Στὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας τῆς «Νήσου τῶν Ἁγίων» σὰν ἄστρο φωτεινὸ ἔλαμψε καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς παλιᾶς βυζαντινῆς πολιτείας, τῆς ὀνομαστῆς Λάμπουσας. Λάμπουσα λεγόταν ἡ παλιὰ Λάπηθος ποὺ ἦταν κτισμένη κοντὰ στὴν θάλασσα. Στὴν Ἑλληνικὴ καὶ Ρωμαϊκὴ ἐποχή, ὅσο καὶ στὰ χρόνια τὰ Πρωτοβυζαντινὰ ἡ πόλη φημιζόταν γιὰ τὰ πλούτη της γι’ αὐτὸ καὶ Λάμπουσα. Τὴν πόλη κατέστρεψαν αἱ Σαρακηνοὶ μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομές τους καὶ ἔτσι οἱ κάτοικοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀποτραβηχτοῦν ψηλότερα, ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα.
Ὁ Ἅγιος Εὐλάλιος. Τὸ ὄνομά του μᾶς τὸ ἔχουν παραδώσει οἱ χρονικογράφοι Λεόντιος Μαχαιρᾶς καὶ Φλώριος Βουστρώνιος. Γιὰ τὸν βίο καὶ τὴ δράση του ὡς ἐπισκόπου δὲν μᾶς ἀναφέρεται τίποτα. Ἄγνωστα μᾶς εἶναι καὶ τὰ χρόνια ποὺ ἤκμασε. Ὅτι ἐκθέτουμε ἐδῶ, εἶναι ὅτι μᾶς λένε δυὸ τοπικὲς παραδόσεις καὶ ὅτι κατορθώσαμε νὰ βροῦμε στὴν ἀκολουθία του, ποὺ δημοσίευσε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Βυζαντινολόγος ἐρευνητὴς κ. Κ. Χατζηψάλτης, στὸν Θ’ τόμο τοῦ Δελτίου τῆς Ἑταιρείας Κυπριακῶν Σπουδῶν.
Σὲ μία τοπικὴ παράδοση πολὺ διαδεδομένη ἀναφέρεται, πὼς ὁ ἅγιος αὐτὸς ποιμένας ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας.
Στὴν πόλη αὐτὴ φυλασσόταν μὲ πολὺ σεβασμὸ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου, τῆς ὁποίας ἡ ἱστορία ἔχει περίπου ὡς ἑξῆς: Κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ στὴν Παλαιστίνη ζοῦσε καὶ θαυματουργοῦσε ὁ Κύριος, στὴν Ἔδεσσα ἦταν ἕνας βασιλιὰς ποὺ λεγόταν Αὔγαρος.
Κάποια μέρα ὁ βασιλιὰς ἀρρώστησε ἀπὸ λέπρα. Οἱ γιατροὶ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν στάθηκαν ἀνίκανοι νὰ τοῦ προσφέρουν καὶ τὴν πιὸ μικρὴ βοήθεια. Ἡ λύπη τοῦ ἄρχοντα ἦταν μεγάλη.
Σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὴν ἀπελπιστικὴ, μία ἀχτίνα ἐλπίδας χύθηκε στὴν καρδιά του, σὰν ἔμαθε πὼς στὴ γειτονικὴ χώρα, τὴν Παλαιστίνη, ἦταν ἕνας ἄνδρας, πρότυπο ἀρετῆς καὶ καλοσύνης, ποὺ γιάτρευε ὅλες τὶς ἀρρώστιες. Ἀκόμα ἀνάσταινε καὶ νεκροὺς μ’ ἕναν καὶ μόνο λόγο του.
Νὰ μποροῦσε νὰ πάει ὡς ἐκεῖ, θὰ εὕρισκε ὁπωσδήποτε τὴν ὑγεία του. Ἡ ἀπόσταση ὅμως ἦταν τόσο μακρινὴ καὶ ἡ ἀρρώστια του τόσο βαριὰ κι ὀδυνηρή, ποὺ τοῦ ἦταν ἀδύνατο ν’ ἀναλάβει ἕνα τέτοιο ταξίδι.
Τί νὰ κάμει λοιπόν; Κάθισε καὶ σκέφθηκε καὶ ἀποφάσισε. Ἔγραψε μία ἐπιστολὴ καὶ τὴν ἔδωσε σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους δικούς του, νὰ τὴν πάνε στὴν Παλαιστίνη καὶ νὰ τὴν δώσουνε προσωπικὰ στὸν μεγάλο θεραπευτή. Σ’ αὐτὴν, τοῦ μιλοῦσε μὲ πόνο γιὰ τὴν δοκιμασία του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει ὁ ἴδιος στὴν Ἔδεσσα, νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν γιατρέψει.
Οἱ ἀπεσταλμένοι ἔκαναν ὅπως τοὺς διέταξε ὁ βασιλιάς τους. Πῆγαν στὴν γειτονικὴ καὶ εὐλογημένη χώρα, βρῆκαν τὸν θεῖο θεραπευτὴ καὶ Δάσκαλο, τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἐπέδωσαν τὴν ἐπιστολή. Καὶ Αὐτὸς ἀντὶ νὰ σηκωθεῖ νὰ πάει στὴν Ἔδεσσα, ὅπως τοῦ ζητοῦσε ὁ ἄρρωστος βασιλιὰς Αὔγαρος, πῆρε ἕνα μαντήλι καὶ μ’ αὐτὸ σπόγγισε τὸν ἵδρωτα ἀπὸ τὸ ἅγιο πρόσωπό Του. Τὴν ἴδια στιγμὴ στὸ μαντήλι ἀπάνω ἀποτυπώθηκε ἡ θεϊκὴ μορφή Του. Δείχνοντας στοὺς ἀνθρώπους τοῦ βασιλιὰ τὴν Ἀχειροποίητη ἐκείνη εἰκόνα του, τοὺς ἔδωσε τὸ μαντήλι καὶ τοὺς εἶπε νὰ τὸ πᾶνε στὸν ἄρχοντά τους, καὶ αὐτὸς μόλις θὰ ἔβλεπε τὴν εἰκόνα Του, θὰ γινόταν ἀμέσως καλά. Κι ἔτσι πράγματι ἔγινε.
Τοῦτο τὸ Μανδήλιο, μὲ τὴν Ἀχειροποίητο εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, φυλασσόταν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν Ἔδεσσα μέσα στὸ βασιλικὸ παλάτι. Μετὰ τὸν θάνατο ὅμως τοῦ βασιλιὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς διαδόχους του, φανατικὸς εἰδωλολάτρης ἀποφάσισε νὰ καταστρέψει τὸ ἱερὸ τοῦτο κειμήλιο. Τὴν ἀνίερη ἀπόφασή του ἔκαμε γνωστὴ στὸν τότε ἐπίσκοπο τῆς Ἔδεσσας Εὐλάλιο. Κι αὐτὸς γιὰ νὰ σώσει τὴν Ἀχειροποίητη εἰκόνα, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ παρέλαβε τὴ νύχτα κρυφὰ τὸ Ἅγιο Μανδήλιο, καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα. Περπάτησε ὅλη νύχτα. Τὴν ἄλλη μέρα ἔφτασε στὴν ἀκρογιαλιά. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα καράβι, τὸ ὁποῖο ταξίδευε γιὰ τὴν Κύπρο, καὶ ἀνέβηκε πάνω σ’ αὐτό. Ὅταν ὅμως πλησίαζε στὴν Κύπρο, σηκώθηκε δυνατὴ τρικυμία. Τὰ κύματα βουνὰ πελώρια ἀπειλοῦσαν νὰ τὸ βουλιάξουν. Οἱ ἐπιβάτες τρομαγμένοι ἔτρεχαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μὴ ξέροντας τί νὰ κάμουν. Κάποια στιγμὴ ὁ ἐπίσκοπος Εὐλάλιος βγάζοντας ἀπὸ τὸν κόρφο τὸν πολύτιμο θησαυρό του, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἄνοιξε μὲ ἱερὴ εὐλάβεια τὸ Ἅγιο Μανδήλιο, τὸ ἅπλωσε στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα καὶ κάθισε ἀπάνω του. Τὴν ἴδια ὥρα ἡ θάλασσα γαλήνεψε καὶ τὰ κύματα ἔφεραν τὸν ἐπίσκοπο στὴ Λάμπουσα. Σὰν ἔφτασε καὶ βγῆκε στὴν στεριά, ὁ Εὐλάλιος φρόντισε καὶ ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μοναστήρι, στὸ ὁποῖο καὶ ἀφιέρωσε τὸ Ἅγιο Μανδήλιο μὲ τὴν Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μοναστήρι κλήθηκε Μονὴ τῆς Ἀχειροποιήτου, μιὰ καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη σ’ αὐτό, δὲν εἶχε γίνει ἀπὸ χέρια ἀνθρώπου.
Μιὰ ἄλλη ὅμως καὶ πάλι Κυπριακὴ παράδοση μᾶς λέγει, πὼς ὁ Εὐλάλιος ὁ ἐπίσκοπός της Λάμπουσας δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἱερὸ Εὐλάλιο τὸν ἐπίσκοπό της Ἔδεσσας. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἄλλο ἄσχετο πρόσωπο, ποὺ γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ Λάμπουσα.
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὑπῆρξε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Γεννήθηκε ἀπὸ θεοσεβεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι καὶ τοῦ φύτεψαν στὴν ψυχὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν παιδικὴ ἡλικία τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἀρετή. Καὶ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀνατροφῆς δὲν ἄργησαν νὰ φανοῦν. Νέος ἀκόμη ὁ Εὐλάλιος ἄρχισε νὰ διακρίνεται μέσα στὴν κοινότητα τῆς Λάμπουσας τόσο γιὰ τὴν ἁγία καὶ παραδειγματικὴ ζωή του, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀρετή του. Ὅταν τέλειωσε τὶς σπουδές του, οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ τῆς πόλεως ποὺ θαύμαζαν τὸ σεμνὸ ἦθος καὶ τὴν ὅλη του προσεκτικὴ καὶ ζηλευτῆ συμπεριφορά, ζήτησαν ἀπὸ τὸν τότε ἐπίσκοπό τους νὰ προωθήσει τὸν πιστὸ νέο σὲ διάκονο καὶ πρεσβύτερο. Ἀκόμη καὶ νὰ τοῦ ἀναθέσει ἐνεργὸ καὶ ὑπεύθυνο θέση στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ζηλωτὴς νέος ἔχοντας πάντα στὴ σκέψη του τὴ σύσταση τοῦ προφήτου Ἱερεμίου «ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐκ νεότητας αὐτοῦ», ἔσπευσε ν’ ἀποδεχθεῖ. Γνωρίζει πὼς τὸ ψυχοσωτήριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπαιτεῖ πολλοὺς κόπους καὶ θυσίες, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὲς εὐθύνες. Πολλὲς φορὲς ὁ ἀφοσιωμένος στὴν ὑπηρεσία τῶν ψυχῶν ἐργάτης θὰ ἀντιμετωπίσει πικρίες ἀπὸ τὴν ἀχαριστία ἐκείνων τοὺς ὁποίους κλήθηκε νὰ καθοδηγήσει στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ τὸν φθόνο καὶ τὸν διωγμὸ τῶν ἐχθρῶν του Χριστοῦ. Τὰ λόγια τοῦ θεοφωτίστου Ἀποστόλου «οὐκ ἐστὶν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρῖας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. στ’ 12), ἀντηχοῦν συνεχῶς στ’ αὐτιά του. Ὅμως δὲν φοβᾶται. Δὲν ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὸ ὕψος τῶν εὐθυνῶν. Ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεως «καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν», ἀποδέχεται τὴν πρόταση τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου της Λάμπουσας, καὶ χειροτονεῖται διάκονος καὶ μετὰ ἱερέας. Στὴ θέση του αὐτὴ ὁ φλογερὸς ἐργάτης ἀφήνει νὰ λάμψουν ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ἠθικά του χαρίσματα. Κηρύττει τακτικὰ καὶ μὲ ζῆλο. Ὀργανώνει ὑποδειγματικὰ τὴν φιλανθρωπικὴ ζωὴ καὶ γίνεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ κέντρο κάθε πνευματικῆς δράσεως. Δὲν πρόφτασε ὅμως ὁ ἱερὸς πατὴρ νὰ ἀναπτύξει ὅλη του τὴν δράση, ὅταν ὁ θάνατος τοῦ γέροντα ἐπισκόπου τῆς δοξασμένης πόλεως τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ μὲ μία φωνὴ καλοῦν τὸν φιλόθεο ἱερέα νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ ὑψηλότατο στὴν ἐκκλησία ὑπούργημα, τὸ τοῦ ἐπισκόπου. Μὲ ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς κύπτει τὸν αὐχένα καὶ μ’ εὐγνωμοσύνη ἀποδέχεται τὸ θεῖο χάρισμα τοῦ ἀρχιερέα. Τὸ δέχεται καὶ τὸ καλλιεργεῖ μὲ ὅλη τὴν δύναμη καὶ τὴν φλόγα τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του.
«Παραδοθεῖς τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ» ὁλοκληρωτικά, ἐπέδειξε «σύνεσιν ἐν πᾶσι», ζῆλο θερμουργὸ καὶ δράση θαυμαστή. Μὲ ἔργα καὶ λόγια κινεῖται παντοῦ καὶ ἀναδεικνύεται πραγματικὰ δάσκαλος τῆς εὐσέβειας καὶ πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Τὸ κήρυγμά του ὑπῆρξε Χρυσοστομικό. Εὐλάλιος ἦταν τ’ ὄνομά του. Εὐλάλιος ὅμως ἀναδείχθηκε καὶ στὴν πράξη. Ἡ ὁμιλία του ἦταν ἀληθινὰ μαγευτική. Τὰ λόγια του διακρίνονταν ὄχι μονάχα σὲ γλυκύτητα καὶ καλλιέπεια, ἀλλὰ πρὸ παντὸς σὲ περιεχόμενο. Οἱ Γραφικὲς ἔννοιες ἀκολουθοῦσαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη μὲ μιὰ χάρη καὶ ἁπλότητα ζηλευτῆ. Ποταμοὶ θεολογίας ξεχύνονταν ἀπὸ τὰ χείλη του ποὺ συνήρπαζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἔργα χριστομίμητα καὶ θεάρεστα. Σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας καὶ σὲ ἐκδηλώσεις χριστιανικῆς ἀνωτερότητας καὶ ζηλευτοῦ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ. Ὡς θεοφώτιστος ποιμένας προβάτων λογικῶν ἀκολουθεῖ μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ πραότητα τὸ παράδειγμα τοῦ μοναδικοῦ Ποιμένα τῶν ψυχῶν καὶ μὲ αὐτοθυσία ἀποστολικὴ ἐργάζεται μέρα καὶ νύχτα, γιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσει στὸν δρόμο τῆς σωτήριας. Τὰ διδάσκει τακτικά. Πολεμᾶ τὴν ἀπιστία καὶ κακοπιστία ὅπου τὴν βρίσκει. Μὲ ὑπομονὴ καταφωτίζει τοὺς πιστοὺς καὶ ἀπομονώνει τοὺς αἱρετικούς. Προστατεύει τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς ἀδικουμένους. Φροντίζει τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀρρώστους. Παρηγορεῖ τοὺς θλιμμένους. Γίνεται «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἴνα πάντως τινὸς σώσει» (Α’ Κορ. θ’ 22).
Ἔτσι κινήθηκε καὶ ἔδρασε ὁ ἱερὸς Εὐλάλιος ὡς ἱερέας στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ ὡς ἐπίσκοπος. Τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, ποὺ μελετοῦσε καθημερινὰ καὶ δίδασκε μὲ τόση σοφία καὶ χάρη, φρόντιζε πρῶτα ὁ ἴδιος νὰ τὰ ἐφαρμόζει στὴν ζωή του. Ἔτσι καὶ τὸ τοῦ σοφοῦ της Παλαιᾶς Διαθήκης «ὄσῳ μέγας εἰ, τοσούτω ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ ἔναντι Κυρίου εὐρήσεις χάριν» (Σοφ. Σειρὰχ γ’ 18) τὸ εἶχε πάντα μπροστὰ στὰ μάτια του. Καμιὰ καύχηση δὲν παρουσίαζε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες του. Κανένα ἐγωϊσμό. Καμιὰ ἰδιοτέλεια ἢ ὑστεροβουλία. Μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο μποροῦσε καὶ αὐτὸς νὰ ἀναφωνεῖ: «Χάριτι Θεοῦ εἰμὶ ὁ εἴμι»(Α’ Κορ. ιε’ 10). Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου τούτου ἱεράρχου ποὺ μὲ ὑπομονὴ κι ἐπιμονὴ διατήρησε μέχρι τέλους καὶ τὸ σῶμα καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ καθαρά, μποροῦμε στ’ ἀλήθεια νὰ ποῦμε, πὼς ξεπληρώθηκε τῆς Γραφῆς ὁ λόγος: «ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοὶς ὁσίοις αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ. δ’ 15).
Ὅσιος καὶ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ ἀναδείχθηκε σὲ ὅλα ὁ μακάριος ἐπίσκοπος. Ἐλεύθερος ἀπὸ ἀδυναμίες καὶ πάθη καὶ ἀκούραστος κήρυκας τῆς ἀλήθειας κατόρθωσε μὲ τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς του νὰ γίνει ἕνας ἄγγελος σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, τύπος καὶ ὑπογραμμὸς μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς καὶ ἀληθινὸς καὶ γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ «ἄκακος, ὅσιος, ἀμίαντος».
Στὸ ἱερὸ πρόσωπό του τὰ πνευματικὰ παιδιά του βλέπουν πάντα τὸν γνήσιο «στρατιώτη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὸν στρατιώτη ποὺ μὲ τὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ δεήσεις, κατακτᾶ μία – μία τὶς ὑψηλὲς κορυφὲς τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ καὶ ἀγωνίζεται μὲ τὸ ὑπέροχο παράδειγμα τῆς ἀγάπης καὶ ἁγιότητάς του, νὰ διαφυλάξει καὶ τὰ πνευματικὰ παιδιά του. Νὰ τὰ διαφυλάξει ἀπὸ τὰ ποικίλα κακὰ ποὺ τὰ προσβάλλουν. Νὰ τὰ διαφυλάξει ἀλώβητα ἀπὸ τὴν ἀπιστία, τὶς αἱρέσεις, τὸ πνεῦμα τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ποὺ τὰ ἀπειλοῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου, ποὺ καθημερινὰ συνέρεε στὴν πόλη τους. Δίκαια ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος του ψάλλει: «Σάρκα καθυπέταξας, τῷ λογισμῷ στερρῶς πάνσοφε, καὶ ὡς ποιμήν, λογικῶν προβάτων, ὄντως μάλα ἐποίμανας». Ἡ διακήρυξη τοῦ Κυρίου «ὁ Ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ι’ 11) κυκλοφορεῖ πάντα στὴ σκέψη του. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε ἔδινε «ὕπνον τοὶς ὀφθαλμοίς του καὶ ἀνάπαυσιν τοὶς κροτάφοις του» σὰν ἐμάνθανε, πὼς μερικοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς του κινδύνευαν ἀπὸ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον πειρασμό. Μιὰ τέτοια ζωή, ζωὴ «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. α’ 14) δὲν μποροῦσε νὰ μὴ ἑλκύσει πρὸς αὐτὴν τὴν εὔνοια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Κύριος προσφέρει πάντα πλούσια τὴν χάρη καὶ τὶς δωρεές Του σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν. «Τοὺς δοξάζοντας μὲ, δοξάσω» διακηρύττει αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ στ’ ἀλήθεια. Ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου πολὺ δόξασε τὸν ἄξιο ἐργάτη καὶ ποιμένα τῆς λογικῆς μάνδρας του. Πλούσια τὸν χαρίτωσε, ὅταν ἀκόμη βρισκόταν στὴν γῆ. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐνήργησε καὶ ἐνεργεῖ μέσο τοῦ Ἁγίου ὁ τῶν θαυμασίων Θεός. Θαύματα ποὺ προκαλοῦν τὸ θάμβος. Θαύματα καταπληκτικά. Θαύματα ποὺ ἔχουν ὡς σκοπό τους τὴν παρηγοριὰ ὅσων ὑποφέρουν καὶ τὴν ἀπαλλαγή τους ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ λυπηρά. Θαύματα ἀκόμη ποὺ ἀποβλέπουν στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων ὁ πιστὸς ἐργάτης τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνας πῆρε τὴν χάρη, νὰ ἀποδιώκει δαίμονες. Νὰ θεραπεύει διάφορα νοσήματα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ἀρρωστήματα τοῦ σώματος. Νὰ βοηθᾶ καθημερινὰ ἐκείνους ποὺ ταξιδεύουν καὶ ταλαιπωροῦνται στὴ θάλασσα. Νὰ προστατεύει ὅσους κινδυνεύουν ἀπὸ πειρατεῖες καὶ ἐπιθέσεις ἀπάνθρωπες. Καὶ γενικὰ νὰ λυτρώνει ἀπὸ τὰ δεινὰ καθένα, ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν μεσιτεία του.
Πολλὲς φορὲς μὲ τὶς προσευχές του σὲ τόπους ἄνυδρους καὶ ξηροὺς ἀνέβλυσαν πηγές, ποὺ ἐξακολουθοῦν ὡς τὴν ἐποχή μας, νὰ προσφέρουν τὰ δροσερά τους νάματα, γιὰ νὰ ξεδιψοῦν καὶ νὰ δροσίζουν τοὺς ὁδοιπόρους. Τέτοια πηγὴ μὲ γάργαρο νερὸ εἶναι καὶ τὸ ἁγίασμά του κοντὰ στὸν ἱερὸ ναό του. Αὐτὸ τὸ ἁγίασμα τοῦ θεόφρονα πνευματικοῦ καὶ φιλάνθρωπου ἀρχιποιμένα τῆς Λάμπουσας, θεραπεύει κάθε ἀρρώστια καὶ ἀπαλλάσσει, ὅπως ὁμολογοῦν πολλοὶ καὶ ἀπὸ τὴ συχνὴ ἐνόχληση τοῦ συναχιοῦ. Τὴν θεραπευτική του προσφορὰ ὁ Ἅγιος μὲ τὸ ἁγίασμά του τὴν προσφέρει ἀφειδώλευτα ὄχι μονάχα σὲ πιστοὺς προσκυνητές, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄπιστους ἀλλόφυλους. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, μὲ ὅλως διόλου κατεστραμμένα δόντια, πῆγε μὲ πίστη καὶ μὲ θερμὴ προσευχὴ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο τὴν βοήθειά του. Ὕστερα λούστηκε μὲ τὸ θαυματουργὸ νερό, καὶ ἔπλυνε καλὰ καὶ τὸ στόμα του. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε θαυμαστό. Ὁ ἄρρωστος θεραπεύτηκε τελείως καὶ ἔφυγε δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ὅσιό του.
Σὲ ἀρκετὰ προχωρημένη ἡλικία ὁ μακάριος ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἔλαια κατάκαρπος, ἔκλινε τὴν κεφαλὴ μπροστὰ στὴ θεία βουλὴ καὶ ἀπεδήμησε γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατός του σήμανε συγκλονισμὸ σὲ ὅλη τὴν περιφέρεια καὶ θλίψη σὲ ὁλόκληρη τὴ νῆσο. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη του, ἔτρεξαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη γιὰ νὰ τὸν ἰδοῦν ἔστω καὶ νεκρὸ, ἀκόμη μιὰ φορά, καὶ νὰ τὸν ἀσπασθοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του.
Ἀργότερα ἡ εὐλάβεια τῶν κατοίκων τῆς δοξασμένης πόλεως ἔκτισε κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἀχειροποιήτου ἕνα ναὸ στ’ ὄνομά του. Ὁ ναὸς αὐτὸς μὲ τὸν καιρό, καὶ τὶς τόσες ἐπιδρομὲς ποὺ δοκίμασε ἡ πλούσια πόλη καταστράφηκε. Πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ πρώτου ναοῦ ξανακτίστηκε τὸν δέκατο ἕκτο αἰώνα ἄλλος ναός, ποὺ διατηρεῖται ἐξωτερικὰ σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση. Τὸν ναὸ ἔκτισε σὲ ρυθμὸ Φραγκοβυζαντινὸ «ὁ Νεόφυτός της Λευκωσίας Ποιμήν» καὶ «νεύσει θείας χάριτος», γιὰ νὰ λάβει μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου «λύτρωσιν συμφορῶν τε καὶ θλίψεως».
Ὁ ναὸς ἦταν ἕνα ὄμορφο μνημεῖο ἀκέραιο καὶ πολὺ καλὰ διατηρημένο, μέχρι τὴν τούρκικη εἰσβολή. Τὸ ἐσωτερικό του μόνο ἦταν γυμνό, χωρὶς πάτωμα, χωρὶς τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες, καὶ μ’ ἕνα τέμπλο φθαρμένο.
Τὸ λαμπρὸ παράδειγμα καὶ ἡ ἁγνὴ ζωὴ τοῦ φλογεροῦ καὶ μακάριου ἐπισκόπου της Λάμπουσας, ἂς φωτίσουν τὸν δρόμο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς ὅλων μας. Κι ἂν γιὰ ὁποιουσδήποτε λόγους οἱ πειρασμοὶ μᾶς νίκησαν καὶ μᾶς ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὰ καθήκοντά μας ὡς χριστιανῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θρηνοῦμε σήμερα «τὰ περασμένα μεγαλεῖα», τὸ πᾶν δὲν χάθηκε γιὰ μᾶς. Ἂς μετανοήσουμε καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς, ἂς ζητήσουμε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου πατρὸς Εὐλαλίου τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σὲ ὁποιαδήποτε ἡλικία καὶ ἂν βρισκόμαστε, ἡ ἀντίστοιχη ἡλικία τῆς ἐνάρετης ζωῆς τοῦ Ἁγίου, πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς πεῖ καὶ νὰ μᾶς διδάξει. Κάτι περισσότερο. Μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά μας θὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε καὶ μ’ ὅλη μας τὴν ψυχὴ λαχταροῦμε: Τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ἐλεύθερη μετακίνηση καὶ διακίνησή μας στὰ ἁγιασμένα χώματα τῆς πατρικῆς γῆς.
Πρωὶ καὶ βράδυ, ἂς κλείνουμε λοιπὸν νοερὰ τῆς ψυχῆς τὰ γόνατα μπροστὰ στὴ σεβάσμια μορφὴ τοῦ θεόφρονος Ἁγίου, καὶ ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς, ἂς τοῦ λέμε καὶ ἐμεῖς μὲ πίστη φλογερὴ καὶ ἀκλόνητη:
Θεόφρον Εὐλάλιε, τὴν σήν, ποίμνην περιφύλαττε, ἐκ πάσης βλάβης καὶ θλίψεως, καὶ περιστάσεως, καὶ ἐκ πάσης ρύσαι, συμφοράς, θεσπέσιε, καὶ τῆς αἰχμαλωσίας πρεσβείαις σου, ἵνα δοξάζωμεν, ποιμένα ἀληθέστατον, καὶ Τριάδος, μέγιστον συνήγορον.