30/1/13

Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες


Ἡ αἰτία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός:
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118), ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸν Νικηφόρο Γ’ τὸν Βοτενειάτη (1078 – 1081), ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σὲ λόγιους καὶ ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τὸν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καὶ ὑπέροχη φυσιογνωμία. Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο καί, τέλος, ἄλλοι, προσκείμενοι στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο. Ἡ φιλονικία αὐτὴ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ διαιρεθοῦν τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ ἄλλοι ὀνομάζονταν «Ἰωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καὶ ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στὴν ἔριδα αὐτὴ ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς μέγιστους αὐτοὺς Ἱεράρχες, πρῶτα καθένα χωριστὰ καὶ στὴ συνέχεια καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζει ἢ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀντιδικοῦμε. Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες χρονικὲς συγκυρίες καὶ περιστάσεις ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καὶ καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σὲ συγγράμματα καὶ μὲ τὸν τρόπο του ὁ καθένας, διδασκαλίες ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, τὶς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στὶς ὁποῖες μπορέσαμε νὰ διεισδύσουμε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς συμπεριλάβαμε σὲ συγγράμματα ποὺ ἐκδώσαμε. Καὶ ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε δεύτερος, ἀλλά, ἂν πεῖς τὸν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καὶ οἱ δυὸ ἄλλοι. Σήκω, λοιπόν, καὶ δῶσε ἐντολὴ στοὺς φιλονικοῦντες νὰ σταματήσουν τὶς ἔριδες καὶ νὰ πάψουν νὰ χωρίζονται γιὰ ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ εἴμασταν καὶ στὴν οὐράνια ποὺ μεταβήκαμε, φροντίζαμε καὶ φροντίζουμε νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ ὁμόνοια τὸν κόσμο. Καὶ ὅρισε μία ἡμέρα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ ἡ μνήμη μας καὶ καθὼς εἶναι χρέος σου, νὰ ἐνεργήσεις νὰ εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ συνταχθεῖ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία. Ἀκόμη ἕνα χρέος σου, νὰ παραδόσεις στὶς μελλοντικὲς γενιὲς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιὰ τὸν Θεό. Βεβαίως καὶ ἐμεῖς θὰ συμπράξουμε γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ θὰ ἑορτάζουν τὴν μνήμη μας, γιατί ἔχουμε καὶ ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης ἀνέλαβε τὴ συμφιλίωση τῶν διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καὶ συνέγραψε καὶ κοινὴ Ἀκολουθία, ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν Μεγάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο τοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ’ αἰτίας τῆς ταπεινώσεώς τους μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα νὰ ἐκφράζουν τὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅ,τι διδάσκουν δὲν εἶναι ἁπλῶς δική τους σκέψη ἢ προσωπική τους πεποίθηση, ἀλλὰ εἶναι ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μιλοῦν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καθολικῆς της πληρότητας.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα μ.Χ. ἀνεγέρθη ναὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα σχεδὸν στὴ μονὴ τῆς Παναχράντου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοὺς τρεῖς μέγιστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τὸν Μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν κάματον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.

Μεγαλυνάριον.
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε Πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.

Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες

Κενσουρίνος, Σαβαΐνος, Χρυσή, Φήλιξ, Μάξιμος, Ἐρκούλιος, Βενέριος, Στυράκιος, Μηνᾶς, Κόμοδος, Ἑρμῆς, Μαῦρος, Εὐσέβιος, Ρουστίκιος, Μονάγριος, Ἀμάνδινος, Ὀλύμπινος, Κύπριος, Θεόδωρος ὁ Τριβούνιος, Μάξιμος Πρεσβύτερος, Ἀρχέλαος Διάκονος, Κυριάκος Ἐπίσκοπος καὶ Μάξιμος ἕτερος Πρεσύτερος



Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἄθλησαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κλαυδίου Β’ (268 – 269 μ.Χ.) καὶ ἡγεμονίας Βικαρίου τοῦ Οὐλπίου Ρωμύλου.
Ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καὶ τοῦ πρώτου τῆς συγκλήτου. Μετὰ ἀπὸ διαβολές, συνελήφθη καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Παρὰ τὰ βασανιστήρια ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος στὴ φυλακή, εἴκοσι στρατιῶτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο.
Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸν ὑπηρέτη τῆς Μάρτυρος Χρυσῆς, Ἅγιο Σαβαΐνο, τὸν κτύπησαν μὲ βαριὲς σφαῖρες στὸν αὐχένα, τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ σπλάγχνα. Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ γενόμενα ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, παρουσιάσθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ διαμαρτυρόμενος τὸν ἔλεγξε. Ἐκεῖνος ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ καὶ συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ἱππόλυτο μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία του. Μετὰ ἀπὸ τὰ ραπίσματα καὶ τὶς κακώσεις, τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἔτσι τελειώθησαν οἱ Ἅγιοι καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς τῶν ψυχῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νέος


Πολλὰ παραδείγματα ἀδελφικῶν σχέσεων, στενὴς συνεργασίας καὶ ὑπέροχης αὐτοθυσίας συναντᾶμε στὴν ἱστορία καὶ ζωὴ διαφόρων λαῶν.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ βρίσκουμε στὴν πορεία τοῦ λαοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου ξεπερνοῦν κάθε δυνατὴ φαντασία καὶ περιγραφή.

Ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἡ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλεγγύη τῶν κατοίκων τῶν δυὸ αὐτῶν τμημάτων τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε ἑνιαία καὶ ζηλευτή.
Κοινὴ παρουσιάζεται ἡ τύχη τους. Κοινὴ καὶ ἡ ἱστορία καὶ ὁ πολιτισμός τους. Καὶ δικαιολογημένα.
Ὁ ἴδιος λαὸς εἶναι ποὺ κατοικεῖ καὶ στὰ δύο αὐτὰ μέρη. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μαρτυρεῖ καὶ διακηρύττει τόσον ἡ γλώσσα καὶ Θρησκεία, καὶ ζωὴ τῶν κατοίκων τους, ὅσον καὶ οἱ περιπέτειές τους.

Ἕνα περιστατικό, ἐξαιρετικὰ συγκινητικὸ μεταξὺ τόσων ἄλλων εἶναι καὶ τοῦτο, ποὺ συνέβη στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια (642 – 1071 μ.Χ.) μὲ ἥρωα, μάρτυρα καὶ ὁμολογητὴ τὸν Ἅγιο Θεόφιλο τὸν Νέο. Γι’ αὐτὸν καὶ οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.

Ὁ ὁμολογητὴς Θεόφιλος γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν πάλαι ποτὲ βασιλίδα τῶν πόλεων καὶ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι χριστιανοὶ φρόντισαν νὰ δώσουν στὸ παιδί τους ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ μόρφωση καὶ ἀνατροφή. Ὁδηγό τους καὶ σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ἔβαλαν οἱ πιστοὶ γονεῖς τοῦ θείου ἀποστόλου τὰ θεόπνευστα λόγια. «Οἱ πατέρες ἐκτρέφετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου’. (Ἐφεσ. στ’ 4).

Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν τους Θαυμαστό. Μεγαλωμένος ὁ Θεόφιλος μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια καὶ μὲ πρότυπο τὴν ὅλη ζωὴ τῶν γονιῶν του ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς συνομήλικές του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντα βασικὸ ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.

Τί εὐλογία θὰ ἦταν, ἂν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ εἶχαν συνέχεια μπροστὰ στὰ μάτια τους οἱ γονεῖς. Εἰδικὰ σήμερα ποὺ οἱ ποικίλοι πειρασμοὶ ἔχουν αὐξηθεῖ ὑπερβολικά, ἡ προσεκτικὴ ζωὴ τῶν γονιῶν πολλὰ κακὰ θὰ εἶχε προλάβει.

Πολλοὶ φυσικὰ καὶ τότε οἱ πειρασμοὶ καὶ τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες. Μὲ τὰ ὄπλα ὅμως τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀνάλογα, ὥστε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ἀνέλθει καὶ στὸ ἀξίωμα τοῦ μέλους τῆς συγκλήτου καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλους πρόσωπο σεβαστό. Αὐτὸ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων βρισκόντουσαν οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Εἰρήνη, ἡ δὲ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἦταν διηρημένη διοικητικὰ σὲ ἐπαρχίες ποὺ ὀνομαζόντουσαν Θέματα. Μιὰ τέτοια Ἐπαρχία – Θέμα, ἦταν καὶ ἡ Ἐπαρχία τῶν Κιβυρραιωτῶν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καρίας, τὰ Κίβυρρα. Οἱ κάτοικοι τοῦ θέματος αὐτοῦ ἦταν περίφημοι ναυτικοὶ κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς καὶ τὴν καθοδήγηση τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὸν στόλο τῶν Κιθυρραιωτῶν εἶχε ἀνατεθεῖ τότε ἡ ἐπιτήρηση καὶ φύλαξη τῶν θαλασσῶν τῆς Μεσογείου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θαλάσσιας ὁδοῦ ποὺ διέρχεται μεταξὺ Κιλικίας καὶ Κύπρου. Οἱ Ἄραβες – Σαρακηνοὶ καὶ τὸ Ἰσλὰμ τοῦτο τὸν καιρὸ ἁλώνιζαν κυριολεκτικὰ αὐτὰ τὰ μέρη. Ὡς στρατηγὸς τῶν Κιβυρραιωτῶν εἶχε ὁρισθεῖ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Θεόφιλος ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν γενναιότητά του.

Τὸ ἔτος 800 μ.Χ. ὅπως ἀναφέρει στὴ χρονογραφία του ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ποὺ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ – ἡ μονὴ βρισκόταν στὴν περιοχὴ Κωνσταντινουπόλεως – ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη στὸν Θεόφιλο εἶχε ἀναθέσει τὴν εὐθύνη νὰ παρακολουθεῖ τὸν ἀραβικὸ στόλο ποὺ ἔγινε ὁ κακὸς δαίμων τῆς Κύπρου. Ὁ Θεόφιλος εἶχε μαζί του ἀκόμη δύο στρατηγοὺς γιὰ νὰ τὸν βοηθοῦν. Καὶ αὐτοὶ εἶχαν δώσει τὸν λόγο τους, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἐγκατέλειπαν τὸν ἀρχηγό, ἀλλὰ μαζί του θὰ ἦταν ἕτοιμοι καὶ νὰ συναποθάνουν. Πόσο εὔκολα μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δίνουμε ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ καί, πόσο εὐκολότερα τὶς ξεχνοῦμε.

Ἕνα πράγμα ἀξίζει ἐδῶ πολὺ νὰ προσεχθεῖ. Ἡ χειρονομία τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης. Σὰν ὑπεύθυνη ἀρχόντισσα τῆς μητέρας αὐτοκρατορίας φροντίζει μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς θυγατρὸς Κύπρου, ἑνὸς πολύτιμου τμήματος τῆς Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας ποὺ κινδύνευε κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων Σαρακηνῶν.

Ὅταν τὸ Βυζαντινὸ ναυτικὸ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Θεόφιλο ἔφθασε στὰ Μύρα τῆς Λυκίας, ὅλοι οἱ στρατηγοὶ παρέκαμψαν τὸ ἀκρωτήριο τῶν Χελιδονιῶν καὶ προχώρησαν νὰ εἰσέλθουν στὸν κόλπο τῆς Ἀττάλειας. Οἱ Ἄραβες, ἀφοῦ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν καλὸ καιρὸ καὶ τὴν ὑπάρχουσα γαλήνη περιφέρονταν ἥσυχοι στὸ πέλαγος μεταξὺ Κύπρου καὶ Μ. Ἀσίας. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ στρατηγοὶ τῶν Βυζαντινῶν τοὺς εἶδαν νὰ κινοῦνται ἥσυχοι καὶ ἀνενόχλητοι παρετάχθησαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν. Ὁ ἀρχηγὸς μάλιστα τῶν Κιβυρραιωτῶν Θεόφιλος, ἄνδρας ρωμαλέος καὶ πολὺ ἱκανός, στὸ ἀντίκρισμα τῶν Σαρακηνῶν, ἔλαβε τὸ θάρρος καὶ προχώρησε μὲ τὸ πλοῖο του μπροστὰ ἀπὸ τὸν στόλο καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη κτύπησε τὸν ἐχθρό. Ἡ ἐπίθεση στὴν ἀρχὴ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία. Οἱ ἐχθροὶ κτυπημένοι ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὰ ἔχασαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ παραδοθοῦν. Ὅταν ὅμως οἱ στρατηγοὶ εἶδαν τὴν ἀνδρεία τοῦ Θεόφιλου καὶ ἀντιλήφθησαν τὶς διαθέσεις τῶν Ἀράβων, ζήλευσαν τὴ δόξα του καὶ ἀφοῦ τὸν ἐγκατέλειψαν ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ναυμαχία. Ὁ Θεόφιλος ὅμως ἀλύγιστος συνέχισε τὸν ἀγώνα γιὰ πολὺ χρόνο καὶ ὅταν ἀκόμη ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς ναῦτες ποὺ ἦταν στὸν δρόμωνά του. Δυστυχῶς ἐπειδὴ τὰ πλοῖα τῶν Σαρακηνῶν ἦταν πολὺ περισσότερα, περικυκλώθηκε ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὸ τέλος συνελήφθηκε αἰχμάλωτος.

Τί μεγάλο κακὸ ἀλήθεια ἡ ζήλια! «Φθόνος οὐκ εἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον» λέγει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ γενναῖος Θεόφιλος μετὰ τὴ σύλληψή του μὲ τὰ χέρια δεμένα πισθάγκωνα ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἀρχηγὸ τῶν Σαρακηνῶν, τὸν τρομερὸ Χαλίφη τῆς Βαγδάτης Ἀροῦν ἀλ Ρασίντ. Ὁ τρομερὸς χαλίφης στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παλικαριοῦ θαύμασε τὴ λεβεντιὰ ποὺ ἔβλεπε στὴν προσωπικότητά του καὶ ἀμέσως σκέφθηκε πώς, ἂν μὲ τὸν τρόπο του κατόρθωνε νὰ πείσει τὸ παλικάρι νὰ τὸν ἀκολουθήσει θὰ πετύχαινε τὴν πιὸ μεγάλη νίκη. Μὲ προσποιητὴ λοιπὸν εὐγένεια, ὅταν ὁ Θεόφιλος πλησίασε ἄρχισε νὰ τοῦ κάνει διάφορες προτάσεις, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ χαρίσει διάφορες δωρεές. Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς προτάσεις τοῦ Βάρβαρου χαλίφη ὁ πιστὸς καὶ ἄκαμπτος χριστιανὸς ἐπέδειξε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τοῦ χαρακτήρα του.

Στὴν πρόταση ἐξαναγκασμοῦ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ θρησκεία του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ ὁ πιστὸς Θεόφιλος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε ἀλλὰ καὶ ἔφτυσε στὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ρασὶντ λέγοντας: «Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν ὁποία ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχάνει ὄχι μόνο τὴν εὐτυχία ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία του». Στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀροῦν ἀλ Ρασίντ, ὅτι ὁ μωαμεθανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ προφήτου του Μωάμεθ, ὁ Θεόφιλος δὲν δυσκολεύθηκε νὰ χλευάσει τὴν ἄθεη πίστη καὶ νὰ εἰρωνευτεῖ τοὺς κρατοῦντες καὶ ὑβριστές του.

Τὴν ἄρνησή του ὁ ὁμολογητὴς πλήρωσε μὲ ἕνα σωρὸ ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ παραμονὴ σὲ σκοτεινὴ καὶ πολὺ ἀνθυγιεινὴ φυλακὴ ἐπὶ τετραετία ὁλόκληρο. Κατὰ τὸ μακρὺ αὐτὸ διάστημα παρὰ τὰ συχνὰ καὶ ἀνείπωτα βασανιστήρια τῶν κρατούντων ὁ πιστὸς χριστιανὸς καὶ ἀλύγιστος ὁμολογητὴς ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἄκαμπτος. Μπροστὰ στὰ μάτια του ἔχει πάντα τὰ λόγια Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου μας.«Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴ μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. γ’ 28). Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι, εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η’ 18). Δηλαδὴ μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὅμως τὴ δύναμη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἂν τὰ συγκρίνουμε πρὸς τὴ δόξα ποὺ μέλλει νὰ μᾶς φανερωθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ κάποια μέρα σὲ μᾶς. Μὲ ὁδηγὸ τοῦτα τὰ λόγια καὶ συντροφιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ βαθιά του πίστη περνάει τὶς ἡμέρες καὶ τὶς ὦρες του στὴ φυλακὴ μὲ τὸ μυαλό του δοσμένο στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ ποὺ ὑπόσχεται καὶ λέγει: «Τέκνον οὗ μὴ σὲ ἄνω οὗ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω». Παιδί μου, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ποτὲ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Μεῖνε μόνο κοντά μου. Κοντά μου καὶ «πιστὸς μέχρι θανάτου». Πιστὸς μέχρι θανάτου περνάει καὶ ὁ Θεόφιλος τὶς ἡμέρες του στὴ βρώμικη φυλακὴ τοῦ βάρβαρου Σαρακηνοῦ.

Τέσσερα χρόνια μαρτυρικῆς ζωῆς πέρασε ὁ ἀλύγιστος χριστιανὸς ἀγωνιστής. Μιὰ μέρα ποὺ οἱ βάρβαροι εἶχαν τὸ μπαϊράμι τους ἔφεραν στὴ γιορτή τους καὶ τὸν πιστὸ Θεόφιλο κι ἄρχισαν ἕνας – ἕνας νὰ τὸν προτρέπουν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη του, νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ γιορτάσει μαζί τους. Ὁ Θεόφιλος σὲ ὅλες τὶς προτάσεις τους αὐτὲς ἔδινε μία ἀπάντηση.

- Γεννήθηκα χριστιανός. Μεγάλωσα χριστιανός. Θὰ πεθάνω χριστιανός.

Στὴν ἀπάντησή του αὐτὴ ὕβρεις καὶ κτυπήματα δεχόταν ἀπὸ τῶν βαρβάρων τὰ πλήθη. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βαρβάρων ἄρχισαν νὰ ὑβρίζουν καὶ νὰ βλασφημοῦν τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Λυτρωτή μας, ὁ Θεόφιλος δὲν κρατήθηκε ἀλλὰ ἀνταπέδωσε τὴν ὕβρη γιὰ τὴ θρησκεία τους καὶ τὰ πιστεύω τους. Ἡ θαρραλέα τοῦ Θεόφιλου στάση καὶ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτὸς στὴ μέση τοῦ διασκεδάζοντος πλήθους καὶ νὰ δεχθεῖ τὸν διὰ ξίφους θάνατο. Ἔτσι ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀδούλωτου χριστιανοῦ. Τοῦτο σημειώνει ὁ Ἅγιος Θεοφάνης: «Τὴν διὰ ξίφους τιμωρίαν ὑπομείνας, μάρτυς ἄριστος ἀνεδείχθη».

Τὸ λείψανο τοῦ γενναίου ὁμολογητοῦ καὶ νέου μάρτυρος Θεοφίλου οἱ κατοικοῦντες ἐκεῖ χριστιανοὶ τὸ παρέλαβαν μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὸ κήδεψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ εὐλάβεια. Ἡ μνήμη τοῦ ἀκλόνητου χριστιανοῦ τιμᾶται ἀπὸ μὲν τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὴν 30ηἸανουαρίου, ἀπὸ δὲ τὴ Δυτικὴ τὴν 22α Ἰουλίου.
Μὲ μία ἄρνηση τῆς πίστης ὁ Θεόφιλος θὰ μποροῦσε νὰ γλυτώσει τὴν ζωή του. Ὁ ἀλύγιστος ὅμως ἀγωνιστὴς προτίμησε νὰ ἐφαρμόσει τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ λόγια ποὺ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τῆς Ἀποκαλύψεως. «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». (Ἀποκάλυψη β’ 10). Κι ἔμεινε πιστὸς μέχρι θανάτου.

Τί εὐλογία τὰ λόγια αὐτὰ νὰ γινόντουσαν καὶ γιὰ μᾶς καὶ τὴ σημερινὴ νεολαία σύνθημα ζωῆς!

Ἅγιε Θεόφιλε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα· ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Θαλάσσης νοητής, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάϊσμα.

Ὁ Ἅγιος Πέτρος Βασιλέας τῶν Βουλγάρων

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἦταν τσάρος τῆς Βουλγαρίας (927 – 967 μ.Χ.) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέως Συμεών. Εἶχε νυμφευθεῖ τὴν ἐγγονὴ τοῦ βασιλέως Ρωμανοῦ Λεκαπηνοῦ (920 – 944 μ.Χ.), Μαρία, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Εἰρήνη, λόγω τῆς εἰρήνης ποὺ ἐπικράτησε μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Βουλγάρων.
Ὁ Ἅγιος ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν Βογομίλων ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Ρίλας. Μετὰ ἀπὸ ἕναν ἀνεπιτυχὴ πόλεμο μὲ τὴν Οὐγγαρία καὶ τὴ Ρωσία, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 967 μ.Χ.

29/1/13

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ( 20 Δεκεμβρίου) ἦταν διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καὶ χρημάτισε δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Ὑπῆρξε, μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης Πολύκαρπο, μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) στὴ Ρώμη, κατασπαραχθεὶς ἀπὸ τὰ θηρία. 
Μετὰ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, κάποιοι Χριστιανοὶ μάζεψαν ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο τὰ ἐναπομείναντα ἅγια λείψανά του καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τῇ ποίμνῃ σου μετήγαγον ἐκ Ῥώμης εὐσεβῶς· ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες πόθῳ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ Ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καὶ τὴν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ θεοφόρος καὶ θεῖος Ἰγνάτιος.

Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλύζει οἷα πηγή, δωρεῶν ἀΰλων, ἡ σὴ θήκη ἡ εὐαγής, καὶ σωμάτων πάθη, καὶ καρδιῶν τοὺς σπίλους, ἀεὶ ἀνακαθαίρει, Πάτερ Ἰγνάτιε.

Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς

Ὁ Ὅμηρος Εὐστρατιάδης φρονεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Μάρτυρα Ἀκεψιμᾶ ποὺ συνεορτάζει μετὰ τῶν Μαρτύρων Ἰσιδώρου καὶ Λέοντος στὶς 7 Δεκεμβρίου.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Χιοπολίτης


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1780 στὸ Παλαιόκαστρο τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀπόστολο καὶ τὴν Μαρουλοῦ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργαζόταν πλησίον τοῦ ἀδελφοῦ του Ζαννῆ, ποὺ ἦταν ἔμπορος. Μνηστευθεὶς ὅμως μὲ μία νέα, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ ἀδελφός του, ἀποπέμφθηκε ἀπὸ τὴν ἐργασία του.
Ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ θυμηθεῖ ὅτι ὁ Τοῦρκος Σεΐχ – οὐλ – ἰσλάμης ὄφειλε στὸν ἀδελφό του δύο δηνάρια, ἀπὸ κάποια ἀγορὰ ὑφασμάτων μὲ πίστωση, πῆγε στὴν οἰκία του, γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ὀφειλόμενο χρέος καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖ βρῆκε μία Μωαμεθανὴ ποὺ τοῦ ἐκδήλωσε τὴν ἀγάπη της λέγοντάς του ὅτι, ἢ πρέπει νὰ γίνει Μωαμεθανὸς γιὰ νὰ τὴ νυμφευθεῖ ἢ πρέπει νὰ πεθάνει. Ὁ Δημήτριος αἰφνιδιάστηκε. Δέχθηκε τὶς προτάσεις τῆς γυναίκας καὶ παρέμεινε στὴν οἰκία της ὡς ἐξωμότης. Ἦλθε ὅμως στὸν ἑαυτό του καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ραμαζανίου δραπέτευσε καὶ κρύφθηκε ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια στὴ συνοικία τοῦ Σταυροδρομίου. Ὁ ἀδελφός του Ζαννῆς ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Δημήτριος ἔγραψε ἐπιστολὴ στὸν πατέρα του μὲ τὰ συμβάντα καὶ ἐξομολογήθηκε στὸν Πνευματικὸ τί εἶχε πράξει. Μέσα στὴν καρδιά του φούντωσε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρουσιάσθηκε στὸν Τοῦρκο διοικητή, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Χιῶτες ποὺ διέμεναν στὴν Κωνσταντινούπολη μάζεψαν χρήματα, μὲ σκοπὸ νὰ προσφέρουν αὐτὰ στοὺς Τούρκους γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, φοβούμενοι μήπως ὁ Δημήτριος λυγίσει μπροστὰ στὰ βασανιστήρια. Ὅταν ὁ Δημήτριος πληροφορήθηκε τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοὺς ἐπετίμησε καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ προσεύχονται, γιὰ νὰ τελειώσει μαρτυρικὰ τὴ ζωή του. Ἔτσι κι ἔγινε. Μετὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια ὁ Δημήτριος παρέμεινε ἀκλόνητος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1802.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ νησὶ Πρώτη.

28/1/13

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος


Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας πιθανῶς τὸ 308 μ.Χ. ἢ καὶ ἐνωρίτερα. Ἤκμασε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ. Ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία διδάχθηκε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειράς του Ἰάκωβο (309 – 364 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νὰ λάβει μεγαλύτερο ἀξίωμα. Ἀκολούθησε πολὺ νωρὶς τὸν μοναχικὸ βίο καὶ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Παρακλήτου ἔγραψε πάρα πολλὰ συγγράμματα πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς οἰκοδομῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ θαυμάζεται γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὸ κάλλος τῶν ἔργων του. Γνώστης ἀκριβὴς ὅλων τῶν δογματικῶν θεμάτων, ἤξερε νὰ καταπολεμᾶ τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ὑπερασπίζει μὲ θαυμάσια σαφήνεια τὴν Ὀρθοδοξία. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ κατατρόπωσε σὲ διάλογο τὸν αἱρετικὸ Ἀπολλινάριο καὶ ὁδήγησε πολλοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρώα εὐσέβεια.
Ὅταν, διὰ τῆς συνθήκης τοῦ ἔτους 363 μ.Χ., ποὺ ὑπέγραψε ὁ διάδοχος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, Ἰοβιανὸς (363 – 364 μ.Χ.), ἡ Νίσιβης παραδόθηκε στοὺς Πέρσες, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ ἦλθε στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἀσκήτεψε σὲ παρακείμενο ὄρος. Τὸ ἔτος 370 μ.Χ. ἐπισκέφθηκε τὸν Μέγα Βασίλειο στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ λίγο ἀργότερα τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 373 μ.Χ. καὶ ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας, στὴν περιοχὴ Φιλοξένου, κοντὰ στὴν ἀγορά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον ἄϋλον, ἐν τῇ ψυχῇ σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι· ὅθεν ἡμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοῖς ἱεροῖς σου ῥυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις Ἐφραίμ, δάκρυα κατανύξεως· πρακτικὸς δὲ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος Ὅσιε. Ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρὸς μετάνοιαν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς σοφίας ὑποφήτην θεορρήμονα
Καὶ μετανοίας ἀληθῶς σάλπιγγα ἔνθεον
Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς θεῖος θεωρὸς Χριστοῦ τοῦ βήματος
Ἐν τῇ κρίσει ἀκατάκριτόν μεφύλαξον,
Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Πάτερ Ἐφραὶμ σοφέ.

Μεγαλυνάριον.
Σάλπιγγι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, πρὸς ἔνθεον φόβον, διεγείρεις πᾶσαν ψυχήν· σὺ γὰρ τῆς δευτέρας, τοῦ Λόγου ἐμφανείας, τὸν τρόπον προσημαίνεις, Ἐφραὶμ Πατὴρ ἡμῶν.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τῆς Τότμα


Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰουλιανός.
Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Τότμα καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ὁσιακὲς μορφὲς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1568.

27/1/13

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως


Ὁ ἱερὸς Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπειδὴ δὲν ἔκανε διακρίσεις ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα στὴν ἀπόδοση τοῦ δικαίου καὶ ἔλεγχε καὶ τὴν ἴδια τὴν βασίλισσα Εὐδοξία γιὰ τὶς παρανομίες καὶ τὶς ἀδικίες της, ἐξορίσθηκε δύο φορές, ἀλλὰ καὶ πάλι ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ἐξορίστηκε ὅμως καὶ πάλι γιὰ τρίτη φορά.
Ἡ ἔκπτωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὀπαδοί του, ποὺ καλοῦνταν «Ἰωαννίτες», δὲν ἀναγνώριζαν τὸν διάδοχό του, παρὰ τὶς ἐπίμονες συστάσεις νὰ ὑπακούσουν στοὺς νέους ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁδηγήθηκε στὴν Κουκουσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀραβισσὸ καὶ ἔπειτα, στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 404 μ.Χ., στὴν Πιτιούντα τοῦ Πόντου. Ἡ πορεία του μέχρι ἐκεῖ, ἦταν ὄχι μόνο περιπετειώδης, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ μαρτυρική, γεμάτη ἀπὸ κακουχίες καὶ δεινοπαθήματα.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν Πιτιούντα, ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος κλήθηκε ἀπὸ τὸν πάντων Δεσπότη στὶς αἰώνιες σκηνές, τὸ ἔτος 407 μ.Χ., ἐνῶ τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου μαζὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου καὶ Λουκιανοῦ, καθὼς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σὲ αὐτὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους διὰ νυκτερινῆς ὀπτασίας, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε.
Τὸ σχίσμα τῶν «Ἰωαννιτῶν» ἀποκαταστάθηκε μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 438 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Πρόκλου. Ἡ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπὸ τὰ Κόμανα συνοδεύτηκε ἀπὸ μία ἐπιστολὴ – διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υἱοῦ τοῦ Ἀρκαδίου καὶ τῆς Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἔγραφε:

«Ἐπιστολὴ Βασιλέως Θεοδοσίου πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχην, Διδάσκαλο καὶ Πνευματικὸ Πατέρα Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
Ἐπειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε τὸ σῶμά σου νεκρό, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ ἄλλα, θελήσαμε ἁπλῶς νὰ τὸ πάρουμε καὶ νὰ τὸ μεταφέρουμε πρὸς ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως ἀστοχήσαμε στὸν πόθο μας.
Ἀλλὰ σὺ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, ποὺ δίδαξες σὲ ὅλους τὴν μετάνοια, συγχώρησέ μας ποὺ σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὰν παιδιὰ ποὺ ἀγαπᾶμε τοὺς πατέρες μας ἐπίδωσέ μας τὸν ἑαυτό σου καὶ εὔφρανε μὲ τὴν παρουσία σου αὐτοὺς ποὺ σὲ ποθοῦν».

Αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ αὐτοκράτορα τὴν πῆγαν στὸν Ἅγιο καὶ τὴν τοποθέτησαν πάνω στὴν λάρνακά του. Τότε ὁ Ἅγιος ἔδωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι αὐτοὶ μετέφεραν τὴν λάρνακα ποὺ περιεῖχε τὸ ἅγιο λείψανο στὴν Κωνσταντινούπολη, χωρὶς νὰ κοπιάσουν καθόλου. Ἡ ὑποδοχὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλῆρος καὶ μοναχοί, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν αὐτοκράτορα, τοὺς αὐλικούς, τὴ σύγκλητο καὶ ὅλους τους ἄρχοντες, ὑποδέχθηκαν καὶ προσκύνησαν μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανά του. Μὲ πολὺ εὐλάβεια μετέφεραν ἀρχικὰ τὴ λάρνακα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, στὰ Ἀμαντίου, ἔπειτα δὲ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο πάνω στὸ σύνθρονο καὶ ἅπαντες ἐβόησαν: «Ἀπόλαβε τὸν θρόνο σου, Ἅγιε». Στὴ συνέχεια ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε σὲ αὐτοκρατορικὴ ἅμαξα καὶ μεταφέρθηκε στὸ περιώνυμο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο πάνω στὴν ἱερὴ καθέδρα καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα: ὁ Ἅγιος ἐπεφώνησε πρὸς τὸν λαὸ τὸ «Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα τὸ ἐναπέθεσαν μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐτελεῖτο στὸ πάνσεπτο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀφιέρωσε διὰ χρυσοβούλλου στὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκὴς (969 – 976 μ.Χ.) καὶ τεμάχιο τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος (1282 – 1328), διὰ χρυσοβούλλου, τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1284, στὴ Μονὴ Φιλοθέου του Ἁγίου Ὅρους. Ἐπίσης, τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου φυλάσσονται στὶς μονὲς Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Ἁγίου Διονυσίου καὶ Δοχειαρίου.

Ἀπολυτίκιον  Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσὸς, ἐκλάμψασα χάρις τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἀνακομιδής. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτον οὐράνιον, ἐκ τῶν Κομάνων ποτέ, τὴν θήκην μετήγαγον, τοῦ σοῦ λειψάνου σοφέ, πρὸς πόλιν βασίλειον· ταύτης οὖν ἐκτελοῦντες, τὴν ἀνάμνησιν πόθῳ, μέλπομεν Ἱεράρχα, τὴν δοθεῖσάν σοι χάριν, δι’ ἧς ἡμᾶς ῥυθμίζεις, Ἰωάννη Χρυσόστομε.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Εὐφράνθη μυστικῶς, ἡ σεπτὴ Ἐκκλησία, τῇ ἀνακομιδῇ, τοῦ σεπτοῦ σου λειψάνου, καὶ τοῦτο κατακρύψασα, ὡς χρυσίον πολύτιμον, τοῖς ὑμνοῦσί σε, ἀδιαλείπτως παρέχει, ταῖς πρεσβείαις σου, τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν, Ἰωάννη Χρυσόστομε.

Μεγαλυνάριον.
Ἤκεν ἐκ Κομάνων λαμπροφανῶς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, ὡς ἑστία ἁγιασμοῦ, τέρπον καὶ πλουτίζον, χαρίτων χρυσουργίᾳ, τὴν Ἐκκλησίαν πᾶσαν, Πάτερ Χρυσόστομε.

Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ταμασσοῦ Κύπρου


Ἀπὸ τὶς πολὺ ὀλίγες πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι’ αὐτὸν μανθάνουμε ὅτι γεννήθηκε στὴν Ταμασσὸ καὶ ἔζησε σ’ αὐτὴν τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν τότε ἀκόμη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ εἰδωλομανία προέβαλλε δυνατὰ τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄστρο καὶ τὴ λατρεία. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἔφεραν στὴν Κύπρο οἱ τρεῖς ἀπόστολοι Βαρνάβας, Παῦλος καὶ Μάρκος ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ προχωρεῖ σ’ ὅλο τὸ νησί. Στὴν Ταμασσὸ μὲ κέντρο μία σπηλιὰ ποὺ ὑπάρχει ὡς σήμερα καὶ ποὺ χρησίμευε στὴν ἀρχὴ ὡς κατοικία καὶ ἐκκλησία καὶ ἐπισκοπὴ ἀγωνίζονται οἱ πρῶτες ἐκεῖνες μορφὲς ὁ Ἠρακλείδιος, ὁ Μύρων, ὁ Μνάσων καὶ οἱ ἄλλοι συνεργάτες τους νὰ ἀνάψουν καὶ νὰ προβάλουν παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἱλαρὸν φῶς τῆς νέας ζωῆς. Σ’ αὐτὴ τὴ σπηλιὰ στὴν ὁποία οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὄχι μονάχα παρακολουθοῦσαν τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ βαφτίζονταν καὶ προσεύχονταν καὶ τελοῦσαν τὶς διάφορες ἀκολουθίες τους, σ’ αὐτὴν ἀκόμη βρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κάποια μέρα ποὺ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν ἄρρωστος στὸ σπήλαιό του μὲ πυρετό, μιὰ ὁμάδα μανιασμένων εἰδωλολατρῶν ὄρμησαν μέσα στὸ σπήλαιο, ἔσυραν ἔξω τὸν Ἅγιο καὶ τὸν σκότωσαν. Ὁ Ἅγιος ἀπέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δήμιούς του στὴν ἡλικία τῶν 60 χρόνων. Οἱ χριστιανοὶ μαθητὲς μὲ θλίψη βαριὰ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μέσα στὴ σπηλιά. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου, τὸν ζῆλο του καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειές του προχωροῦσε καθημερινά. Μετὰ τὸν θάνατό του τὴν εὐθύνη τοῦ ὅλου ἔργου ἀνέλαβε ὁ Μνάσωνας. Αὐτὸν εἶχε χειροτονήσει ὁ Ἠρακλείδιος ἐπίσκοπο, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε. Αὐτὸς συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Ἠρακλειδίου μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειά. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὅσο ζοῦσε. Πολλὰ καὶ ὅταν ἀπέθανε. Πρὶν πεθάνει χειροτόνησε ἐπίσκοπό της Ταμασσοῦ τὸν Ρόδωνα.

Μὲ γοργὰ βήματα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ χάρη στὸν φλογερὸ ζῆλο τῶν πρώτων χριστιανῶν προχωρεῖ μὲ ἐνθουσιασμὸ στῆς Ταμασσοῦ τὴν πόλη. Πολλοὶ οἱ ἅγιοι ποὺ παρουσιάσθηκαν σ’ αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἅγιος εἶναι κι ὁ Δημητριανός. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ πανδαμάτορας χρόνος ἔσβησε ἀπὸ τῆς μνήμης τὸ βιβλίο τὴ σχετικὴ χρονολογία. Αὐτὸ ποὺ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν ὅλη ζωή του εἶναι τοῦτο: Γνώρισε τὸν Χριστό, ὅπως λέγει καὶ ὁ ὑμνογράφος του, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία. «Ἐκ βρέφους ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Γνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του. Μπροστά του ἕνα καὶ μόνο πράγμα βλέπει καὶ ἕνα ποθεῖ καὶ θέλει παντοῦ καὶ πάντοτε. Τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα. Μ’ αὐτὸ μεγαλώνει. Μ’ αὐτὸ ζεῖ καὶ αὐτὸ προβάλλει τόσο μὲ τὰ λόγια του, ὅσο καὶ τὸ παράδειγμά του.

Κάποτε ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητας ὁ ἱερέας, ὁ τότε ἐπίσκοπος τοῦ ὁποίου ὁ Δημητριανὸς ἦταν σὲ ὅλα τὸ δεξί του χέρι, τὸν κάλεσε καὶ κατὰ παράκληση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οἱ ἁγνὲς ψυχὲς πανηγυρίζουν. Γιατί ὁ Δημητριανὸς μὲ ζῆλο φλογερὸ ἐργαζόταν πάντοτε γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ λαοῦ. Στὸ πρόσωπό του βρῆκαν οἱ πιστοὶ τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ καθοδηγητή, τὰ ὀρφανὰ τὸν προστάτη, οἱ ἄρρωστοι τὸν στοργικὸ ἀδελφὸ καὶ «οἱ ἐν θλίψεσι τὴν παρηγορίαν». Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ τότε ἐπίσκοπος κοιμήθηκε, ὁλόκληρος ὁ λαὸς καὶ πάλι κάλεσε καὶ ἀνέβασε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς ξακουστῆς πόλεως τὸν ἄξιο σὲ ὅλα Δημητριανό.

Στὴν καινούργια αὔτη θέση ἡ ἁγία του μορφὴ προβάλλει παντοῦ, ὥστε ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος νὰ τὸν ὑμνεῖ: «Τῆς Ταμασσοῦ βλάστημα, καύχημα τῶν Περάτων, πηγὴν τῶν θαυμάτων, ἰαμάτων ταμεῖον ἄσυλον καὶ τῶν Κυπρίων ἀγλάϊσμα». Ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ ἡ παράδοση καὶ ὁ σεβασμὸς μένει ὡς σήμερα πολὺ ὑψηλά. Αὐτὸ μαρτυρεῖ α) ἡ εὐρυχωρία τοῦ ναοῦ ποὺ ἡ εὐσέβεια τῶν παλαιοτέρων κατοίκων τῶν Περάτων ἀφιέρωσε στ’ ὄνομά του σὲ μιὰ μαγευτικὴ θέση καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια προβάλλουν ἐπιβλητικὰ μέχρι σήμερα. Καὶ β) ἡ χειρόγραφος φυλλάδα ποὺ περιέχει τὴν ἀκολουθία του καὶ στὴν ὁποία ἀναγράφεται καὶ ἡ μέρα τῆς μνήμης του, 27 Ἰανουαρίου.

Ἡ ὅλη του πνευματικὴ ζωὴ συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο στὴν πόλη τῆς Ταμασσοῦ, ἀλλὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Τύπος ὑπομονῆς ὁ ἴδιος καὶ πρότυπο ἀρετῆς βοήθησε στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴν εἰρηνικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ του καὶ στὴν πνευματική του ἄνοδο. Ἀλλὰ καὶ θαύματα πολλὰ ἀναφέρεται ὅτι ἔκαμε ὅταν ζοῦσε, μὰ καὶ ὅταν κοιμήθηκε. Οἱ γυναῖκες τῶν Περάτων τὸν θεωροῦν πολὺ θαυματουργὸ καὶ συχνὰ ἐπισκέπτονται τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ του, ἀνάβουν καντήλια στὸ βαθούλωμα τῶν ἐρειπίων καὶ ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του στὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ποὺ ἔγινε πρὸ καιροῦ εἶναι καὶ τοῦτο:

Ἕνας χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Πέρα, γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ του πῆγε καὶ πῆρε ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου τὶς πελεκητὲς πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν φτιαγμένο τὸ ἀνώφλι τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ φτιάξει μὲ αὐτὲς τὸ ἀνώφλι τοῦ ἰδικοῦ του σπιτιοῦ. Εἶχε δὲ στὴ σκέψη νὰ πάει τὴν ἑπομένη νὰ πάρει καὶ τὶς ἄλλες πελεκητὲς πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν κατασκευασμένες οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει καὶ αὐτὲς γιὰ τὸ δικό του σπίτι. Τὴ νύχτα ὅμως παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ ἔκαμε αὐστηρὴ παρατήρηση. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψη τὴ σύσταση τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ἑπόμενη νύχτα πῆγε πάλι καὶ κουβάλησε καὶ τὶς ὑπόλοιπες πέτρες. Τὴ νύχτα παρουσιάστηκε καὶ πάλι ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ ἔκανε ξανὰ αὐστηρὴ παρατήρηση γιὰ τὴν παρακοή του. Γιὰ νὰ μὴν ἐπαναλάβει δὲ ἄλλη φορὰ τὴν κακή του πράξη, τοῦ ἔδωκε καὶ δύο μπάτσους· τὸν ἕνα ἀπὸ τὴ δεξιὰ μεριὰ καὶ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀριστερά. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τιμωρίας αὐτῆς ἦταν ἀπὸ τὸ βράδυ ἐκεῖνο νὰ μείνει κουφός, καθ’ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Καὶ ἀκόμη τὶς ὑπόλοιπες πέτρες δὲν τόλμησε νὰ πάει νὰ τὶς πάρει. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πέτρες μὲ τὶς ὁποῖες κτίστηκαν οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ εἶναι πολὺ διαφορετικὲς καὶ ξεχωρίζουν ὡς σήμερα.

Στενὴ ἡ θύρα καὶ γεμάτος δυσκολίες ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη ζωή. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος συνιστάει σ’ ἐμᾶς εἶναι καιρὸς καὶ ἐμεῖς μιμούμενοι τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ κάνουμε βίωμα καὶ ζωή μας. Τόπος ἁμαρτίας ἦταν τὸ νησί μας. Σὰν χείμαρρος ἡ διαφθορὰ ἔσπρωχνε τοὺς δυστυχισμένους κατοίκους στὴν καταστροφή. Ὅταν ὅμως ἡ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ μὲ τοὺς εὐλογημένους φορεῖς της, τοὺς τρεῖς Ἀποστόλους, τὸν Βαρνάβα, τὸν Παῦλο καὶ τὸν Μάρκο ἔφθασε καὶ κηρύχτηκε στὸ μαρτυρικὸ νησί μας, τὰ πράγματα ἄλλαξαν ἀμέσως. Πῶς ξεκίνησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί! Ἀπὸ μία σπηλιά! Τί δυσκολίες, τί διωγμοὺς καὶ τί κινδύνους πέρασαν! Μὲ τὸ θάρρος ὅμως ποὺ ἐναποθέτει στὶς ἁγνὲς καρδιὲς ὁ Χριστὸς δυναμωμένοι προχώρησαν. Τὸ ἀποτέλεσμα μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει ἡ ἱστορία. Σὲ λίγα χρόνια τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῆς διαφθορᾶς γίνεται νησὶ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ προσφορὰ σ’ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, τοῦ Ἠρακλειδίου, τοῦ Μύρωνος καὶ Μνάσωνος, τοῦ Ἁγίου Δημητριανοῦ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀνυπολόγιστη. Δύσκολοι οἱ καιροὶ καὶ οἱ κίνδυνοι πολλοί. Ὅμως δὲν δείλιασαν, πῆραν τὸ στενὸ τὸ μονοπάτι καὶ ἔγραψαν τὴν ὡραιότερη ἱστορία. 
Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε. Μόνον ἔτσι θὰ χαροῦμε τὴν ἐδῶ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἰδοῦμε τὴν ἀγαπημένη μας Κύπρο στοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς λουσμένη, ἐλεύθερη καὶ εὐτυχισμένη, καὶ ἀπὸ ὅλους τιμημένη. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ταμασέων ὁ Πρόεδρος, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Περάτων, Δημητριανὲ Πατὴρ ἡμῶν, ἀναδειχθεῖς, διὸ τυφλὸν ἐφώτισας ποτέ, τὸ φῶς ἐνεδίδου τηλαυγῶς, καὶ ἀνέκραξε δὲ οὕτως, τῷ διὰ σοῦ μὲ φωτίσαντι δόξα σοι. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ τοιαῦτα τέρατα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπὸ βρέφους Κυρίῳ ἐκολλήθης, μακάριε Δημητριανὲ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας ἐν ψυχῇ σου θησαυρόν, τῆς πίστεως Δεσπότου ἀληθοῦς, καὶ ὠδήγησας τὰ τέκνα σου θαυμαστῶς, πρὸς γνῶσιν τῆς θεότητας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμίν, προστάτην ἀκαταίσχυντον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἠρακλειδίου διεδέξω τὸν θρόνον, καὶ τῶν θαυμάτων εἰληφῶς θείαν χάριν, τὴν Κύπρον κατεφώτισας, ὦ Δημητριανέ, θεσπεσίῳ βίῳ σου καὶ γλυκύτητι λόγων, ὅθεν πλάνην ἔτρεψας, τῶν εἰδώλων γενναίως, καὶ τὸν Χριστὸν ἐνώκησας ψυχαῖς, ὡς ἱεράρχης φωτὶ αὐγαζόμενος.

26/1/13

Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν μετὰ τῆς συμβίου του Μαρίας καὶ τῶν τέκνων Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννου


Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α’ (518 – 527 μ.Χ.) καὶ Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν πλούσιος συγκλητικὸς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν βαθιὰ εὐσέβειά του πρὸς τὸν Θεό. Εἶχε δύο παιδιά, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μόλις αὐτὰ τελείωσαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα, τὰ ἔστειλε στὴ Βηρυττὸ τῆς Φοινίκης, γιὰ νὰ μελετήσουν καὶ νὰ σπουδάσουν τὴ νομικὴ ἐπιστήμη. Καθ’ ὁδὸν τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν ὅμως καὶ μετέβησαν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἔγιναν μοναχοί. Οἱ γονεῖς τους, Ξενοφῶν καὶ Μαρία, τοὺς ἀναζήτησαν καὶ πληροφορήθηκαν ὅτι διάγουν στὴν ἔρημο ἀσκητικὸ βίο, δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποταξάμενοι τὸν κόσμο, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ξενοφῶν, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴ φιλανθρωπία, ὥστε τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτελοῦν καὶ θαύματα. 
Ἔτσι ἡ θεία αὐτὴ οἰκογένεια ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς γενεὰ εὐλογητὴ τῷ Κυρίῳ, τῆς οὐρανίου ἠξιώθησαν δόξης, ἀσκητικῶς δοξάσαντες Χριστὸν ἐπὶ τῆς γῆς, Ξενοφῶν ὁ Ὅσιος, καὶ ἡ τούτου συμβία, σὺν τοῖς ἀριστεύσασιν, ἱεροῖς αὐτῶν τέκνοις· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν φαιδρῶς· χαίροις Ὁσίων, χορεία τετράριθμε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν αὐλαῖς ἠγρύπνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, μάκαρ τὸν πλοῦτον ἱλαρῶς, σὺν τῇ συζύγῳ καὶ τέκνοις σου· διὸ κληροῦσθε τὴν θείαν ἀπόλαυσιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος ὅμοιος.
Τὴν τοῦ βίου θάλασσαν διεκφυγόντες, Ξενοφῶν ὁ δίκαιος, σὺν τῇ συζύγῳ τῇ σεπτῇ, ἐν οὐρανοῖς συνευφραίνονται, μετὰ τῶν τέκνων, Χριστὸν μεγαλύνοντες.

Μεγαλυνάριον.
Ρίζα ἀγλαόκαρπος καὶ σεπτή, Ξενοφῶν ἐδείχθη, σὺν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, ἔχοντες ὡς κλάδους, τὴν τῶν υἱῶν δυάδα, μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν.

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου


Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ( 11 Νοεμβρίου) ἀπὸ τὴ νῆσο Πρίγκηπο στὴ μονὴ Στουδίου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸ ἔτος 844 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου Α’ (842 – 846 μ.Χ.). Τὸ ἱερὸ λείψανο εἶχε διαφυλαχθεῖ σῶο, ἀκέραιο καὶ ἀδιάλυτο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε οὔτε τὸ δέρμα νὰ μὴν πάθει τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση.
Μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου μετακομίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἐξορισθέντος ἀδελφοῦ του, Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης ( 14 Ἰουλίου).
Καὶ τὰ δυὸ ἱερὰ σκηνώματα τὰ ἀπέθεσαν δίπλα στὴ σωρὸ τοῦ μακαρίου Πλάτωνος, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου.

Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ βασιλεὺς τῆς Γεωργίας


Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Γεωργίας καὶ βασίλευσε κατὰ τὰ ἔτη 1089 – 1130. Ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλιὰ τῆς Γεωργίας, Γεωργίου τοῦ Β’ καὶ ἐπονομαζόταν Ἰσχυρὸς ἢ Ἐπανορθωτής.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας του ἡ χώρα του εἶχε κατακλυσθεῖ ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους. Ὁ Ἅγιος, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὶς ἐσωτερικές τους ἔριδες καὶ διχόνοιες, κάλεσε τὸν λαὸ στὰ ὅπλα καὶ μετὰ πολλὲς μάχες κατέλαβε τὴν Τυφλίδα. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ ἀνακαίνισε τοὺς παλαιοὺς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβειά του.

Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος

Ὁ Ὅσιος Ἀρκάδιος τοῦ Βγιαζνικόφσκϊυ ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς πόλεως Βγιαζνίκι τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1592.

25/1/13

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως


Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, ποὺ λεγόταν Ἀριανζός, τὸ 330 μ.Χ.
Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα. Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.
Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε  ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.
Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.
Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. 
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου, τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τὰς συμπλοκὰς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν ἐξυφανθέντα τὴν Ἐκκλησίαν, ἐστόλισας, ὃν καὶ φοροῦσα σὺν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ οὐράνιος θεῖος νοῦς, στόμα τὸ πυρίπνουν, ὁ τῆς χάριτος ὀφθαλμός, σάλπιγξ εὐσεβείας, πηγὴ θεολογίας, ὑπερκοσμίων μύστης, σοφὲ Γρηγόριε.

Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ


Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς, κατὰ κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὸ Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὴν πατρική του οἰκία καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ Ὀτρὸχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὅπου ἔγινε μοναχός. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Ὅταν τὸν βρῆκαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ ἔρθει κοντά τους καὶ νὰ μονάσει σὲ κάποια μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἔπραξε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καὶ συνέχισε τὸν ἀσκητικό του βίο στὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀπεστάλη ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὴ μονὴ Γιοῦρεφ.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυΐδ ( 21 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τὸ ἔτος 1325, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετὰ τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τὴν παράκληση νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ ζήσει ἀσκητικά, μέσα στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Τὸ 1330 ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Κολμώφ, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στὴν περιοχὴ Ντερεβγιανίτσα, ὅπου κατέφυγε καὶ ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Τὸ 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἀπὸ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τὸ προνόμιο νὰ φορεῖ πολυσταύριο.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1362. Τὸ ἱερὸ λείψανό του διατηρήθηκε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.