31/7/14

Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος
















Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος γεννήθηκε στὴ Καππαδοκία καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842).
Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Εὐδοκία ἦταν ἄνθρωποι πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς. Ἡ ὀρθόδοξη οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γρήγορα ὁ Εὐδόκιμος διακρίθηκε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὶς ἀρετές του.
ἠθικὸς βίος του καὶ φιλάνθρωπη δράση του ἐκτιμήθηκαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλο, ὁποῖος τὸν διόρισε στρατοπεδάρχη τῆς Καππαδοκίας ἀρχικὰ καὶ ἀργότερα ὅλης της αὐτοκρατορίας. Κατὰ τὴν τέλεση τῶν καθηκόντων του Εὐδόκιμος ἦταν πάντα δίκαιος καὶ ταπεινόφρων, ἐνῷ δὲν σταμάτησε στιγμὴ νὰ ἐπιδίδεται στὸ φιλάνθρωπο ἔργο του.
Ἐνῷ βρισκόταν στὸ 33ο ἔτος τῆς ἡλικίας του ὁ Εὐδόκιμος προσβλήθηκε ἀπὸ βαριὰ σωματικὴ ἀσθένεια. Ὅταν παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἡ χριστιανικὴ κοινότητα βυθίστηκε σὲ θλίψη καὶ ἐνταφίασε τὸ τίμιο σῶμα του εὐλαβῶς.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς οὐρανίους σκηνάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου Ἅγιε· σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα. Διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθήναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.

Μεγαλυνάριον.
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.

Ἐγκαίνια Ναοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν Βλαχερναὶς καὶ Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυροῦ
















Ο Σ. Εὐστρατιάδης γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ γράφει τὰ ἕξης:
«Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος σταυρός, περιήγετο ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναοὺς πρὸς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν καὶ πάλιν ἀπετίθετο εἰς τὸ σκευοφυλάκιον. Εἰς τοὺς κώδικας, τὰς τοῦ τιμίου σταυροῦ προεόρτια ἀναγράφονται καὶ ἄρχονται ἀπὸ τῆς πρώτης Αὐγούστου, ἡ δὲ κατὰ τὴν προεόρτιον ταύτην ἀνάμνησιν ὑμνογραφία εἶναι πλούσια καὶ κεῖται ἀνέκδοτος εἰς πολλοὺς Κώδικας καὶ ἶνα μόνον εἰς τοὺς κατ’ αὐτὴν συντεθέντας Κανόνας περιορισθῶ, σημειῶ Κανόνα τοῦ Θεοφάνους (ἐν τοὶς Κώδ. 368 φ. 3636, 1568 φ. 3α Παρισίων καὶ Ω 147 Λαύρας), τοῦ Γεωργίου Νικομήδειας (ἐν τοὶς Κώδ. 1567 φ. 240 6, 13φ 351α Παρισίων καὶ Θ 32 φ. 344α, Δ 12 φ. 273α, 1135 φ. 333α καὶ Ω 147 φ. 368α Λαύρας), ἕτερον τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Νικομήδειας φέροντα ἀκροστιχίδα «Σταυρῶ γεγηθῶς ἐξάδω θεῖον μέλος Γεώργιος» (ἐν τῷ Παρισινῷ Κώδ. 13 φ. 352 6 καὶ τῷ τῆς Λαύρας Θ 33 φ. 5). Εἰς τοὺς αὐτοὺς δὲ Κώδικας καὶ ἄλλους Στιχηρὰ πολλά, Ἰδιόμελα, Καθίσματα κλπ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρᾷ διανοίᾳ· προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, δι’ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς θεία λαμπάς, προέρχεται τοῖς πέρασι, Χριστοῦ ὁ Σταυρός, δι’ οὗ ζωὴ δεδώρηται· προσέλθωμεν οὖν ἄνθρωποι, καὶ ῥυφθῶμεν τούτου τῇ χάριτι· ὁ γὰρ ἐν τούτῳ προσπαγείς, παρέχει τοῖς πᾶσιν, ἱλασμὸν καὶ ζωήν.

Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε καὶ δεξώμεθα εὐλαβῶς, καθαραῖς ἐννοίαις, τὸν πανάγιον νῦν Σταυρόν· αἵματι γὰρ θείῳ, Χριστοῦ κατηρδευμένος, βλυσταίνει ἀκενώτως, πᾶσιν ἰάματα.

30/7/14

Οἱ Ἅγιοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος οἱ Ἀπόστολοι

Ημ. Εορτής: 30 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Ἀνδρόνικος

Οἱ Ἅγιοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος, ἦταν πέντε ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Ὅλοι ὑπηρέτησαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Σίλας φυλακίστηκε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς μόχθους καὶ μακρὰ πορεία ἔγινε ἐπίσκοπος Κορίνθου.
Ὁ Κρήσκης, ἔγινε ἐπίσκοπος Καρχιδονίας καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ μόχθησε καὶ ὑπηρέτησε τὸ Θεῖο Εὐαγγέλιο.
Ὁ Σιλουανός, ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἀγωνίσθηκε καὶ βασανίστηκε καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν πίστη του στὸν Κύριο.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀγωνίσθηκε καὶ ὁ Ἐπαινετὸς σὰν ἐπίσκοπος Καρθαγένης.
Τέλος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀγωνίστηκε καὶ βασανίστηκε γιὰ τὴν πίστη του στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ὡς οὐρανοὶ λογικοί, τὴν δόξαν ἀστράψαντες, τοῦ κενωθέντος ἐν γῇ, συμφώνως ὑμνείσθωσαν, Κρήσκης Σιλουανός τε, καὶ ὁ ἔνθεος Σίλας, ἅμα σὺν Ἀνδρονίκῳ, Ἐπαινετὸς ὁ θεόφρων· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Σίλα. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνοδίτης τοῦ Παύλου γεγονὼς καὶ συνέκδημος, τὴν Νεάπολιν μάκαρ καὶ Φιλίππους ἐφώτισας, τῆς θείας ἐπιγνώσεως φωτί, Ἀπόστολε Σίλα ἱερέ. Ἀλλὰ φύλαττε καὶ σκέπε πάντας ἡμᾶς, ἐν πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε· καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Ἕτερον Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου Σίλα. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐορτάζει σήμερον ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκβοᾷ σοι Ἀπόστολε· χαῖρε ὦ Σίλα τοῦ Παύλου συνόμιλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Ἀνδρόνικε Σίλα, καὶ θεόφρον Σιλουανέ, σὺν Ἐπαινετῷ τε, καὶ Κρήσκεντι τῷ θείῳ, τῆς ἀληθοῦς σοφίας ἐνδιαιτήματα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου Σίλα.
Χαίροις εὐσεβείας θεῖος πυρσός, Ἀπόστολε Σίλα, καὶ τῆς χάριτος θησαυρός· χαίροις ὁ τῷ Παύλῳ, πιστῶς διακονήσας, αἰτούμενος δὲ πᾶσιν, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

29/7/14

Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ὁ Μάρτυρας

Ημ. Εορτής: 29 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Καλλίνικος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία. Μὲ ἰδιαίτερη εὐφράδεια λόγου, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ζῆλο, δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὅταν ἔφθασε στὴν Αἴγυπτο, φανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα Σακέρδωνα. Αὐτός, ὑποκρινόμενος, ἔδειξε ὅτι λυπᾶται, καὶ γιὰ νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Καλλινίκου, ἀνέφερε δῆθεν περιστατικὰ πρώην γενναίων χριστιανῶν, ποὺ ὅταν ἀντίκρισαν τὰ σκληρὰ βάσανα, ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους. Ὁ Καλλίνικος, ἀντιλαμβανόμενος τὴν ὑποκρισία τοῦ ἡγεμόνα, μειδίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴν ἀναβάλλεις, ἔπαρχε, νὰ λάβεις πεῖρα τῆς δύναμης μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὁπλίζει τοὺς γνήσιους πιστούς Του. Γρήγορα ἑτοίμασε ὅλα σου τὰ κολαστήρια ὄργανα, φωτιά, ξίφη, τροχούς, μαχαίρια, μαστίγια καὶ ὅτι ἄλλο σκληρὸ μαρτύριο ἔχεις. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα καὶ σκληρότερα βασανιστήρια ποθῶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Πράγματι, ὁ ἔπαρχος τὸν μαστίγωσε σκληρά. Ἔσκισε τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ὅπως ἦταν μισοπεθαμένος, τὸν ἔδεσε πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο, ποὺ τὸν ἔσυρε γιὰ πολλὰ χιλιόμετρα. Τόση ἦταν ἡ λύσσα τοῦ ἐπάρχου, ποὺ πρὶν ὁ Καλλίνικος ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά.
Ἔτσι ἔνδοξα πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλῆσιν σύνδρομον, ἔχων τῷ βίῳ, νῖκος κάλλιστον, ἦρας ἐν ἄθλοις, καταλλήλως γεγονώς ὃ προκέκλησαι· σὺ γὰρ καλῶς τὸν ἀγῶνα τελέσας σου, ὡς νικητὴς ἐδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ταῖς ἐπομβρίαις τῶν ἐνθέων σου λόγων, τῆς ἀσεβείας κατασβέσας τὴν φλόγα, μερτυρικοῖς διέλαμψας ἀγῶσι σοφέ· ὅθεν καὶ εἰσέδραμες, τῇ καμίνῳ προθύμως, ἐκβοῶν Καλλίνικε, τῷ ἰσχύν σοι διδόντι· Ἐν τῷ φωτί με ἴθυνον τῷ σῷ, τὸν ἐν πυρί σε, Χριστὲ μεγαλύναντα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, ὕλην ἀσεβείας, καταφλέξας ἀθλητικῶς, ὡς τερπνὴ θυσία, διὰ πυρὸς προσήχθης, Καλλίνικε παμμάκαρ, τῷ ἀθλοθέτῃ σου.

Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἡ Μάρτυς καὶ τὰ τρία παιδιά της
















Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἦταν ἀπὸ τὴ Νίκαια καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ θερμότητα τῆς εὐσέβειάς της.
Ἔμεινε χήρα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν της, χωρὶς νὰ δώσει καμιὰ προσοχὴ στὶς προτάσεις δεύτερου γάμου. Μὲ τὴ φιλόστοργη φροντίδα της, μεγάλωσαν οἱ γιοί της καὶ ἀναδείχτηκαν παιδιὰ πιστὰ καὶ μὲ μεγάλη φρόνηση. Τὰ χρόνια ὅμως ἐκεῖνα, ἦταν δύσκολα καὶ ἐπικίνδυνα. Ἡ εἰκονομαχία ἦταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Ἡ Ἁγία Θεοδότη μὲ τοὺς γιούς της, ἦταν στὴν πρώτη τάξη τῶν ὑπερμάχων ἀθλητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκείνη μεταξὺ τοῦ γυναικείου κόσμου, αὐτοὶ μεταξὺ τῶν συνομηλίκων τους, συμβούλευαν καὶ διήγειραν κατὰ τῶν ἄσεβων προσταγμάτων τῶν εἰκονομάχων βασιλέων. Τὸ καθῆκον αὐτό, ἔφερε μητέρα καὶ γιοὺς στὸ μαρτύριο, ποὺ τὸ ὑπέστησαν μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία.
Ἔτσι ὅλοι μαζί, πῆραν τὰ ἀθάνατα στεφάνια, ποὺ παρέχει στοὺς καλοὺς ἀθλητὲς ὁ ἀγωνοθέτης Θεός. Ναὸ στὴν Ἁγία Θεοδότη ἔκτισε ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς δῶρον ἐκλεκτόν, Θεοδότη θεόφρον, προσήγαγες Θεῷ, τοὺς ἐνθέους βλαστούς σου· σὺν τούτοις γὰρ ἠγώνισαι, ἱερῶς ἐναθλήσασα, μεθ’ ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῷ Κυρίῳ, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἡμῖν πᾶσι, καὶ βίου διόρθωσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς μητέρα βλέποντες εὐφραινομένην, ἐπὶ τέκνοις σήμερον τὴν Θεοδότην τὴν σεμνήν, ταύτης τὴν ἄθλησιν μέλψωμεν, τὸν στεφοδότην Χριστὸν μεγαλύνοντες.

Μεγαλυνάριον.
Δόσιν Θεοδότη πανευπρεπῆ, οὓς ἐτιθηνήσω, εὐσεβείας τῇ ἀπαρχῇ, τῷ Θεῷ προσφέρεις, ἀθλητικοῖς ἀγῶσι, μεθ’ ὧν καὶ δοξασθεῖσα, ἡμῶν μνημόνευε.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ στρατιώτης
















Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια του Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361) καὶ ἦταν στρατιώτης «εἰς τὰ νούμερα τῶν καλουμένων Ταϊφάλων».
Αὐτὸς λοιπόν, εἶχε σταλεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους στρατιῶτες νὰ καταδιώξει χριστιανούς. Φαινομενικά τους καταδίωκε, ἐνῷ στὰ κρυφά τους βοηθοῦσε νὰ διαφύγουν, νὰ ἀντέχουν τὰ βασανιστήρια, νὰ ἔχουν τὰ στοιχειώδη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν τους καὶ ἄλλα.
Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ πέρασε τὴ ζωὴ τοῦ ὁ Ἰωάννης, ἀναπαύθηκε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν Πανδέκτη, τόπο ποὺ καὶ οἱ ξένοι ἐνταφιάζονταν.
Ἡ δὲ σύναξή του γινόταν στὸν πρῶτο ἀποστολικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

28/7/14

Οἱ Ἅγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων καὶ Παρμενᾶς οἱ Ἀπόστολοι καὶ Διάκονοι

Ημ. Εορτής: 28 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Τίμος, Τίμωνας

«Ὃς ἐὰν θέλη ἐν ἡμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος». Ὅποιος, δηλαδή, θέλει νὰ γίνει μέγας μεταξύ σας, εἶπε ὁ Κύριος, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς μαθαίνει νὰ γίνεται ἐξυπηρετικὸς στοὺς ἄλλους.
Σ’ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνθρώπων ἀνήκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι – ἀπὸ τοὺς 70 μαθητὲς τοῦ Κυρίου – Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων καὶ Παρμένος. Αὐτοὶ ἦταν μεταξὺ τῶν ἑπτὰ ἐκλεγμένων διακόνων τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων (Πράξ. στ’ 5).
Τὸ ἔργο τους ἦταν νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ ἐπιστατοῦν στὴ διατροφὴ τῶν ἀπόρων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν. Ἀλλὰ ὑπηρετοῦσαν καὶ στὴ διάδοση τοῦ Θείου Λόγου. Ἔτσι ἀργότερα, μὲν Πρόχορος ἀκολούθησε τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος Νικομήδειας καὶ ἀναδείχθηκε τέλειος διάκονος τοῦ ἐπισκοπικοῦ καθήκοντος.
δὲ Τίμων ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὰ Βόστρα τῆς Ἀραβίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὸ Εὐαγγέλιο.
Οἱ ἄλλοι δύο, ὁ Νικάνωρ καὶ ὁ Παρμένος, πέθαναν στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκτελώντας τὸ διακονικό τους ἔργο. Κηδεύθηκαν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους, κάτω ἀπὸ τὸ πένθος ὅλης της Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὑπηρέτησαν μὲ τόσο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία.
Ἔτσι, ὁ καθένας χωριστά, ἀναδείχθηκε «πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ». Δηλαδὴ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι συνέκδημοι, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, θεόθεν ἐκρίθητε διακονεῖν εὐσεβῶς, τῷ θείῳ πληρώματι, Πρόχορε θεηγόρε, σὺν Νικάνορι ἅμα, Τίμων ὁ θεοκῆρυξ. Παρμενᾶς τε ὁ θεῖος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Διάκονοι σεπτοί, καὶ αὐτόπται τοῦ Λόγου, καὶ σκεύη ἐκλογῆς, ἀνεδείχθητε πίστει, Νικάνος καὶ Πρόχορε, Παρμενᾶ Τίμων ἔνδοξε. Ὅθεν σήμερον, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, ὑμᾶς μακαρίζοντες.

Μεγαλυνάριον.
Ἡ τῶν Ἀποστόλων θεία τετράς, Πρόχορε Νικάνορ, καὶ σὺν Τίμωνι Παρμενᾶς, ὡς τῆς εὐσεβείας διάκονοι καὶ μύσται, μυσταγωγεῖν τὰ κρείττω, ἡμᾶς μὴ παύσησθε.

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Μάρτυρας
















Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνία καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λικίνιου. Ἦταν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ δεινὸς κήρυκάς του.
Λόγω τοῦ ἔργου του καταγγέλθηκε καὶ βασανίστηκε. Ὅμως μὲ τὴ Θεία ἐπέμβαση, βγῆκε ἀλάβωτος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ἔτσι δὲν ἔπαθε τίποτα ὅταν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγριότητα πεινασμένου λιονταριοῦ. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα ὁ ἔπαρχος Τερέντιος, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Μίλητο, ὅπου καὶ συνέχισε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς μιᾶς ἀληθινῆς πίστης τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῶν βασανιστηρίων, θέλησαν οἱ εἰδωλολάτρες νὰ τὸν κάνουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὅμως μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του καὶ μόνο, μπόρεσε νὰ συντρίψει τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδώλων.
Γι’ αὐτήν του τὴν πράξη ἀποκεφαλίστηκε. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴν πόλη τῶν Συνάδων.

Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου
















Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῆς βασίλισσας Θεοδώρας, ποὺ ἀναστήλωσε τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Ἡ Εἰρήνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐσέβειά της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωματικὴ ὡραιότητά της καὶ γιὰ τὴν εὐγενῆ ἀνατροφή της. Εἶχε ζητηθεῖ λοιπὸν σὲ γάμο, ἀπὸ διακεκριμένο ἄνδρα τοῦ παλατιοῦ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Βυζάντιο. Στὴ διαδρομὴ ὅμως, πέρασε ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ τόσο ἑλκύστηκε ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ τῶν καλογριῶν, ὥστε πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ παραμείνει μαζί τους. Ἔτσι ἀπέρριψε τὶς κοσμικὲς δόξες, γύρισε στὴν πατρίδα της, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά της, βοηθώντας πολλοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρήματα τὰ ἐναπόθεσε στὴ Μονή.
Ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ ζωὴ τῆς μέσα στὸ μοναστήρι ὑπῆρξε πολὺ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία. Ὅταν πέθανε ἡ ἡγουμένη, ἡ Εἰρήνη, παρὰ τὴν ἄρνησή της, ὁρίστηκε διάδοχός της. Ἀπὸ τὴ νέα της θέση, ἐπετέλεσε τὰ καθήκοντά της ἄριστα. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τὴν προίκισε μὲ τὸ προφητικὸ καὶ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἔτσι διὰ τῆς προσευχῆς της, ἀπάλλαξε πολλοὺς ἀπὸ τὰ δαιμόνια.
Προαισθάνθηκε τὸν θάνατό της καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά, γεμάτη χαρὰ γιὰ τὸ εὐχάριστο οὐράνιο ταξίδι της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόξαν ῥέουσαν, ὑπεριδοῦσα, νύμφη ἄμωμος, ὤφθης Κυρίου, δι’ ἀσκήσεως Ὀσία ἐκλάμψασα· ὡς οὖν Εἰρήνη τυχοῦσα τοῦ πόθου σου, ἐν ὁμονοίᾳ ἡμᾶς διαφύλαττε, ἀξιάγαστε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύουσα, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου εὔκλειαν, καταλιποῦσα Ὁσία, τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῷ ἀφθάρτῳ, κάλλεσι, τῆς παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε Εἰρήνη, ὁ σὸς Νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Καππαδοκίας τὴν καλλονήν, καὶ Χρυσοβαλάντου, ὀδηγίαν τὴν ἀσφαλῆ, τὴν πηγὴν θαυμάτων, πηγάζουσαν τῷ κόσμῳ, Εἰρήνην τὴν Ὁσίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός
















Σύμφωνα μὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Παύλου, ποὺ βρίσκεται στὸ Νέον Ἐκλόγιον, εἶναι τελείως φανταστική.
Σ’ αὐτὸ φέρεται σὰν γιὸς τοῦ Βασιλιὰ Μιχαὴλ Α’ τοῦ Ραγκαβὲ (811 – 813) καὶ τῆς θυγατέρας τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ. Εὐνουχίστηκε σὲ παιδικὴ ἡλικία καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη φιλοσοφίας. Ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκτισε τὴ Μονὴ Ξηροποτάμου, τῆς ὁποίας καὶ ἔγινε ἡγούμενος. Ἡ ἁγιορείτικη παράδοση ὅμως, τὸν θέλει σύγχρονο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἱδρυτὴ τῆς Λαύρας.
Τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ Παύλου, σώζονται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου ἕξι Κανόνες στοὺς Ἁγίους 40 μάρτυρες, Κανόνας ἰαμβικὸς στὸν τίμιο σταυρὸ καὶ λόγος στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου ἀξίας ἀνταλλαξάμενος, τὸν θεοΰφαντον τρίβωνα τῆς ὁσίας ζωῆς, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καὶ ὁδηγεῖς φωτιστικῶς, Μοναζόντων τοὺς χορούς, πρὸς κτῆσιν τὴν τῶν κρειττόνων, Παῦλε Πατέρων ἀκρότης, καὶ πρεσβευτὰ ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καὶ υἱὸς ὤφθης εὐκλεής, τοῦ οὐρανίου Παντάνακτος, δι’ ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σὺ γὰρ Πάτερ Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς ὑπὲρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.

27/7/14

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ Ἰαματικός

Ημ. Εορτής: 27 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος: Φλωρίνης, Τήλου
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Παντελής

Τὸν καιρὸ ποὺ τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς εἰδωλολατρείας σκέπαζαν ἀπειλητικὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, στὰ τέλη δηλαδὴ τοῦ τρίτου αἰώνα μετὰ Χριστόν, γεννήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ φοβερὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Μαξιμιανός.

Ὁ πατέρας του λεγόταν Εὐστόργιος καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματοῦχος, μέλος τῆς συγκλήτου. Ἡ μητέρα του λεγόταν Εὐβούλη καὶ ἦταν θερμὴ Χριστιανή. Τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσαν στὸ παιδί τους ἦταν Παντολέον.

Ὁ Παντολέον ἦταν πολὺ ἔξυπνος, εὐγενικός, ἐπιμελής, ταπεινὸς καὶ πράος, γεμάτος ἀρετή, παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ πατέρας του τὸν παρέδωσε σ’ ἕνα φημισμένο γιατρό, τὸν Εὐφρόσυνο , γιὰ νὰ τοῦ διδάξει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Παντολέον ξεπέρασε ὅλους τους συνομήλικούς του στὴν μόρφωση καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ χαρακτήρα του. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐξυπνάδα του, τὸν προόριζε γιὰ νὰ γίνει γιατρὸς στὸ παλάτι, ὁ γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων.

Τὸν ἴδιο καιρὸ ὁ γέροντας ἱερέας τῆς Νικομήδειας Ἐρμόλαος, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάλεσε στὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν τὸν Παντολέοντα γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει. Ἀφοῦ συνομίλησαν γιὰ πολλὴ ὥρα, ὁ Ἐρμόλαος κατενθουσιάστηκε ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ κοσμοῦσαν τὸ νέο καὶ ἀποφάσισε νὰ τοῦ γνωρίσει τὴν πίστη στὸ Χριστό. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσά τους μιὰ ἄριστη πνευματικὴ σχέση. Ὁ Παντολέον ἐπισκεπτόταν καθημερινὰ τὸν Ἅγιο Ἐρμόλαο καὶ ἀπολάμβανε τοὺς Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν ἔτσι, σιγὰ - σιγὰ,  στὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ἕνα ἐντυπωσιακὸ γεγονὸς κάνει τὸν Παντολέοντα νὰ πάρει τὴ σοβαρὴ καὶ γενναία ἀπόφαση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, νὰ γίνει Χριστιανός. Ἐνῶ περπατοῦσε στὸν δρόμο συνάντησε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ δάγκωσε μία ὀχιὰ καὶ πέθανε. Λέει λοιπὸν στὸν ἑαυτό του: Θὰ προσευχηθῶ στὸ Χριστὸ νὰ ἀναστήσει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἂν πράγματι τὸ παιδὶ ἀναστηθεῖ, ἐγὼ πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστερῶ τὴν βάπτισή μου, θὰ γίνω Χριστιανός, θὰ πιστέψω ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὰ σκέφτηκε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο. Ἀμέσως τὸ παιδὶ ζωντάνεψε καὶ τὸ φίδι πέθανε.

Γεμάτος χαρὰ ὁ Παντολέον τρέχει στὸ γέροντα Ἐρμόλαο, τοῦ διηγεῖται τὸ θαῦμα καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ὁ Ἐρμόλαος, ἐπειδὴ γνώριζε ποιὸς ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση ὁδήγησε στὸ φωτισμὸ τοῦ Θείου Βαπτίσματος τὸν Παντολέοντα.

Ἀπὸ τότε ὁ Παντολέον ἔγινε ἀνάργυρος ἰατρός. Θεράπευε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀσθενεῖς, χωρὶς νὰ παίρνει καθόλου χρήματα. Ἀκόμη, ὅταν εὕρισκε φτωχοὺς τοὺς βοηθοῦσε ποικιλότροπα, δίνοντάς τους χρήματα καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα εἴδη. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ, μὲ τὴ δύναμη καὶ πάλι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ μας, τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ θαυμαστὲς θεραπεῖες τοῦ Ἁγίου προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ τῶν κατοίκων τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ καὶ τὸ μίσος καὶ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων ἰατρῶν τῆς πόλης. Οἱ τελευταῖοι κατάγγειλαν τὸν Παντολέοντα στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, τὸν φοβερὸ αὐτὸ διώκτη τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ Μαξιμιανὸς κάλεσε τὸν Ἅγιο στὰ ἀνάκτορα γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις. Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Παντολέον ὅμως ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος. Δὲν ἀρνήθηκε. Δὲν πρόδωσε τὸ Χριστό.

Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριωμένος, διέταξε φοβερὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ κλονίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.

Οἱ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκράτορα, ἄρχισαν νὰ τοῦ ξέουν τὴ σάρκα μὲ μαχαίρια καὶ νὰ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ λαμπάδες. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἦλθε σὲ βοήθεια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ θεράπευσε τὶς πληγές, φωτίζοντάς τον μὲ ἀστραπές. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τὸν Παντολέοντα μέσα σὲ ἕνα καζάνι ποὺ ἔβραζε. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως καὶ πάλι τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔμεινε σῶος καὶ ἀβλαβὴς καὶ ἡ φωτιὰ θαυματουργικὰ ἔσβησε. Ἀκολούθως βύθισαν τὸν Ἅγιο στὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἀφοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ τεράστια πέτρα. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἔκανε τὴν πέτρα πιὸ ἐλαφριὰ ἀπὸ φύλλο καὶ ἔδωσε στὸν Παντολέων τὴν δύναμη νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερά. Ἔτσι σῶος καὶ ἀβλαβής, βγῆκε στὴ στεριά. Στὴ συνέχεια ἔρριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ὅμως τὰ ζῶα, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξουν, ἔγλειφαν ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μὲ τὴ γλώσσα τους τὰ πόδια του, κουνόντας τὶς οὐρές τους.

Ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ ἐξαγριωμένος ὁ ἡγέμονας, διατάσσει τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Θαυματουργικὸς τὸ ξίφος λυγίζει καὶ ἀντὶ αἷμα τρέχει γάλα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπ’ τὸν οὐρανό. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Παντελεήμων, ποὺ σημαίνει τὸν Ἅγιο ποὺ ὅλους τους βοηθᾶ καὶ τοὺς ἐλεεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του.
 
Τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Ἁγίου τάφηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη του τὴν 27η Ἰουλίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

 
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χάριν ἔνθεον εἰσδεδεγμένος, ῥῶσιν ἄφθονον ἀεὶ παρέχεις, καὶ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων τὴν ἴασιν, τοῖς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχουσι, Παντελεῆμον ἐλέους θησαύρισμα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Αὐτόμελον.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ’ αὐτοῦ κομισάμενος, Ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου, τὰς ψυχικὰς ἠμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεὶ πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον.
Ρεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βλύζει χρήζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες, δεῦτε ἀρύσασθε.

26/7/14

Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ὁσιομάρτυς

Ημ. Εορτής: 26 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος: Κομοτηνῆς, Χαλκίδας
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Παρασκευή, Παρασκευᾶς

Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Παρασκευή, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη, οἱ δὲ γονεῖς της Ἀγάθων καὶ Πολιτεία ἦταν χριστιανοί.
Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἄτεκνοι παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Πράγματι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε καὶ τοὺς χάρισε ἕνα παιδί. Καὶ ἐπειδὴ ὅταν γεννήθηκε ἦταν ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τὴν ὀνόμασαν Παρασκευὴ καὶ ἀπὸ μικρὴ τὴν ἀφιέρωσαν στὸν Θεό. Ἡ Παρασκευή, ἔλαβε τὴν χριστιανικὴ μόρφωση ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ μάλιστα μελετοῦσε συνέχεια τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ προσευχόταν πολλὲς ὧρες στὴν ἐκκλησία.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δικῶν της μοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχή. Ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ λαμβάνοντας τὴν εὐχὴ τῆς ἡγουμένης βγῆκε ἔξω στὸν κόσμο καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ προσελκύοντας πολὺ κόσμο στὸν χριστιανισμό.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁδηγήθηκε στὸν βασιλιὰ Ἀντωνῖνο ὁ ὁποῖος θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν σύνεσή της προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ θὰ τῆς ἔδινε ὅτι ἤθελε.
Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε καὶ τότε διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Μάλιστα τὴν ἔβαλαν μέσα σὲ ἕνα θερμασμένο λέβητα γεμάτο πίσσα καὶ λάδι. Μόλις ἔγινε αὐτὸ ἡ Ἁγία φαινόταν νὰ δροσίζεται μέσα σ’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀντωνῖνος ἐξοργισμένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ, περνώντας καὶ αὐτὴ στὴν μεγάλη χορεία τῶν μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῇ Ἀθληφόρῳ οἱ πιστοὶ τὸν ὑμνητήριον
Παρασκευῇ δεῦτε συμφώνως ἀναμέλψωμεν·
Ἀπαστράπτει γὰρ τοῖς θαύμασιν ἐν τῷ κόσμῳ
Ἀπελαύνουσα τῆς πλάνης τὴν σκοτόμαιναν
Καὶ παρέχουσα πιστοῖς τὴν χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροι Μάρτυς πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἡ λαμπηδών, καὶ τῶν ἰαμάτων, πολυχεύμων ὄντως κρουνός· χαίροις προστασία, καὶ σεπτὴ οὐρανία, Παρασκευὴ θεόφρον, τῶν εὐφημούντων σε.

Οἱ Ἅγιοι Ἑρμόλαος, Ἕρμιππος καὶ Ἑρμοκράτης οἱ Μάρτυρες
















Ἀνῆκαν καὶ οἱ τρεῖς στὸν Ἱερὸ κλῆρο τῆς ἐκκλησίας, στὴ Νικομήδεια.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ἀνακρινόταν, καὶ ρωτήθηκε ἀπὸ ποιὸν διδάχτηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἀπάντησε, ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἑρμόλαο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ σταλοῦν ἀμέσως στρατιῶτες καὶ νὰ συλλάβουν τὸν Ἑρμόλαο. Μὲ τὴν θέλησή τους, ἀκολούθησαν αὐτὸν μπροστὰ στὸν κριτὴ τῆς Νικομήδειας, οἱ φίλοι καὶ συνεργάτες του ἱερεῖς, Ἕρμιππος καὶ Ἑρμοκράτης.
Ὁ δικαστής, ἀφοῦ ἐξέτασε πρῶτα τὸν Ἑρμόλαο, ρώτησε ἔπειτα τοὺς ἄλλους δύο τί ζητοῦσαν καὶ ἦλθαν σ’ αὐτόν. Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν, ὅτι ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ἑρμολάου κάτω ἀπὸ τὴν σημαία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅτι τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔχουν ὅλοι κοινὸ θάνατο, ὅπως εἶχαν καὶ κοινὴ ἀδελφικὴ ζωή. Ἡ ἀπάντηση αὐτή, ἀντὶ νὰ κινήσει τὸ θαυμασμὸ τοῦ δικαστή, ἄναψε περισσότερο τὸν θυμό του. Καταδίκασε λοιπὸν καὶ τοὺς τρεῖς σὲ θάνατο.
Ἔτσι μὲ τὴν θυσία τῶν κεφαλῶν τους, κέρδισαν τὰ ἀθάνατα βραβεῖα τῶν ἀθλητῶν τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χρίστου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἱερατεύσαντες, γνησίως Ἅγιοι, τῷ πρυτανεύσαντι, ὑμῖν τὰ κρείττονα, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν, ἠνύσατε γηθοσύνως, ἱερὲ Ἑρμόλαε, σὺν Ἑρμίππῳ Ἑρμόκρατες, τρίστυλον ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενοι· διὸ ἐκδυσωπεῖτε ἀπαύστως, σώζεσθαι πάντας πάσης βλάβης.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεῖς θεόφρονες, ὡς ἀληθῶς δεδειγμένοι, ἱερεῖα ἔμψυχα, προσήχθητε τῇ Τριάδι, ῥεύμασι, τοῖς τῶν αἱμάτων πεφοινιγμένοι, στίγμασι, τοῖς ζωηφόροις πεποικιλμένοι, Ἑρμόλαε θεοφόρε, σὺν τῷ Ἑρμίππῳ καὶ Ἑρμοκράτει ὁμοῦ.

Μεγαλυνάριο.
Ἱερομαρτύρων τριὰς σεπτή, Ἑρμόλαε πάτερ, σὺν Ἑρμίππῳ τῷ ἱερῷ, καὶ τῷ Ἑρμοκράτει, Τριάδι τῇ Ἁγίᾳ, ὑπὲρ ἡμῶν ἐντεύξεις, ἀεὶ προσφέρετε.

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Ἀλάσκα
















Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἅγιοί τῆς Ἀλάσκας», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι.

25/7/14

Ἡ Κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἄννας Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
















Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί.
Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν ἱερέας, ὀνομαζόταν Ματθᾶν καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Ἡ Ἄννα εἶχε καὶ δυὸ ἀδελφές, τὴν ὁμώνυμη μὲ τὴ μητέρα της Μαρία καὶ τὴ Σοβήν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία εἶχε κόρη τὴ Σαλώμη, ἡ δὲ Σοβῆ τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ ἡ Ἄννα τὴν Παρθένο Μαρία.
Ἡ Ἁγία  Ἄννα ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία νὰ ἀποκτήσει μοναδικὴ κόρη, τὴν μητέρα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπογαλάκτισε τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Θεό, αὐτὴ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς.
 Τέλος, εἰρηνικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴ δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τὰ αἰώνια ἀγαθά. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται». Οἱ δίκαιοι, δηλαδή, θὰ μεταβοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον  Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως τοὺς κράζοντας· ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ’ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεέστατοι Προπάτορες
Ἐπουρανίων δωρεῶν ἄμφω ἐτύχετε
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα οἱ θεοφόροι.
Ἀλλ’ ἐκ πάσης ἐπηρείας ἐκλυτρώσασθε
Τοὺς αἰτοῦντας τὴν θερμὴν ὑμῶν ἀντίληψιν
Καὶ κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος θεόκλητον.


Μεγαλυνάριον.
Χαίρουσα μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Ἄννα ὥσπερ μήτηρ, τῆς τεκούσης τὸν Ποιητήν. Ὅθεν τοὺς τιμῶντας, τὴν θείαν κοίμησίν σου, χαρᾶς τῆς ἀθανάτου, μετόχους ποίησον.