔριξε στὴν φυλακὴ τὸν Κρονίδη τὸν κομενταρήσιο, ποὺ πίστεψε στὸν Χριστό. Τὴ νύχτα, ἐνῷ οἱ Ἅγιοι ἔψαλλαν καὶ προσεύχονταν, ἦλθαν Ἄγγελοι ποὺ τοὺς ἔδωσαν θάρρος γιὰ τοὺς μαρτυρικοὺς ἀγῶνες. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα παρουσιάσθηκαν οἱ Ἅγιοι στὸν τύραννο, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε: «Προετοιμάζονται γιὰ ἐσᾶς πολλὲς τιμωρίες». Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν μέσα σὲ χάλκινο λέβητα πυρωμένο καὶ γεμάτο μὲ ἔλαιο καὶ ρητίνη. Μόλις, ὅμως, οἱ Ἅγιοι ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ὁ λέβητας ψυχράνθηκε. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ δοῦκας Ἀμφιλόχιος πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό του στὸν λέβητα λέγοντας: «Κύριε, βοήθησε με». Τότε ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Ἄκουσα τὴν δέησή σου, ἀνέβα πρὸς Ἐμένα μὲ χαρά». Ὅταν δὲ ὁ βασιλέας εἶδε τοὺς Ἁγίους νὰ ἔχουν διαφυλαχθεῖ σῶοι καὶ ὑγιεῖς, ἀναχώρησε καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους καὶ ἔτσι τελείωσαν τὸν βίο τους προσευχόμενοι. 

26/3/12

Σύναξις Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ


Τὸ ὄνομα Γαβριὴλ σημαίνει τὴν ἰσχὺ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἄρχων Γαβριὴλ εἶναι ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Ἀγγέλων ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ζαχαρία, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴν γέννηση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, στὴν Παρθένο Μαριάμ, γιὰ νὰ τὴν χαιρετίσει καὶ νὰ φέρει τὸ μήνυμα τῆς ἐπικείμενης γέννησης τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιήλ, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὰ ὁράματα τὰ ὁποῖα εἶχε δεῖ αὐτὸς καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸν χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν Σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἐπειδὴ προανήγγειλε τὴ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.Φερωνυμίᾳ καταλλήλῳ ἐμπρέπων, καθυπουργεῖς ἐν τῇ τοῦ Λόγου σαρκώσει, ὡς στρατηγὸς τῶν Ἀσωμάτων τάξεων· ὅθεν εὐηγγέλισαι, τῇ Παρθένῳ Μαρίᾳ, χαῖρε προσφωνῶν αὐτῇ, τὸν Θεὸν γὰρ συλλήψῃ· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ ὑμνοῦντας, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οὐρανίου τάξεως, φωτοειδὴς στρατηγέτης, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε, γεγενημένος ἐν δόξῃ, ἤγγειλας, χαρὰν τὴν ἄληκτον τῇ Παρθένῳ· ταύτῃ γὰρ, τὴν τοῦ ἀνάρχου σύλληψιν Λόγου, ἐκβοῶν εὐηγγελίσω· χαῖρε Παρθένε εὐλογημένη Ἁγνή.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’.Ἀρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργὲ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγὲ καὶ ἀρχηγὲ ἀσωμάτων, τὸ συμφέρον ἡμῖν πρέσβευε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγος.

Μεγαλυνάριον.Ὅλος ἡλιόμορφος καὶ φαιδρός, Γαβριὴλ ἐπέστης, τῇ Παρθένῳ ἐν Ναζαρέτ· παρ’ ἧς νῦν τὴν αἴγλην, τῆς Τρισηλίου δόξης, δεχόμενος ἀΰλως, ἡμᾶς καταύγασον.

Οἱ Ἅγιοι Εἴκοσι Ἕξι Μάρτυρες οἱ ἐν Γοτθίᾳ μαρτυρήσαντες


Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Γότθων Ἰουγγουρίχου καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Γρατιανοῦ (375 – 383 μ.Χ.). Ἐνῷ εὑρίσκονταν ὅλοι στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔψαλλαν, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Γότθων καὶ ρίχθηκαν ζωντανοὶ στὴν πυρά. Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποιος ἄνθρωπος Χριστιανός, ποὺ ἔφερνε τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία, συνελήφθη καὶ αὐτὸς καὶ ρίχθηκε στὴν φωτιά, ἀφοῦ πρῶτα ὁμολόγησε τὸν Χριστό, προσφέροντας ἔτσι τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ στὸν Χριστό, ἀντὶ ἄλλης προσφορᾶς. Τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων περισυνέλεξε ἡ συμβία ἄλλου ἄρχοντα τοῦ ἔθνους τῶν Γότθων, ποὺ ἦταν Χριστιανή, μαζὶ μὲ πρεσβυτέρους καὶ λαϊκούς. Καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν ἐξουσία στὸν υἱό της, περιδιαβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἦλθε μέχρι τὴν γῆ τῶν Ρωμαίων μαζὶ μὲ τὴν θυγατέρα της. Στὴν συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴν χώρα της, ἀφοῦ κληροδότησε στὴν θυγατέρα της τὰ ἱερὰ λείψανα. Αὐτή, φεύγοντας γιὰ τὴν Κύζικο, ἔδωσε ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ λείψανα αὐτὰ στὴν πόλη καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τελειώθηκε ὁ βίος της.
Τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων εἶναι: Βαθούσης ἢ Ἀαθούσης πρεσβύτερος μετὰ τῶν δύο υἱῶν καὶ τριῶν θυγατέρων αὐτοῦ, μοναχὸς Ἀρπύλας, Ἀβίππας, Ἁγνάς, Ἡγάθραξ, Ἡσκόος, Θέρμας ἢ Θέρθας, Ρύαξ ἢ Ρύϊας, Σεΐμβλας ἢ Σουΐμβλας, Σιγήτζας ἢ Σίδητζας, Σίλας, Σουηρίλας, Φίλγας καὶ οἱ γυναῖκες: Ἀλλάς, Ἀνιμαΐς, Ἄννα, Βάρις ἢ Βάρκα, Λαρίσσα, Μαμύκα, Μωϊκὼ καὶ Οὐϊρκώ.Τὸ μαρτύριό τους συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 375 – 383 μ.Χ.

25/3/12

Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ἡ λειτουργικὴ παράδοση καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σὲ ἰδιαίτερη θέση τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς πλουτίζουν τὴν λειτουργική μας ζωή, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀτενίζει μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ σεβασμὸ τὴν μεσίτρια τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ θεολογικοὶ λόγοι καὶ ὕμνοι στὴν Κυρία Θεοτόκο εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση δοξολογία στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τὸ μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν μάρτυς τοῦ γεγονότος, πὼς ὁ Θεὸς προσέλαβε πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Σωτηρία ποὺ ἀποβαίνει πραγματικότητα καὶ γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος ἐστί τε καὶ λέγεται. Ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσης;… ὡς γὰρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεῖν τε καὶ φράζειν Θεόν, μᾶλλον δὲ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τὸ μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον, καὶ διανοίας καὶ γλώττης ἐστὶν ἀνώτερον. Ἐπεὶ οὖν Θεὸν σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται».
Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιὴς καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ καλύτερη προσφορὰ τῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστό. Στὴν προσφορὰ ὅλης τῆς κτίσεως συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν Παναγία. Ὁ ἁγιογράφος, ὅταν ἁγιογραφεῖ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τὴν Πλατυτέρα, δὲν θέλει νὰ εἰκονίσει μόνο τὴν Παναγία, ἀλλὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κέντρο της τὸν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καὶ γέννησε τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνδέει τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ λέγει: «ὑμνοῦμεν τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».
Ἡ ἀναφορά, λοιπόν, στὴν Παρθένο Μαρία ὑπενθυμίζει τὴν χαρὰ τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη Παρθένος, ἡ πιστὴ καὶ ταπεινὴ κόρη τῆς Βηθλεέμ, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εὑρέθηκε ὡς «ἡ μόνη ἐν γυναιξὶ εὐλογημένη καὶ καλή». Αὐτὴν διάλεξε ὁ Οὐράνιος ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».
Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός μας, ποὺ πάντοτε φροντίζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ εἶδε τὸ ἔργο ποὺ ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του νὰ εἶναι ὑπόδουλο στὸν διάβολο, θέλησε νὰ ἀποστείλει τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενή, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδὴ ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους, στὸν ἔνδοξο Γαβριὴλ ἐκμυστηρεύτηκε τὸ μυστήριο. Προοικονομεῖ δὲ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος θὰ γεννήσει ἁγνὴ καὶ καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.
Ὅταν ὁ Θεὸς Πατέρας εὐδόκησε νὰ πραγματοποιήσει «τὸ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «τὸ μυστήριον τὸ κεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν», τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιὰ τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μόνο αὐτὴ δέχθηκε τὴν θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου καὶ κρίθηκε ἱκανὴ νὰ ὑπηρετήσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.
Μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πίστη καὶ τὴ δογματική της διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι τῆς «σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καὶ εὐαγγελίζεται τὴν θεία βουλή. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος δὲν σιωπᾶ. Ἀνταποκρίνεται στὴν θεία κλήση μὲ ταπείνωση καὶ πίστη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».
Ἡ θεία βουλὴ γίνεται δεκτὴ καὶ βρίσκει ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τὴν ἀνυπακοὴ τῆς Εὔας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὔα καὶ ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὔα ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὸν λόγο ἑνὸς ἀγγέλου, γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ παραβαίνοντας τὸν λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀπὸ τὸν λόγο ἑνὸς Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νὰ φέρει τὸν Θεὸ μέσα της, ὑπακούοντας στὸν λόγο Του.
«Διὰ τῆς Εὔας ὁ θάνατος, διὰ τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ χαρούμενη ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας. Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καὶ ὄχι πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καὶ λατρείας, ταπεινώσεως καὶ ἐμπιστοσύνης.
Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐξέφερε τὸν ζωντανὸ καὶ παντοδύναμο λόγο Του «γενηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ παρήγαγε ἐντὸς τοῦ κόσμου τὰ ὄντα. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν ὅμοιά της ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία προσέφερε τὸ σεμνὸ καὶ ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος κατέβασε στὸν κόσμο τὸν Δημιουργό. Ἐδῶ ὁ Θεὸς καὶ πάλι προσφέρει τὸν λόγο Του: «Θὰ συλλάβεις, θὰ γεννήσεις υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σὲ αὐτὸν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαυΐδ, τοῦ προπάτορά Του. Θὰ βασιλεύσει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία Του δὲν θὰ ἔχει τέλος».
Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι τόσο θαυμαστό. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη, εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ τέλεια ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στὸν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς της, τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καὶ ὅλων τῶν δυνάμεών της, ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καὶ τῶν προσδοκιῶν της.
Οἱ ἀρχὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στὴ Ναζαρὲτ βασιλική, στὴν ὁποία περιλαμβανόταν κατὰ παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, ὅπου αὐτὴ δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στὴ σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.
Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περὶ αὐτῆς εὑρίσκονται στὸν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸ 430 μ.Χ. καὶ στὸ Πασχάλιον Χρονικὸν (624 μ.Χ.), ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συσταθεῖσα στὶς 25 Μαρτίου ἀπὸ τοὺς θεοφόρους δασκάλους.Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς στὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων, ὅπου παρίσταντο καὶ οἱ αὐτοκράτορες. Κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Πανυχίδα ἐτελεῖτο στὸ παλάτι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἷός του Θεοῦ, υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Κοντάκιον  Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον
Ἵνα κράζω σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τὸν ὁμοούσιον Πατρὶ καὶ θείῳ Πνεύματι
Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ Ἁγνὴ συνέλαβες
Τῇ τοῦ Πνεύματος ἐλεύσει τοῦ Παναγίου
Εἰς ἀνάπλασιν βροτείου γένους Ἄχραντε,
Ἀρχαγγέλου σοι φωνὴν κοσμοχαρμόσυνονἘκβοήσαντος, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον.Νῦν εὐαγγελίζεται Γαβριήλ, τὸ χαῖρε κραυγάζων, μετὰ δέους τῇ Μαριάμ. Ὢ τοῦ ξένου τρόπου, ἐν μήτρᾳ γὰρ ἀχράντῳ, συνείληπται ὁ Πλάστης, σώζων ὃν ἔπλασε.

Δ' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν Ἰωάννου Κλίμακος

Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε ηγούμενος της μονής του Σινά.
Συνέγραψε τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών.
Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημιτική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις.
Οι διδασκαλίες του είναι ολοκάθαρα νάματα που προέρχονται από αγιασμένη πηγή. Είναι ένα θεόπνευστο κείμενο. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θαυμάζουν τον συγγραφέα της Κλίμακας για την βαθύτητα των ψυχολογικών του γνώσεων και παρατηρήσεων, και διαπιστώνουν ότι τα τελευταία αξιόλογα πορίσματα της ψυχολογίας του Βάθους ήταν γνωστά στους Πατέρες της ερήμου.
Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών. Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια.  Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον Πάτερ, μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξε, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μέθεξιν.

24/3/12

Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων Ἐπίσκοπος Σελευκείας τῆς Πισιδίας



Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων γεννήθηκε στὴ Σελευκεία τῆς Πισιδίας. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε σὲ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ἔγινε μαθητής του, ἐνῷ στὴν συνέχεια ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἴδιας πόλεως, διδάσκαλος τοῦ λαοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Διενέργησε πολλὰ θαύματα καὶ ὁδήγησε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες πρὸς τὸν Κύριο, κάνοντάς τους Χριστιανούς. Διοικώντας μὲ εὐσέβεια καὶ θεάρεστο τρόπο τὸ ποίμνιο, ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεὸς καὶ διακυβερνώντας μὲ ἀρετὴ καὶ σοφία τὴν Ἐκκλησία, ἦταν σωτήριο λιμάνι γιὰ ὅλους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, προστάτης τῶν χηρῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ὀρφανῶν, χορηγὸς πτωχῶν καὶ πενήτων.Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων, ἀφοῦ πολιτεύθηκε κατὰ Θεὸν καὶ ὑπηρέτησε σὲ ὅλα τὸν Κύριο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας, ἀπολαμβάνοντας τὴν αἰώνια ζωή.

Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ὁ ἐν Χαρσικίῳ

Εἶναι ἄγνωστο πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀσκητικὸ ἔγκλειστο βίο. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θεωρεῖ ὅτι ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας εἶναι ὁ πνευματικὸς υἱὸς τοῦ Ὁσίου Καρίωνος ( 24 Νοεμβρίου), περὶ τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στὸ Γεροντικόν, ἀλλὰ ὁ προσδιορισμὸς «ὁ ἐν Χαρσικίῳ» ἀποκλείει τὸν Ἐρημίτη τῆς Αἰγύπτου Ζαχαρία. Ἴσως τὸ Χαρσίκιον πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν μονὴ «τὴν ἐν Χαρσιανῷ», στὴν Καππαδοκία, τὴν ὁποία ἔκτισε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ( 23 Ὀκτωβρίου).

23/3/12

Ὁ Ἅγιος Νίκων ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήκοντα μαθητές του

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Νίκων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἡγεμόνος Κουϊντιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανὴ καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ ὁ πατέρας του εἰδωλολάτρης.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ πολὺ γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν πειθαρχία του. Ἡ ψυχή του ὅμως ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς κατὰ Θεοῦ βιοτῆς. Ἔτσι ξεκίνησε τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔκανε ὅμως μία πρώτη στάση στὴν Χίο, ὅπου πέρασε ἑπτὰ ἡμέρες προσευχόμενος. Στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ ἐμφάνιση Ἀγγέλου, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ ἔφθασε στὸ ὄρος Γάνου. Ἐκεῖ βαπτίσθηκε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο ἀπὸ κάποιον Ἐπίσκοπο καὶ ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῶν μοναχῶν ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτόν.
Ἐκεῖ πληροφορήθηκε διὰ θείας ἀποκαλύψεως ὅτι πρόκειται τὸ ὄρος νὰ καταστραφεῖ ἀπὸ τὰ ἔθνη. Ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ Νεάπολη, ὅπου εἶδε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ κήδευσε τὴ μητέρα του. Στὴν συνέχεια ἦλθε στὴ νῆσο τῆς Σικελίας καὶ ἀσκήτευε μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς συνοδείας του στὸ ὄρος τοῦ Ταυρομενίου. Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίθεση τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς μὲν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς καρατόμησε, τὸν δὲ Ἱερομάρτυρα Νίκωνα, ἀφοῦ τὸν βασάνισε, τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήντα ἐννέα μαθητὲς αὐτοῦ εἰσῆλθαν, τὸ ἔτος 250 μ.Χ., στὴ μακαρία ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν ὑπάρχει θλίψη ἢ στεναχώρια ἢ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νικήσας τὸν δόλιον, ἀσκητικαῖς ἀγωγαῖς, κανὼν ἐχρημάτισας, τῶν σῶν κλεινῶν φοιτητῶν, ἀκρότητι βίου σου· ὅθεν σὺν τούτοις ἅμα, γεγονὼς ἐν τῇ Δύσει, ἔδυσας ἐν ἀθλήσει, σὺν αὐτοῖς Πάτερ Νίκων, μεθ' ὧν καὶ κατεφοίτησας αἴγλῇ τῇ ἄνωθεν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀσκητῶν ὁμότροποι, καὶ ἀθλητῶν ἐφάμιλλοι, μαρτυρικῶς Κυρίῳ προσήχθητε, στερροὶ Ὁσιομάρτυρες· ποδηγὸν ἀσφαλῆ γὰρ, κεκτημένοι τὸν ἔνδοξον Νίκωνα, ἠθλήσατε σὺν τούτῳ, συμψάλλοντες, Ἀλληλούϊα.
Μεγαλυνάριον.
Νίκῃ στεφανούμενος ἀληθεῖ, πρὸς πόθον παιδεύεις, παλαισμάτων νικοποιῶν, τὴν τῶν φοιτητῶν σου, χορείαν θεοφόρε, μεθ’ ὧν καὶ ἐναθλήσας, νίκων δεδόξασαι.

Δ’ Χαιρετισμοί

Ἀκάθιστος Ὕμνος – Δ’ Στάσις

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.

Ὁ Ὅσιος Νίκων καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου

Ὁ Ὅσιος Νίκων ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ( 10 Ἰουλίου). Ἦταν μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔκειρε μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία καὶ κατάλληλη πνευματικὴ προετοιμασία ὅσους ζητοῦσαν μὲ πόθο τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀξιώθηκε μάλιστα τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ κείρει μὲ τὰ χέρια του τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο ( 3 Μαΐου), τὸν μεγάλο θεμελιωτὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴ Ρωσία. Ἔκειρε ἀκόμη, περὶ τὸ ἔτος 1062, δύο μεγάλες μορφὲς τῆς Λαύρας, τὸν ἐπιφανὴ βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο ἡγεμόνα Ἐφραίμ.
Γι’ αὐτὲς ὅμως τὶς μοναχικὲς κουρὲς ὑπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ὀργίσθηκε πολύ, ἐπειδὴ ἔχασε ἀπὸ κοντά του δύο σπουδαῖα πρόσωπα, δύο χρήσιμους συνεργάτες καὶ θύμωσε μὲ τοὺς Ὁσίους. Διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του ἐκεῖνον ποὺ τόλμησε νὰ τοὺς κείρει μοναχούς. Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε μὲ περισσὴ ὀργὴ καὶ φώναξε:
Ἐσὺ καλόγερε, τόλμησες νὰ κάνεις σὰν κι ἐσένα, τὸν βογιάρο καὶ τὸν εὐνοῦχο μου;
Ναί, ἐγώ, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου πατέρα μου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐράνιου Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς κάλεσε σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος ἤρεμα καὶ θαρρετά.
Ὁ ἡγεμόνας μὲ μανία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ οἱ νέοι μοναχοὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πρότερή τους κατάσταση. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση θὰ κατέστρεφε τὸ σπήλαιο.
Μετὰ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, οἱ ἀδελφοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ φύγουν μακριά, σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ἡ ἡγεμονικὴ ὀργή. Τότε ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν καὶ ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πολίχνη, βρῆκε ἕναν ἔρημο τόπο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ἐπιδόθηκε ἀμέσως σὲ σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ζωντας μὲ σιωπή, «μόνος μόνω τῷ Θεῷ προσευχόμενος». Ἡ παρουσία του δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὴ καὶ ἡ φήμη του νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.
Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶχε ἀκόμη στερεωθεῖ ἐκεῖ καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν τελείως ἄγνωστη. Σιγὰ – σιγὰ οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν παράξενη γι’ αὐτοὺς ζωή του. Ἐκεῖνος τότε, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἔλυνε τὴν σιωπή του καὶ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅλοι σαγηνεύονταν ἀπὸ τὴ σοφία, τὴν γνώση καὶ τὴν ἁγιότητά του, μετανοοῦσαν καὶ δόξαζαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους. Ἀργότερα, ὁρισμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς κάνει μοναχούς. Καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοὺς δοκίμαζε καὶ τοὺς νουθετοῦσε, τοὺς ἔκειρε. Ἔτσι τέθηκαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν κατοπινὴ ἀνέγερση τῆς μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἔγινε σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο, ἰσάξιο τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Τμουταρακᾶν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οἱ κάτοικοι τῆς χώρας παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο Νίκωνα, στὸν ὁποῖο ἔτρεφαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση, νὰ πάει στὸν ἡγεμόνα τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καὶ νὰ ζητήσει τὸν υἱό του Γκλὲμπ γιὰ τὴν ἡγεμονία τοῦ Τμουταρακᾶν.
Ὁ Ὅσιος ἐκτέλεσε μὲ ἐπιτυχία τὴν δακονία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ποίμνιό του. Ἐπιστρέφοντας μαζὶ μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλὲμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε ἀπὸ τὸ Κίεβο καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ὁ μακάριος ἡγούμενος Θεοδόσιος ἀντίκρισε, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, τὸν παλαιὸ συνασκητή του, σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἔπεσαν καὶ οἱ δύο στὴν γῆ καὶ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ὕστερα ἀγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση καὶ κάθισαν νὰ συζητήσουν.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Νίκων, μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει, ὁ μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σὲ λυγμοὺς καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνει στὰ Σπήλαια, γιὰ νὰ συνεχίσουν μαζὶ τὴν ἐπίγεια ἀσκητικὴ ὁδοιπορία τους.
Πρέπει νὰ πάω, εἶπε ὁ Νίκων, νὰ ρυθμίσω ὅτι ἀφορᾶ στὸ μοναστήρι μου. Ἔπειτα, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ ἐπιστρέψω.
Πράγματι ὁ Ὅσιος, πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλέμπ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς χώρας. Ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ τακτοποιήσει μὲ ἐπιμέλεια τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς του καὶ κατόπιν, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του, γύρισε στὴ Λαύρα, κοντὰ στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὑποτάχθηκε μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο ἡγούμενο καὶ ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλες του τὶς ἐντολές, νεκρώνοντας τὸ δικό του θέλημα. Καὶ ὁ μακάριος Θεοδόσιος, ὅταν χρειαζόταν νὰ λείψει ἀπὸ τὴ μονή, ἄφηνε ὡς ἀντικαταστάτη του, στὴ διαποίμανση τῆς ἀδελφότητας, τὸν Νίκωνα.
Πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος Νίκων, ποὺ γνώριζε τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, ἔραβε καὶ ἔδενε βιβλία. Τότε ὁ Θεοδόσιος καθόταν ταπεινὰ δίπλα του, ἂν καὶ ἦταν ἡγούμενος καὶ τοῦ ἑτοίμαζε τοὺς σπόγγους ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ ἐργόχειρό του. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐκαιρίες, οἱ δυὸ Ὅσιοι μάζευαν γύρω τους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς νουθετοῦσαν μὲ πνευματικὲς διδαχὲς καὶ ἀσκητικοὺς λόγους.
Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ξέσπασε ἡ γνωστὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς ἡγεμόνες, τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβο, τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο καὶ τοῦ Περεγιασλὰβ Βσέβολοντ, ὁ Ὅσιος Νίκων ἐπέστρεψε στὸ Τμουταρακᾶν, ὅπου ἔζησε μερικὰ χρόνια μὲ τὸν ἴδιο ἀσκητικὸ ζῆλο.
Ὅταν ἔμαθε ὅτι εἰρήνευσε ὁ τόπος τοῦ Κιέβου, ὁ Ὅσιος πῆρε πάλι τὸν δρόμο γιὰ τὴν Λαύρα. Φθάνοντας ὅμως ἐκεῖ, διαπίστωσε πὼς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος δὲν ἦταν πιὰ στὴν ζωή. Ἡγούμενος τώρα ἦταν ὁ φιλόθεος Στέφανος. Ὁ Ὅσιος Νίκων ἀποφάσισε νὰ τελειώσει τὸν ἐπίγειο βίο του στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του. Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορὰ μὲ δάκρυα χαρμολύπης.
Ὅταν μὲ τὴ συνεργία τοῦ πονηροῦ, ὁρισμένοι ἀδελφοὶ δημιούργησαν ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀπομάκρυναν τὸν μακάριο Στέφανο ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τῆς μονῆς, ἡγούμενος ἀναδείχθηκε ὁ Ὅσιος Νίκων. Μὲ διάκριση καὶ σοφία ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴν ἀδελφότητα. Καὶ τὸ κατόρθωσε μὲ μεγάλο κόπο, πολὺ ὑπομονὴ καὶ περισσότερη προσευχή. Οἱ ἀδελφοί, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀκεραιότητα, τὴν σύνεση καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἡσύχασαν καὶ ὑποτάχθηκαν σὲ αὐτόν, ὡς σὲ φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο καὶ πνευματικὸ ὁδηγό.
Πολλὲς φορὲς ὁ μοχθηρὸς διάβολος προσπάθησε νὰ δημιουργήσει νέα σκάνδαλα καὶ νὰ βάλει ἐμπόδια στὴν ἀνύσταχτη φροντίδα τοῦ Ὁσίου νὰ καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Οἱ σκοτεινοὶ σκοποί του ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ σβήσουν τὸ φῶς τῶν ἀρετῶν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.
Στὰ χρόνια τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῶν Σπηλαίων ἀπὸ Ἕλληνες ἁγιογράφους, σταλμένους ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο.
Ὁ Ὅσιος Νίκων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1088. Ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου μέχρι σήμερα τὸ τίμιο λείψανό του ἀναπαύεται ἄφθορο καὶ ἀκέραιο, τιμημένο μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα.

22/3/12

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος Ἀγκύρας


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀγκύρας Σατορνίνου ἢ Σατορνίλου. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν διέβαλαν στὸν ἔπαρχο ὅτι εἰρωνευόταν καὶ κατηγοροῦσε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καί, ἀφοῦ δὲν πείσθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βασανίσθηκε.
Ὅταν, λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ἔφθασε στὴν Ἄγκυρα ὁ Ἰουλιανός, ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἐνώπιόν του. Ὁ αὐτοκράτορας τὸν ρώτησε ἂν ἀρνεῖται τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ ἀπάντησε ὅτι πιστεύει μόνο στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ λατρεύει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ βασιλέας ἔδωσε ἐντολὴ στὸν κόμητα Φλαβέντιο νὰ ἀποκόψει λουρίδες δέρματος ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος ἅρπαξε μὲ δύναμη μία λουρίδα τοῦ δέρματός του, τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὴν ἔριξε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἐκεῖνος ἐξοργίσθηκε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κατακάψουν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ καὶ νὰ τὸν τρυπήσουν παντοῦ.
Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἔτος 362 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸ ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω Βασίλειε· ὅθεν ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεὺς γενόμενος, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, καὶ ὁπλίτης ἄριστος, ἀναδειχθεὶς ἐν ἀθλήσει, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας, εἴληφας, τῆς βασιλείας τῆς οὐρανίου, τὴν ἀπόλαυσιν ἀξίως, Ἱερομάρτυς Χριστοῦ Βασίλειε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔθυσας τἢν ἄμωμον προσφοράν, τῷ ἐπουρανίῳ, ὦ Βασίλειε Βασιλεῖ, καὶ στερρῶς ἀθλήσας, γενναιοτάτῃ γνώμῃ, θυσία προσηνέχθης, αὐτῷ εὐάρεστος.

Ἡ Ἁγία Δροσὶς καὶ οἱ σὺν αὐτῇ πέντε Κανονικὲς

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δροσὶς ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) καὶ συμπαθοῦσε τοὺς Χριστιανούς, ποὺ τόσο ὑπέφεραν ἀπὸ τὸν διωγμό. Κάθε βράδυ ἡ Ἁγία ἐξερχόταν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ μαζὶ μὲ πέντε Κανονικές, δηλαδὴ πέντε μοναχές, περισυνέλεγε καὶ ἐνταφίαζε τὰ λείψανα τῶν ἄταφων Χριστιανῶν, ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει.
Ὅμως ἕνας σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος, ποὺ ἦταν καὶ μνηστήρας τῆς Δροσίδος, ὁ Ἀδριανός, πληροφόρησε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ ἔργο τῶν γυναικῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς τὶς συνέλαβε καὶ τὴν μὲν Ἁγία Δροσίδα τὴν περιόρισε στὸ παλάτι, τὶς δὲ μοναχὲς τὶς ἔριξε μέσα σὲ χωνευτήρι μὲ λιωμένο χαλκό.
Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι μὲ τὸν χαλκὸ αὐτό, μέσα στὸν ὁποῖο χωνεύθηκαν οἱ πέντε Ἁγίες, ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν οἱ βάσεις τῶν χάλκινων ἀγγείων τοῦ δημόσιου λουτροῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνεγείρει καὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ σὲ δημόσια λειτουργία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπολλωνίων.
Ὅταν ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ λουτροῦ, ὁ πρῶτος ποὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθει μέσα, μόλις πλησίασε, ἔπεσε κάτω νεκρός. Τὸ ἴδιος συνέβη καὶ μὲ ὅσους ἄλλους, μετὰ ἀπὸ αὐτόν, πλησίασαν τὴν θύρα.
Μόλις ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα, ρώτησε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων μήπως οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν κάνει καμία μαγεία. Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκαναν τὰ χάλκινα ἀγγεῖα, ποὺ κατασκευάστηκαν ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν πέντε μοναχῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν ἄλλα χάλκινα ἀγγεῖα, ὥστε νὰ σταματήσουν οἱ θάνατοι καὶ νὰ ξαναλιώσουν τὰ ἀγγεῖα μέσα στὰ ὁποῖα μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες, γιὰ νὰ κατασκευαστοῦν χάλκινα ὁμοιώματα τῶν πέντε ἐκείνων Μαρτύρων πρὸς ἀτίμωση καὶ ὄνειδός τους.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὰ γυμνὰ ἀγάλματα στήθηκαν. Ὁ Τραϊανός, ὅμως, εἶδε στὸν ὕπνο του τὶς πέντε μοναχὲς νὰ τὸν ἐπιτιμοῦν καὶ νὰ τοῦ προαναγγέλουν τὴν κοίμηση τῆς θυγατέρας του. Ὁ ἀσεβὴς αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε, διότι ὁ Θεὸς ἐξευτέλισε τὶς ἀνόητες βουλές του καὶ τὶς γεμάτες παράνοια πράξεις του. Ἔδωσε, λοιπόν, ἐντολὴ νὰ ἀναφθοῦν δύο κλίβανοι σὲ καθένα ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα τῆς πόλεως καὶ νὰ πυρακτώνονται συνεχῶς. Μὲ διαταγή του τοποθέτησε στοὺς κλιβάνους καὶ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἔγραφε: «Χριστιανοί, ποὺ προσκυνᾶτε τὸν Ἐσταυρωμένο, λυτρώσατε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ βασανιστήρια καὶ ἀπαλλάξατε ἐμᾶς ἀπὸ τὸν κόπο τῶν βασάνων. Ρίψατε ἑαυτοὺς στὸν κλίβανο».
Ἡ Ἁγία Δροσὶς ἀπέβαλε τὰ βασιλικὰ ἐνδύματα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς. Προχωροῦσε πρὸς τὸν κλίβανο, γιὰ νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὶς Ἁγίες, ποὺ ἀναπαύονταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δὲν εἶχε βαπτισθεῖ. Ἔβγαλε τότε ἀπὸ τὸ θηλάκιο τοῦ χιτῶνα της τὸ μύρο, μπῆκε μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ νερὸ καὶ βαπτίσθηκε στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν συνέχεια κρύφθηκε κάπου γιὰ λίγες ἡμέρες καὶ ἐκεῖ κοιμήθηκε προσευχόμενη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατρὸς τὴν δυσσέβειαν, καταλιποῦσα σεμνή, Κυρίῳ προσέδραμες, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τοῦτῳ δε νυμφευθεῖσα, καθαρᾷ διανοίᾳ, ἤχθης Δροσὶς θεόφρον, πρὸς νυμφῶνα τὸν θεῖον, πρεσβεύουσα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ φωτὶ τῆς χάριτος, καταυγασθεῖσα, εὐσεβῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, Δροσὶς Μαρτύρων συνόμιλε, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ πτερωθεῖσα τῷ τοῦ Χριστοῦ, τοῖς Μάρτυσι τούτου, θεοφρόνως διακονεῖς, ὧν καὶ τῆς εὐκλείας, Δροσὶς ἐπιτυχοῦσα, ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει, τῶν εὐφημούντων σε.