27/7/11

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ Ἰαματικός


Τὸν καιρὸ ποὺ τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς εἰδωλολατρείας σκέπαζαν ἀπειλητικὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, στὰ τέλη δηλαδὴ τοῦ τρίτου αἰώνα μετὰ Χριστόν, γεννήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ φοβερὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Μαξιμιανός.

Ὁ πατέρας του λεγόταν Εὐστόργιος καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματοῦχος, μέλος τῆς συγκλήτου. Ἡ μητέρα του λεγόταν Εὐβούλη καὶ ἦταν θερμὴ Χριστιανή. Τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσαν στὸ παιδί τους ἦταν Παντολέον.

Ὁ Παντολέον ἦταν πολὺ ἔξυπνος, εὐγενικός, ἐπιμελής, ταπεινὸς καὶ πράος, γεμάτος ἀρετή, παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ πατέρας του τὸν παρέδωσε σ’ ἕνα φημισμένο γιατρό, τὸν Εὐφρόσυνο , γιὰ νὰ τοῦ διδάξει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Παντολέον ξεπέρασε ὅλους τους συνομήλικούς του στὴν μόρφωση καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ χαρακτήρα του. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐξυπνάδα του, τὸν προόριζε γιὰ νὰ γίνει γιατρὸς στὸ παλάτι, ὁ γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων.

Τὸν ἴδιο καιρὸ ὁ γέροντας ἱερέας τῆς Νικομήδειας Ἐρμόλαος, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάλεσε στὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν τὸν Παντολέοντα γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει. Ἀφοῦ συνομίλησαν γιὰ πολλὴ ὥρα, ὁ Ἐρμόλαος κατενθουσιάστηκε ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ κοσμοῦσαν τὸ νέο καὶ ἀποφάσισε νὰ τοῦ γνωρίσει τὴν πίστη στὸ Χριστό. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσά τους μιὰ ἄριστη πνευματικὴ σχέση. Ὁ Παντολέον ἐπισκεπτόταν καθημερινὰ τὸν Ἅγιο Ἐρμόλαο καὶ ἀπολάμβανε τοὺς Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν ἔτσι, σιγὰ - σιγὰ,  στὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ἕνα ἐντυπωσιακὸ γεγονὸς κάνει τὸν Παντολέοντα νὰ πάρει τὴ σοβαρὴ καὶ γενναία ἀπόφαση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, νὰ γίνει Χριστιανός. Ἐνῶ περπατοῦσε στὸν δρόμο συνάντησε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ δάγκωσε μία ὀχιὰ καὶ πέθανε. Λέει λοιπὸν στὸν ἑαυτό του: Θὰ προσευχηθῶ στὸ Χριστὸ νὰ ἀναστήσει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἂν πράγματι τὸ παιδὶ ἀναστηθεῖ, ἐγὼ πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστερῶ τὴν βάπτισή μου, θὰ γίνω Χριστιανός, θὰ πιστέψω ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὰ σκέφτηκε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο. Ἀμέσως τὸ παιδὶ ζωντάνεψε καὶ τὸ φίδι πέθανε.

Γεμάτος χαρὰ ὁ Παντολέον τρέχει στὸ γέροντα Ἐρμόλαο, τοῦ διηγεῖται τὸ θαῦμα καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ὁ Ἐρμόλαος, ἐπειδὴ γνώριζε ποιὸς ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση ὁδήγησε στὸ φωτισμὸ τοῦ Θείου Βαπτίσματος τὸν Παντολέοντα.

Ἀπὸ τότε ὁ Παντολέον ἔγινε ἀνάργυρος ἰατρός. Θεράπευε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀσθενεῖς, χωρὶς νὰ παίρνει καθόλου χρήματα. Ἀκόμη, ὅταν εὕρισκε φτωχοὺς τοὺς βοηθοῦσε ποικιλότροπα, δίνοντάς τους χρήματα καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα εἴδη. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ, μὲ τὴ δύναμη καὶ πάλι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ μας, τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ θαυμαστὲς θεραπεῖες τοῦ Ἁγίου προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ τῶν κατοίκων τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ καὶ τὸ μίσος καὶ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων ἰατρῶν τῆς πόλης. Οἱ τελευταῖοι κατάγγειλαν τὸν Παντολέοντα στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, τὸν φοβερὸ αὐτὸ διώκτη τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ Μαξιμιανὸς κάλεσε τὸν Ἅγιο στὰ ἀνάκτορα γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις. Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Παντολέον ὅμως ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος. Δὲν ἀρνήθηκε. Δὲν πρόδωσε τὸ Χριστό.

Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριωμένος, διέταξε φοβερὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ κλονίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.

Οἱ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκράτορα, ἄρχισαν νὰ τοῦ ξέουν τὴ σάρκα μὲ μαχαίρια καὶ νὰ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ λαμπάδες. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἦλθε σὲ βοήθεια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ θεράπευσε τὶς πληγές, φωτίζοντάς τον μὲ ἀστραπές. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τὸν Παντολέοντα μέσα σὲ ἕνα καζάνι ποὺ ἔβραζε. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως καὶ πάλι τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔμεινε σῶος καὶ ἀβλαβὴς καὶ ἡ φωτιὰ θαυματουργικὰ ἔσβησε. Ἀκολούθως βύθισαν τὸν Ἅγιο στὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἀφοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ τεράστια πέτρα. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἔκανε τὴν πέτρα πιὸ ἐλαφριὰ ἀπὸ φύλλο καὶ ἔδωσε στὸν Παντολέων τὴν δύναμη νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερά. Ἔτσι σῶος καὶ ἀβλαβής, βγῆκε στὴ στεριά. Στὴ συνέχεια ἔρριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ὅμως τὰ ζῶα, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξουν, ἔγλειφαν ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μὲ τὴ γλώσσα τους τὰ πόδια του, κουνόντας τὶς οὐρές τους.

Ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ ἐξαγριωμένος ὁ ἡγέμονας, διατάσσει τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Θαυματουργικὸς τὸ ξίφος λυγίζει καὶ ἀντὶ αἷμα τρέχει γάλα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπ’ τὸν οὐρανό. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Παντελεήμων, ποὺ σημαίνει τὸν Ἅγιο ποὺ ὅλους τους βοηθᾶ καὶ τοὺς ἐλεεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του.


Τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Ἁγίου τάφηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη του τὴν 27η Ἰουλίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

 
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χάριν ἔνθεον εἰσδεδεγμένος, ῥῶσιν ἄφθονον ἀεὶ παρέχεις, καὶ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων τὴν ἴασιν, τοῖς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχουσι, Παντελεῆμον ἐλέους θησαύρισμα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Αὐτόμελον.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ’ αὐτοῦ κομισάμενος, Ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου, τὰς ψυχικὰς ἠμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεὶ πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.


Μεγαλυνάριον.
Ρεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βλύζει χρήζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες, δεῦτε ἀρύσασθε.

26/7/11

Ἁγία Παρασκευή ὁσιομάρτυς


Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Παρασκευή, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη, οἱ δὲ γονεῖς της Ἀγάθων καὶ Πολιτεία ἦταν χριστιανοί.
Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἄτεκνοι παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσειἕνα παιδί. Πράγματι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε καὶ τοὺς χάρισε ἕνα παιδί. Καὶ ἐπειδὴ ὅταν γεννήθηκε ἦταν ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τὴν ὀνόμασαν Παρασκευὴ καὶ ἀπὸ μικρὴ τὴν ἀφιέρωσαν στὸν Θεό. Ἡ Παρασκευή, ἔλαβε τὴν χριστιανικὴ μόρφωση ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ μάλιστα μελετοῦσε συνέχεια τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ προσευχόταν πολλὲς ὧρες στὴν ἐκκλησία.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δικῶν της μοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχή. Ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ λαμβάνοντας τὴν εὐχὴ τῆς ἡγουμένης βγῆκε ἔξω στὸν κόσμο καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ προσελκύοντας πολὺ κόσμο στὸν χριστιανισμό.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁδηγήθηκε στὸν βασιλιὰ Ἀντωνῖνο ὁ ὁποῖος θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν σύνεσή της προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ θὰ τῆς ἔδινε ὅτι ἤθελε.
Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε καὶ τότε διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Μάλιστα τὴν ἔβαλαν μέσα σὲ ἕνα θερμασμένο λέβητα γεμάτο πίσσα καὶ λάδι. Μόλις ἔγινε αὐτὸ ἡ Ἁγία φαινόταν νὰ δροσίζεται μέσα σ’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀντωνῖνος ἐξοργισμένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ, περνώντας καὶ αὐτὴ στὴν μεγάλη χορεία τῶν μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῇ Ἀθληφόρῳ οἱ πιστοὶ τὸν ὑμνητήριον
Παρασκευῇ δεῦτε συμφώνως ἀναμέλψωμεν·
Ἀπαστράπτει γὰρ τοῖς θαύμασιν ἐν τῷ κόσμῳ
Ἀπελαύνουσα τῆς πλάνης τὴν σκοτόμαιναν

Καὶ παρέχουσα πιστοῖς τὴν χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροι Μάρτυς πολύαθλε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἡ λαμπηδών, καὶ τῶν ἰαμάτων, πολυχεύμων ὄντως κρουνός· χαίροις προστασία, καὶ σεπτὴ οὐρανία, Παρασκευὴ θεόφρον, τῶν εὐφημούντων σε.

24/7/11

Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ Μεγαλομάρτυς


Ἡ Ἁγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Συρίας.
Ἦταν κόρη στρατηγοῦ. Ὁ πατέρας της, τῆς ἔχτισε ἕναν πύργο καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ αὐτόν. Μάλιστα κατασκεύασε ἀγάλματα τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει σ' αὐτά. Ἐκείνη ὅμως τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια. Γιὰ αὐτές της τὶς πράξεις, ἡ Ἁγία ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα καὶ μετὰ φυλακίστηκε. Στὴν φυλακὴ τὴν ἄφησαν νηστικὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅμως, ἄγγελος Κυρίου τῆς πήγαινε τροφὴ καὶ τῆς θεραπεύτηκαν ὅλες οἱ πληγές της.
Μετὰ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔβγαλε στὴν στεριά. Μόλις ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε διασωθεῖ, ὁ πατέρας της πρόσταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύχτα ποὺ ἀκολούθησε ὁ πατέρας της πέθανε καὶ τὴν θέση του στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, πῆρε κάποιος ὀνόματι Δίων.
Αὐτὸς ὁδήγησε τὴν μάρτυρα στὸ δικαστήριο. Καὶ ἐκεῖ ἡ Ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της. Ἀμέσως ὁ Δίων ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων πολλοὶ πίστευσαν στὸν Χριστό.
Μετὰ τὸ Δίωνα ἀνέλαβε κάποιος Ἰουλιανός. Αὐτὸς ἔριξε τὴν Χριστίνα μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο, σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ φίδια δηλητηριώδη, τὰ ὁποία ἀντὶ νὰ τὴν δαγκώσουν τῆς ἔγλυφαν τὰ πόδια μὲ εὐσπλαχνία. Μετὰ τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς ἀπὸ ὅπου χύθηκε γάλα ἀντὶ γιὰ αἷμα καὶ τῆς ἔκοψαν καὶ τὴν γλώσσα.Ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ στὸ τέλος μὲ κοντάρια ποὺ τὴν χτύπησαν παρέδωσε τὸ πνεῦμα, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, καὶ περνώντας στὴν αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστῖνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.Φωτοειδὴς περιστερὰ άνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς, καὶ εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστῖνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

Μεγαλυνάριον.Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.

23/7/11

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Μάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ.
Ἐπειδὴ ἦταν χριστιανός, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Ἀφρικανό, τὸν ἔπαρχο. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ ἐρώτηση, τοῦ ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕναν καὶ μόνον ἀληθινὸ Θεό. Ὕστερα ἀπὸ αὐτήν του τὴν ὁμολογία, ὁ Ἀφρικανὸς ἄρχισε νὰ βρίζει τὸν Χριστὸ καὶ προσπάθησε νὰ χτυπήσει τὸν Ἅγιο. Τότε ἔγινε ἕνας τρομερὸς σεισμός, ὁ ἔπαρχος ἔπεσε κάτω καὶ κείτονταν νεκρὸς μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Τότε ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς γυναίκας του, τὸν ἀνάστησε.
Κατόπιν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὁδήγησαν στὸν αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ σ' αὐτὸν ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Θεό. Ἀμέσως ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια.
Πρῶτα τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ἔσκισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια καὶ μετὰ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ ἀσβέστη. Στὸ τέλος τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα λουτρό, ὅπου εἶχαν ζεστάνει τὸ νερὸ πάρα πολύ.Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή, ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Φῶς ἐκλάμπουσα, τῶν ἰαμάτων, κόσμῳ δέδεικται, τῶν σῶν λειψάνων, Ἱερομάρτυς ἡ θήκη ἡ ἔνθεος· ἧς τὴν σεπτὴν κομιδὴν ἑορτάζοντες, ἁγιασμὸν ἀληθῆ κομιζόμεθα. Φωκᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.Ὡς θησαυρὸν ἀνέκλειπτον, τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων τὴν λάρνακα, περικυκλοῦντες ἔνδοξε, ψυχικῶν νοσημάτων, καὶ παντοίων παθῶν ἰάσεις λαμβάνομεν, Φωκᾶ ἀνευφημοῦντες, τὰ θεῖά σου κατορθώματα.

Μεγαλυνάριον.Βρύει τοῖς ἐν κόσμῳ ποταμηδόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, σβτηρίους ἐπιρροάς, ἡ σεπτή σου θήκη, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐξ ὧν ἀεὶ ἀντλοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.

Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ὁ Μάρτυρας


Μαρτύρησε τὸ ἔτος 62 μ.Χ. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὁπλοποιοῦ καὶ ἀνῆκε στοὺς ἔνθερμους Χριστιανοὺς τῶν χρόνων ἐκείνων.
Ὅταν κάποτε στὴ Ραβέννα ἦταν παρὼν στὰ βασανιστήρια κάποιου γιατροῦ, Οὐρσικίνου ὀνομαζόμενου, ταράχτηκε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐνθάρρυνε τὸν γιατρὸ στὸ μαρτύριο. Μὲ ἀποτέλεσμα ὁ γιατρὸς νὰ ὑποστεῖ μὲ γενναιότητα τὸ μαρτύριο. Τότε ὁ δικαστὴς Παυλῖνος διέταξε νὰ συλλάβουν τὸν Βιτάλιο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Γεμάτος ἀπὸ αἵματα, ὁ Βιτάλιος, ὁδηγήθηκε σ' ἕνα βαθὺ λάκκο, ὅπου τὸν θανάτωσαν ρίχνοντάς του μεγάλες πέτρες.Ἀλλὰ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Τὸν Βιτάλιο κατάγγειλε στὸν Παυλῖνο κάποιος ἱερέας τῶν εἰδώλων, ποὺ καὶ αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔριχνε πέτρες στὸν Βιτάλιο. Ξαφνικὰ ὅμως, τὸν κατέλαβε δαιμόνιο καὶ μὲ σπασμοὺς φώναξε μὲ ἄγρια φωνή: «Βιτάλιος ὁ μάρτυς τοῦ Χρίστου μὲ κατακαίει σκληρά» καὶ στὴν παραφροσύνη του ρίχτηκε στὸ ρεῦμα τοῦ κοντινοῦ ποταμοῦ καὶ πνίγηκε.

Ὁ Ἅγιος Θύρσος


Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες τῆς Καρπασίας. Στὸν χριστιανικὸ κόσμο εἶναι περισσότερο γνωστὸς μὲ τὸ λαϊκὸ ὄνομα «Ἅης Θέρισσος» καὶ εἶναι ἕνας πολὺ σεβαστὸς κι ἀγαπητὸς Ἅγιος.
Δυστυχῶς καὶ γι' αὐτὸν οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὸ συναξάρι καὶ τὴν ἀκολουθία του, εἶναι πολὺ φτωχὲς καὶ περιορισμένες.
Λίγα πράγματα μᾶς λένε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του. Μερικοὶ μάλιστα ἀμφισβητοῦν, ἂν αὐτὸς ὑπῆρξε ἱεράρχης ἢ ὅσιος ἢ μάρτυρας.
Καὶ τοῦτο, γιατί μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα εἶναι καὶ ἕνας ἄλλος ἅγιος, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου καὶ ποὺ μαρτύρησε στὸν Ἑλλήσποντο.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Θύρσος τῆς Καρπασίας εἶναι ἱεράρχης.
Τέτοιο τὸν παρουσιάζουν οἱ εἰκόνες του, ὅσο κι οἱ σχετικὲς παραδόσεις.

Πότε γεννήθηκε καὶ ποῦ, μὰ καὶ ποιὰ ὑπῆρξε ἡ δράση του δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του μανθάνουμε πὼς ὑπῆρξε «θρέμμα κάλλιστον τῶν Καρπασέων»  καὶ ὅτι «ἐκ Βρέφους» πόθησε ἐπιμελῶς τὴν ἀρετή.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ὑμνογράφου μᾶς βοηθοῦν νὰ δεχτοῦμε τὸν Ἅγιό μας σὰν ἕνα πρόσωπο ποὺ γεννήθηκε στὴν ὄμορφη ἐπαρχία τῆς Κύπρου, τὴν Καρπασία. Κι ἀφοῦ «ἐκ βρέφους» δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία πόθησε τὴν ἀρετή, θὰ πρέπει καὶ οἱ γονεῖς του νὰ ἦταν εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι. Καὶ σὰν τέτοιοι, αὐτοὶ θὰ ἔρριψαν στὴν ψυχή του γιὰ πρώτη φορὰ τὰ σπέρματα μιᾶς ἁγνῆς, ἀνώτερης πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπίσης ἀπὸ νωρὶς αὐτοὶ θὰ φρόντισαν νὰ συνδέσουν τὸ παιδί τους μὲ τὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δυνάμεως, τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ κατοπινὴ ἐξέλιξη τοῦ μεγάλου Πατέρα μᾶς ὑποχρεώνει νὰ δεχτοῦμε τὴ θεοσεβῆ οἰκογένεια, σὰν μία «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία», ποὺ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων της εἶχε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του.

Μὲ τῆς φαντασίας τὴ συνδρομὴ προχωροῦμε νὰ δοῦμε μερικὲς σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς εὐλογημένης αὐτῆς οἰκογενείας.

ΣΚΗΝΗ 1. Χειμωνιάτικο Βράδυ. Μαζεμένα γύρω ἀπὸ τὴ φωτιὰ ὅλα τὰ πρόσωπα, ὕστερα ἀπὸ τὴν βαριὰ δουλειὰ τῆς ἡμέρας, κάθονται καὶ συνομιλοῦν. Ὁ πατέρας κρατάει στὰ χέρια ἕνα πάπυρο. Τί νὰ ‘ναι τάχα; Μερικὲς σελίδες ἀπ’ τὴν Κ. Διαθήκη. Στὸ λιγοστὸ φῶς τοῦ λύχνου παίρνει καὶ διαβάζει. Κι ὕστερα τὸ τυλίγει πάλι κι ἀρχίζει ἡ συζήτηση: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα. Καλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ταπεινὴ γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Γιατί ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ταπεινώσεως. Οἱ μυστηριώδεις ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ ξεσκεπάζονται μόνο στοὺς ταπεινόφρονες. Μιλᾶ ὁ ἕνας, ἀκοῦν οἱ ἄλλοι. Κάτι προσθέτει ὁ καθένας. Στὸ τέλος σηκώνονται. Κάνουν τὴν προσευχή τους κι ὕστερα μὲ τὴν ψυχὴ γαληνεμένη πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν.

ΣΚΗΝΗ 2. Καλοκαιριάτικη νύχτα. Ἡ οἰκογένεια κάθεται στὴν αὐλή. Σ’ ἕνα κάθισμα πεσμένο εἶναι ἕνα κάνιστρο μὲ μερικὰ κομμάτια ψωμὶ καὶ λίγα χόρτα. Ἡ οἰκογένεια ἔκαμε τὴν προσευχή της καὶ παίρνει τὸ δεῖπνο της. Τὰ πρόσωπα μιλοῦν μὲ ἀγάπη μεταξύ τους. Κάποια στιγμὴ ὁ πατέρας ἀρχίζει ἕνα ὕμνο: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοὶς ὑψίστοις. Αἰνεῖτε αὐτὸν πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ. Αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη· αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς.» (Ψαλμ. 148). Στὸ τέλος ἡ οἰκογένεια σηκώνεται. Οἱ ψυχὲς λουσμένες ἀπ’ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας καληνυχτίζουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη καὶ πηγαίνουν στὸ κρεβάτι.

ΣΚΗΝΗ 3. Κυριακάτικο πρωινό. Ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕτοιμη. Τὸ κάθε πρόσωπο εἶναι ντυμένο μὲ τὰ πιὸ καθαρά του ροῦχα. Τὰ παιδιὰ προχωροῦν μπροστά. Πίσω οἱ γονεῖς. Ποῦ πᾶνε; Γιὰ τὴν ἐκκλησία. Φτάνουν. Κάνουν τὸν σταυρό τους κι εἰσέρχονται μὲ εὐλάβεια. Μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦν τὸ Μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ ἀκοῦν τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια. Τὰ λόγια ποὺ στ’ ἀλήθεια εἶναι τὰ μόνα ἱκανὰ νὰ μορφώσουν πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία.

Τρεῖς σκηνές! Σκηνὲς γεμάτες νόημα, εἰρήνη, εὐλογία! Ποιὸς μπορεῖ νὰ μὴ τὶς ζηλέψει καὶ νὰ μὴ τὶς νοσταλγήσει; Μπορεῖ νὰ συγκριθοῦν αὐτὲς μὲ τὸν σημερινὸ τρόπο ζωῆς τόσων καὶ τόσων αὐτοκαλουμένων χριστιανικῶν οἰκογενειῶν; Ἐδῶ τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά. Ἐκεῖ ἡ λιτότης, ἡ φτώχεια. Ἐδῶ οἱ φωνές, τὰ νεῦρα, ἡ ἀπογοήτευση, τὸ ἄγχος. Ἐκεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ γαλήνη, ἡ χαρά. Γιατί τόση καὶ τέτοια διαφορά; Γιατί ἐκεῖ βασίλευε ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή. Ναί! ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου!

Στὸ χωριό του ὁ Θύρσος θὰ πρέπει νὰ ἔμαθε καὶ τὰ λίγα γράμματα, τὰ παπαδογράμματα τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἡ μελέτη ὅμως τῆς Γραφῆς ἡ τακτικὴ καὶ προσεκτικὴ πλούτιζε καθημερινὰ τὶς γνώσεις του καὶ καλλιεργοῦσε πλούσια τὴν ἁγνὴ ψυχή του. Τὴν καλλιεργοῦσε τόσο, ὥστε μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ τὸν καιρὸ νὰ τρέχουν σ’ αὐτὸν μὲ λαχτάρα, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του τὰ φρόνιμα λόγια, τὰ ἁγνά, τὰ γεμάτα ἀπὸ χάρη «τὰ ἁλάτι ἠρτυμένα» (Κολασ. δ’, 6) κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο.
Ἔτσι ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια ὁ Ἅγιος. Μὲ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸν ἀγώνα νὰ ἐπιτύχει τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος. Ὅταν ἔφτασε στὴ νεανικὴ ἡλικία, τότε προσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ κλήρου κι ὑπηρέτησε ὡς διάκονος καὶ ἱερέας στὴν γενέτειρά του, τὴν Καρπασία. Ἀργότερα, ὅταν χήρεψε ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος, δὲν δίστασε μπροστὰ στὶς παρακλήσεις ὅλων νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κλήση καὶ νὰ ἀναλάβει καὶ τὸ ὑψηλὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου. Τὸ ἀνέλαβε καὶ τὸ τίμησε.

Ἡ δράση του ὡς ἐπισκόπου πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἀξιόλογη. Ἡ ἐποχὴ τῆς χειροτονίας του συμπίπτει μὲ περίοδο «πολιτικῶν ἀνωμαλιῶν» γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας. Οἱ διωγμοὶ κι ὁ πόνος πλάκωνε τὶς καρδιές. Χρειαζόταν ὁ ἐνισχυτής, ὁ παρηγορητής, ὁ δυνατὸς κήρυκας ποὺ θὰ φλόγιζε καὶ πάλι τὶς ψυχὲς καὶ θὰ τὶς ξεκούραζε. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Δεσπότης.
Μὲ τὶς ἐπισκέψεις του στὰ χωριὰ καὶ τὴν ὕπαιθρο, τὶς συνεχεῖς ἐπισκέψεις του, μὰ καὶ τὴ συμπεριφορά του τὴν πατρική, διασκέδασε τὸν πόνο κι ἔδωκε πάλι στὶς πονεμένες καρδιὲς τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα, τὴ χαρά. Στὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ἀκολουθίας του, τοῦ Ἑσπερινοῦ, διαβάζουμε: «Καὶ Καρπασέων πόλεις ἐφαίδρυνας, διὰ τοῦ τρόπου τῆς πολιτείας σου, ὢ παμμακάριστε...» Ἡ φράση αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ πολλὰ νὰ νοήσουμε καὶ νὰ φανταστοῦμε. Τὶς πονηρὲς ἐκεῖνες μέρες ὁ μακάριος ἀθλητὴς πρέπει νὰ ἔγινε τοῦ ποιμνίου του ἡ ψυχῆ καὶ ὁ παρήγορος ἄγγελος. Ἡ πόρτα τοῦ ἐπισκοπείου του ἦταν πάντα ἀνοικτή. Ἐκεῖ οἱ πεινασμένοι βρίσκανε τὸ ψωμί, οἱ κατατρεγμένοι τὴν ἀσφάλεια, οἱ πονεμένοι τὴν παρηγοριά, οἱ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα κι ὁ καθένας ὅτι εἶχε ἀνάγκη. Σύνθημα τῆς ζωῆς του εἶχε βάλει ὁ σπλαγχνικὸς καὶ θεοφιλὴς ἐπίσκοπος τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου: «Τοὶς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἴνα πάντως τινὰς σώσω».  Κι αὐτὸς ἔγινε «τοὶς πᾶσι τὰ πάντα». Ἔγινε γιὰ ὅλους τὰ πάντα, χωρὶς μονάχα νὰ παραβεῖ ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν οἱ ἐσωτερικὲς ἀνωμαλίες συγκλόνιζαν τὶς κοινότητες, ὁ φλογερὸς ἐπίσκοπος ἔτρεχε κοντὰ στὰ φοβισμένα καὶ πονεμένα παιδιά του, πότε πεζοπορώντας μίλια μακριά, πότε καβάλα σὲ κανένα γαϊδουράκι – τί πολυτέλεια ἀλήθεια! – γιὰ νὰ ἐνισχύσει καὶ ξεκουράσει καὶ τονώσει.
- Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε συχνά. «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι». Ἂς κάμνουν ἐπιδρομὲς οἱ ἐχθροί του Χριστοῦ. Κι ἂς ἁρπάζουν τὶς περιουσίες καὶ τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν μας. Ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει. Μᾶς τὸ ὑπόσχεται! «Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδιοῦ αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα αὐτῆς; Εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλὰ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, λέγει Κύριος».  Μήπως εἶναι δυνατόν, ἡ μητέρα νὰ λησμονήσει ποτὲ τὰ σπλάγχνα της, τὰ παιδιά της; Ἀλλὰ κι ἂν ὑπάρξει τέτοια μητέρα, ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω, λέγει καὶ βεβαιώνει ὁ Κύριος. Ναί! Δὲν θὰ μᾶς ξεχάσει ὁ ἅγιος Θεός. Μᾶς δοκιμάζει μόνο. «Μᾶς δοκιμάζει πρὸς τὸ συμφέρον! Νά ‘στε βέβαιοι, πὼς κάποια μέρα καὶ πολὺ σύντομα θὰ ἐξαλείψει τὰ δάκρυά μας καὶ θὰ μᾶς δώσει πάλι τὴ χαρά. Τὸ Ἔθνος μας, θὰ ζήσει καὶ θὰ θριαμβεύσει». Πόσο ἐπίκαιρα εἶναι τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς τοῦ ἀναξιοπαθοῦντος μαρτυρικοῦ νησιοῦ.

Τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ οὐρανόσταλτου ἱεράρχου πραγματοποιήθηκαν κι οἱ προβλέψεις τοῦ ἐπαληθεύθησαν. Οἱ Ἄραβες διατήρησαν κάποιο ἔλεγχο πάνω στὸ νησί μας μέχρι τὸν καιρὸ τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς στρατηγὸς κι ἀργότερα αὐτοκράτορας κατὰ τὸ 965 λευτέρωσε τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους καὶ τὴν ἔκαμε ξανὰ ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Ὁ φλογερὸς πόθος τοῦ Ἁγίου νὰ ζεῖ ἀπερίσπαστα κοντὰ στὸν Θεό, τὸν ἔκαμε μόλις βρῆκε τὸν κατάλληλο διάδοχο νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιερέα. Ναί! Νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μία σπηλιὰ στὴ βόρεια ἀκτὴ τῆς Καρπασίας καὶ ἐκεῖ νὰ ζήσει τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του ὡς ἀσκητής.
Στὸ ἡσυχαστήριό του πλήθη πιστῶν τὸν ἐπεσκέπτοντο καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ ἔμεινε μέχρι τέλους. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση «ἐκάθηρε τᾶς αἰσθήσεις» καὶ ἀναδείχθηκε «κανών, ἀσκητῶν τὸ καύχημα, Κυπρίων τὸ μέγα εὖχος, καὶ Καρπασέων ἀγλάϊσμα».

Ὁ θάνατός του καταλύπησε τοὺς πάντας. Μὲ δάκρυα τὰ πνευματικά του παιδιὰ κήδεψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ δίπλα στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτεψε, ἔκτισαν ἕνα ὄμορφο ναὸ μέσα στὸν ὁποῖο σὲ μιὰ λάρνακα φύλαξαν τὰ Ἱερὰ λείψανά του.
Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ζοῦσε, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο: Ἕνας χριστιανὸς ἀπ' τὸ Καρπάσι πόνεσε πολὺ στὰ μάτια του. Ὑπέφερε γιὰ καιρό· τὸ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ μάτια κατέβασε μέσα ἄσπρο καὶ δὲν ἔβλεπε τίποτα. Μὴ ἔχοντας τί νὰ κάμει θυμήθηκε τὸν Ἅγιο. Ἑτοίμασε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ μία λειτουργία καὶ παρακάλεσε τὸν ἱερέα νὰ πᾶνε μαζὶ νὰ λειτουργήσει καὶ νὰ τὸν κοινωνήσει. Πῆγαν ἀπὸ τὸ βράδυ. Ὅλη τὴ νύχτα σχεδὸν ὁ ἄρρωστος τὴν πέρασε ἄγρυπνος, γονατιστὸς καὶ προσευχόμενος. Κατὰ τὰ ξημερώματα οἱ πόνοι μαλάκωσαν κι ὁ ἄνθρωπος κοιμήθηκε λίγο. Τὸ πρωὶ ἔγινε ἡ θεία λειτουργία καὶ κοινώνησε κιόλας. Ἀφοῦ ξεκουράστηκαν, ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ὅταν ἔφτασαν κοντὰ στὸ γεφύρι, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ Καρπάσι, στὸν ἄνθρωπό μας ἦρθε μία ἐπιθυμία νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ κεφάλι τὸ μανδήλι μὲ τὸ ὁποῖον εἶχε δεμένο τὸ μάτι του. Τὸ ἔκαμε. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ μάτι του ἦταν τελείως καλὰ κι ἔβλεπε θαυμάσια! Στ’ ἀλήθεια! «Τοὶς ἁγίοις τοὶς ἐν τὴ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος».

Χιλιάδες πιστῶν ἐπισκέπτονται κάθε χρόνο τὸν ὁμώνυμο ναό του γιὰ νὰ ζητήσουν μὲ εὐλάβεια τὴ χάρη του. Τὸ ἁγίασμά του θεραπεύει τὸν ὀμματόπονο καὶ τὰ δερματικὰ νοσήματα. Πιστεύεται ὅμως πὼς οἱ ἄρρωστοι, μετὰ ποὺ θὰ πλυθοῦν μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ ἁγίου, πρέπει νὰ ξεπλυθοῦν μὲ θαλασσινὸ νερό. Ἐπίσης σὰν τὸ ἁγίασμα μεταφερθεῖ, λέγεται πὼς χάνει τὴ θεραπευτική του ἰδιότητα.

Ἡ ζωὴ τοῦ μεγάλου ἱεράρχου εἶναι μία ὑπόμνηση τοῦ τί μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ἂς μὴ γνωρίζει πολλὰ πράγματα. Ἂς μὴν κρατᾶ διπλώματα. Ἂς ἔχει μόνον ἀρετή. Ἂς εἶναι ἐνάρετος! Τότε ἔχει τὸ πᾶν. Καὶ ἡ ἀρετή, ὅπως ξέρουμε ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὸν Χριστό. Τὴν ποθοῦμε; Τὴν θέλουμε; Τὴν ζητοῦμε; Ἂς εἶναι ὁ δρόμος καὶ ἕνας ὁ τρόπος νὰ τὴν κερδίσουμε. Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τοὶς πίστει προστρέχουσι, Θύρσε τρισόλβιε, σορῷ τῶν λειψάνων σου, καὶ προσκυνοῦσα πιστῶς, τοῦ εἴδους ἐμφέρειαν, ἄφεσιν τῶν πταισμάτων, καὶ σωμάτων τὴν ρῶσιν, δώρησε ἱεράρχα, ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ παθῶν ἀρρώστιας, πάντας ἐκλύτρωσε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θύρσε ἱεράρχα ἀοίδιμε, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχὺν, δόξα τῷ σὲ στεφάνωσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

22/7/11

Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή


Ἡ Ἁγία μυροφόρος καὶ Ἰσαπόστολος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καταγόταν ἀπὸ τὰ Μάγδαλα.
Ὅταν πληροφορήθηκε γιὰ τὸν Χριστό, πῆγε κοντά του καὶἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ τὴν ἐνοχλοῦσαν καὶ στὴνσυνέχεια ἔγινε μαθήτρια του. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἀκολούθησετὸν Χριστὸ ἕως τὸ πάθος Του, ἔγινε μυροφόρος, εἶδε πρώτη τὴνἈνάσταση, ὅταν ἀργὰ τὴν νύχτα τοῦ Σαββάτου εἶδε τὸν ἄγγελο ποὺκύλησε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου.
Ἐπίσης μόλις ξημέρωσε, ἐνῶ στέκονταν κοντὰ στὸ μνημεῖο, εἶδεδύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ νὰ κάθονται στὸ μνημεῖο καὶ μετὰ εἶδε τὸνΧριστό, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπειδὴ τὸν πέρασε γιὰ τὸν κηπουρό, τῆςεἶπε «Μή μου ἅπτου» (μὴν μὲ ἀγγίζεις).

Μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία πῆγε στὴν Ἔφεσο στὸνἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη.
Ἐκεῖ ἐκοιμήθη καὶ ἐνταφιάστηκε.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Χριστῷ τῷ δι’ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνὴ Μαγδαληνή, ἠκολούθεις Μαρία, αὐτοῦ τὰ δικαιώματα, καὶ τοὺς νόμους φυλάττουσα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς ἐν τῷ κόσμῳ, μετὰ σαρκὸς ἐπιφοιτήσας Μαρία, σὲ ἀληθῆ μαθήτριαν προσήκατο, ὅλην σου τὴν ἔφεσιν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένην· ὅθεν καὶ ἰάματα, ἐπετέλεσας πλεῖστα· καὶ μεταστᾶσα νῦν ἐν οὐρανοῖ,ς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου πρεσβεύεις ἑκάστοτε.


Μεγαλυνάριον.
Τάφῳ προσελθοῦσα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦτον ἐθεάσω, ἀναστάντα ἐκ τῶν νεκρῶν. Ὅθεν Ἀποστόλοις, Μαγδαληνὴ Μαρία, χαρᾶς εὐηγγελίσω τὰ εὐαγγέλια.


Ἡ Ἁγία Μαρκέλλα ἡ Παρθενομάρτυς

Ημ. Εορτής:22 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:Χίου
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:Μαρκέλλα

Μᾶς εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησε. Στὸ Λειμωνάριο ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Χίο, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουμε καμία ἀρχαία μαρτυρία.
Ἡ Ὁσία Μαρκέλλα ἔγινε γνωστή, ἀπὸ τοῦ ὅτι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ Χίου, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχαν ναὸ στ’ ὄνομά της, ποὺ ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων θαυμάτων διηγοῦνται καὶ αὐτόὅτι στὴνπαραλία ποὺ ἦταν  ναὸς τῆς Ὁσίαςβρίσκουν χαλίκια γεμάτααἵματα πηγμέναποὺ ἀφοῦ τὰ ξύσουν τὰ βάζουν σὲ ἀγγεῖα καὶ τὰἔχουν νὰ θεραπεύουν ἀρρώστιες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἁγνείας τὸ ῥόδον καὶ τῆς Χίου τὸ βλάστημα, τὴν ἁγίαν Μαρκέλλαν ἐν ᾠδαὶς εὐφημήσωμεν· τμηθεῖσα γὰρ χειρὶ τῇ πατρικῇ, ὡς φύλαξ ἐντολῶν τῶν τοῦ Χριστοῦ, ῥῶσιν νέμει καὶ κινδύνων ἀπαλλαγήν, τοῖς πρὸς αὐτὴν κραυγάζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ λαμπρά σου ἄθλησις, ὦ καλλιμάρτυς Μαρκέλλα, τῶν πιστῶν ἐφαίδρυνε, τὰς διανοίας ἐνθέως· θάνατον, τοῦ ζῆν ἀνόμως προκρίνειν πάντας, πείθουσα· καὶ γὰρ ἐτμήθης ξίφει τὴν κάραν, σὺν μαστοῖς ὑπὸ πατρῴας, χειρός· ὢ δρᾶμα! ὑπὲρ τοῦ νόμου Χριστοῦ.


Μεγαλυνάριον.
Χλαῖναν παρθενίας πορφυραυγῆ, αἵμασιν οἰκείοις, βεβαμμένην ἀθλητικῶς, φέρουσα Μαρκέλλα, τῷ Λόγῳ ἐνυμφεύθης, τιμηθεῖσα τῇ πατρῴᾳ, χειρὶ ὡς πάνσεμνος.

15/7/11


Ἡ Ἁγία Ἰουλίτα, ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἐπειδὴ ὅμως τότε κυριαρχοῦσε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν,πῆρε τὸν γιὸ της τὸν Κήρυκο καὶ πῆγε στὴν Σελεύκεια καὶ στὴνσυνέχεια στὴν Ταρσό. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὴν ἴδια κατάσταση. Στὴν Ταρσὸ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα ,τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος τὴν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια μπροστὰ στὸ παιδί της.
Στὴν συνέχεια προσπάθησε νὰ φέρει μὲ τὸ μέρος του τὸν μικρό. Τὸ παιδάκι ὅμως δὲν δεχόταν καὶ μάλιστα ἀφοῦ ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε μία δυνατὴ κλωτσιὰ στὴν κοιλιὰ τοῦ ἡγεμόνα. Αὐτὸς ἐξοργίστηκε τόσο ποὺ τὸ πέταξε ἀπὸ τὰ σκαλιὰ σπάζοντας τὸ κρανίο τοῦ μικροῦ Κήρυκου.

Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ὁ μικρὸς Κήρυκος.
Ἡ δὲ μητέρα του μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀφοῦ ὑπεβλήθη σὲ πολλὰ καὶφρικτὰ βασανιστήρια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Χριστό.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ καλλιμάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῷ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστικοῦ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες, τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλὰς τῶν τυρράνων· καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοῖς, ἀγαλλιῶνται, Χριστῷ παριστάμενοι.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀγκάλαις φέρουσα ἡ Χριστομάρτυς, Ἰουλίττα Κήρυκον, ἐν τῷ σταδίῳ ἀνδρικῶς, ἀγαλλομένη ἐκραύγαζε· Χριστὸς ὑπάρχει Μαρτύρων τὸ καύχημα.


Μεγαλυνάριον.
Φέρουσα ὡς ἄμπελος νοητή, Κήρυκον τὸν θεῖον, Ἰουλίττα ἐν ταῖς χερσίν, οἶνον εὐφροσύνης, ληνοῖς τοῦ μαρτυρίου, βλυστάνετε τῷ κόσμῳ, ἐν θείῳ Πνεύματι.

14/7/11


Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ σοφὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας

Ημ. Εορτής:14 Ιουλίου
Ημ. Γέννησης:1749 μ.Χ.
Ημ. Κοιμήσεως:14 / 7 / 1809 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:Νικόδημος

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ πάμφτωχος καὶ διαχρονικὸς αὐτὸς φωστήρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ μέγιστος διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους μας, γεννήθηκε στὴν Χώρα τῆς Νάξου τὸ ἔτος 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Ἀναστασία Καλλιβρούτση. Κατὰ τὴν βάπτισή του ἔλαβε τὸ ὄνομα Νικόλαος. Νηπιόθεν γαλουχήθηκε μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πίστεως καὶ ἀνετράφη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου», ὅπως παραγγέλλει ὁ θεῖος Παῦλος (Ἐφεσ. στ’ 4). Τὴν ἔμφυτη πρὸς τὰ θεία κλήση του, αὔξησε ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐκλεκτή του μητέρα, τὴν δὲ εὐφυΐα του ἐκαλλιέργησε καὶ πολλαπλασίασε ἡ μελέτη καὶ ἡ σπουδή.
Προώδευε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν γνώση κατὰ τρόπο θαυμαστό. Κατ’ ἀρχήν, φοίτησε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν Σχολὴ Ἁγίου Γεωργίου περιοχῆς Γρόττας, Χώρας Νάξου, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο, αὐτάδελφο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τὶς γνώσεις του συμπλήρωσε στὴν περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, ὅπου φοίτησε γιὰ πέντε χρόνια, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἰερόθεο Βουλισμά, διευθυντὴ τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Τόσο διέπρεψε ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὶς σπουδές του, ὥστε, ἐνῶ σπούδαζε, ἐδίδασκε τοὺς συμμαθητές του. Καὶ ὁ Ἰερόθεος ἀργότερα τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔρθει στὴν Σμύρνη γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ στὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Στὴν Σμύρνη ἔλαβε ὁ Νικόδημος πληθωρικὴ μόρφωση, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη περιελάμβανε ἀκόμα γνώσεις φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἰατρικές, ἀστρονομικὲς καὶ στρατιωτικές.
Μελετοῦσε πολὺ τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες, καὶ ὅλους τους ποιητές. Ἦταν ἄριστος χειριστῆς τοῦ λόγου, γνώριζε τὴν Κλασσικὴ Φιλολογία καὶ τὴν Ἰαμβικὴ Γλώσσα. Μιλοῦσε ἄριστα τὴν γαλλική, ἰταλικὴ καὶ λατινικὴ γλώσσα ἐπίσης. Εἶχε προικιστεῖ ἀπὸ τὸν Πανάγαθο μὲ σπάνια χαρίσματα, ὅπως εἶναι ἡ ἰσχυρότατη μνήμη, ἡ ὀξύτατη νοημοσύνη, ἡ ἀστραποβόλα ἀντίληψη κ.λπ. Ὅ,τι μελετοῦσε μία φορὰ μποροῦσε νὰ τὸ θυμᾶται καὶ νὰ τὸ ἀπαγγέλει ἀπ’ ἔξω σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Γραφῆς ἀπήγγειλε ἀπὸ στήθους καὶ θυμόταν ὅλους τους κώδικες τῶν Βιβλιοθηκῶν τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὑπῆρξε ἕνα πραγματικὸ φαινόμενο γιὰ τὴν ἐποχή του καὶ τὸ κέντρο τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τοῦ παραδειγματισμοῦ.
Τὸ ἔτος 1770, ἀφοῦ ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Σχολή, ἐπέστρεψε στὴν Νάξο. Τότε, γιὰ μία πενταετία περίπου ἐργάστηκε ὡς Γραμματέας τῆς Μητροπόλεως Παροναξίας μὲ τὴν ἐποπτεία καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἀνθίμου τοῦ Γ’ (1742 – 1779). Ἡ μητέρα του ἐμόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοστόμου Νάξου, μὲ τὸ ὄνομα Ἀγάθη. Ὁ Νικόδημος ἦταν λάτρης τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Αὐτὴ τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία του γιγάντωσε ἡ γνωριμία του μὲ σπουδαίους μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ μὲ ἄλλες προσωπικότητες, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, Ἐπίσκοπος Κορίνθου κ.λπ.
Τὸ ἔτος 1775 ἦρθε στὴν Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ὡς μοναχὸς διεκρίθη γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του. Πνευματοφόρος, Θεοχαρίτωτος καὶ γνήσιος Πατέρας καὶ ὀρθόδοξος θεολόγος διδάσκαλος, δυναμικὰ ἀπέκρουσε τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς κακοδοξίες τῶν ἡμερῶν του. Εἶναι ὁ πρύτανης τῶν «Κολυβάδων», αὐτῶν ποὺ ἤθελαν δηλαδὴ τὰ Ἱερὰ Μνημόσυνα τῶν νεκρῶν νὰ γίνονται Σάββατο καὶ ὄχι Κυριακή.
Ἕνεκα τῆς ἐμμονῆς του στὶς παραδόσεις καὶ στὸ Πνεῦμα τῶν Ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπέστη ταπεινώσεις καὶ διωγμούς. Ὅμως, αὐτὰ τοῦ χάρισαν καὶ τὸν στέφανο τοῦ ὁμολογητοῦ. Ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοὴ εἶναι τὰ μεγέθη τὰ ὁποῖα ἔφθασε καὶ ἐβίωσε σὲ πληρότητα. Ὑπῆρξε ἕνας ἀετὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὸ Νότιο στὸ Βόρειο Αἰγαῖο, ἀπὸ τὴν ἁγιοτόκο Νάξο στὸν ἁγιοτρόφο Ἄθωνα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς μοναστικὲς ἀρετὲς ὑπηρέτησε καὶ τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς, συγγράφοντας.
Κατὰ διαστήματα ἔρχεται σὲ ἔρημες περιοχὲς γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἔβλεπε νοερά, ζοῦσε καθημερινὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ συγχρόνως ἔβλεπε καὶ τὰ συμβαίνοντα στὸν περίγυρο. Δὲν ἔβλεπε μόνο τὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ τὴν γῆ. Αἰσθάνεται τὸν πόνο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς δουλείας ἀγωνίζονται. Καὶ πρὸς χάρην τοῦ κόσμου προσεύχεται. Κοπιάζει, ἀγρυπνεῖ, παρακαλεῖ, συγγράφει, μάχεται κατὰ τῶν δαιμόνων. Δὲν κινεῖται ἄγονα, μονόπλευρα καὶ νοσηρά. Ἀντίθετα πονάει γιὰ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὴν σωτηρία τους. Καὶ καρποὶ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο εἶναι οἱ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ τόμοι τῶν συγγραμμάτων του, τὰ κυριώτερα ἀπὸ τὰ ὁποία εἶναι:    

«Αόρατος Πόλεμος», «Πνευματικὰ Γυμνάσματα», «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον», «Κῆπος Χαρίτων»‚ «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Ἐορτοδρόμιον», «Συναξαριστής», «Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου».   

Λάτρης τοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας, λάτρης καὶ μιμητῆς τῶν ἁγίων, μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ἀδιάκοπα ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο τόσο δυνατὰ ἀγάπησε καὶ εὐηρέστησε.
Εἶναι αὐτὸς ποὺ πρῶτος τονίζει τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς συχνῆς μας συμμετοχῆς στὸ Ἱερὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἔγραψε μάλιστα καὶ εἰδικὰ βιβλία, μὲ τὸν τίτλο «Περὶ συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως». Δέχθηκε τὸ ταξίδι γιὰ τὸν οὐρανὸ πανέτοιμος, μὲ ἤρεμη τὴν συνείδηση ὅτι ἄξια ἀγωνίσθηκε τὸν «καλὸν ἀγώνα». Μὲ τὴν καθημερινή του συμμετοχὴ στὸ σωστικὸ Δεῖπνο τῆς ζωῆς, μὲ τὴν ἔντονη μυστηριακή του ζωή, ποὺ κορυφώθηκε τὶς τελευταῖες μέρες λίγο πρὶν κλείσει τὰ μάτια του, μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, παρέδωσε τὴν ψυχὴ του τὴν ὀσιακὴ στὸν Κύριο, τὴν Τετάρτη 14 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1809, τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς ὧρες καὶ σὲ ἡλικία μόλις 60 ἐτῶν, καὶ στὸ κελλὶ τῶν Σκουρταίων, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητὲς του ὅταν τὸν ρώτησαν ἂν ἡσυχάζει: «Τὸν Χριστὸ ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω;».
Τὴν εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του μὲ θλίψη ἔμαθε ὁ ἐκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικὸς καὶ ὄχι μόνο, κόσμος τῆς ἐποχῆς του. Σημειώνει ὁ χρονογράφος σχετικὰ μὲ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «Ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, εἰς τὴν γῆν, ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν ὁ πύρινος στύλος, ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς εὐσέβειαν. Ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιών».
Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ σκέψη τὴν ὁποία ἐξέφρασε τότε ἕνας Χριστιανός. «Πατέρες μου, καλύτερον ἦτο νὰ ἀπέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Κατὰ καιρούς, πολλὰ ἐγκώμια γράφτηκαν γιὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, ὅπως: «Ὑπῆρξε ὁ μέγιστος τῶν μονασάντων ἀπὸ συστάσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους», «Υπήρξε ὁ πάντοτε πενία τρυχόμενος καὶ γιγαντωθεῖς πρὸ τῆς ἀσήμου ἠμῶν γενεάς».
Κατὰ τὸν V. Grumel, «ὑπῆρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, ἁγιογράφος, δηλαδὴ ἑρμηνευτῆς τῶν Γραφῶν, ἀσκητικὸς συγγραφεύς, ἐκδότης βιβλίων, εἴς τῶν πλέον γονίμων συγγραφέων καὶ ἀναμφιβόλως ὁ πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρὰ τοῦ ὁποίου δοξάζεται ἡ ἑλληνικὴ Ἐκκλησία».
Κατὰ τὸν Θ. Σπεράντσον, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρόδρομός της ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Ο Luis Petit γράφει πὼς ὁ Νικόδημος μὲ τὰ βιβλία του ἀντικατέστησε τὸ ζωντανὸ κήρυγμα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ κ.λπ. Ὁ Ἱερὸς Νικόδημος ἀναμφίβολα ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος ἐκφραστῆς τοῦ ὀσιακοῦ βίου καὶ ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Εἶναι ὁ ἐξαίσιος θεολόγος καὶ ὁ ἀσίγαστος διαχρονικὸς διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀποτελεῖ δὲ σπανιότατο φαινόμενο συνδυασμοῦ σπανίων θείων χαρισμάτων, ἁγιότητος βίου, ἀσκήσεως καὶ συγγραφικῆς παραγωγῆς. Ὅτι καὶ ὅσα ἂν ποῦμε γιὰ τὴν μορφὴ αὐτὴ δὲν λέμε τίποτα, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ τὴν κλείσουμε στὶς λίγες αὐτὲς γραμμές.
Ὁ ἴδιος, ἐξυμνώντας τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἔλεγε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σὲ ἕνα κουτάλι τὴν θάλασσα, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ νὰ ἐξυμνήσει τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο». Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν ἐπαναλαμβάνουμε τὸ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, καὶ λέμε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σ’ ἕνα κουτάλι τὴ θάλασσα, ἔτσι μπορεῖ ν’ ἀναφερθεῖ ἐπαρκῶς στὸν Ὅσιο Νικόδημο».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπάξια ἀπὸ τὸ ἔτος 1955 τὸν κατέταξε στὶς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου της. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς του, στὸ πέρασμα τόσων χρόνων, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄσβεστος καὶ πάμφωτος φάρος, ποὺ φωτίζει καὶ κατευθύνει τὴν πορεία ὅλων μας πρὸς τὴν ἀκύμαντη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἰώνια πανευτυχία καὶ ἡ ἀληθινὴ δόξα. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, μᾶς καλεῖ νὰ κινηθοῦμε, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου!
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑορτάζει κατὰ τὴν καθιερωμένη Πανήγυρη τῆς 14ης Ἰουλίου. Ὠσαύτως, ἑορτάζει τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσα προσφάτως Σύναξη τῶν Πέντε Ἁγίων της Παροναξίας, ἡ ὁποία τελεῖται στὸ νεόδμητο Ι. Ναὸ τῶν Ναξίων Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ Νικολάου τοῦ Πλανά, στὴν πόλη τῆς Νάξου. Ἀκόμη, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου στὴν Πάρο, ὅπου ἐπίσης τελεῖται ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων.
Οἱ Ἀσματικὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ λειτουργικὴ χρήση, συντάχθηκαν ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Ὑμνογράφο, Μοναχὸ Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πατρὼν κ. Νικόδημο, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Λειμῶνος Λέσβου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιγξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε· πᾶσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητος, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι’ ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐναρέτου πολιτείας μύστην ἄριστον
Καὶ εὐσεβείας θεοφόρητον διδάσκαλον
Ἡ Ὀρθόδοξος γεραίρει σε Ἐκκλησία·
Οὐρανόθεν γὰρ τὸ χάρισμα δεξάμενος
Καταυγάζεις τοις ἐνθέοις σου συγγράμμασι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Νικόδημε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος φωστήρ, καὶ Ἁγίου Ὄρους, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις Μοναζόντων, ὁ φωτοφόρος λύχνος, Νικόδημε παμμάκαρ, Νάξου τὸ καύχημα.