31/5/12

Ὁ Ἅγιος Ἑρμείας ὁ Μάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἑρμείας καταγόταν ἀπὸ τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου τοῦ Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ὑπηρετώντας ὡς στρατιώτης στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες, κατὰ τὸ διωγμὸ ποὺ κινήθηκε τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, διεβλήθη καὶ αὐτὸς ὡς Χριστιανός, συνελήφθη δὲ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ δούκα Σεβαστιανοῦ, ἐξαναγκαζόμενος νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἑρμείας ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα τοῦ προσώπου, τοῦ ἔσπασαν τοὺς ὀδόντες καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἀναμμένο καμίνι.Ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰ μαρτύρια αὐτά, ποτίστηκε μὲ ἰσχυρότατο δηλητήριο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δοκιμασία αὐτὴ ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἔγινε πρόξενος μεταστροφῆς πρὸς τὸν Χριστὸ τοῦ μάγου ποὺ τοῦ χορήγησε αὐτό. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ μάγος ἀποκεφαλίσθηκε, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ νέων βασανιστηρίων, τέθηκε ἐντὸς ζέοντος ἐλαίου καὶ τυφλώθηκε, στὴ συνέχεια δὲ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ κρεμάσθηκε σὲ δένδρο, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἀξιώθηκε ἔτσι τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν, Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ᾧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον.Ὅπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.

Ὁ Ἅγιος Φιλόσοφος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Βόρις καὶ Νικόλαος οἱ Μάρτυρες


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ὀρνάτσκϊυ) ἔζησε τὸ 19ο καὶ 20ο αἰώνα μ.Χ. Τὸ 1885 τελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἐργάσθηκε ποιμαντικὰ ἀναπτύσσοντας ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Πατριάρχη Τύχωνα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στὸ πλευρὸ τῶν τραυματισμένων στρατιωτῶν καὶ τῶν οἰκογενειῶν τους. Ὁ υἱός του Νικόλαος ὑπηρετοῦσε μὲ ἀνώτερο βαθμὸ στὸ 9ο τάγμα τοῦ Ρωσικοῦ καὶ ὁ υἱός του Βόρις εἶχε διορισθεῖ  ὡς ἀρχηγὸς τῆς 23ης ταξιαρχίας πυροβολικοῦ καὶ πολέμησε ἡρωικὰ στὸ αὐστρο-οὑγγρικὸ μέτωπο.Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στὶς 9 Αὐγούστου 1918, μαζὶ μὲ τοὺς υἱούς του ἀπὸ ἄνδρες τῆς κρατικῆς ἀσφάλειας, ποὺ τοὺς μετέφεραν στὶς φυλακὲς τῆς Κροστάνδης. Ἐκτελέσθηκαν διὰ τουφεκισμοῦ, δίδοντας ἔτσι τὴ μαρτυρία τῆς πίστεώς τους στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.

30/5/12

Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος ὁ Ὁμολογητής


Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχὸς στὴν πατρίδα του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποια ἀπὸ τὶς μονὲς αὐτῆς. Διακρινόταν γιὰ τὴ φλογερὴ πίστη καὶ τὴ μαχητικότητά του ἐναντίον καθενὸς ποὺ ἐπιβουλευόταν αὐτήν, ἰδιαίτερα δὲ κατὰ τῶν ἐπικρατούντων αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Μιλώντας πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ πλήθη, δὲν δίσταζε νὰ ἐλέγχει καὶ αὐτὸν τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὶς ὑπὲρ τῶν αἱρετικῶν ἀπροκάλυπτες ἐνέργειές του. Τὸ 378 μ.Χ. συνάντησε τὸν Οὐάλεντα, ἐνῶ ἀναχωροῦσε γιὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Γότθων ποὺ εἰσέβαλαν στὸ Βυζάντιο, καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀπόδος ταῖς ποίμναις τοὺς ἀρίστους νομέας καὶ λήψει τὴν νίκην ἀπονητί· εἰ δὲ τούτων μηδὲν δεδρακὼς παρατάξαιο, μαθήσει τῇ πείρᾳ, πῶς σκληρὸν τὸ πρὸς κέντρα λακτίζειν, οὕτω γὰρ ἐπανήξεις καὶ προσαπολέσεις τὴν στρατιάν». Τοῦ ζήτησε δηλαδή, ἐάν ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει νικητής, νὰ ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν ἐξορία τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς ἀποδώσει τὸ ποίμνιό τους, εἰδάλλως θὰ καταστρεφόταν καὶ αὐτὸς καὶ τὸ στράτευμά του. Ὁ Οὐάλης, ὄχι μόνο ἐκώφευσε στοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Ἰσαακίου, ἀλλὰ ἀπείλησε αὐτὸν ὅτι, ὅταν θὰ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία, θὰ τὸν θανάτωνε. Ὁ Ἰσαάκιος μὲ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμοὺς προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὸν αὐτοκράτορα στὴν εὐθεία ὁδό, παρακαλώντας αὐτὸν νὰ ἀνοίξει τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, τὶς ὁποῖες εἶχε κλείσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει σὲ αὐτούς, ὅσες εἶχε παραδώσει στοὺς Ἀρειανούς, διαφορετικὰ θὰ ἡττᾶτο ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του καὶ θὰ καιγόταν ζωντανός. Ὀργισμένος τότε ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ ρίξουν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο σὲ παρακείμενη, γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια, φάραγγα. Ἐξερχόμενος, ὅμως, σῶος ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, προσέτρεξε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἀφοῦ συγκράτησε τὸ ἄλογο αὐτοῦ ἀπὸ τὰ χαλινάρια, τὸν ἐξόρκιζε νὰ σωφρονισθεῖ πρὸς χάριν τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ στρατεύματός του. Τότε ὁ Οὐάλης διέταξε τοὺς στρατιῶτες Σατορνίνο καὶ Βίκτορα νὰ συλλάβουν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο καὶ νὰ τὸν κρατήσουν δέσμιο, μέχρι τῆς ἐπιστροφῆς του, ὁπότε θὰ τὸν θανάτωνε.
Στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη σφοδρὴ μάχη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ αὐτοκρατορικὸς στρατὸς κατετροπώθηκε, ἀφοῦ φονεύθηκαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄριστους στρατηγούς του. Ὁ Οὐάλης, καταφεύγοντας ἐντὸς ἀχυρῶνος, γιὰ νὰ σωθεῖ, κάηκε ζωντανός, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιστράτηγό του. Ὅταν ἔγινε γνωστὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς περιέβαλαν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο μὲ μεγαλύτερο σεβασμὸ καὶ ὑπόληψη καὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ δὲ συνέλεξαν χρήματα, οἰκοδόμησαν τὴ μονὴ Δαλμάτων. Ἐκεῖ προσῆλθαν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ καὶ ὁ Ὅσιος διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἡγούμενος αὐτῆς, ἔχοντας κερδίσει τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.Ὡς ἡγούμενος παρευρέθηκε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ.Χ., συντελώντας τὰ μέγιστα στὴν ἐπιτυχία αὐτῆς. Προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἀφοῦ διόρισε διάδοχό του τὸν Ὅσιο Δαλμάτιο ( 3 Αὐγούστου), κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας τὸ 383 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα
Καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον
Ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ ΠνεύματοςΤοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριο.Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

29/5/12

Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθενομάρτυς


Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς. Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας


Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος, υἱὸς τοῦ Φήλικος Βόϊνο – Γιασενέτσκϊυ, ἐγεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1877, στὴν πόλη Κέρτς, τὸ ἀρχαῖο Ποντικάπαιο, ποὺ ἦταν ἀποικία τῶν Μιλησίων. Στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, ἡ οἰκογένειά του μετακομίζει στὴν πρωτεύουσα τῆς Οὐκρανίας, τὸ Κίεβο.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐξεχώρισε ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του. Ἐζοῦσε ἁπλὰ καὶ λιτά. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἐπέδρασε στὴν ψυχή του ἦταν τὸ περίφημο μοναστήρι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων, ἕνας τόπος ἁγιασμένος ἀπὸ τὶς προσευχές, τὴν ἄσκηση καὶ τὰ δάκρυα πολλῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα. Ἐσπούδασε στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς. Παράλληλα μὲ τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις ἐμελετοῦσε μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια τὴν Ἁγία Γραφή. Πολλὰ σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου τὸν συνέπαιρναν. Τὰ ὑπογράμμιζε μὲ κόκκινο μελάνι. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐκράτησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγινε ὁ ἀχώριστος σύντροφός του. Στὴ συνέχεια ἐσπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Κιέβου. Τὸ μέλλον του, ὡς ἰατροῦ, φαίνεται λαμπρό, ἀφοῦ ξεχωρίζει καὶ διακρίνεται στὶς σπουδές του. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ὡς σκοπὸ τὴ διακονία τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ πτωχοῦ. Βοηθάει τοὺς πάντες. Διακονεῖ χιλιάδες ἀσθενεῖς. Προοδεύει τόσο πολὺ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ ἐκλέγεται Καθηγητὴς Πανεπιστημίου.
Τὸ 1918 συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς Ὀκτωβριανὴς ἐπαναστάσεως, ἀλλά, σὰν ἀπὸ θαῦμα ἐλευθερώνεται. Ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὰ δεινὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς ξαφνικὰ τὸν καλεῖ νὰ γίνει ἱερεὺς καὶ νὰ διακονήσει τὸν λαό Του. Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1921 λαμβάνει τὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης. Μιὰ ἐβδομάδα ἀργότερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο, καὶ ἀξιώνεται νὰ κρατήσει στὰ χέρια του τὴν παρακαταθήκη ποὺ τοῦ παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν τὸν Προφήτη Συμεὼν τὸ Θεοδόχο. Ὁ Ἅγιος ἀγωνιζόταν σὲ πολλὰ μέτωπα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἀνάγκες τῆς ἐνορίας. Παράλληλα ἐδίδασκε στὸ Πανεπιστήμιο, στὴν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ χειρουργικῆς, ἐνῷ ἐργαζόταν καὶ στὸ νοσοκομεῖο.
Ὁ ἐξόριστος Ἐπίσκοπος τῆς Οὐφὰ Ἀνδρέας ἔφθασε τὸ 1922 στὴν Τασκένδη, μετὰ τὴν ἀναγκαστικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», ποὺ ἔκαναν πιὸ ζωντανὴ τὴν παρουσία τους μὲ τὴ βοήθεια τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους.  Οἱ κάτοικοι τῆς Τασκένδης ἐξέλεξαν ὁμόφωνα Ἐπίσκοπό τους τὸν Ἅγιο. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ μαρτυρικὸ Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, εἶχε τὴν ἄδεια νὰ ἐκλέγει τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς χειροτονεῖ κρυφά. Ἔτσι ἔκειρε μοναχὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὀνόμασε Λουκᾶ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὴν πόλη Πεντζικέντ ἀπὸ ἐξόριστους Ἐπισκόπους. Ἡ πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο ἄρχισε.
Στὶς 9 Ἰουνίου 1923 ἐπῆγε στὸ ναὸ καὶ ἐτέλεσε τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸν Ὄρθρο. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ ἄρχιζε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, διαβάζοντας τὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸν συνέλαβαν οἱ κομισάριοι τῶν Μπολσεβίκων. Ὅμως, ἐπειδὴ ἐγνώριζαν πόσο δημοφιλὴς ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς καὶ ἐφοβοῦντο ταραχές, ἔβαλαν σὲ ἐφαρμογὴ τὴ μέθοδο τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς λασπολογίας. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι συμμετεῖχε σὲ ἀντιεπαναστατικὰ κινήματα κατὰ τοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν κατάφεραν τίποτε, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὴν Τασκένδη, γιατὶ εἶχε ἤδη μεταβεῖ στὴν Τασκένδη ὁ ἀντικανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας». Ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς φθάνει στὴ Μόσχα, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Πατριάρχη Τύχωνα καὶ συλλειτουργεῖ μαζί του. Σὲ λίγες ἡμέρες καὶ πάλι συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς Μπουτύρσκι, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴ φήμη τῶν πιὸ σκληρῶν φυλακῶν τῆς Μόσχας. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρεται στὶς φυλακὲς Ταγκάνκα ποὺ βρίσκονται στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς Μόσχας καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἐξορίζεται στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέϊσκ. Ἡ ἰατρικὴ ἰδιότητά του τοῦ ἐπέτρεψε κάποια μικρὴ ἄνεση καὶ σχετικὴ ἐλευθερία κινήσεων. Ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐχειρουργοῦσε. Ἐθεράπευε τὶς ψυχικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πάλι τὸν ἐξορίζουν στὸ χωριὸ Χάγια, κοντὰ στὸν παραπόταμο τοῦ Ἀγκαρᾶ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἐκ νέου στὸ Γενισέϊσκ. Τὸν ἐξορίζουν στὸ Τουρουχάνσκ. Ἀγόγγυστα ὁ Ἐπίσκοπος ἐδέχθηκε τὴν ἀπόφαση. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ οἱ κλιματολογικὲς συνθῆκες κάνουν τὴ ζωὴ πολὺ δύσκολη. Ὁ χειμώνας εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀτελείωτος. Ἡ θερμοκρασία κατεβαίνει στοὺς 40 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδὲν ἢ ἀκόμη πιὸ κάτω. Ὁ Ἅγιος θέτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του στὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀσθενῶν.
Ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δὲν ἀφήνει ἀδιάφορους τοὺς κρατικοὺς παράγοντες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νὰ εὐλογεῖ τοὺς ἀσθενεῖς στὸ νοσοκομεῖο, νὰ κάνει κηρύγματα, νὰ ἐπισκέπτεται ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, μὲ ἕλκυθρο. Ὅμως, τὸ μαρτύριο συνεχίζεται. Τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀνυπακοὴ στὴ σοβιετικὴ ἐξουσία καὶ τὸν ἐξορίζουν στὸν Ἀρκτικὸ ὠκεανό. Μόνη του παρηγοριὰ ὁ Θεός. Ἡ προσευχὴ ἦταν τὸ καταφύγιό του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυε τὸ μάρτυρα Ἐπίσκοπο ποὺ ἀντεξε καὶ αὐτὴ τὴ σκληρὴ δοκιμασία.
Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Κρασνογιὰρσκ Ἀμφιλοχίου, ἐπιστρέφει στὴν Τασκένδη. Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930, οἱ ἀρχὲς ἀνακοινώνουν τὴν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἀναστατώθηκε. Γράφει γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος:«Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930 γιὰ τελευταία φορὰ λειτούργησα στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου μὲ συνεπῆρε ἡ σκέψη πὼς τὸ ἴδιο βράδυ θὰ μὲ συλλάβουν. Ὅπως καὶ ἔγινε. Τὴν ἐκκλησία τὴν γκρέμισαν ὅταν ἐγὼ βρισκόμουν στὴ φυλακή. Στὸν πασίγνωστο κατηχητικὸ λόγο ποὺ διάβάζεται τὸ Πάσχα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τὰ ἔργα δέχεται, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώμη ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πράξη τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεση ἐπαινεῖ. Γι’ αὐτὴ τὴν πρόθεσή μου νὰ πεθάνω μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, ἂς μοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου».
Τὸ Μάιο τοῦ 1931, ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη ἐξορία στὴ Σιβηρία, ἀνακρίσεις καὶ βασανιστήρια. Γιὰ λίγο τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερο καὶ τὸ Μάρτιο τοῦ 1940 ἐξορίζεται γιὰ τρίτη φορά. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου καλεῖται στὴν πόλη Κρασνογιάρσκ, ὅπου προσφέρει τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του ὡς ἰατρὸς καὶ λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ στὴ συνέχεια Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα μετατίθεται στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ταμπὼφ καὶ Μιτσούρνικ καὶ τὸ 1945, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, δέχεται τὴν πρώτη πολιτικὴ ἐπιβράβευση γιὰ τὸ τεράστιο ἔργο του καὶ τὴν προσφορά του. Τὸ Μάιο τοῦ ἔτους 1946 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς μετατίθεται στὴν Κριμαία, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, ἀφοῦ προσέφερε τὰ πάντα στὴ διακονία τοῦ λαοῦ του, ἐκοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1961.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 29 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Νέον ἅγιον, τοῦ Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καὶ θλίψεων· νόσους μὲν ὡς ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχὰς ὡς ποιμὴν καθοδήγησας· πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθείᾳ διωγμοῦ, μακάριε, διὸ καὶ θάλπος νοητὸς τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»


Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.
Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου.

28/5/12

Μνήμη Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου


Λίγες μόλις δεκαετίες μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καὶ ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία Του, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιὸς εἶναι Αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Του μὲ τὸν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καὶ ἡ ἕνωση δηλαδὴ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; Μὲ ποιὸ τρόπο γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νὰ ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ προξένησαν μακραίωνες δογματικὲς συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ προφυλάξει τὰ πιστὰ μέλη της καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αυθεντικὰ τὴν πίστη της στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τὴν πίστη της καὶ καθόρισαν τὰ δόγματά της. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστὲς ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σωτηριολογικὲς προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴν καθολικὴ συνείδηση καὶ διαχρονικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολὺ νωρίς, κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καὶ τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τὸ Χριστολογικὸ ζήτημα, γιατὶ τόσο οἱ Ἀρειανοὶ ὅσο καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν δική τους«Χριστολογία», στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στὸ Τριαδολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀφοροῦσε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ αὐτὰ τὰ Χριστολογικὰ θέματα τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.
Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπὸ τὶς 20 Μαΐου προκαταρκτικὰ καὶ ἀπὸ 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατὰ μὲν τὴν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπὸ 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τριακόσιους περίπου. Κύριος δὲ σκοπὸς αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἡ θετικὴ διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὴ θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπὸ τὸ 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μὲν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλὰ διὰ τὸ συμφυές, τὸ συναΐδιον, τὸ ὁμόθρονον, τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τὴ Μοναρχία τῆς Τριάδος καὶ ὄχι τρεῖς θεοὺς, δηλαδὴ «τρεῖς ἀνομοίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νὰ κηρύξει, «ὕλην πυρὸς τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καὶ Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν καὶ κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.
Τὸ «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τὸ «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στὸ ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία ἢ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικὲς φράσεις πρὸς καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός»«Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα»,«Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στὸ τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διὰ τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικὲς ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.
Ποιὸς προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλὰ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει λόγο περὶ προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ. Ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ ἐξάγεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δὲν ὑπῆρχε κοινὸς πρόεδρος. Κοινὸς πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.
Ἔτσι ἡ μὲν Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο, ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τοὺς αἱρετικοὺς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καὶ Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στὴ Ἰλλυρία, ἀργότερα δὲ ἐξορίσθηκαν στὴ Γαλλία καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ δέχονταν τοὺς Ἀρειανούς.
Στὴ συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καὶ ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα, τὸ Νοβατιανό, τὸ Σαμοσατιανὸ καὶ τὸ Μελιτιανό, ὁμοίως δὲ τερμάτισε καὶ τὶς ἔριδες πρὶν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτὸ νὰ ἑορτάζεται τὴ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Στὸ Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τὸ 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τὶς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντὶ αὐτῶν ἡνίοχους καὶ ἱπποδρομικὰ θέματα. Ἀλλὰ τὴν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τὸ 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντὶ αὐτῆς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν προβολὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν 28η Μαΐου καὶ τὴν Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τὴν παρούσα ἑορτὴ στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιὰ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτῆς ὑπὲρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σὲ ὅλους ὅτι δὲν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος καὶ ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νὰ προσθέσει καὶ τὴν δική της ἐμπειρία, τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτὴ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.Τῶς Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.Σύνοδος ἡ Πρώτη ἐν τῇ λαμπρᾷ, πόλει Νικαέων, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, σὲ Χριστὲ κηρύττει, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, τὴν ψυχοφθόρον πλάνην, ἐνθέοις δόγμασι.

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς


Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτύχιος.  Ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς, ὅμως λόγῳ τῆς Χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ρίχθηκε στὸ νερό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον.Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας

Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικες μὲ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξάγεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 726 καὶ 775 μ.Χ., καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἀναδείχθηκε Ὁμολογητὴς γιὰ τοὺς ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀγῶνες του. Ἐνδέχεται μάλιστα νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Χαλκηδόνος καὶ νὰ ἀποσύρθηκε σὲ κάποια μονὴ τῆς Παλαιστίνης, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀποκλειστικὰ σὲ ἀσκητικοὺς ἀγώνες.Ὁ Ἅγιος Νικήτας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

27/5/12

Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου


Ἡ ἕκτη κατὰ σειρὰ Κυριακὴ μετὰ τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν μνήμη τῶν 318 Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. Ἡ σύνοδος συνῆλθε κατὰ πρόσκληση τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ εἶχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθεῖσες μορφὲς τῆς συνόδου ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος ὁ Ἱεροσολύμων, ὁ Παφνούτιος, ὁ Σπυρίδων, ὁ Νικόλαος, κ.ἄ.

Η Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμό. Διατύπωσε τοὺς πρώτους ὅρους ὀρθοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Πατρί. Συνέταξε τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.

Συνοπτικὴ παράθεση τῶν ἱερῶν Κανόνων

Κανὼν Α:      Καταδικάζει τὴ συνήθεια τοῦ οἰκοιοθελοὺς εὐνουχισμοῦ καὶ ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία εὐνουχισμένων, πλὴν ὅσων γιὰ ἰατρικοὺς λόγους ἢ λόγω βασανιστηρίων ἐξετμήθησαν.
Κανὼν Β:       Ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία ὡς κληρικῶν στὰ νέα μέλη (νεόφυτοι) τῆς ἐκκλησίας.
Κανὼν Γ:       Καταδικάζει τὴν συνήθεια τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν νὰ συζοῦν μὲ νεαρὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν παντρευτεῖ (συνείσακτοι).
Κανόνες Δ-Ε: Εἰσάγεται τὸ «μητροπολιτικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο ἴσχυε στὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ καθορίζουν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου στὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων.
ΚανὼνΣΤ:     Ἀναγνωρίζει κατ’ ἐξαίρεση τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς συγκεντρωτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας στὶς ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καὶ Πεντάπολης —ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης— ἐνῶ ἑξαιρεῖ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ γενικὸ μέτρο τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος.
Κανὼν Ζ:      Ὁρίζεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Αἰλίας (δηλ. Ἱερουσαλήμ) νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴ σειρὰ ἀπόδοση τιμῶν.
Κανὼν Η:      Ὁρίζει τὸν τρόπο ἐπιστροφῆς στὴν ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου τῶν λεγόμενων «Καθαρῶν» (Μελιτιανὸ σχίσμα).
Κανὼν Θ:      Ἀναφέρεται στὴν συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων τῶν ὁποίων δὲν ἐξετάστηκαν τὰ προσόντα ἢ οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν ἄμεμπτοι.
Κανὼν Ι:        Καταδικάζει τὴ χειροτονία πεπτωκότων.
Κανόνες ΙΑ-ΙΒ:         Καθορίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων, μὲ αὐστηρότερα κριτήρια.
Κανὼν ΙΓ:      Δέχεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ παρασχεθεῖ Θεία Εὐχαριστία ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης.
Κανὼν ΙΔ:     Ὁρίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ:      Καταδικάζεται ἡ ἐπιδίωξη κληρικῶν γιὰ μετάθεση σὲ ἄλλες ἐκκλησίες.
Κανὼν ΙΖ:     Καταδικάζει τὴν πλεονεξία καὶ αἰσχροκέρδεια τῶν κληρικῶν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἔντοκο δανεισμό.
Κανὼν ΙΗ:     Ἀπαγορεύει στοὺς διακόνους νὰ μεταδίδουν καὶ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται τὸ νὰ κάθονται μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων.
Κανὼν Κ:      Ἀπαγορεύει τὴ γονυκλισία στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἐπισπρόσθετα καθορίστηκε ἡ κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
 Τὰ συμπεράσματα τὶς συνόδου ὑπογράφηκαν ἀπὸ περισσότερους ἀπὸ 318 καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἐπικράτησε γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἦταν παρόντες στὴ σύνοδο συνοδεύονταν ἀπὸ κατώτερους κληρικοὺς τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ἀνερχόταν στὸ τριπλάσιο ἢ τετραπλάσιο τῶν Ἐπισκόπων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν δην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Πατέρων. Ἦχος πλ. δ’.Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Ἱερομάρτυρας


Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑλλάδιος. Ἀφοῦ διέπερεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατέστη Ἐπίσκοπος. Γιὰ τὴν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ δράση του συνελήφθη, καὶ, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ρίχθηκε στὴν πυρά, ἀλλὰ μὲ τὴν Θεία Δύναμη ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μὲ τὰ θαυμάσια αὐτὰ γεγονότα ἔγινε πρόξενος, ὥστε πολλοὶ τῶν παρισταμένων εἰδωλολατρῶν νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀφοῦ ἐδάρη σκληρὰ μὲ ράβδους καὶ γροθιές, παρέδωσε τὸ πνεῦμα καὶ περιεβλήθηκε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος
Ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα
Τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις.
Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως
Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεονΤοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.

Μεγαλυνάριο.Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς σαῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους. Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου. Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».
Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.
Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάϊδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.
Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.
Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.
Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε  νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.
Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε  τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.
Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν. Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι! Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μου ἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.
Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.
Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.
Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.
Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα.Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον.Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.

26/5/12

Οἱ Ἅγιοι Ἀλφαῖος καὶ Κάρπος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα


Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Κάρπος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Τρωάδα τοῦ Ἑλλησπόντου. Φιλοξένησε στὴν οἰκία του τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἔγινε βοηθὸς αὐτοῦ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κομιστὴς τῶν ἐπιστολῶν ποὺ ἔστειλε ὁ Παῦλος πρὸς τὶς Ἐκκλησίες.
Ἀφοῦ περιόδευσε πολλὲς πόλεις καὶ κήρυξε μὲ ἱερὸ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο, ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο Ἐπίσκοπος Βεροίας τῆς Θράκης, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ θείου λόγου.Δεν γνωρίζουμε γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς Ἀλφαῖο πρόκειται. Κατ’ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀλφαῖο, ἕναν ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους καὶ ἀδελφὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, καὶ κατ’ ἄλλους, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ πιθανότερο, γιὰ τὸν Ἀλφαῖο ἢ τὸν Κλεόπα, σύζυγο τῆς Μαρίας, συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος κατανάλωσε τὸ βίο του, μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ τέκνα του, ἐργαζόμενος ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.Θείας χάριτος, τῇ κοινωνίᾳ, ἐκοινώνησας, δεσμῶν τῷ Παύλῳ, θεομακάριστε Κάρπε Ἀπόστολε, καὶ κοινωνοὺς θείας δόξης ἀνέδειξας, τοὺς δεξαμένους τὸ φέγγος τῶν λόγων σου. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Καρποφόρος πέφηνας, τῇ μυστικῇ γεωργίᾳ, ὡς κλεινὸς Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης τοῦ Λόγου· ὅθεν σου, ὁ τῶν ἀγώνων καρπὸς ὁ θεῖος, κάρπωμα, τερπνὸν προσήχθη τῷ Παντεπόπτῃ· ὃν ἱκέτευε ἀπαύστως, Κάρπε θεόφρον, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Μεγαλυνάριον.Παύλῳ τῷ θεόπτῃ διακονῶν, διάκονος ὤφθης, μυστηρίων πνευματικῶν, ὧν διαπορθμεύων, τοῖς θέλουσι τὴν χάριν, θαυμάτων ἀναβλύζεις, ὦ Κάρπε χάριτας.

Ὁ Ἅγιος Συνέσιος


Πολὺ φτωχὲς δυστυχῶς εἶναι οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Κύπριο αὐτὸν Ἅγιο. Τόσο τὸ συναξάρι ὅσο κι ἡ ἀκολουθία του ἐλάχιστα πράγματα μᾶς προσφέρουν.
Σύμφωνα μ’ αὐτὲς ὁ Ἅγιος Συνέσιος γεννήθηκε στὴν Καρπασία. Ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος κι ἀνεξίκακος καὶ διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τὸν Ἅγιο Φίλωνα. Αὐτοῦ μάλιστα καὶ τὸ ἱερὸ ἔργο ζήλωσε καὶ συμπλήρωσε.
Ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, τὴν Καρπασία μὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ νησὶ λυμαίνονταν οἱ αἱρέσεις.
Ὁ διάβολος ποὺ ξέρει νὰ μεταμορφώνεται καὶ «εἰς ἄγγελον φωτός», ὅπως μᾶς λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος, χρησιμοποίησε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦτο τὸ μέσο, γιὰ νὰ προσβάλει τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν ἐργασία καὶ τοὺς κόπους τῶν μακαρίων Πατέρων καὶ πρὸ παντὸς τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἐπιφανίου καὶ Φίλωνος εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει σὲ ὅλη τὴν Κύπρο, πρόβαλε τὶς αἱρέσεις. Καὶ τὶς πρόβαλε γιὰ νὰ σκοτίσει τὰ πνεύματα, νὰ ταράξει τὶς συνειδήσεις καὶ νὰ κομματιάσει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ὁ κίνδυνος ἦταν πολὺ μεγάλος.
Αὐτὸ ποὺ δὲν πέτυχαν οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης μὲ τοὺς διωγμοὺς ποὺ κίνησαν ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὰ βασανιστήρια τὰ ἀνήκουστα ποὺ χρησιμοποίησαν, ζήτησαν νὰ τὸ πετύχουν οἱ αἱρέσεις. Νὰ σκανδαλίσουν τοὺς Χριστιανούς. Νὰ ψυχράνουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ζῆλο τους γιὰ τὴν πίστη κι ἔτσι σιγά – σιγά νὰ σβήσουν ἀπὸ τὶς καρδιές, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία του.
Στοὺς διωγμοὺς ἡ Ἐκκλησία ἀντιστάθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων της. Στὶς αἱρέσεις πρόβαλε μαζὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων της καὶ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὁ ἐστὶ ρῆμα Θεοῦ» δηλαδὴ καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἄδολος καὶ φωτεινὸς λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν Κύπρο μας. Ἐνάντια στὶς αἱρέσεις ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τὸν καιρὸ αὐτὸ τὶς ὀγδόντα, κινήθηκε μὲ φλόγα καὶ χριστιανικὴ σύνεση ὁ Ἅγιος Συνέσιος. Μὲ τὸ ραβδὶ τοῦ ἱεραποστόλου καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶναι τομώτερη καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ κοφτερὸ ἐργαλεῖο ἀνέλαβε ὁ οὐρανοπολίτης Ἱεράρχης τὸν σκληρὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση καὶ διάλυση τῶν αἱρέσεων.
Ἡ πραότητά του, ἡ γλυκύτητα τῶν λόγων του καὶ τὰ πειστικὰ ἐπιχειρήματά του ἐνισχυμένα μὲ τὰ πολλά του θαύματα φέρνουν παντοῦ καὶ τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ζητοῦν νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου, παραμερίζονται ἀπὸ παντοῦ καὶ παραπλανημένοι πιστοὶ μὲ δάκρυα μετανοίας ξαναγυρνοῦν στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἀφάνταστη. Σὲ λίγα χρόνια ἡ Ἁγία Νῆσος ξαναβρίσκει τὴν εἰρήνη της καὶ τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ἡ ζωὴ τοῦ μεγάλου Πατρὸς ὑπῆρξεν ἀληθινὰ μία ζωὴ ἐκδαπανήσεως καὶ θυσίας. Ἀλλὰ καὶ μία ζωὴ ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας. Ἡ καρδιά του πυρακτωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀγωνιζόταν μέρα νύκτα νὰ σκορπίσει καὶ νὰ μεταδώσει στοὺς γύρω του αὐτὴ τὴ φλόγα. Τῆς ἀγάπης τὴ φλόγα, τὸ ἐνδιαφέρον, τὴ στοργή. Τὰ λόγια ποὺ ἀπευθύνει ὁ Κύριος στοὺς ὀπαδούς του «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 14) στέκονται πάντα φωτεινὰ μπροστά του.
Δὲν μποροῦν οἱ χριστιανοί μου νὰ γίνουν φωτεινοί, σκέπτεται, ἂν δὲν δοῦν σ’ ἐμένα τὸ πρότυπο, τὸ φωτεινὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο νὰ ἀντιγράψουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζεται σκληρὰ καὶ παλαίει κυριολεκτικὰ γιὰ νὰ εἶναι «τύπος τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α’ Τιμοθ. δ’ 12). Ὅπως λάμπει τοῦ ἥλιου τὸ φῶς ἔτσι λάμπει γύρω καὶ τοῦ μακάριου ἐπισκόπου ἡ ψυχή.
Εἶναι παράδειγμα ζωντανὸ ἡ ζωή του γιὰ τοὺς χριστιανούς του. Παράδειγμα στὰ λόγια καὶ στὴ συμπεριφορά του μ’ αὐτούς. Παράδειγμα καὶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν πίστη καὶ στὴν ἁγνότητα, ποὺ καὶ ὅταν δὲν μιλοῦσε, ἐνέπνεε καὶ αἰχμαλώτιζε καὶ καθοδηγοῦσε στὴ χριστιανικὴ ζωή.
Στὸ πρόσωπό του τὰ πιστά του τέκνα βρίσκανε πάντα τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ τὸν ἀνέξοδο γιατρό, ποὺ ἤξερε νὰ γίνεται «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα ἵνα πάντως τινὰς σώσει» (Α’ Κορινθ. θ’ 22).
Μὰ καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε, δὲν σταμάτησε νὰ προσφέρει σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του τὶς θεραπεῖες καὶ τὶς δωρεές του.
Πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Καρπασίας μ’ εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἰδιαίτερα τιμᾶται σὰν θεραπευτὴς τῆς δυσουρίας. Ἀλλὰ καὶ ὅτι τιμωρεῖ μὲ τὴν ἴδια ἀρρώστια ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τολμοῦν καὶ δοκιμάζουν νὰ καταχραστοῦν τὴν περιουσία του. Ἐπίσης μεταξὺ τῶν κατοίκων ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη ὅτι ὁ φιλάνθρωπος ἐπίσκοπος προσφέρει θαυματουργικὰ τὶς δωρεές του χωρὶς ἀνταλλάγματα ἀκριβὰ ἢ πολύτιμα. Εἶναι πολὺ ὀλιγαρκής. Καὶ ἕνα κρεμμύδι εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ προσφέρει τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία του.
Ἕνα πρᾶγμα ὅμως δὲν θέλει. Νὰ τοῦ πειράξουν ἢ νὰ τοῦ ἀφαιροῦν τὰ δικά του.
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν τῆς Κύπρου μας μὰ ἰδιαίτερα τῆς Καρπασίας στὸν Ἅγιο Συνέσιο εἶναι πολὺ μεγάλη. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης καρπὸς εἶναι καὶ ὁ «θαυμαστὸς καὶ παράδοξος» ναός, τὸν ὁποῖον ἀνήγειραν πρὸς τιμήν του τὰ πνευματικά του παιδιά. Μέσα στὸν ὄμορφο καὶ ἐπιβλητικὸ τοῦτο ναὸ βρίσκονται τοποθετημένα τὰ ἅγια λείψανά του.
Κοντὰ στὸν ναὸ αὐτὸ διασῴζεται καὶ σήμερα μία μεγάλη σπηλιά, ποὺ εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «ὁ σπήλιος τ’ Ἄη Συνέση». Ἡ σπηλιὰ αὐτὴ στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τὰ χρόνια τῶν διωγμῶν χρησίμεψε σὰν κατακόμβη καὶ σὰν νεκροταφεῖο τῶν τότε χριστιανῶν.
Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ μαζευόντουσαν τὶς νύκτες οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ἐκεῖ μακριὰ ἀπὸ τὰ περίεργα μάτια τῶν διωκτῶν καὶ μέσα στὸ μισοσκόταδο ποὺ μάταια προσπαθοῦσαν νὰ διαλύσουν μερικὰ κεράκια – προσφορὰ εὐλαβῶν ψυχῶν – γονάτιζαν οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου τῆς ζωῆς σ’ ἄλλους κόσμους, κόσμους γαλανοὺς καὶ ὡραίους, κόσμους ἀγγελικούς.
Στὴν ἴδια τὴ σπηλιὰ πάλι, ὅταν κάποιος ἀπέθνησκε, οἱ ζωντανοὶ λάξευαν σὲ μία πλευρά της τὸν τάφο μέσα στὸν ὁποῖο ἔθαπταν τὸν νεκρό τους.
Ἡ σπηλιὰ εἶναι πολὺ μεγάλη. Σήμερα ὅμως εἶναι ἐγκαταλειμμένη καὶ χρησιμοποιεῖται σὰν μάνδρα. Στὰ βραχώδη τοιχώματά της ὑπάρχουν διάφορα ἀρκοσόλια πρᾶγμα ποὺ φανερώνει πὼς ἡ σπηλιὰ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ σὰν κατακόμβη. Στὰ ἀρκοσόλια θὰ πρέπει νὰ ἔβαζαν οἱ χριστιανοὶ τὶς εἰκόνες τους καὶ νὰ ἔκαμναν τὴν προσευχή τους.
Κατὰ τὰ 800 χρόνια τῆς μαύρης δουλείας, τότε ποὺ ὅλα τάσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά, ἡ σπηλιὰ αὐτὴ πόσες φορὲς δὲν θ’ ἀπέκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μαύρου δυνάστη τὶς πονεμένες καὶ καταδιωγμένες καρδιὲς ποὺ κατάφευγαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ ἄσπλαχνο μαχαῖρι τῶν διωκτῶν; Ἀλλὰ καὶ πόσες φορὲς ἐκεῖ τὰ δακρυσμένα μάτια δὲν σπογγίστηκαν καὶ δὲν ἔλαμψαν ἀπὸ κάποια κρυφὴ ἐλπίδα, ὅταν ὁ παπαδοδάσκαλος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ ἔκλειε τὰ ἁπλά του λόγια μὲ κάτι παρόμοιο σὰν ἐκεῖνο ποὺ ὁ ποιητὴς διατυπώνει στὸν ἐμπνευσμένο στίχο του:

Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη.
ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει.


Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Συνεσίου στὸ ποίμνιό του ποὺ ἐκδηλωνόταν μὲ τόσες θαυματουργικὲς θεραπεῖες συνεχίζεται ἀκόμη καὶ σήμερα σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ καταφεύγουν στὸν ἱερὸ ναό του καὶ μὲ πίστη ζητοῦν τὴ χάρη του. Ἀπὸ τὰ πολλά του θαύματα θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ μόνον ἕνα, ποὺ ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν πρωτοτυπία του.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Συνεσίου συμπίπτει κάθε χρόνο τὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ (26 Μαΐου). Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Ἅγιος θέλει νὰ τὴν ἀργοῦν οἱ χριστιανοί. Καὶ αὐτὸ ἴσως γιὰ νὰ συνηθίσουν οἱ πιστοὶ νὰ σέβονται τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ τὴν Κυριακὴ ποὺ εἶναι μέρες ἱερὲς καὶ ἀφιερωμένες στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἂν τὴν ἀργία τῆς ἡμέρας αὐτῆς τῆς γιορτῆς του, τὴν καταπατήσουν οἱ χριστιανοὶ καὶ πᾶνε στὸ θέρος, τότε, λέγεται πὼς ὅ,τι θερίσουν καὶ μαζέψουν τὴν ἡμέρα αὐτή, τοῦτο σήπεται καὶ χάνεται. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία παραχώρηση τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ θυμοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὸν Ἅγιό τους.
Ἄραγε οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ χριστιανοὶ τοῦ 20ου αἰῶνος θὰ θελήσουν νὰ προσέξουν μερικὲς ἀλήθειες, ἀλήθειες ἁπλὲς σὰν καὶ αὐτή;
Στὴν ἐποχή μας σκληροὶ ἀγῶνες ἀνελήφθησαν καὶ συνεχίζονται σ’ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἐλάττωση τῶν ὡρῶν ἐργασίας τοῦ ἐργάτη. Καλὰ καὶ ἅγια ὅλα αὐτά.
Μὰ τὶς ἡμέρες ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, στοργικὴ μητέρα αὐτή, ὅρισε σὰν ἡμέρες ἀργίας καὶ ξεκουράσματος σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ καὶ εἶναι οἱ μέρες αὐτὲς μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐργατικὲς νομοθεσίες, θὰ θελήσουμε οἱ χριστιανοὶ τῆς διαστημικῆς ἐποχῆς νὰ τὶς τηρήσουμε καὶ νὰ τὶς σεβαστοῦμε;
 Ἀλήθεια! Θὰ τὸ θελήσουμε;

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα Πατὴρ ἡμῶν Συνέσιε· διὸ τὴν χάριν τῶν θαυμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω μακάριε, θεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.