31/10/13

Οἱ Ἅγιοι Στάχυς, Ἀπελλῆς, Ἀμπλίας, Οὐρβανός, καὶ Νάρκισσος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70

Καὶ οἱ πέντε ἄνηκαν στοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅλοι τους ὑπῆρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοὶς σωζομένοις». Δηλαδὴ εὐωδία Χριστοῦ, εὐχάριστη στὸ Θεό, καὶ εὐωδία μεταξὺ τῶν σῳζόμενων ποὺ ἄκουγαν ἀπ’ αὐτοὺς τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Στάχυς ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος Βυζαντίου, καὶ ἀφοῦ διάνυσε 16 χρόνια στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, εἰρηνικὰ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.
Ὁ Ἀπελλῆς ἔγινε ἐπίσκοπος Ἡράκλειας καὶ πολλοὺς ἔφερε στὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ Ἀμπλίας ἔγινε ἐπίσκοπος Ὀδυσουπόλεως καὶ ὁ Οὐρβανός, ἐπίσκοπος Μακεδονίας. Ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ γκρέμιζαν τὰ εἴδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ὁ Νάρκισσος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία δίδασκε μὲ ζῆλο, ἐξήγειρε τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ παραδώσει τὴν ψυχή του μαρτυρικά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.

Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ὁ Ἀπόστολος

Στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πολλοὶ παρουσιάσθηκαν ὡς πηγὲς γνώσεως καὶ ἀναμορφωτὲς τῆς ἀνθρωπότητας. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κάτι πρόσφεραν φυσικά. Ψίχουλα βέβαια καὶ αὐτὰ ἀνακατεμένα μ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ πλάνες καὶ ἀνακρίβειες. Οἱ ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, πρόσφεραν μόνο τὸ ψέμα καὶ τὴν πλάνη καὶ τὶς δεισιδαιμονίες, ποὺ βύθιζαν σὲ πιὸ βαθὺ σκοτάδι τοὺς ἀνθρώπους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Κύριο ἀληθινοὶ διδάσκαλοι ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ μπόρεσαν νὰ διαλύσουν τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς ψευδοφιλοσοφίας καὶ νὰ σκορπίσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας γύρω τους, ὑπῆρξαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοὶ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὴν θυσία τους ἔγιναν οἱ θεμελιωτὲς τοῦ νέου πολιτισμοῦ, τοῦ χριστιανικοῦ.

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια παρακολούθησαν τὸν Κύριο στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης καὶ ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ ἔργου, τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων Αὐτοῦ, στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια γίνεται λόγος καὶ γιὰ ἑβδομήκοντα ἄλλους Ἀποστόλους. Τοὺς διάλεξε καὶ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ πλήθη ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ κήρυγμά του. Γι’ αὐτοὺς μᾶς ὁμιλεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ μᾶς λέγει:«Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον, οὐ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι» (Λουκ. γ’ 1). Καὶ δὲν περιορίζεται ὁ εὐαγγελιστὴς νὰ μᾶς ἀναφέρει μονάχα τὴν ἀνάδειξή τους, ἀλλὰ προσθέτει πὼς αὐτοὺς ὁ Κύριος τοὺς ἔστειλε δύο – δύο μαζὶ νὰ προπορευθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν σὲ κάθε πόλη καὶ τόπο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πάει. Τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ προπαρασκευάσουν τρόπον τινὰ τὸ ἔδαφος. Νὰ προετοιμάσουν τὶς καρδιὲς νὰ ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριο.

Καὶ οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν καὶ γύρισαν χαρούμενοι. «Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες. Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λουκ. ι’ 17). Εὐλογημένα τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς. Κύριε, καὶ αὐτὰ τὰ δαιμόνια, σὰν ἀναφέρουμε τὸ ὄνομά σου, φεύγουν καὶ ἀφήνουν ἐλεύθερα τὰ θύματά τους. Στὰ λόγια τῶν μαθητῶν ἀνάλογος εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου. Παιδιά μου, τοὺς εἶπε: «Πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμὶν ὑποτάσσεται χαίρετε δέ, ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοὶς οὐρανοίς» (Λουκ. α’ 21). Ὡραία αὐτὰ ποὺ λέτε, ἀπήντησε ὁ Κύριος. Πλήν, μὴ χαίρετε γιὰ τοῦτο. Δηλαδὴ μὴ χαίρετε ὅτι τὰ πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται σὲ σᾶς. Νὰ χαίρετε κυρίως καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, γιατί τὰ ὀνόματά σας ἔχουν γραφεῖ στὸν οὐρανό, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα αὐτοὺς Ἀποστόλους, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλήσαμε πιὸ πάνω, εἶναι κι ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἁποστόλου Βαρνάβα, ποὺ εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο αὐτὸ θὰ ἀφιερώσουμε τὶς ὀλίγες γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν.

Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ ὄνομά του. Ὄνομα Ἑλληνικό, μᾶς δείχνει πόσο ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τοῦ νησιοῦ μας εἶχε ἐπηρεάσει καὶ αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἀπὸ νωρὶς στὴν Κύπρο. Ἀριστόβουλος σημαίνει αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει τὰ χρήσιμα. Αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει τὰ ἄριστα.

Γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τίποτα. Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν εἶναι, πὼς ἀπὸ νωρὶς ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου. Κοντὰ στὸν φλογερὸ αὐτὸν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ὡς σύνθημα τῆς ζωῆς του εἶχε τὰ λόγια του «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β’ 20), μαθήτευσε ἀρκετὸ καιρὸ ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος. Τὸ σύνθημα ζωῆς τοῦ θείου Παύλου, ποὺ ἀναφέραμε, ἔγινε καὶ δικό του σύνθημα.
Ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» ἔσπευσε μὲ χαρά του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἀπόστολο, γιὰ ἕνα πράγμα μονάχα ἐνδιαφερόμενος καὶ γιὰ ἕνα πράγμα καὶ μόνο φροντίζοντας: Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστό.«Παραδοθεῖς τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιε’ 40), ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, δηλαδή, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του ἐξ ὁλοκλήρου στὴν πρόνοια καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐπέδειξε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ζῆλο φλογερὸ καὶ σύνεση ἐξαιρετική, ὥστε πολὺ δίκαια νὰ μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ ἐπαναλαμβάνει μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του τὸ σύνθημά του. Δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ. Μέσα μου ζεῖ μόνο ὁ Χριστός.

Πολλὲς δυσχέρειες ἀντιμετώπισε ὁ Ἀριστόβουλος στὶς διάφορες περιοδεῖες του μὲ τὸν ἀκαταπόνητο ἀρχηγό του καὶ πολλοὺς κινδύνους. Ἀπτόητος ὅμως παρέμεινε παντοῦ καὶ πάντοτε, ὥστε ὁ θεῖος Παῦλος ἐκτιμώντας τὰ χαρίσματά του, διδακτικὰ καὶ διοικητικά, ἀλλὰ καὶ τὸν γνήσιο ζῆλο του, νὰ τὸν ἀναφέρει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του μεταξὺ ἐκείνων πρὸς τοὺς οἰκείους του ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμούς. Ἀργότερα μάλιστα τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἀποστέλλει στὶς Βρετανικὲς νήσους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Μεγάλο τὸ φορτίο ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Πολλὲς οἱ εὐθύνες καὶ πιὸ πολλές, ἀπεριόριστες θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κίνδυνοι. Οἱ κάτοικοι τῶν σημερινῶν βρετανικῶν νήσων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόντουσαν σὲ ἡμιάγρια κατάσταση. Ἡ ὅλη χώρα ἦταν τόσο βάρβαρη, ὥστε καὶ μετὰ πεντακόσια χρόνια, ὅταν ὁ πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας Αὐγουστίνος στάλθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ συνέχιση τῆς ἱεραποστολῆς, φοβήθηκε τόσο, ποὺ διέκοψε τὸ ταξίδι του στὸ μέσο καὶ γύρισε πίσω. Σ’ αὐτά, λοιπόν, τὰ νησιὰ τὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπολίτιστα στάλθηκε ὁ Κύπριος Ἀπόστολος νὰ κηρύξει καὶ νὰ ἱδρύσει τὴν πρώτη Ἐκκλησία. Κι ὁ Ἀριστόβουλος πῆγε.

Μὲ ὄπλα του τὴν φλογερὴ πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτο ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό, σήκωσε τὸν σταυρὸ τοῦ καθήκοντος καὶ ἔτρεξε νὰ πειθαρχήσει στὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε.
Καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σύντομα τάχθηκε στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μεγάλων πρωταγωνιστῶν καὶ ἀναμορφωτῶν τῆς σημερινῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς οἰκουμένης γενικά.

Μὲ ὁδηγὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀκολουθώντας τὸν πολυτάλαντο ἀρχηγό του, τὸν θεῖο Παῦλο, καὶ μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση στὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28) ρίχτηκε μὲ ὅλη τὴν φλόγα τῆς ἀτρόμητης καρδιᾶς του στὸ ἔργο τῆς ἁλιείας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Τὸ κήρυγμά του ἔχει ὡς θέμα τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσες φορὲς ἔρχονται στὴν μνήμη του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νυκτερινὸ ἐπισκέπτη τὸν Νικόδημο, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾷς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ’ 16), τὰ μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει καὶ κλαίει. Ἐλᾶτε λέει στοὺς πρώτους ἀκροατές του, στὸν Χριστό, γιὰ νὰ βρεῖτε κοντά του, ὅπως βρῆκα καὶ ἐγώ, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Μὲ καχυποψία καὶ ὕβρεις τὸν ὑποδέχονται οἱ ἡμιάγριοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Ὁ Ἀριστόβουλος ὅμως δὲν τὰ χάνει. Μὲ τὴν ψυχὴ δυναμωμένη ἀπὸ τὴν ἐκτενὴ προσευχὴ συνεχίζει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴν προσπάθειά του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἐνθαρρυντικό. «Οὐ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, ἀφθονώτερη δόθηκε ἡ χάρη.

Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ ἦταν κήρυγμα «οὐκ ἐν πειθοὶς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως», (Α’ Κορ. β’ 4), ἦταν κήρυγμα δηλαδὴ ποὺ γινότανε ὄχι μὲ πιθανὰ καὶ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἦταν κήρυγμα ποὺ γινόταν μὲ ἀποδείξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πειστικὲς γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ δύναμη θεία, ὅπως φαινόταν ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ τὸ συνόδευαν, εἶχε τὸ θετικὸ καὶ εὐχάριστο ἀποτέλεσμα.

Σιγά – σιγὰ οἱ ψυχὲς μαλακώνουν καὶ τὰ πυργώματα τῆς ἀθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας γκρεμίζονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀλήθεια παρὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ δοκιμάζει ὁ ἱερὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου διαδίδεται σὲ ἀρκετὰ πρόσωπα.
Ὁ σπόρος τῆς εὐσέβειας, ποτισμένος μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐλαβοῦς καὶ κατανυκτικῆς προσευχῆς, φυτρώνει στὶς καρδιές. Γιὰ χρόνια ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος ἀνάμεσα σὲ μύριες δυσκολίες καὶ ἐξευτελισμοὺς συνεχίζει μὲ αὐταπάρνηση καὶ παραδειγματικὸ ζῆλο τὸ ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἡ μεγαλεπήβολη προσπάθειά του εἶχε πλούσια τὴν ἀμοιβή της. Ὅταν ἀπέθνῃσκε, ἄφησε πίσω του μία ἐκκλησία ὀλιγάριθμη μέν, ἀλλὰ ζωντανή.
Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶχε μὲ τοὺς ὑπεράνθρωπους κόπους του ἐγκαθιδρυθεῖ στὶς ψυχές. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν ἁγίων του ἑορτολογίου της ἔχει συμπεριλάβει καὶ τὸ τιμημένο ὄνομά του. Τελεῖ τὴν μνήμη του γιὰ νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ ἀποδώσει μὲ τούτη τὴν πράξη της τὴν εὐγνωμοσύνη της σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τῆς πρόσφερε ἕνα τόσο ζηλωτὴ καὶ φλογερὸ ἐργάτη. Ἕνα πνευματικὸ ἐργάτη, ποὺ μὲ τὴν βοήθειά του σὲ μιὰ ἐποχὴ τόσο δύσκολη ἔθεσε στὴν χώρα της τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Κύπριος, λοιπόν, ὁ πρῶτος ἀναμορφωτὴς τῆς σημερινῆς γηραιᾶς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἀναφέρει καὶ ὁ γνωστὸς Ἄγγλος ἱστορικὸς Σὲρ Τζὼρζ Χὶλλ στὸ ἔργο του «Ἱστορία τῆς Κύπρου». Κύπριος ἐκήρυξε τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες Μικρασιάτες, ἱεραπόστολοι καὶ ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Ποθεινὸς καὶ ὁ Εἰρηναῖος, μὲ κέντρο τὴν σημερινὴ Γαλλία, συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ τὴν μετάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ στοὺς βάρβαρους λαοὺς τῶν βρετανικῶν αὐτῶν νήσων. Κύπριος ἔσπειρε τὸν πρῶτο σπόρο καὶ Ἕλληνες συνέχισαν νὰ σπέρνουν καὶ νὰ καλλιεργοῦν.
Μιὰ ἀπορία ὅμως γεννᾶται στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν σημερινῶν κατοίκων τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους τῆς μάνας Ἑλλάδας.

Οἱ σημερινοὶ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τῆς πλούσιας αὐτῆς χώρας ποὺ λέγεται Ἡνωμένο Βασίλειο γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους ἱστορία τὴν προσφορὰ αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν ἱεραποστόλων σ’ αὐτούς; Καὶ ἂν τὴν γνωρίζουν, στ’ ἀλήθεια δὲν θά ‘πρεπε καὶ ἡ συμπεριφορά τους πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἑλλάδα γενικά, ποὺ τοὺς χάρισε τέτοιους πνευματικοὺς ἡγέτες καὶ ἀναμορφωτές, νὰ εἶναι διαφορετική;

Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι, αὐτοὶ νὰ μὴ δοκιμάσουν ποτὲς τὴν πικρία ποὺ δοκίμασε ὁ μαρτυρικὸς λαός μας στὸν αἰῶνα ποὺ βαδίζουμε ἀπὸ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους πρὸς τὴ νῆσο μας καὶ τὴν μάνα μας Ἑλλάδα, τὴν μητέρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει αἰώνιο κῦρος καὶ ἰσχύ, πρέπει πολὺ νὰ μᾶς συνέχει: «Ὁ ἀδικῶν κομιεῖται ὁ ἠδίκησε».
 
Ἅγιε ἀπόστολε Ἀριστόβουλε, κι ἐσὺ εὐλογημένε ἀδελφέ του, ἔνδοξε ἀπόστολε Βαρνάβα, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Δεήθητε τοῦ Κυρίου νὰ χαρίσει στὴν πατρίδα μας Κύπρο τὴν ἐλευθερία καὶ στὸν μαρτυρικὸ λαό μας τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά. Στὴν μάνα Ἑλλάδα δὲ, τὸν φωτισμό, γιὰ νὰ συνεχίσει ἀπερίσπαστη στοὺς αἰῶνες τὸν ἀνάντη δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της καὶ νὰ μένει παντοῦ καὶ πάντοτε γιὰ ὅλους φῶς Χριστοῦ καὶ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.

30/10/13

Ὁ Ἅγιος Κλεόπας ὁ Ἀπόστολος ἐκ τῶν 70

Ὁ Κλεόπας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 70 μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸν διαβάζουμε στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον κδ’ 18 – 27: 

18 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖςἡμέραις ταύταις;
19 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦΝαζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ,
20 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
21 Ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ·ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗταῦτα ἐγένετο.
22 Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαιἐπὶ τὸ μνημεῖον,
23 καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίανἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν.
24 Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.
25 Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦπιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!
26 Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;
27 Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωυσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.
28 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι·29 κα παρεβιάσαντο ατν λέγοντες· μενον μεθ᾿ μν, τι πρςσπέραν στ κα κέκλικεν  μέρα. Κα εσλθε το μεναι σν ατος.

Ὁ Κλεόπας, ἔλαβε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πέρασε τὴν ζωή του κοπιάζοντας γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο.

ἈπολυτίκιονἮχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνῶσιν ἔνθεον, εἰσδεδεγμένος, συναρίθμιος, τῶν τοῦ Σωτῆρος, Ἀποστόλων Ἑβδομήκοντα πέφηνας, καὶ εὐσεβείας τὴν χάριν ἐκήρυξας, τοῖς ἐν τῇ πλάνῃ Κλεόπα Ἀπόστολε. Ἀλλὰ πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ὡς θεῖος Μαθητής, καὶ Χριστοῦ ὑπηρέτης, δογμάτων εὐσεβῶν, ὑποφήτης ἐδείχθης, Κλεόπα Ἀπόστολε, Ἀποστόλων ὁμόσκηνε· μεθ’ ὧν πρέσβευε, τῷ Παντοκράτορι Λόγῳ, τοῖς αἰνοῦσί σε, λύσιν πταισμάτων δοθῆναι, καὶ χάριν καὶ ἔλεος.

Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος ἀναδείχθης, διέπρεψας κόσμῳ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής, Κλεόπα τρισμάκαρ, καὶ νῦν Ἀποστόλοις, τὰ ἔπαθλα κομίζῃ, τῶν παλαισμάτων σου.

Οἱ Ἅγιοι Ζηνόβιος καὶ Ζηνοβία τὰ ἀδέλφια

Κατάγονταν ἀπὸ τὶς Αἰγαὶς τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν κληρονόμοι μεγάλης περιουσίας. Ὁ Ζηνόβιος εἶχε σπουδάσει ἰατρική, καὶ ὄχι μόνο πρόσφερε ἀφιλοκερδῶς τὶς ὑπηρεσίες του στοὺς πάσχοντες, ἀλλὰ ἐπιπλέον πλούσια μοίραζε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ του σ’ αὐτούς. Μὲ τὴ συμπεριφορά του αὐτὴ στήριζε τοὺς χριστιανούς, καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἔφερε στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ὅταν πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ ἔπαρχος Λυσίας, ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Ζηνόβιος μὲ παρρησία ὁμολόγησε ὅτι πράγματι εἶναι χριστιανός. Καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει γιὰ τὴ σωτηρία ψυχῶν καὶ τὴν δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Λυσίας μὲ αὐστηρότητα τοῦ εἶπε ὅτι ἂν δὲν σταματήσει αὐτὸ ποὺ κάνει καὶ δὲν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, θὰ μαρτυρήσει φρικτά. Ὁ Ζηνόβιος ἀπάντησε ὅτι τὰ μαρτύρια μποροῦν νὰ βλάψουν τὸ σῶμα του, ἀλλὰ τὴν ψυχή του ποτέ. Διότι λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Καὶ τὶς ὁ κακώσων ὑμᾶς, ἐὰν τοῦ ἀγαθοῦ μιμητοὶ γένησθε;». Ποιός, δηλαδή, θὰ μπορέσει νὰ σᾶς κάνει κακὸ καὶ νὰ σᾶς ἐπιφέρει πραγματικὴ βλάβη, ἂν γίνετε μιμητὲς καὶ ἀκόλουθοι τοῦ ἀγαθοῦ; Ὁ Λυσίας ἀμέσως διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν.
Τότε παρενέβη ἡ ἀδελφή του Ζηνοβία καὶ ἤλεγξε τὸν Λυσία, ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι ἄνανδρο. Ἀλλὰ ὁ ἔπαρχος συνέλαβε καὶ αὐτήν, καὶ τελικὰ ἀποκεφάλισε καὶ τοὺς δυό.
(Κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ ὁ Ζηνόβιος μαρτύρησε ἐπὶ Διοκλητιανού. Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τὸν Ζηνόδοτο καὶ τὴ Θέκλα, καὶ πώς, ὅταν μεγάλωσε ἔγινε ἐπίσκοπος Αἰγῶν, ἐπιτελώντας πολλὰ θαύματα).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι, ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε, καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφάνων, τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἅμα, ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ, χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Ζηνόβιοv ἅμα, τῇ σοφῇ Ζηνοβίᾳ, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ζηνόβιε μάκαρ, Ζηνοβία πανευκλεής, οἱ τὸν Θεὸν Λόγον, δοξάσαντες ἐν ἄθλοις, παρ’ οὗ και δοξασθέντες, ἡμῶν προΐστασθε.

Οἱ Ὅσιοι Στέφανος, Θεόκτιστος καὶ Ἑλένη

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τοὺς Ὁσίους Στέφανο Μιλιούτιν, Θεόκτιστο τὸν ἀδελφό του καὶ Ἑλένη τὴν μητέρα αὐτῶν.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ὁσίων.

Οἱ Ἅγιοι Τέρτιος, Μᾶρκος, Ἰοῦστος (ἢ Ἰησοῦς) καὶ Ἀρτεμᾶς οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70

Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καθὼς ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ὁ Μᾶρκος, ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδας καὶ μὲ τὸ Εὐαγγελικό του κήρυγμα ἐξολόθρευσε τὸ σέβας τῶν εἰδώλων. (Κολασ. δ’ 10).
Ὁ Ἰοῦστος ἔγινε ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως καὶ μὲ τὰ λόγια του καὶ τὰ θαύματά του, εἵλκυσε στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοὺς ἐκεῖ ἀπίστους.
Καὶ ὁ Ἀρτεμᾶς ἔγινε ἐπίσκοπος στὰ Λύστρα, καὶ σὰν δόκιμος ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ διέλυσε στὸν τόπο αὐτὸν τὴν πλάνη τῶν δαιμόνων.

28/10/13

Μνήμη Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Διαβάζουμε: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὄτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».
Λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ ἀνέφεραν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τὸ 1940, ἡ Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἀπόφασή της τὸ 1952, καθιέρωσε νὰ ἑορτάζεται ἡ Ἅγια Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἀντὶ γιὰ τὴν 1ηὈκτωβρίου, στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἅγιας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦνταν ἀπὸ παλαιότατων χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἅγιας Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφορους ἅγιους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφθασε στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ παρακάλωντας τὸν Υἱό της γιὰ τὴν σωτήρια του κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν δέησή της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε καὶ μὲ μία κινήση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφανιο, ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ ἐσθήτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Θεία Σκέπη νὰ συστέλλεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα
Τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,
Ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.
Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος
Περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, ὑμνοῦμεν Παρθένε, τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.

Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος καὶ Νεονίλλη καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν

Ἦταν μία πραγματικὴ «κατ’ οἶκον ἐκκλησία». Οἰκογένεια ἀληθινὰ χριστιανική, μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ τὸ ἴδιο φρόνημα.
Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, εἰδοποίησαν τοὺς δυὸ συζύγους ὅτι κινδυνεύουν νὰ συλληφθοῦν. Τότε ὁ Τερέντιος καὶ ἡ Νεονίλλη ἀναρωτήθηκαν νὰ φύγουν μακριά, προκειμένου νὰ προστατέψουν τὰ παιδιά τους ἢ νὰ μείνουν καὶ νὰ περιμένουν μὲ γενναιότητα ὁποιοδήποτε μαρτύριο;
Οἱ πέντε γιοὶ καὶ οἱ δύο θυγατέρες τους, ἔδωσαν ἀποφασιστικὴ ἀπάντηση. Γιατί νὰ φύγουν; Ὁ διωγμὸς εἶχε ἐξαπλωθεῖ παντοῦ. Ἔπειτα, ἡ ἀναχώρησή τους θὰ ἐνέσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ φυγάδες, ἀλλὰ ἀπὸ μάρτυρες καὶ ἀθλητές.
Ἔτσι, ὅλη ἡ οἰκογένεια ἀποφάσισε νὰ μείνει σταθερὴ στὴν ἀπόφασή της. Καὶ ὅλοι μαζί, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, πέθαναν μὲ ἀποκεφαλισμό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ φύσεως, συνδεδεμένοι, κράτος πίστεως, ἐνδεδυμένοι, μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διηνύσατε, σὺν Νεονίλλῃ θεόφρον Τερέντιε, καὶ ἡ τῶν Παίδων ὑμῶν ἑπτὰς ἔνθεος. Καὶ νῦν ἄφεσιν, αἰτήσασθε παμμακάριστοι, τοῖς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς συζυγία εὐσεβὴς καὶ ὁμόφρων, σὺν Τερεντίῳ Νεονίλλα τρισμάκαρ, λαμπρὰ χορεία ὤφθητε Χριστῷ τῷ Θεῷ· πίστει γὰρ ἐκθρέψαντες, τοὺς σεπτοὺς ὑμῶν Παῖδας, τούτους προσηγάγετε, λογικὰς ὠς θυσίας, ἐνηθληκότες ἅμα σὺν αὐτοῖς, τῷ τῶν αἰώνων, Δσπότῃ μακάριοι.

Μεγαλυνάριον.
Γενεὰ εὐθέων εὐλογητή, ὡς ὁ Δαβὶδ ἔφη, ἀνεδείχθητε τῷ Θεῷ, Τερέντιε μάκαρ, σὺν τοῖς κλεινοῖς υἱοῖς σου, καὶ τῇ συνεύνῳ πίστει, ἀνδραγαθήσαντες.

Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελῆς, Μανουῆλ, Γεώργιος καὶ Νικόλαος οἱ Νεομάρτυρες ἐκ Μελάμπων Κρήτης

Ὅλοι γεννήθηκαν στὸ χωριὸ Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Ὁ Ἀγγελῆς καὶ ὁ Μανουῆλ ἦταν γνήσια ἀδέλφια, γιοὶ τοῦ Ἰωάννη Ρετζέπη. Ὁ Γεώργιος ἦταν γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ὁ Νικόλαος ἦταν γιὸς κάποιου ἄλλου, Ἰωάννη Ρετζέπη.
Ὅλοι δηλαδὴ ἦταν ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, ἔγγαμοι μὲ παιδιὰ καὶ ἀπολάμβαναν ὅλα τὰ προνόμια τῶν Μωαμεθανῶν, διότι ὑποκρίνονταν τοὺς Τούρκους.
Τὸ 1821 ὅμως, συντάχθηκαν μὲ τοὺς χριστιανοὺς καὶ πολέμησαν γενναία γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὴ γενέτειρά τους καὶ πῆγαν νὰ πληρώσουν τοὺς καθιερωμένους φόρους στοὺς ἐντεταλμένους Τούρκους, τοὺς κατάγγειλαν σὰν ἀποστάτες τοῦ Μουσουλμανισμοῦ στὸν Μεχμὲτ Πασᾶ τοῦ Ρεθύμνου.
Συλλήφθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν δεμένοι στὴν πόλη αὐτή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπέκυψαν στὶς κολακεῖες τῶν τυράννων καὶ ἔμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, βασανίστηκαν μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο.
Τελικὰ στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1824 τοὺς ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στὴν «Μεγάλη Πόρτα» τοῦ Ρεθύμνου. Οἱ τρεῖς κάρες ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς Νεομάρτυρες, φυλάσσονται στὸν Ναὸ τῶν τεσσάρων μαρτύρων στὸ Ρέθυμνο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τῆς Κρήτης γεννήματα καὶ Λάμπης θρέμματα, τοὺς τετραρίθμους Νεομάρτυρας ἀνευφημήσωμεν, Γεώργιον, Ἀγγελῆν, Μανουῆλ καὶ Νικόλαον, οὗτοι γὰρ διὰ πίστιν τοῦ Κυρίου σφαγέντες, τὸ αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως ἐν τῇ Ρεθύμνῃ ἐξέχεαν, διὸ καὶ παρρησίαν ἔχοντες πρὸς Χριστόν, πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Διομήδης

Ἔχει ἡ γῆ τὸν οὐρανό της. Ἔχει καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ νοητό της στερέωμα.
Μυριάδες ἄστρα λάμπουν στὸν οὐρανὸ καὶ διηγοῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Μυριάδες ἄστρα σελαγίζουν καὶ στῆς Ἐκκλησίας τὸ νοητὸ στερέωμα. Σελαγίζουν καὶ αὐτὰ καὶ προβάλλουν μαζὶ μὲ τὸ πνευματικό τους φῶς τὸν θρίαμβο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας.
Ἕνα τέτοιο λαμπρὸ ἀστέρι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ νησιοῦ μας, ἀστέρι πρώτου μεγέθους, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Διομήδης.
Ὁ πανδαμάτορας χρόνος φυσικὰ μαζὶ μὲ τὶς δραματικὲς περιπέτειες ποὺ πέρασε τὸ μαρτυρικὸ νησὶ ἔσβησε ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν σημερινῶν κατοίκων τὸ ὄνομά του. Τὸ μεγαλεῖο του ὅμως δὲν ἔσβησε.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μὲ τὸν γλαφυρό του κάλαμο τὸν ψάλλει καὶ τὸν προβάλλει σὰν μία ἀπὸ τὶς πιὸ φωτεινὲς μορφὲς τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων.
Μερικὰ ψήγματα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ μεγάλος Ἅγιός μας, θὰ σημειώσουμε στὶς παρακάτω γραμμὲς γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια ὅλων μας.

Ποῦ γεννήθηκε καὶ ποιοῖ ἤσαν οἱ γονεῖς του δὲν ξέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς λέει ὁ Ἅγιος, ποὺ τὸν ἐγκωμιάζει, εἶναι πὼς ὁ θεσπέσιος ἀθλητὴς Διομήδης «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» δόθηκε στὸν Χριστό. Τοῦτο προϋποθέτει γονεῖς ὄχι μονάχα χριστιανοὺς ἄλλα καὶ βαθιὰ πιστούς. Αὐτοὶ φρόντισαν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους νὰ ἐνσταλάξουν ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμη ἡλικία τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅπως ἡ διψασμένη γῆ, σὰν πιεῖ νερὸ καὶ χορτάσει καὶ ὑστέρα δεχτεῖ τὸν σπόρο, μᾶς τὸν δίνει φυτὸ χαριτωμένο, πολύφυλλο καὶ πολύκαρπο, ἔτσι καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ μικροῦ Διομήδη, ποτισμένη ἄφθονα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ καλοὶ γονεῖς πρόσφεραν καθημερινὰ στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ τους, προαγόταν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα στὴν ζωὴ τῆς ἀρετῆς. Ὅλοι καμαρώνουν τὸ εὐγενικὸ κι ὑπάκουο παιδὶ καὶ μακαρίζουν τοὺς εὐτυχισμένους γονεῖς γιὰ τὸν θησαυρό τους.

Σὲ κάποια εὐκαιρία ἡ Θεία Πρόνοια, ποὺ ὅλα τὰ παρακολουθεῖ καὶ ὅλα τὰ φροντίζει, ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ὁ μεγάλος τῆς Λευκουπόλεως (= Λευκωσίας) ἐπίσκοπος Τριφύλλιος, νὰ συναντήσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸ παιδί.
Ἡ ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὑπῆρξε τόση, ὥστε χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ τὸν κάλεσε κοντά του καὶ ἀνέλαβε αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν ἐπίσκοπο τῆς Τριμυθοῦντος, τὸν Ἅγιο καὶ Θαυματουργὸ Σπυρίδωνα, τὴν συνέχιση τοῦ ἔργου τῶν εὐσεβῶν γονιῶν. Κοντὰ στοὺς δύο αὐτοὺς κολοσσοὺς τῆς ἀρετῆς καὶ ξεχωριστοὺς τῆς Ἐκκλησίας ἐργάτες, ὁ φλογερὸς νέος μεγαλώνει καὶ συνεχίζει μὲ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον τὸν ἀγῶνα του καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατορθώνει νὰ γίνει πιστὸ ἀντίγραφό τους.

Ἀντίγραφο στὴν βαθιὰ πίστη καὶ ταπεινοφροσύνη, στὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τοὺς σεβαστοὺς πατέρες καὶ καθοδηγητὲς τοῦ συχνά – πυκνὰ ἐπαναλαμβάνει καὶ αὐτὸς τοῦ θείου Παύλου τὰ λόγια: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» Καὶ μαζί τους προσθέτει καὶ τὴν ἀπάντηση: «Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’, 35 καὶ 38 – 39). Δηλαδὴ ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Χριστός; Μήπως ἡ θλίψη ἀπὸ ἐξωτερικὲς περιστάσεις ἢ ἡ στενοχώρια καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τῆς καρδίας μας ἢ διωγμὸς ἢ πεῖνα ἢ γύμνια καὶ ἔλλειψη φορεμάτων ἢ μαχαῖρι ποὺ νὰ μᾶς φοβερίζει μὲ σφαγή; Ὄχι! Τίποτα.

Εἶμαι βέβαιος, ἀπόλυτα βέβαιος, πὼς οὔτε ὁ θάνατος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι πιθανὸ νὰ μᾶς φοβερίσουν, οὔτε καὶ μία ζωὴ τρισευτυχισμένη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ὑποσχεθοῦν, οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων, οὔτε δηλαδὴ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἀρχές, οὔτε οἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τῆς κάθε ἡμέρας, οὔτε καὶ τὰ μέλλοντα γεγονότα, οὔτε οἱ δοξασμένες ἐπιτυχίες ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πολύ, οὔτε καὶ οἱ ταπεινώσεις ποὺ τὸν γκρεμίζουν σὲ μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίση διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ βλέπουμε, θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ὁποία μας κρατᾷ δεμένους στενὰ μαζί του κι ἰδιαίτερα προστατευόμενούς του. Καμιὰ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου δὲν τὰ μελετοῦν ἁπλῶς οἱ ἅγιοί μας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐφαρμόζουν στὴν ζωή τους σὲ κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα ποὺ τοὺς ζητοῦν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως νὰ τὰ ὁμολογήσουν.

Χρόνια δύσκολα γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας ἦσαν τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Χρόνια διωγμῶν τόσο ἀπὸ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅσο καὶ ἀπὸ μέρους τῶν αἱρετικῶν. Ἀλλὰ καὶ χρόνια τρομερῶν ἐπιδρομῶν. Σὲ μία τέτοια μάλιστα ἐπιδρομὴ τῶν ἀπογόνων τῆς Ἄγαρ, τὸ νησί μας δοκίμασε φοβερὲς καταστροφές. Ἄνθρωποι σφαγιάσθηκαν, παρθένες ἀτιμάσθηκαν, χωριὰ καὶ πόλεις πυρπολήθηκαν, ἱερὰ καὶ ὅσια συλήθηκαν. Ἀνάμεσα στοὺς αἰχμαλώτους συνελήφθηκε καὶ ὁ ποιμένας Τριφύλλιος, τὸν ὁποῖο οἱ ἐπιδρομεῖς ἄρχισαν σκληρὰ νὰ βασανίζουν μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἀκόμη ἴσως καὶ μπορέσουν νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ χρήματα. Μὲ θαυμαστὴ ὑπομονὴ ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια. Μὲ καρτερία ἀληθινὰ ἡρωικὴ δέχεται τὰ κτυπήματα, περιφρονεῖ τὶς ἀπειλὲς καὶ προσεύχεται γιὰ τοὺς βασανιστές του. Χαίρει καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔλαχε ὄχι μόνο νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχει γιὰ χάρη Του.

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς σκληρῆς ἐκείνης δοκιμασίας τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα ὁ νεαρὸς Διομήδης τὰ ἔχασε. Τί μποροῦσε ἕνας ἀδύνατος νέος νὰ κάμει μὲ τόσους γεροδεμένους καὶ ἄγριους ἐχθρούς; Μὲ τὴν καρδιὰ σπαράσσουσα ἀπὸ πόνο ἔσπευσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ τρέξει νὰ κρυφτεῖ στὴν ἀγαπημένη του σπηλιά, ποὺ βρισκόταν στὰ ἀνατολικὰ τῆς Λευκωσίας. Εἴπαμε ἀγαπημένη του σπηλιά, γιατί σ’ αὐτὴν πολὺ συχνὰ κατέφευγε γιὰ προσευχὴ καὶ περισυλλογή. Σ’ αὐτὴν τρέχει καὶ τώρα.
Τρέχει γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ κλάψει καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ γιὰ τὸν στοργικὸ πνευματικό του πατέρα. Τρέχει νὰ προσευχηθεῖ, γιατί πιστεύει ὁ στοργικὸς νέος, πὼς μὲ τὴν προσευχὴ καὶ αὐτὰ τὰ κάστρα μποροῦν νὰ γκρεμισθοῦν. Τὸ εἶπε Αὐτὸς ὁ Κύριος.«Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὀρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμίν». (Ματθ. ιζ’ 20). Τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει μὲ ὅλη του τὴν ψυχή. Καὶ ὁ νεαρὸς Διομήδης πιστεύει.
Πιστεύει στὴν παρέμβαση τοῦ θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ προστάτη του.
Γονατιστὸς μὲ δάκρυα περνάει τὴν ἡμέρα του προσευχόμενος. Ὅταν ἡ νύχτα σκέπασε μὲ τὸ σκοτεινό της πέπλο τὴν γύρω πλάση, σηκώθηκε καὶ ὁ πιστὸς Διομήδης καὶ μὲ προσοχὴ βγῆκε ἀπὸ τὴν σπηλιά. Περπατᾷ γρήγορα καὶ μὲ ἀρκετὴ προφύλαξη. Ποῦ πάει; Στὸ μέρος ὅπου τὸ πρωὶ εἶχε ἀφήσει τὸν ἐπίσκοπο στὰ χέρια τῶν Σαρακηνῶν καὶ εἶχε φύγει. Γνώριζε πολὺ καλά τους τόπους ἡ ἐπισκοπή. Ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Ὁδηγήτριας ἢ Χρυσοδηγήτριας μὲ τὴ μεγάλη ἐκκλησία. Ἐκεῖ εἶχε συλληφθεῖ καὶ βασανιζόταν τὸ πρωὶ ὁ ἱερὸς Τριφύλλιος. Ἐκεῖ στὴ μονὴ κοντὰ, βρισκόταν καὶ τὸ εὐρὺ κοιμητήριο.

Γύρω στὰ μεσάνυκτα, πότε περπατώντας, πότε τρέχοντας καὶ πηδώντας, ὁ νέος ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ μονή. Μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ κινεῖται στὸ δρομάκι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐπισκοπή. Ἀπὸ μία στενὴ πόρτα ποὺ βρισκόταν στὴν πίσω μεριὰ μπαίνει στὴν αὐλὴ καὶ προχωρεῖ στὸ κοντινὸ κελί. Ἐκεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ ἀκούει βογγητά. Ἦταν ὁ ἐπίσκοπος. Πλησιάζει στὶς μύτες τῶν ποδιῶν καὶ γονατίζει μπροστά του. Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια τοῦ ἀσπάζεται τὰ χέρια καὶ μὲ στοργὴ τοῦ προσφέρει κάθε δυνατὴ βοήθεια. Οἱ περιποιήσεις τοῦ νεαροῦ ἔκαμαν ὥστε νὰ μαλακώσουν οἱ δριμεῖς πόνοι καὶ ὁ μωλωπισμένος ἐπίσκοπος ἀρκετὰ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴ δοκιμασία του.

Θαῦμα α’. Κόντευε νὰ ξημερώσει. Ὁ νεαρὸς ἔπρεπε νὰ φύγει. Ἦταν μεγάλος ὁ κίνδυνος, ἂν οἱ Σαρακηνοὶ τὸν βρίσκανε ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔκαμαν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο ἐπίσκοπο μία θερμὴ προσευχή, γονάτισε ὁ νέος, πῆρε τὴν εὐχή του καὶ μὲ τὴν ἴδια προσοχὴ κινήθηκε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόλη. Σὲ κάποια ἀπόσταση ἄκουσε κουβέντες σὲ ξένη γλῶσσα.

Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ τὸ ἔβαλε στὰ πόδια. Τρέχει μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς νεανικῆς του ἡλικίας. Πίσω του ἀκούει βαριὰ καὶ πολλὰ βήματα ἀνθρώπων νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει ἀλαφιασμένος, προφέροντας συνέχεια τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀκούει κάποιον νὰ τοῦ ψιθυρίζει στὸ αὐτί: «Διόμηδες, ἐπιστραφεῖς, χάραξον πρὸς τοὺς διώκτας τὸ τοῦ σταυροῦ σημεῖον».
Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ὁ ὑπάκουος νέος σταματᾷ. Στρέφεται πρὸς τὰ πίσω, φυσᾷ μὲ τὸ στόμα καὶ κάμνει ἀπέναντί τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Τὴν ἴδια ὥρα θεόσταλτη πέφτει ἐπάνω στοὺς λῃστὲς ἡ τιμωρία. Φούσκωσε ἡ κοιλιά τους καὶ τρομεροὶ πόνοι ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω τοὺς ἀναγκάζουν νὰ πέσουν χαμαὶ καὶ νὰ σπαράζουν. Ὁ νέος προχωρεῖ καὶ μπαίνει στὴν σπηλιά του. Γονατίζει μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶχε ἐκεῖ καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἐκφράζει μὲ ὅλη τὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς του τὶς εὐχαριστίες καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή του. Γιὰ ὤρα πολλὴ προσεύχεται. Ἀπὸ τὴν στάση ἐκείνη τὸν συνεφέρνει κάποια στιγμὴ ἕνα συνεχὲς βογγητὸ ποὺ ἀκούει ἀπέξω ἀπὸ τὴν σπηλιά του. Τί νὰ εἶναι ἄραγε; Προχώρησε προσεκτικὰ πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ κοιτάζει γύρω. Τί ἦταν;

Ἕνας ἄνθρωπος, ράκος ἀπὸ τὸν πόνο, ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει:

- Συγχώρησέ με, ἄνθρωπέ μου. Συγχώρησέ με καὶ σπλαγχνίσου με. Σεῖς οἱ χριστιανοί, γνωρίζουμε, πὼς ξέρετε πάντα νὰ συγχωρεῖτε.

Ὁ νέος τὸν κοίταξε μὲ συμπάθεια καὶ τοῦ εἶπε. Ἂν μετανιώνεις ἀληθινά, καὶ ἂν ἀποφασίζεις ν’ ἀπαρνηθεῖς τὴν προηγούμενή σου διαγωγὴ καὶ ζωή, θὰ σὲ ἐλεήσει ὁ Θεός.

- Μετανιώνω καὶ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σου. Λυπήσου με, νέε μου, καὶ βοήθησέ με. Οἱ πόνοι ποὺ δοκιμάζω εἶναι ἀβάσταχτοι. Σύρθηκα ὡς ἐδῶ, γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ σένα ἔλεος καὶ βοήθεια.

Τὰ σπαρακτικὰ λόγια τοῦ λῃστοῦ — γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πεντακόσιους τόσους λῃστὲς ποὺ κυνήγησαν τὸν νέο — συγκίνησαν βαθιὰ τὴν εὐγενικὴ ψυχὴ τοῦ Διομήδη, ποὺ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ γονάτισε καὶ ὕψωσε τὰ χέρια σὲ προσευχή.

- Χριστέ μου, εἶπε, Σύ, ποὺ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Σταυρό Σου ζήτησες ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατέρα Σου τὴ συγχώρηση τῶν σταυρωτῶν Σου, δέξου καὶ ἀπὸ μένα τὴν παράκλησή μου καὶ κάνε καλὰ τοῦτο τὸ πλάσμα, ποὺ ἀπαρνεῖται τὸν κακὸ ἑαυτό του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός Σου.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ νέος σηκώθηκε, πλησίασε τὸν λῃστὴ κι ἔκαμε ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ στιγμὴ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ λῃστὴς σηκώθηκε καὶ γεμάτος εὐγνωμοσύνη πῆρε τὰ χέρια τοῦ νέου νὰ τὰ ἀσπασθεῖ. Ὁ νέος τὰ ἀπέσυρε καὶ μὲ καλοσύνη τοῦ εἶπε: «Τὸν Κύριο Ἰησοῦ νὰ εὐχαριστήσουμε. Αὐτὸς σὲ ἔκαμε καλά».

- Πιστεύω, νέε μου. Πιστεύω στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μία χάρη ἀκόμη σοῦ ζητῶ. Νὰ λυπηθεῖς καὶ τοὺς συντρόφους μου. Εἶναι ὅλοι τους συντετριμμένοι καὶ ἕτοιμοι νὰ ἀπαρνηθοῦν τὰ πάντα καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἐκεῖ εἶναι ὅλοι πεσμένοι χαμαί. Δὲν ἀκοῦς τὰ βογγητά τους;

Ὁ σπλαγχνικὸς νέος, ἀφοῦ κοίταξε πρὸς τὰ ἀνθρώπινα ράκη ποὺ βογκοῦσαν πέρα στὴν πλαγιά, στράφηκε πρὸς τὸν μετανοημένο καὶ θεραπευμένο λῃστὴ καὶ τοῦ εἶπε:
- Πήγαινε καὶ ρώτησέ τους. Ἂν ἀπαρνοῦνται τὴν κακία καὶ ἂν ἀποδέχονται τὴν ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τότε θὰ γίνουν, ὁπωσδήποτε, ὅλοι τους καλά.

Χωρὶς νὰ προσθέσει τίποτε ἄλλο ὁ καινούργιος προσήλυτος ἔτρεξε πρὸς τοὺς συντρόφους του, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει σὲ λίγο καὶ μὲ παράκληση θερμὴ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς λυπηθεῖ. Ὁ σπλαγχνικὸς Διομήδης χωρὶς ἄλλες διατυπώσεις προχώρησε πρὸς τοὺς λῃστές.
Πρὶν ἀκόμη πλησιάσει, αὐτοὶ μὲ δάκρυα ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν καὶ νὰ τοῦ λένε:
- Συγχώρησέ μας, καλέ μας ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Πιστεύουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά.

Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ καλοσύνη, γονάτισε καὶ ἀνέπεμψε θερμὴ πρὸς τὸν Πανάγαθο Θεὸ προσευχή, σηκώθηκε κι ἔκαμε μπροστά τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Τὴν ἴδια ὥρα τὸ θαῦμα ἐπαναλήφθηκε. Ὅλοι οἱ λῃστὲς ἔγιναν καλὰ καὶ ἄρχισαν νὰ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Στὸ τέλος ζήτησαν ὅλοι τους νὰ γίνουν χριστιανοί. Κι ὁ Ὅσιος τοὺς βάπτισε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στ’ ἀλήθεια. «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ».

Τοῦτο τὸ θαῦμα καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ νὰ πείσει κάθε ἕναν ἀπροκατάληπτο μελετητὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου, πόσο ὁ Θεὸς χαριτώνει ἐκείνους ποὺ ἐλεύθερα καὶ εἰλικρινὰ ἀκολουθοῦν τὸ θέλημά Του καὶ κάμνουν τὸν νόμο Του βίωμα καὶ ζωή τους.

Πόσα χρόνια ἔζησε ὁ Ὅσιος ποὺ μελετοῦμε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μᾶς λέγει μονάχα πὼς ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ φλογεροῦ ἀσκητὴ ὑπῆρξε μία ζωὴ ἀρετῆς καὶ καλοσύνης καὶ προσφορᾶς γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀπέθανε, οἱ πιστοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του – καὶ ἦσαν αὐτοὶ πολλοὶ – κήδεψαν μὲ δάκρυα τὸ σῶμα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα ἐκεῖ στὴν σπηλιὰ καὶ ἀπάνω ἀπὸ αὐτὴν ἔκτισαν ἀργότερα μία ἐκκλησία καὶ γύρω πολλὰ δωμάτια. Σ’ αὐτὰ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ ἐκλεκτὲς ψυχὲς εἶχε μαζευτεῖ καὶ ζοῦσε μ’ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Ὁ πόθος τῶν ἀσκητῶν νὰ ἔχουν μία εἰκόνα, ποὺ νὰ τοὺς θυμίζει τὸν δάσκαλό τους, τοὺς ὁδήγησε ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια νὰ στείλουν στὴν Κωνσταντινούπολη ἕναν ἀδελφὸ τῆς Μονῆς, γιὰ νὰ βρεῖ κάποιο ζωγράφο, ποὺ νὰ τοὺς φτιάξει μία τέτοια εἰκόνα. Ὁ μοναχὸς πῆγε στὴν Πόλη. Βρῆκε πράγματι ἕναν ἐξαίρετο ζωγράφο καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψεώς του. Ὁ ζωγράφος σὰν ἄκουσε τὸν μοναχὸ εἶπε μὲ ἀπορία:

- Μάρτυρα Διομήδη, ἐπίσταμαι. Ὅσιον Διομήδη ὅμως οὔτε γινώσκω, οὔτε ἰστορῆσαι ἰκανῷ. (Μάρτυρα Διομήδη γνωρίζω. Ὅσιο Διομήδη ὅμως οὔτε ξέρω οὔτε μπορῶ νὰ ζωγραφίσω).

Μὲ πόνο ὁ μοναχὸς ἄκουσε τὴν ἄρνηση τοῦ ζωγράφου σὲ ὅλα τὰ παρακάλια του. Λυπημένος ἔφυγε γιὰ τὸ δωμάτιό του. Στὴν προσευχὴ ἡ θεοφιλὴς ἐκείνη ψυχή, τὴν θερμὴ καὶ ἐπίμονη, ζητάει τὴν παρηγοριά της. Τὰ λόγια του Κυρίου «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμίν, ζητεῖτε, καὶ εὐρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμὶν πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». (Ματθ. ζ’ 7 – 8) προβάλλουν συνέχεια στὴν σκέψη του. Μὲ ὅλην του τὴν καρδιὰ ποθεῖ νὰ μὴ γυρίσει στὴν Κύπρο μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια. Θέλει νὰ βρεῖ μία εἰκόνα τοῦ προστάτη τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ προσεύχεται. Ὅλη νύχτα προσεύχεται καὶ ζητάει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ βοήθεια προσφέρεται.

Θαῦμα β’. Τὴν ἴδια νύχτα στὸν ὕπνο τοῦ ζωγράφου παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος Διομήδης καὶ τοῦ λέγει:
— Γιὰ ἰδές, ζωγράφε, αὐτόν, ποὺ λέγεις πὼς δὲν ξέρεις. Ἄκουσε τὸν μοναχὸ καὶ ζωγράφισέ του αὐτὸν ποὺ σοῦ ζητεῖ».

Μόλις τὰ εἶπε αὐτὰ χάθηκε ἀπὸ μπροστά του ἐκεῖνος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Ὁ ζωγράφος, μὲ τὸ ποὺ ξύπνησε, σηκώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διομήδη συγχώρηση γιὰ τὴν προηγούμενη ἄρνησή του, κάθισε καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζει. Σὰν τέλειωσε τὴν εἰκόνα, τὴν πῆρε καὶ τὴν τοποθέτησε στὸ δωμάτιο, ποὺ εἶχε καὶ τὶς ἄλλες τελειωμένες εἰκόνες.

Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ξαναῆρθε καὶ πάλι ὁ γνωστὸς μοναχὸς καὶ ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ κάμει τὴν χάρη νὰ τοῦ φτιάξει τὴν εἰκόνα ποὺ τοῦ ζητοῦσε. Στὴν παράκλησή του ὁ ζωγράφος τὸν ἔστειλε στὸ δωμάτιο καὶ τοῦ εἶπε νὰ μαζέψει τὶς εἰκόνες. Ἐκεῖνος μόλις μπῆκε καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, τὴν ἀναγνώρισε καὶ γεμάτος χαρὰ τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔφερε στὸν ζωγράφο, βεβαιώνοντάς τον πὼς ἡ εἰκόνα ποὺ ἔφτιαξε ἀπέδιδε θαυμάσια τὴν μορφὴ τοῦ Ὁσίου. Ὁ ζωγράφος τότε ἀπεκάλυψε στὸν μοναχὸ τὸ ὄνειρό του καὶ μὲ δάκρυα καὶ οἱ δυό τους δοξολόγησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν χάρη ποὺ δίνει στοὺς ἐκλεκτούς του.

Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος μας. Καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχές, μὰ καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου ποὺ τὸν ἐγκωμιάζει. Αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ τὰ παρακάτω δύο θαύματα, ποὺ τὰ δανειζόμεθα καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἐγκωμιάζοντα τὸν Ὅσιο Διομήδη, Ἅγιο Νεόφυτο.

1. Ἕνας ἄνθρωπος ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ πόνους στὴν κοιλιά του. Παρόλο ποὺ ἔτρωγε μπόλικα καὶ ἡ κοιλιά του φούσκωνε κάθε μέρα, ἐν τούτοις τὸ δυστυχισμένο τὸ πλάσμα ἔνιωθε πάντα νηστικὸ καὶ διψασμένο καὶ βασανιζόταν ἀπὸ τρομεροὺς πόνους στὴν κοιλιακὴ χώρα. Κάποια μέρα, ἀπελπισμένος ἀπὸ τὰ βάσανά του, πῆγε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔπεσε πάνω σ’ αὐτὸν καὶ μὲ σπαραγμὸ ψυχῆς παρακαλοῦσε τὸν Ὅσιο νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τὸν κάμει καλά. Μερικοὶ διαβάτες, ποὺ περνοῦσαν ἀπ’ ἐκεῖ, σπλαχνίσθηκαν τὸν πάσχοντα καὶ ἀφοῦ πλησίασαν, τὸν πῆραν καὶ τὸν ξάπλωσαν πάνω στὸν τάφο καὶ ἄλειψαν καλὰ τὴν κοιλιά του μὲ τὸ λάδι τῆς κανδήλας τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἄρρωστος ἡσύχασε λίγο καὶ ἀποκοιμήθηκε. Σὰν ξύπνησε, ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐνεργηθεῖ. Πῆγε στὸ μέρος καὶ ἀπὸ πίσω του ἀντὶ περιττώματα βγῆκαν δυὸ κομμάτια φιδιοῦ μιάμιση σπιθαμὴ τὸ καθένα. Ὁ ἄνθρωπος ἡσύχασε. Βρῆκε τὸ χρῶμα του καὶ γεμάτος κέφι ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Διομήδη ποὺ τὸν ἔκαμαν καλά.

2. Μιὰ γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τρομεροὺς πόνους στὴν κοιλιά, σὰν ἔμαθε τὴν θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ πιὸ πάνω ἀρρώστου, ἔτρεξε καὶ αὐτὴ μὲ βαθιὰ πίστη στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὴ σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τὴ γιατρέψει. Συγχρόνως πῆρε κι αὐτὴ λάδι ἀπὸ τὴν κανδήλα τοῦ Ὁσίου καὶ ἄλειψε καλὰ τὴν κοιλιά της. Ἐκεῖ ποὺ γονατιστὴ ἔκλαιε καὶ παρακαλοῦσε, ἔνιωσε τρομερὴ ἀναγοῦλα. Παραμέρισε γιὰ νὰ κάμει ἐμετὸ καὶ τότε ἀπὸ τὸ στόμα ἔβγαλε κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάβουρα. Αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἡ γυναῖκα μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε τελείως καλὰ καὶ τὰ δάκρυα τοῦ πόνου της μεταβλήθηκαν στὴ στιγμὴ σὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ βαθιᾶς εὐγνωμοσύνης καὶ δοξολογίας τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Του γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία.

Στ’ ἀλήθεια, ἀδελφοί μου. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».Ναί! Θαυμαστὸς ὁ Θεός! Ἕνα μόνο χρειάζεται. Πίστη ζωντανὴ καὶ φλογερή. Καὶ τότε, ἂν αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, θὰ μᾶς τὸ δώσει ἡ ἀγάπη Του. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος. «Ἐπικάλεσαι μὲ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε, καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’ 15). Παιδί μου, φώναξέ με στὴν θλίψη σου καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω ἀπὸ τὰ βάσανά σου καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Νὰ Τὸν φωνάξουμε στὴ θλίψη μας. Νὰ Τὸν φωνάξουμε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια Του. Νὰ Τὸν ἐπικαλεσθοῦμε χωρὶς κρατούμενα. Καὶ τότε τὸ θαῦμα θὰ γίνεται. Γιατί ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».

Ἡ περιγραφὴ αὐτὴ τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Διομήδη, ὅπως μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, παρουσιάζει μερικὰ ἐρωτηματικὰ σχετικὰ μὲ τὸ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος. Σὰν λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς στὸ νησί μας ἄρχισαν περὶ τὰ μέσα τοῦ ἑβδόμου αἰῶνα καὶ κράτησαν μέχρι τὰ μέσα τοῦ δεκάτου, τότε γίνεται φανερό, πὼς ὁ Ὅσιός μας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου, ὁ ὁποῖος ἔζησε πολὺ ἐνωρίτερα, τὸν πέμπτο περίπου αἰῶνα. Ἐκεῖνο ποὺ συνδέει τοὺς δυὸ Ἁγίους, Τριφύλλιο καὶ Διομήδη, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει κάποιος ἄλλος χρονογράφος, ποὺ μᾶς λέγει πὼς σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, οἱ Σαρακηνοὶ ἀνέσκαψαν καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου, ποὺ βρισκόταν στὸ κοιμητήριο ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ὁδηγήτριας μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦν κάποιο θησαυρὸ καὶ ἔβγαλαν ἀπὸ μέσα ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον τὸ ἱερὸ λείψανο. Γεμάτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν τὸ κεφάλι καί, ὦ τοῦ θαύματος!
Ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα, ποὺ κατατρόμαξε τὰ ἀνθρωπόμορφα ἐκεῖνα τέρατα.
Τὴν σκηνὴ αὐτὴ παρακολουθοῦσε κάποιος ἀσκητὴς ποὺ ἀσκήτευε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸ προάστιο τῆς Λευκωσίας, τὸν Λευκομιάτη, ὁ Ἅγιος Διομήδης. Ἐκμεταλλευόμενος ὁ ἀσκητὴς τὴ σύγχυση τῶν τυμβωρύχων, ἅρπαξε τὴν ἱερὰ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Τριφυλλῖου καὶ ἔτρεξε νὰ τὴ μεταφέρει στὸ ἀσκητήριό του. Κάποιος ὅμως τὸν ἀντελήφθη καὶ τὸν πρόδωσε καὶ 500 Σαρακηνοὶ περίπου τὸν καταδίωξαν.
Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ εἶναι ὅτι συνδέει τοὺς δυὸ Ἁγίους, Τριφύλλιο καὶ Διομήδη.

Ταῖς τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου πρεσβείαις ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

27/10/13

Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ὁ Μάρτυρας

Ὁ Νέστορας ἦταν πολὺ νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ γνώριμός του Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Δημητρίου.
Ὁ Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς χαιρόταν γιὰ τὶς νῖκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ὀνομαζόμενου Λυαίου, μίσησε τὴν ὑπερηφάνειά του. Βλέποντας ὅμως καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πῆρε θάρρος. Πῆγε λοιπὸν στὴν φυλακή, ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ Μεγαλομάρτυρας, καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε», εἶπε, «ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, γι’ αὐτὸ προσευχήσου γιὰ μένα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσει καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ θὰ μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ὁ Νέστορας μπῆκε στὸ στάδιο χωρὶς φόβο καὶ ἀνεφώνησε:«Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι».
Καὶ ἀφοῦ πολέμησε μὲ τὸν Λυαῖο, τοῦ κατάφερε δυνατὸ χτύπημα μὲ τὸ μαχαῖρι του στὴν καρδιὰ καὶ τὸν θανάτωσε. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε καὶ σκότωσαν μὲ λόγχη τὸ Νέστορα, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο.
Ἔτσι, μ’ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Νέστορας δίδαξε ὅτι σὲ κάθε ἀνθρώπινη πρόκληση πρέπει νὰ ἀναφωνοῦμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;». Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθείς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστορ μακάριε· τῇ θεϊκῇ γὰρ ἀρωγῇ, τὸν Λυαῖον καθελών, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν, καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος· σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Σθένος ἐζωσμένος ὑπερφυές, νικητὴς ἐγένου, ἐν ἀγῶσι Νέστορ σοφέ· ὅθεν ἀκηράτων, γερῶν ἠξιωμένος, μετὰ τοῦ Δημητρίου, ἡμῶν μνημόνευε.